Στις 21 Απριλίου 1943, το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» αποβίβασε στην παραλία του Μπαλή Ρεθύμνου τέσσερις άνδρες. Δυο Βρετανούς αξιωματικούς με τον βαθμό του Λοχαγού, τους Ραλφ Στόκμπριτζ και Τζων Στάνλεϋ και τους Έλληνες Λευτέρη Καλιτσουνάκη από το Κάτω Βαλσαμόνερο Ρεθύμνου και τον Ηρακλή Μπριλάκη από τον Βάμο Αποκορώνου Χανίων. Οι Βρετανοί μετέφεραν μαζί τους έναν συμμαχικό ασύρματο της Βρετανικής Ιντέλλιντζες Σέρβις.
Ως υπεύθυνος αξιωματικός σύνδεσμος του σταθμού ασυρμάτου ήταν ο Ραλφ Στόκμπριτζ, ως ασυρματιστής-χειριστής ο Τζων Στάνλεϋ και βοηθοί οι Καλιτσουνάκης και Μπριλάκης. Τους τέσσερις άντρες υποδέχτηκαν οι Πάτρικ Λη Φέρμορ, Γιώργης Τυράκης και Χαρίτωνας Χνάρης από τα Λιβάδια Μυλοποτάμου. Την άφιξή τους στον όρμο του Μπαλή, περιγράφει ο Λευτέρης Καλιτσουνάκης στις 2 Αυγούστου 2008, σε μαγνητοφωνημένη συζήτηση στον Κήπο του Ρεθύμνου:
«…τον Απρίλιο του 1943 εφύγαμε από τη Βυρητό της Συρίας με το Παπανικολή. Οχτώ μέρες εκάμαμε διότι εχάλασε το υποβρύχιο και ήρθαμε εδώ στη Κρήτη. Την 21 του μηνός Απρίλη νομίζω αποβιβαστήκαμε εδώ στο Μπαλή. Ο Ραλφ Στόκμπριτζ, ο Τζων Στάνλεϋ, εγώ και κάποιος Μπριλλάκης Ηρακλής από το Βάμο του Αποκορώνου. Εγώ ήρθα για να έχω την ασφάλεια του λημεριού.
Αποβιβαστήκαμε νύχτα. Στη παραλία μας περίμενε ο Λη Φέρμορ και ο Γιώργης ο Τυράκης που ήτονε στην απαγωγή του Κράιπε με ένα βοσκό Χαρίτο Χνάρη. Ήτανε βοσκός στο μοναστήρι του Βωσάκου. Από τα Λιβάδια Μυλοποτάμου. Είχαμε συνεννοηθεί ότι θα βγούμε τυφλά δίχως να δώσουνε αυτοί σήμα επειδή ήτονε δυο φυλάκια και πήγαμε εμείς στη μέση να βγούμε. Κοντά το ένα φυλάκιο κοντά και το άλλο.
Όταν ερχόμεθα εμείς με τη λαστιχένια βάρκα, τους ακούγαμε και μιλούσανε τους Γερμανούς. Και μεις εβγήκαμε στο ενδιάμεσο. Ένα πράγμα είχε κάνει τότε η οργάνωση λάθος. Εφ’όσον ήτονε ναρκοθετημένο το μέρος, να μας είχε ειδοποιήσει να το ξέρομενε. Και βγήκαμε σ ’ένα ναρκοπέδιο. Λοιπόν αυτοί καθόντανε πιο πάνω και πίνανε ρακή οι δικοί μας, κι εμείς εβγήκαμε. Αλλά εγώ είχα εκπαιδευτεί στις νάρκες.
Στο Σουέζ από πάνω ήτονε το μέρος που είχανε πάει οι Άγγλοι όλο το γερμανικό υλικό που είχανε πιάσει στη Λιβύη. Κανόνια, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τανκς, τα πάντα. Κι εκεί επήγα και εκπαιδεύτηκα, στις νάρκες. Μόλις εβγήκα στη παραλία επήρα χαμπάρι το ναρκοπέδιο αλλά υπάρχει και μια μυστική δίοδος σε κάθε ναρκοπέδιο. Φεγγάρι σαν την ημέρα και λέω τι θα γίνομε τώρα; Φωνάζω εγώ σταματήσετε όπως είστε γιατί ’μαστε μέσα στις νάρκες. Λέω μη φοβάστε. Θα σας βγάλω διότι είναι πετρώδες το μέρος και θα βρούμε κάποια δίοδο να φύγομενε.
Κι έτσι κι έγινε. Επορίσαμε όξω, βγάλαμε τα πράματα όξω, τον ασύρματο, το μοτέρ, τα όπλα μας, ούλα τα πάντα γιατί εμείς βγήκαμε με στολή ως κομάντο για να μη πάμε ως κατάσκοποι να μας ε πιάσου και μας σκοτώσου, φορούσαμε τη στολή τω κομάντο. Φορούσαμε τη Βρετανική στολή των κομάντω. Και άμα βγήκαμε ντυθήκαμε με τα πολιτικά. Ύστερα έφυγενε ο Λη Φέρμορ με το Στόκμπριτζ και μείναμε εμείς και φυλάγαμε τα πράματα εκεί σ’ένα δάσος εφτά μέρες.
Ο βοσκός ο Χαρίτος έβλεπε τα πρόβατά του εκεί. Κι ερχότανε κάθε μέρα. Κι έκλεβε καμιά φορά ένα σεβεντούκο από τσι καλογέρους και μας το ’φερνε γιατί εμείς δεν εβαστούσαμε ψωμί μόνο γαλέτες και κονσέρβες. Κονσέρβες είχαμε και τρώγαμε αλλά δεν είχαμε ψωμί. Και μας έφερνε κι ένα μπουκάλι λάδι γιατί είχαμε πάρει αστακούς σε κονσέρβες και θέλαμε λαδολέμονο για να το φτιάξομε. Κι έπαιρνε αυτός από τσι καλογέρους ότι μπόριενε και μας το’φερνε…».
Ο ασύρματος του Ραλφ Στόκμπριτζ, ήταν ένας από τους πέντε συμμαχικούς ασυρμάτους που λειτουργούσαν τα χρόνια της κατοχής στην Κρήτη. Στα Λασιθιώτικα και στη μάντρα του Σηφογιάννη (Βατονερό), λειτουργούσε ασύρματος με υπεύθυνους κατά διαστήματα τους Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλη και Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξη.
Στον Ψηλορείτη συμμαχικός ασύρματος με υπεύθυνο τον επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής στην Κρήτη Τομ Ταμπάμπιν ή Ιωάννη και κατά διαστήματα τον Πάτρικ Λη Φέρμορ. Στα Χανιώτικα (Λευκά Όρη) ασύρματος με υπεύθυνο τον Ζακ Φήλντιγκ ή Αλέκο. Ο πέμπτος ασύρματος ήταν ο Ελληνικός, στα Λασιθιώτικα βουνά και στα ορεινά της Κασταμονίτσας, με υπεύθυνο τον αξιωματικό Θωμά Ταμιωλάκη.
Με τους συμμαχικούς ασυρμάτους, επιτυγχάνονταν η επαφή της Κρήτης με τον ελεύθερο τότε κόσμο της Μέσης Ανατολής. Ο Λευτέρης Καλιτσουνάκης, περιγράφει σε αφήγησή του στον Κήπο του Ρεθύμνου στις 2 Αυγούστου 2008, τις μετασταθμεύσεις και τα λημέρια του ασυρμάτου του Ραλφ Στόκμπριτζ, μετά την αποβίβασή τους στον όρμο του Μπαλή στο Ρέθυμνο:
«…ο Λη Φέρμορ με το Στόκμπριτζ επήγανε στα Ανώγεια. Ήρθανε σε επαφή με των Ανωγείων την Οργάνωση, το Στεφανογιάννη, το Χριστομιχάλη Ξυλούρη, μάλιστα του Στεφανογιάννη του βάφτισενε ο Λη Φέρμορ ένα κοριτσάκι και το’βγαλε Αγγλία. Επήγανε στο σπίτι του Στεφανογιάννη κι εκεί εσυννενοηθήκανε να πάρουν τον ασύρματο να τόνε πάνε στα Ανώγεια στην περιοχή που είχενε αυτός το μητάτο του στη Κορακόπετρα στο Ψηλορείτη.
Κι εκεί πήγαμε κιόλας. Ήρθανε ζα και μας πήρανε και μας πήγανε στη Κορακόπετρα. Δεν ήρθανε πολλοί Ανωγειανοί στο Μπαλή που είμεθα εμείς και περιμέναμε. Ήρθανε μερικοί, αλλά συνεννοηθήκανε με την Οργάνωση στο Δοξαρό, με τα Χελιανά κι από κει φέρανε τα ζώα που ήτανε τα χωριά αυτά κοντά στη παραλία και πήρανε τα πράματα και μας επήγανε εις τα Ανώγεια στη Κορακόπετρα.
Επεράσαμε από το σπίτι του Στεφανογιάννη αλλά δεν εκαθίσαμε, εφύγαμε για το Ψηλορείτη. Την πρώτη φορά που είδα το Στεφανογιάννη ήταν όταν επερνούσαμε από το σπίτι το κι εβγήκε αυτός έξω και μας υποδέχτηκε και μας οδήγησε στη Κορακόπετρα. Ζωηρός άνθρωπος ήτονε ο Στεφανογιάννης, καλός πατριώτης, είχενε μια καλή εξαιρετική γυναίκα, τη κυρία Χαρίκλεια, εζούσε η μάνα του κι εφορούσε τη παλιά κρητική στολή, μια στολή που δεν την είχα δει ποτέ μου. Εκάμαμενε λημέρι εκεί κι εκάτσαμε κανένα μήνα.
Ύστερα μας είχανε εντοπίσει και φύγαμε από κει και πήγαμε σε άλλο τόπο. Επήγαμε στο Κάρχος. Όπως ήτονε η Κορακόπετρα, μπορεί να’τανε κάνα δυο χιλιόμετρα πιο πέρα. Επειδή ήτονε νερό κοντά, επήγαμε στο Κάρχος. Μετά το Κάρχος επήγαμε στα Τσουνιά. Μακριά προς το Κρουσώνα. Εκεί που πήγαμε, ήτονε σα μια σπάθη. Κι εβγήκαμε στη κορφή κι ήτονε από δω ο Κρουσώνας κι από κει τ’ Ανώγεια. Εκεί κάτσαμε όλο το καλοκαίρι του’43 και ύστερα που αρχίνηξε ο χειμώνας και τράκαρε και χιόνιζε, το σπηλιάρι ήτονε πολύ μικρό, δε μας έβαζε, και κατεβήκαμε σ’ένα μητάτο το Χαμένι. Ανωγειανό βουνό κι αυτό αλλά συνοράτορο με τσι Γωνιές.
Εφύγαμε εμείς από το Χαμένη ύστερα, λέμε μπορεί να έρθουν να μας ε πιάσουν επαδέ και πήγαμε στο Κουτσιά. Εφύγαμε δηλαδή από το ανατολικό μέρος του Ανωγειανού βουνού και πήγαμε στο δυτικό μέρος. Ανωγειανή περιοχή ήταν κι αυτή και σύνορο με το Ζωνιανό αόρι. Μπορούσαμε να μπούνε στο Ζωνιανό αόρι να φύγομε, αν ερχόντανε γερμανική δύναμη.
Στη Κουτσιά ήπιασε χιονιά και στση 31 του Δεκέμβρη το 1943 εφύγαμε και πήγαμε προς το Αμάρι. Εφύγαμε από το Μυλοπόταμο και πήγαμε στην Επαρχία Αμαρίου. Από τη Κουτσιά επήγαμε στο Περιστερέ στη Νίθαυρη αποπάνω. Εκάτσαμε εκεί και ξεχιόνισε. Εκεί ήρθε ο Σταυρακάκης ο Λευτέρης, του Νίκο του Σταυρακάκη ένας ανιψιός και μας είπε το περιστατικό της δολοφονίας του Στεφανογιάννη. Εκάτεχε ο Στεφανογιάννης και όλη η Ανωγειανή Οργάνωση ότι εφύγαμε από το Κουτσιά και πήγαμε στο Περιστερέ.
Και η Οργάνωση πάλι των Ανωγείω έστειλενε το Σταυρακάκη το Λευτέρη και μας είπε το νέο. Είμαστε στο λημέρι ο Ραλφ, ο Τζων Στάνλεϋ, εγώ, ο Μπριλλάκης είχενε φύγει στα Χανιά, είχε δηλώσει για έξε μήνες στην υπηρεσία. Ο Ραλφ τι να κάνει. Να μάθει ένα τέτοιο περιστατικό.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αν τόνε πιάνανε όπως εμένα, κάτι’ θελα κάνει. Μια φορά μου κάνανε οι Γερμανοί μια επίθεση να με πιάσουνε στη πόλη εδώ (Ρέθυμνο) αλλά τον έφυγα. Το μάθανε αυτοί στ’Αμάρι, η Οργάνωση, επιάσα το Λευτέρη, επιάσα το Λευτέρη και ερχότανε ο Ραλφ να δει, να’ρθει σε επαφή με την Οργάνωση να δει πως θα μπορέσει να με πάρει. Αλλά εμένα δε με πιάσανε. Το Στεφανογιάννη τόνε σκοτώσανε οι Γερμανοί και ο Ραλφ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μόνο στενοχώρια του ’δωκε αυτό το περιστατικό.
Στο Περιστερέ είμαστε δυο λημέρια. Είχαμε σμίξει με του Τομ το λημέρι και είχε ακόλουθό του το Σκουτελογιώργη από τα Βορίζια. Εκάναμε εκεί πέρα κάνα δυο μήνες για να φύγει ο χειμώνας λιγάκι. Είχαμε και δυο πολυβόλα στεμένα, ένα προς την ανατολή και ένα προς τη δύση, απόρθητο το μέρος για να σιμώσουνε οι Γερμανοί. Περάσαμε καλά εκεί πέρα. Στη Νίθαυρη ήτανε πάρα πολύ φτωχοί οι αθρώποι αλλά πατριώτες. Όλο το χωριό το κάτεχε πως είμεθα εκεί, δεν ακούστηκε τίποτα. Και τα μικρά παιδιά εξέρα πως είμεθα εκεί και δεν ακούστηκε τίποτα.
Ή προδοσία ή τίποτα άλλο. Ήταν εξαιρετικοί αθρώποι. Εγώ δε θα τους ξεχάσω στη ζωή μου. Εφύγαμε δα ύστερα από το βουνό και κατεβήκαμε πιο χαμηλά, στο ποταμό. Στο Μετόχι ενούς Μανουρά. Μεταξύ Χορδάκι και Αη Γιάννη ήτονε αυτό το μετόχι. Κι είχε και σπίτι και πήγαμε σ ’αυτό το σπίτι. Και μπήκαμε. Αλλά ήτονε κάπου πέντε χιλιάδες ρίζες ελιές γύρω γύρω και ήτανε εύκολο να μας πιάσουνε εφ ’όσο είμεθα στο σπίτι μέσα.
Άμα έφυγε ο Μάρτης, επήγαμε πιο πάνω στο Χορδάκι. Ένα μικρό χωριουδάκι είναι, αλλά καλοί αθρώποι κι αυτοί, πατριώτες, εξαιρετικοί. Ήτανε πιο ψηλά το μέρος αυτό και μπορούσαμε να δούμε πιο καλά τη περιοχή. Για να μη μας ε θωρρούνε τα παιδιά στο χωριό, πήγαμε πιο πέρα λιγάκι σ ’ένα μέρος στον Αμύγδαλο. Εκεί κάναμε λημέρι. Μια τοποθεσία βοσκότοπος ήτανε. Ύστερα βγήκαμε στο Κέντρος. Από το Κέντρος εφύγαμε και ήρθαμε εδώ προς τα Ρεθεμνιώτικα όταν αρχίσανε και υποχωρούσανε οι Γερμανοί.
Το Στεφανογιάννη τόνε βλέπαμε στο λημέρι. Εις τα Ανώγεια είχε το κουμάντο αυτός, ήτανε ο Αρχηγός των Ανωγείων τότε, της Οργάνωσης. Εις τα Ανώγεια ήτανε κάποιος Σμπώκος κι έκανε μπακάλικο, αριστερός. Αλλά μας εξυπηρετούσε, ότι θέλαμε μας ήβριχνε. Πληρώναμε τότες ότι ξοδεύαμε στο λημέρι. Μας εξυπηρετούσε ο Σμπωκοχαραλάμπης, δεν ήτονε ακόμη η διαμάχη μεταξύ των αριστερών και των εθνικοφρόνων.
Διότι τα πρώτα χρόνια 41, 42, 43, μέχρι τον Ιούλιο του 43, είμεθα μεικτοί. Δηλαδή και οι αριστεροί και οι δεξιοί και οι Βεντζελικοί που ήτονε κατ’εναντίον των Γερμανών είμεθα μαζί. Ο Ποδιάς ήτονε πρωτοπαλίκαρο του Μπαντουβά. Στου Μπαντουβά την ομάδα Τον είχενε δεύτερη υπογραφή. Μέχρι το 43. Ύστερα έγινε η σύσκεψη στο Λίβανο κι εκειδά εδιαφωνήσανε, οι Εγγλέζοι τόνε βάλανε τσίτες και διαφωνήσανε και τότες ρχίνηξε η κακομοιριά και η ελεεινότητα και σκότωνε ο ένας αδερφός τον άλλο. Ντροπή μας.
Στο λημέρι στη Κορακόπετρα εγίνηκε κι ένα επεισόδιο. Εσκοτώθηκε ο Γιάννης ο Τζαγκαράκης. Την ώρα που μούχλιαζε έγινε, μεταξύ μέρας και νύχτας. Στο λημέρι είχε έρθει κάποιος Λεωνίδας Τζαγκαράκης ο οποίος ήτανε ανιψιός του σκοτωμένου από τσι Αλώνες της Ρεθύμνης. Ο Λεωνίδας είχε έρθει βράδυ βράδυ από τα Ρεθεμνιώτικα κι έσερνε μερικούς για να φύγουνε στη Μέση Ανατολή. Ο κακομοίρης ο Γιάννης ο Τζαγκαράκης ήτονε δρωμένος και πήγε κοντά στη φωτιά που εψήναμε το φαγητό. Κι έκατσε κουκουβιστά. Έρχεται ένας και μας ε λέει Γερμανοί έρχουνται. Ένας βοσκός από τα Ανώγεια, θαρρώ πως ήτανε Δραμουντάνης. Ο Νικολής ή ο Κωστής.
Εμείς ήντα να κάνομε, αρπάξαμε να χώσομε τον ασύρματο και τον οπλισμό μας. Κι είχαμε σ’ένα πρινάρι καμιά δεκαριά όπλα κι ένα οπλοπολυβόλο. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ επήγε στο πρινάρι και επέτανε τα όπλα αποπάνω και τα’παιρνε ο ένας και τα’δινε τ’αλλουνού να πάμε να τα κρύψομε. Για να φύγομε κι εμείς να μη μας πιάσουνε οι Γερμανοί.
Ο Λεωνίδας ο Τζαγκαράκης όταν ήρθε μου λέει είμαι κουρασμένος. Και του λέω πάρε μια κουβέρτα κι έλα να πάμε εις το κατάλυμα πέρα πέρα που μένω κι εγώ να μείνεις. Κι εκοιμάτονε και δεν ήτανε εκειά. Είμαστε εγώ, ο Λη Φέρμορ, ο Στόκμπρτιζ, ο Γιάννης Τζαγκαράκης, ο Στάνλευ, καμιά δεκαριά νομάτοι. Ήτανε κι ένα δυο βοσκοί και μας εβοηθούσανε να πετάξομε τα πράματα να μη μπλέξομε.
Ήτονε και του Στεφανογιάννη τα παιδιά εκεί, ο Γιώργης και ο Ζαχαρίας, μικρά κι εβαστούσανε όλη την ώρα τα τουφέκια, τα γεμίζανε, τα αδειάζανε. Εγώ με το περιστατικό το δικό μου είχα καεί. Και τον είχα πει πολλές φορές μην αφήνετε τα παιδιά στα τουφέκια γιατί κι εγώ έχω καεί. Έχω σκοτώσει ένα συγγενή μου μ’αυτές τις μπουταλές. Γι’αυτό μην αφήνετε τα παιδιά στα τουφέκια.
Είχανε γεμίσει το όπλο, ένα γερμανικό δαχτυλιδάτο, ανάθεμά το. Ο Λη Φέρμορ έπιασε το όπλο να το πετάξει στον άλλο, και που πήγε η χέρα του, στη σκανδάλη, και θέτει ένα βρόντο κι έτσι που κάθουντανε κουκουβιστά ο Τζαγκαράκης του πιάνει το πόδι και το μηρό και του’κοψε τη κεντρική αρτηρία. Και εμουντάραμε εμείς να τόνε βοηθήσομε αλλά πέντε λεπτά δεν έζησενε. Δεν είπε τίποτα, τι να πει ο παντέρμος.
Ένας καλός άνθρωπος ο Γιάννης ο Τζαγκαράκης. Δεν είπε τίποτα στο Φιλεντέμ, μου φταις δηλαδή και τέτοια, πάνω από πέντε δέκα λεπτά δεν έζησενε. Του χύθηκε το αίμα. Εκειά στο πρινάρι που σκοτώθηκε τόνε θάψαμε κιόλας. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ εστεναχωρήθηκε πάρα πολύ. Ίσως φταίει κι αυτό που δεν έμεινε στην Κρήτη. Θα σου πω γιατί.
Μετά την απελευθέρωση ήτονε ένας συγγενής του Τζαγκαράκη κι είχανε πιστέψει αυτοί ότι ο Πάτρικ τόνε σκότωσε επίτηδες. Και του’κανε μια επίθεση στσ’Αλώνες απ’έξω. Κάποιος Ψυχουντάκης τον συνόδευε το Φιλεντέμ, τον είχε ο Πάτρικ σαν τον ιδιαίτερό του και μεταξύ τω χωριώ που πήγανε μετά την απελευθέρωση πήγαν και στσ’Αλώνες. Από κει ήτονε η καταγωγή του Τζαγκαράκη. Και ένας του ανιψιός του μπήκενε. Του’πε κερατά εσύ εσκότωσες το μπάρμπα μου και τα λοιπά, γίνηκε δηλαδή τση κακομοίρας.
Και μπορεί να’τονε αυτό αιτία και πήγε κι έμεινε αργότερα στη Καρδαμύλη στη Μάνη. Τα οστά του μετά τα πήρανε οι συγγενείς του από τη Κορακόπετρα. Ή στου Φωτεινού θα τα’χουνε πάει ή στσ’Αλώνες. Είχε μια αδερφή στου Φωτεινού και μάλλον εκεί θα τα’χουνε. Κι επήγε ο Τζαγκαράκης άδικα. Γιατί η πληροφορία ότι έρχουνται Γερμανοί στη Κορακόπετρα δεν ήτανε αληθινή.
Ο Δραμουντάνης από όλους τσι Αντιστασιακούς των Ανωγείω ως Αρχηγός είχε μεγάλη εκτίμηση. Στο τέλος εχάθηκε για τον αγώνα. Ο Ραλφ του είχενε απόλυτη εμπιστοσύνη. Θυμούμαι ότι ο Σταυρακάκης με το Ραλφ ήρθανε σ μια κόντρα αλλά δεν είμαι βέβαιος ποιοι ήτονε οι λόγοι που ήρθανε σ’αυτή τη διένεξη. Ο Ραλφ ήτονε ένας εξαίρετος άνθρωπος, ποτέ δεν επρόσβαλε κανένα, ποτέ δεν έθιξε κανένα και μου φαίνεται κι εμένα παράξενο αυτή η διαφορά τους.
Το κάψιμο του χωριού των Ανωγείω μας βρήκε στο Χορδάκι; Ή είχαμε φύγει από τ’Αμάρι; Κι είχαμε έρθει στην Επαρχία Ρεθύμνης στο χωριό μου κοντά στη θέση Δρυγιαδέ στο Κάτω Βαλσαμόνερο. Ο Δρυγιαδές είναι δυτικά του χωριού μου ένα άγριο μέρος σα να’ναι μαδάρα. Εσιμώναμε κοντά στο Ρέθυμνο γιατί εμείς περιμέναμε την υποχώρηση τω Γερμανώ. Εκεί πρέπει να είμεθα όταν μας ήρθε η είδηση για το κάψιμο του χωριού…“ª.
Ανακτήσαμε από το αρχείο της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων Α.Ο.Α.,
έγγραφο του Ραλφ Στόκμπριτζ ή Σήφη, επικεφαλής του συμμαχικού ασυρμάτου της Ιντέλλιντζες Σέρβις, που απευθύνεται στον Αρχηγό των Ανωγείων Γιάννη Δραμουντάνη – Στεφανογιάννη. Το έγγραφο είναι χωρίς ημερομηνία, αλλά από τα γραφόμενά του συμπεραίνουμε ότι στάλθηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου 1943.
Επειδή οι κανόνες του συνωμοτικού πολέμου απαιτούσαν συχνή μεταφορά των ασυρμάτων, ο Στόκμπριτζ ενημερώνει τον Αρχηγό Στεφανογιάννη ότι σκέφτεται να μετασταθμεύσουν από την «Κουτσιά» του Ψηλορείτη που βρίσκονται, στην τοποθεσία «Περιστερέ» πάνω από το χωριό Νίθαυρη Αμαρίου. Ζητά την βοήθειά του σε ζώα, για την μεταφορά των υλικών της αποστολής. Αναφέρεται στον Λεφτέρη (Καλιτσουνάκη) και Ηρακλή (Μπριλάκη).
Ο «Μιχάλης» του εγγράφου, που επιμένει ότι μπορούν να πάρουν όλα τα πράγματα, είναι ο μετέπειτα Αρχηγός των Ανωγείων Χριστομιχάλης Ξυλούρης. Ο Ραλφ Στόκμπριτζ ή Σήφης, ανακοινώνει λοιπόν στον Στεφανογιάννη τα εξής:
«Δεν πιστεύω ότι με δύο ζώα είναι δυνατόν να μεταφέρομε όλα τα πράγματα σε μία νύκτα, παρά εν ανάγκη θα αφίσω τον Λεφτέρη και τον Ηρακλή εδώ με τα υπόλοιπα πράγματα μέχρι την άλλην βραδείαν και θα πρέπει να γυρίση ένας από μας με τα ζώα να πάρη τα υπόλοιπα πράγματα.
Ο Μιχάλης επιμένει όπως μπορούμε να πάρομε όλα τα πράγματα μαζύ.
Θα ιδούμε αλλά αμφιβάλλω πολύ.
Σύμφωνη; Έχω τουλάχιστον οκτώ ώρες γράψιμο σήμερα και θα τελειώσω. Αύριο βράδυ θα σας περιμένω εδώ με τα ζώα.
Με αγάπην – Σήφης».
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.