Ο Χριστόφορος Μαμάκος και η καταβύθιση του πλοίου “Μαρία Σταθάτου” στη Μήλο

Στα τέλη Απριλίου 1941, μόνον η Κρήτη απέμενε για να ολοκληρωθεί η κατάληψη της Ελλάδας από τις ναζιστικές – κατοχικές δυνάμεις. Η Μήλος βρίσκεται σχεδόν στο ήμισυ της απόστασης Πειραιά – Κρήτης. Μετά τον Μάρτιο του 1941, τα λιμάνια της Μήλου πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν ως ενδιάμεσος σταθμός μεταφοράς στρατιωτών της Κρήτης, μετά την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού μετώπου.

Το εμπορικό φορτηγό ατμόπλοιο ´Μαρία Σταθάτου, μήκους 125 μέτρων, ναυπηγήθηκε το 1922 στη Μεγάλη Βρετανία. Φορτωμένο με κάρβουνα και εκατοντάδες Κρήτες στρατιώτες, βρέθηκε στις 15 Απριλίου 1941 στο λιμάνι του Αδάμαντα της Χίου. Οι στρατιώτες της Κρήτης αναζητούσαν μεταφορικό μέσον για να επιστρέψουν στον τόπο τους.

Το εμπορικό πλοίο “Μαρία Σταθάτου.” Βυθίστηκε από ιταλικά τορπιλοπλάνα στις 15 Απριλίου 1941 στο λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου.
Το εμπορικό πλοίο “Μαρία Σταθάτου.” Βυθίστηκε από ιταλικά τορπιλοπλάνα στις 15 Απριλίου 1941 στο λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου.

Το πλοίο ξεκίνησε από το Κερατσίνι του Πειραιά με ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη και τελικό προορισμό την Αίγυπτο. Σ’αυτό επιβιβάστηκαν περίπου 3000 στρατιώτες, Έλληνες και Βρετανοί. Δέχτηκε την επίθεση από ιταλικά αεροπλάνα και βυθίστηκε στα ανοιχτά του λιμανιού του Αδάμαντα, σε βάθος 45 μέτρων.

Ο Χριστόφορος Μαμάκος γεννήθηκε το 1914. Ο πατέρας του Μανόλης Μαμάκος ήλθε στην Ελλάδα πριν τον ξεριζωμό του 1922 και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη.

Από τη Μυτιλήνη ο κυρ-Μανόλης αποφασίζει να μετακομίσει στην Κρήτη. Παντρεύεται από το χωριό Πάνω Ασίτες την Αργυρή, (το γένος Κοπιδάκη) και φτιάχνει το σπιτικό του στην πόλη του Ηρακλείου.

Ο Χριστόφορος υπηρετεί στην Αεροπορία ως Σμηνίας στο ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Με την πτώση του μετώπου, ο Χριστόφορος προσπαθεί με κάθε τρόπο να γυρίσει στην Κρήτη.

Ο Αδάμαντας της Μήλου (φωτογραφία Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου, ΕΛΙΑ)
Ο Αδάμαντας της Μήλου (φωτογραφία Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου, ΕΛΙΑ)

Η πρώτη του προσπάθεια γίνεται με το πλοίο «Ελλάς», αλλά αυτό βυθίζεται από τους Γερμανούς στο λιμάνι του Πειραιά. Επιβιβάζεται στο πλοίο «Μαρία Σταθάτου» με προορισμό την Κρήτη, αλλά βυθίζεται κι αυτό από τους Ιταλούς στο λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου.

Ο Χριστόφορος Μαμάκος σώζεται και πολλοί Κρητικοί σκοτώνονται ή πνίγονται. Η είδηση της καταβύθισης του πλοίου και της απώλειας των στρατιωτών που επέβαιναν σ’αυτό, καταφτάνει στην Κρήτη και βυθίζει στο πένθος τους συγγενείς τους.

Η μητέρα του Χριστόφορου Αργυρή, πιστεύει ότι το παιδί της είναι ανάμεσα στα θύματα. Στη συνέχεια, ο Χριστόφορος Μαμάκος συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς στην Ίο και οδηγείται αιχμάλωτος στην Αστυπάλαια. Ελευθερώνεται από τους Ιταλούς στις 28 Ιουνίου 1941 και επιστρέφει στην Αθήνα.

Τα Χριστούγεννα του 1941 καταφέρνει μετά από πολλές προσπάθειες να φτάσει στα Χανιά. Πεζοπορώντας με προφυλάξεις, επιστρέφει στο Ηράκλειο.

Η μητέρα του έχει μετακομίσει στο χωριό Ασίτες και ζει κοντά στη γυναίκα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά για να της κάνει συντροφιά. Όταν ο Χριστόφορος πηγαίνει να την συναντήσει στις Ασίτες, αυτή ετοιμάζεται να του κάνει το εννεάμηνό του μνημόσυνο.

Οι στιγμές της αντάμωσης μητέρας και γιου είναι συγκλονιστικές.

Ο Χριστόφορος αμέσως με την επιστροφή του στην Κρήτη μετέχει στην Αντίσταση ως μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών (Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου). Οργανώνεται από τον Κώστα Καστρινογιάννη. Έχει πλούσια δράση που τη χαρακτηρίζει το θάρρος και η αυτοθυσία που επιδεικνύει. Όλες οι αποστολές που αναλαμβάνει είναι επικίνδυνες. Κορυφαία για τον Χριστόφορο, είναι η καταβύθιση του εχθρικού πολεμικού πλοίου ´ΓΚΙΖΕΛΑ, ανοιχτά του λιμανιού του Ηρακλείου.

Ο Χριστόφορος Μαμάκος
Ο Χριστόφορος Μαμάκος

Ο Χριστόφορος Μαμάκος έχει γράψει ένα ημερολόγιο των χρόνων της κατοχής, με τις εμπειρίες και τη δράση του. Πριν πολλά χρόνια μάς παραχώρησε ένα αντίγραφο.

Το ημερολόγιο γράφτηκε το 1975, τριάντα χρόνια από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Αποτελείται από 29 φύλλα διαστάσεων 30Χ21 εκατοστών, γραμμένα και από τις δύο όψεις. Ημερομηνία πρώτης εγγραφής είναι η 8η Απριλίου 1941 και τελευταίας ο Οκτώβριος του 1944, όταν οι Γερμανοϊταλοί εγκαταλείπουν το Ηράκλειο.

Στο ημερολόγιό του ο Χριστόφορος Μαμάκος περιγράφει με λεπτομέρειες τη βύθιση του πλοίου «Μαρία Σταθάτου» και όσα ακολούθησαν. Συγκεκριμένα, ο Χριστόφορος Μαμάκος γράφει μεταξύ άλλων:

´«Υπηρετών εις εφεδρικόν Αεροδρόμιον Χασανίου (Ελληνικόν) ως έφεδρος Σμηνίας και ως υπεύθυνος Αστυνομεύσεως Φυλακίων, μετά την πτώσιν των αεροδρομίων Σέδες (Θεσ/νίκη) και Λαρίσης και συγκεκριμένα την 8ην Απριλίου, διετάχθην παρά του Υποδιοικητού μου κ. Καραγιάννη να προβώ εις την καταστροφήν χρήσιμου υλικού διά να μην περιέλθει εις χείρας του εχθρού.

8/4/1941: Καταστρέφω περί τα 200 βαρέλια βενζόλη και ισάριθμα περίπου βαρέλια βενζίνη, ορυκτέλαια κλπ. υλικά μέχρι ώρα 6 απογευματινήν, οπότε ενεφανίσθησαν γερμανικά στούκας και πολυβόλησαν τις εγκαταστάσεις αεροδρομίου (υπόστεγα και σκηνές) και μερικά αεροπλάνα Άνσουλ τα οποία ευρίσκοντο λόγω βλάβης εις τον χώρον των υποστέγων προς επισκευήν.

9/4/1941: Αναχωρώ δι’Αθήνας προκειμένου να βρω τρόπο διά να μεταβώ εις Κρήτην.

11/4/1941: Πληροφορούμαι ότι το επιβατηγόν πλοίον «Ελλάς» πρόκειται να φύγει διά Κρήτην με στρατόν κλπ. Το απόγευμα της ιδίας ημέρας παίρνω τον ηλεκτρικό από την Ομόνοια διά να κατέβω στον Πειραιά. Αλλά εις το Μοναστηράκι και περί την 6ην απογευματινήν αντελήφθημεν σμήνη από Στούκας να πηγαίνουν προς Πειραιά, και έτσι γυρίσαμε πίσω.

12/4/1941: Μαθαίνομεν την τρομερήν καταστροφή της «Ελλάς» και τον καταστροφικό βομβαρδισμό των πέριξ του λιμένος χώρων.

14/4/1941: Πληροφορούμαι εκ νέου ότι άλλο πλοίο πρόκειται να αναχωρήσει διά Κρήτην ή Αίγυπτον το ίδιο βράδυ. Πράγματι γύρω στις 2 το μεσημέρι με ένα αυτοκίνητο φορτηγό της αεροπορίας που το οδηγούσε κάποιος φίλος μου Σμηνίτης με πήρε μαζί του και κατεβήκαμε στον Πειραιά.

 

Χάρτης της Μήλου με τον Αδάμαντα,  το λιμάνι που βυθίστηκε το πλοίο «Μαρία Σταθάτου»

Εκεί μας πληροφόρησε το λιμεναρχείο ότι κάποιο φορτηγό γύρω στους 800 τόνους ονομαζόμενο «Μαρία Σταθάτου» θα έφευγε από το Κερατσίνι, αλλά δεν έπρεπε να μας δουν μαζεμένους και να συμβούν τα ίδια με το «Ελλάς», θα πηγαίναμε λίγοι-λίγοι και μόλις θα βράδιαζε. Πράγματι έτσι και έγινε. Περί την 11ην νυκτερινή της ίδιας ημέρας είχαμε μπαρκάρει όλοι γύρω στους 3000 Έλληνες και Άγγλοι με πλήρες οπλισμό και προορισμό Αίγυπτο (Μέση Ανατολή). Την 12ην νυκτερινή αποπλεύσαμε από Πειραιά με συσκότιση των φώτων του πλοίου.

15/4/1941: Κατά την 6ην πρωινή της 15/4 φθάσαμε εις τον λιμένα Μήλου και αντί να πάμε σε κανένα όρμο μας επήγε εις το κέντρο του λιμένος (Αλυκές). Εκεί μετά δύο περίπου ώρες ίσως και τρεις, έφθασαν 3 ιταλικά τορπιλοπλάνα και μας εβομβάρδισαν, το πλοίο άρχισε να βυθίζεται, αλλά δεν ηρκέσθησαν εις τον βομβαρδισμό του πλοίου, συνέχισαν εις τον πολυβολισμό των ναυαγών. Εγώ κατόρθωσα κολυμπώντας επί μία περίπου ώρα να φθάσω εις τις Αλυκές (τοποθεσία). Μετά ξεκούραση δύο ωρών και πλέον ομού με άλλους διασωθέντες πήραμε το δρόμο διά την πόλη της Μήλου να δούμε τι γίνεται.

Καθ’οδόν συναντήσαμε πάρα πολλούς οι οποίοι μάς είπαν ότι το πλοίο μας ήτο το όγδοον που εβούλιαζαν και ότι οι ναυαγοί στο νησί μαζί με άλλους υπερέβαιναν τις 5000. Αφού αρκετά καθίσαμε, εγώ βρήκα αρκετούς σμηνίτες εκ Χασανίου και άλλους από άλλα αεροδρόμια, τους είπα ότι εδώ ζωή δεν έχουμε παρά πρέπει να πάμε σε κανένα χωριό της Μήλου και εκεί θα δούμε τι θα κάνουμε.

Πράγματι φθάσαμε σε ένα μετόχι στην τοποθεσία Όρμο Ροδαμάνθας. Το πρωί που ξυπνήσαμε αντίκρισα αρκετά καΐκια φουνταρισμένα, μεταξύ αυτών γνώρισα και το καΐκι «Άρης» των Τσιμπανούλη Κορωναίου από το Βόλο. Βρήκα μια βάρκα και πήγα επάνω, εκεί ήτο ο φίλος μου καπετάνιος Παντελής Βιτσάρας και ο μηχανικός Γιάννης Συριανός, φίλοι μου από Ηράκλειο. Τους χαιρέτισα και μου είπαν ότι το σκάφος το έχουν επιτάξει και μετατρέψει σε Νοσοκομειακό. Πράγματι είδα την τροποποίησιν. Μου είπαν ακόμη ότι εκεί είναι και ο αδελφός του καπετάνιου Καλοδούκα, Ψιλλάκης.

Τους είπα ότι θέλω να τον δω και ορίσαμε ραντεβού για την επομένην. Επίσης τους αρώτησα για το πλοίο που ήταν δίπλα τους, μου είπαν ότι το έχουν εγκαταλείψει και το πλήρωμά του είχε φύγει, τους είπα ότι αυτό ήτο των αδελφών Κόπακα, προτού κάνουν το καραβόσκαρο και μου λένε: “ναι αλλά τώρα είναι κάποιου Αφεντάκη”. Αφού τους ευχαρίστησα έφυγα και βγήκα στην ξηρά, λέγοντάς τους να μην ξεχάσουν για τον καπετάν Σταύρο.

18/4/1941: Ένας των σμηνιτών ανακάλυψε ένα βαρέλι λάδι χωμένο μέσα σε ένα ρέμα, προήρχετο από το βυθισμένο καράβι «Πόπη». Προήρχετο από την ραφηναρία Τάλως διότι έφερε την σφραγίδα επάνω του. Ένας άλλος σμηνίτης ανακάλυψε ένα ξυλοκιβώτιον με κονσέρβες κρέατα εγγλέζικα, όλα αυτά τούς είπα να τα κρατήσομε μυστικά διότι κάτι καλό θα μας δώσουν.

Το μεσημέρι φώναξε μερικούς σμηνίτες και τους είπα ότι οι Γερμανοί όπου να’ναι θα έλθουν και θα μας πιάσουν, λοιπόν γιατί να μη φύγουμε διά Κρήτη. Μου είπαν και αυτοί θέλουν αλλά πώς; Τους είπα, γνωρίζω ένα καπετάνιο και θα μας πάει. Μου είπαν να αναλάβω τα πάντα.

Την ίδια ημέρα και γύρω στο σούρουπο ήλθε ένα καϊκάκι μικρό με χωροφύλακες μέσα με πλήρη οπλισμό από την Αντίμηλον και καθίσανε δίπλα μας. Το βράδυ και αφού γνωριστήκαμε και τα είπαμε τους λέω, ποιος από εσάς θα αναλάβει επικεφαλής για να του πω ένα σχέδιο που έχω για να φύγουμε να πάμε στην Κρήτη. Παρουσιάσθηκε ένας ενωμοτάρχης και μου είπε: «Εγώ αναλαμβάνω για τους υπολοίπους».

19/4/1941: Φεύγω και λέω στους σμηνίτες πείτε στον Ενωματάρχην ότι πηγαίνω για το σχέδιό μου, εάν βρω το κατάλληλο πρόσωπο που θέλω θα έλθω πίσω αμέσως ή δι’άλλως μέχρι να τον βρω.

Πήγα στο καΐκι «Άρης» να ρωτήσω για τον καπετάν Σταύρο αλλά παραδόξως ήτο εκεί. Του είπα το σχέδιό μου, του είπα «εσύ θα πληρωθείς από τους χωροφύλακες και ουδεμία ευθύνη θα έχεις». Ο άνθρωπος είπε ότι χρήματα δεν θέλω αλλά στην Κρήτη θέλω να πάω. Τότε με την βοήθειά του και τη βοήθεια του μηχανικού Γιάννη πήγαμε στο εγκαταλελειμμένο καΐκι να δούμε σε ποια κατάσταση ευρίσκετο, αφού ο Μηχανικός του έκανε μια επιθεώρηση στη μηχανή μου είπε ότι ήτο εις αρίστην κατάσταση και μπορούσε να ταξιδέψει αρκεί να βάζαμε μπροστά τη μηχανή.

Του είπα να κάνομε δοκιμή, πράγματι προσπάθησε αλλά δεν είχαν αέρα οι μπουκάλες, του λέω “τίποτα άλλο, τίποτα” μου λέει. Τον ευχαρίστησα και του είπα αν ξέρει κανένα μηχανικό. Μου είπε είναι ένας νεαρός ο οποίος ξέρει, θα τον βοηθήσω και εγώ και θα βάλομε μπροστά. Τους ευχαρίστησα και τους είπα ότι αύριο τα πρωί να σμίγαμε στην παραλία.

Επέστρεψα πίσω, βρήκα τους σμηνίτες και τους χωροφύλακες, τους είπα τα καθέκαστα και εδέχθησαν και χρήματα να δώσουν και ότι άλλο θα χρειαζόταν.

20/4/1941: Με τα χρήματα πήγαμε στην παραλία, βρήκα τον καπετάνιο και τον νεαρό μηχανικό. Πήγαμε στο καΐκι ήτο και ο Γιάννης ο μηχανικός. Βγάλαμε τις μπουκάλες τις πήραμε με τη βάρκα. Πήγαμε και πήραμε και το βαρέλι το λάδι και πήγαμε στην πόλη. Πήγαμε στον ηλεκτρικό σταθμό.

Παρακαλέσαμε να μας γεμίσουν τις μπουκάλες αέρα και να μας δώσουν λάδι και πετρέλαιο, τα αναγκαία.

Εάν ήθελαν χρήματα θα τους δίδαμε χρήματα ή εάν ήθελαν λάδι θα τους δίδαμε λάδι, οι άνθρωποι ζήτησαν το λάδι και έτσι έγινε η ανταλλαγή. Τα πήραμε, επιστρέψαμε στο καΐκι, τα τοποθέτησαν και έβαλαν μπροστά.

Όταν είδαμε και μας βεβαίωσαν και ο πλοίαρχος και ο μηχανικός ότι μπορούμε να ταξιδέψουμε πήραμε την βάρκα και πήγαμε να συναντήσουμε τους σμηνίτες και χωροφύλακες. Η συνάντηση έγινε και ορίσαμε ώρα επιβιβάσεως την 8η απογευματινή.

Πράγματι επεβιβάσθημεν στο καράβι άγνωστος αριθμός. Μόλις νύχτωσε καλά βάλαμε μπρος τη μηχανή, τραβήξαμε την άγκυρα διότι παρέλειψα να πω ότι από σμηνίτες και χωροφύλακες κάναμε το υπόλοιπο πλήρωμα που χρειαζότανε για τις βοηθητικές δουλειές του καραβιού.

Βγήκαμε από τον όρμο και αντικρίσαμε πλέον την ελευθερία μας, αλλά δυστυχώς κατά κακή μας τύχη ο καιρός δεν ήτο τόσο καλός για το καΐκι αυτό διότι δεν πήγαινε περισσότερο από 8 μίλια.

20-21/4/1941: Μόλις είχαμε προχωρήσει γύρω στα 20 μίλια μάς έπιασε σφόδρα νοτιά και ήτο αδύνατον να ταξιδέψομε διότι το Π/Κ δεν είχε μίλια και έτσι αλλάξαμε πορεία προς Σίφνον.

22/4/1941: Το μεσημέρι περίπου φθάσαμε εις τον όρμο Σίφνου στα καμίνια που έβγαζαν τα σταμνιά, το όνομα του όρμου δεν το θυμάμαι, νομίζω “Ταξιάρχη”. Εκεί αφήσαμε αρκετούς χωροφύλακες και σμηνίτες στο καράβι μέσα με προορισμό να πάει στον όρμο Φικιάδας που θα ήτο ευκολότερο το βράδυ να φύγομε κατ’ευθείαν στη Σαντορίνη. Εκεί γύρω στα 25 άτομα περάσαμε από το χωριό, μας έδωσαν κουλούρια και αυγά λαμπριάτικα και φθάσαμε στην Φικιάδα το απόγευμα κατά τις 3. Καθ’οδόν είδαμε ένα ιταλικό αεροπλάνο να πετά, αντελήφθη το καΐκι αλλά δεν του έκαναν τίποτα, διότι έγκαιρα οι χωροφύλακες είχαν κατέβει στο αμπάρι, ο δε πλοίαρχος άπλωσε ένα πανί άσπρο και έτσι τα κατάφερε και πήγε στην Φικιάδα.

Εμείς κατεβαίνοντας προς Φικιάδα είδαμε το φυλάκιο παρατηρίου και ερχόταν προς εμάς, τους ερωτήσαμε εάν ξέρουν τίποτε για την Σαντορίνην και μας είπαν ότι το πρωί είχε καταληφθεί από Ιταλούς. Φθάνοντας εις Φικιάδα συναντήσαμε 8 Άγγλους οι οποίοι είχαν φύγει με βενζινάκατο, αλλά τους τέλειωσε η βενζίνη. Ένας εξ αυτών ήξερε Ελληνικά και μας παρακάλεσε να τους πάρουμε μαζί, ουδεμία αντίρρηση του είπαμε και έτσι επιβιβάσθημεν και οι υπόλοιποι μαζί και άγγλοι και ξεκινήσαμε πλέον διά Κρήτη αφού η Σαντορίνη είχε καταληφθεί.

22/4/1941: Ώρα 8 εσπερινή, βγαίνοντας από τον όρμο Φικιάδα συναντούμε χειρότερο καιρό από εκείνο της Μήλου και αλλάζομε πορεία διά Ίον. Ώρα 3 μετά μεσονύκτιον φθάνομεν εις Ιον, αλλά για κακήν μας τύχη την είχαν καταλάβει οι Ιταλοί στις 12 τα μεσάνυχτα. Μόλις εμείς φουντάραμε ακούσαμε πυροβολισμούς και μια τορπιλάκατος μας πλεύρισε. Ανέβηκε επάνω ένας αξιωματικός Ιταλός με 5 στρατιώτες και 4 ναύτες, συζητούσανε Ιταλικά αλλά κανείς δεν απαντούσε. Εγώ καθόμουνα δίπλα σ’ένα Άγγλο αυτός που ήξερε τα Ελληνικά τον ρώτησα αν καταλαβαίνει, μου είπε “όχι”.

Του λέω εγώ καταλαβαίνω αλλά δεν θέλω να μιλήσω, ίσως αργότερα. Μου λέγει καλά κάνεις να ακούς τι λένε και να μη ξέρουν ότι τους καταλαβαίνεις. Ο υπολοχαγός μίλησε αργότερα στην Γαλλική τότε του απάντησα εγώ ότι ξέρω λίγα γαλλικά και θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Μου λέει πες στον κόσμο ότι είμεθα Ιταλοί και από τώρα είστε αιχμάλωτοί μας, μη προσπαθήσετε να κάνετε τίποτα διότι θα σας σκοτώσουμε και αύριο το πρωί θα τα πούμε.

24/4/1941: Αρχή αιχμαλωσίας. Μόλις έφυγαν πρώτη μας δουλειά ήτο να πετάξομε τον οπλισμό μας στη θάλασσα, όσοι βεβαίως είχαν ούτως ώστε θα θεωρούμεθα πολιτικοί και όχι στρατιωτικοί αιχμάλωτοι. Ο Άγγλος αξιωματικός μου είπε να του πω ότι ευρίσκονται μεταξύ μας και 8 Άγγλοι αξιωματικοί.

24/4/1941: Ώρα 6η πρωινήν, στο καΐκι έρχεται ο Ιταλός αξιωματικός με φωνάζει και μου λέει: “Είμαι ο υπολοχαγός Ουμπέρτο Μπέρτι πες στον κόσμο να βγει έξω στη στεριά. Θα κάνομε έρευνα πλοίου και μετά πάλι θα μπαρκάρετε διότι πήρα την Νάξο και μου είπαν ότι πρέπει να σας πάω εκεί.

Πράγματι άρχισε η αποβίβαση με βάρκες του νησιού αφού μας έβαλαν σε γραμμή και μας μέτρησαν, βρεθήκαμε 300 Έλληνες και 8 Άγγλοι περίπου. Καθίσαμε 2 ώρες έξω στην παραλία, έκαναν τον έλεγχο του σκάφους και μετά άρχισε η επιβίβαση, όταν και αυτή τελείωσε ανέβηκαν 3 ναύτες Ιταλοί επάνω στο καΐκι και υπό τις διαταγάς των τραβήξαμε τις άγκυρες, δώσαμε κάβο στο ρυμουλκό και μας ρυμουλκούσε με συνοδό 1 τορπιλάκατο, με πολλή τρικυμία φθάσαμε στη Νάξο το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Παραμείναμε στο καΐκι όλη τη νύκτα..ª”.

 

Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντή Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος