Ο άνθρωπος που έφερε την χημεία στην Ελλάδα

Στις 22 Μαρτίου 1841, γεννήθηκε ο Αναστάσιος Χρηστομάνος (1841-1906) ο οποίος ήταν Έλληνας χημικός, θεμελιωτής της επιστήμης της χημείας στην Ελλάδα.

Ο Αναστάσιος Χρηστομάνος ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες επιστήμονες του τελευταίου μέρους του 19ου αιώνα. Οι ακαδημαϊκοί του συνεργάτες ήταν μερικοί από τους πιο σημαντικούς επιστήμονες στον κόσμο, όπως οι Ρόμπερτ Μπουνσέν, Γεώργιος Λούντβιχ Κάριους, Εμίλ Έρλενμαγιερ και Γκουστάβ Κίρχοφ. Θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ελληνικής χημικής εκπαίδευσης. Έγραψε 73 βιβλία και διατριβές. Τα πεδία μελέτης του περιλάμβαναν: Ανόργανη Χημεία, Οργανική Χημεία και Αναλυτική Χημεία. Συμμετείχε στην αναδιάρθρωση της ελληνικής εκπαίδευσης. Η ελληνική εκπαίδευση βρισκόταν υπό την επιρροή του Κορυδαλλισμού για πάνω από 300 χρόνια. Με την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, ο Χρηστομάνος και οι σύγχρονοί του υπήρξαν πρωτοπόροι της σύγχρονης εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο.

 

Ο Χρηστομάνος γεννήθηκε στη Βιέννη. Ενδιαφέρθηκε για την επιστήμη από μικρή ηλικία και βρέθηκε στη Γερμανία κατά την εποχή της επιστημονικής επανάστασης και των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων.

Κατέληξε να συνεργαστεί με το εργαστήριο του Ρόμπερτ Μπουνσέν, ο οποίος προσλάμβανε πολλούς επιστήμονες για να βοηθήσουν στην ακαδημαϊκή του έρευνα. Ο Χρηστομάνος συνεργάστηκε με τον Μπουνσέν και τους συνεργάτες του, ενώ εργάστηκε και σε διάφορα χημικά ιδρύματα. Περίπου την ίδια περίοδο, ο Κίρχοφ και ο Μπουνσέν εφηύραν το σπεκτροσκόπιο. Ο Κίρχοφ χρησιμοποίησε το όργανο για να πρωτοπορήσει στην αναγνώριση των στοιχείων στον Ήλιο. Το 1859, απέδειξε ότι ο Ήλιος περιείχε νάτριο. Ο Κίρχοφ και ο Μπουνσέν ανακάλυψαν το καίσιο και το ρουβίδιο το 1861. Το 1866, ο Χρηστομάνος έφερε το σπεκτροσκόπιο στην Ελλάδα και το χρησιμοποίησε στο νησί της Σαντορίνης για να μελετήσει την ηφαιστειακή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης το 1866.

Τα σχέδια του Εθνικού Χημείου

Ο Χρηστομάνος συνέχισε να αναδιοργανώνει το τμήμα χημείας στο Πανεπιστήμιο. Έφερε εξοπλισμό από όλο τον κόσμο και, με την πρόοδο των νέων ερευνών, το πεδίο της χημείας έγινε πιο δημοφιλές προς το τέλος του 19ου αιώνα. Εφάρμοσε τα γερμανικά εκπαιδευτικά πρότυπα και προσκάλεσε τον επιστήμονα Χανς Μαξ Γιάνχ να διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το πιο σημαντικό επιστημονικό έργο του Χρηστομάνου ήταν ο προσδιορισμός της πυκνότητας του αργύρου, οι μέθοδοι για τον προσδιορισμό των αλκαλικών μετάλλων, η συνθετική παραγωγή τεχνητού βιοφενυλίου και η σύνθεση των χρωμιτικών ορυκτών στην Ελλάδα.

Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Χρηστομάνος γεννήθηκε στη Βιέννη. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος (1815-1861), γεννήθηκε στο Μελένικο, που είναι σήμερα η Βουλγαρία. Στην ηλικία των οκτώ ετών, η οικογένεια του Κωνσταντίνου μετακόμισε στη Βιέννη. Εκεί σπούδασε στη Σχολή Εμπορίου, έμαθε τρεις γλώσσες και σπούδασε ζωγραφική. Παντρεύτηκε τη Μαρία Καζάση το 1839 και το ζευγάρι μετακόμισε στην Ελλάδα το 1855, ενώ ο Αναστάσιος παρέμεινε στη Βιέννη για να συνεχίσει τις σπουδές του.

Η επιστημονική εκπαίδευση ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής σε όλο τον κόσμο, και οι περιορισμοί της εκπαίδευσης στην Ελλάδα ήταν χαρακτηριστικοί για τη μεθοδολογία του Κορυδαλισμού. Η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα στην Ελλάδα έμεινε πολύ πίσω σε σχέση με άλλες χώρες. Ο Χρηστομάνος υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης χημείας στην Ελλάδα.

Η χημεία στην Ελλάδα ήταν σε αρχικό στάδιο μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Χρηστομάνος επηρεάστηκε από τις τελευταίες ανακαλύψεις και μελέτες στον τομέα της χημείας και ανέλαβε τη διδασκαλία και εφαρμογή αυτών των τεχνικών στην Ελλάδα.

Αργότερα, το 1883, ανέλαβε τη διοργάνωση και επίβλεψη του δημοτικού φωτισμού στην Αθήνα και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 συνέχισε την επέκταση των εργαστηρίων του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ένας άλλος σημαντικός Έλληνας μαθητής του Μπουνσέν, ο Αναστάσιος Δαμεργής, συνεργάστηκε με τον Χρηστομάνο. Στη διάρκεια του πολυάσχολου προγράμματός του, ο Χρηστομάνος συμμετείχε σε συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις σε όλο τον κόσμο.

Ο Χρηστομάνος συνέχισε τις έρευνές του στον τομέα της χημείας μέχρι το 1906, όταν πέθανε στην Αθήνα από καρκίνο των νεφρών. Τα παιδιά του συνέχισαν την κληρονομιά του.

Τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα του:

“Εισαγωγή στη Χημεία” (1871)

“Αναλυτικοί Πίνακες” (1885)

“Στοιχεία Χημείας” (δια την εκπαίδευσιν) (1887)

“Ανόργανος και Οργανική Χημεία, τόμος Α΄” (1887)

“Ανόργανος και Οργανική Χημεία, τόμος Β΄” (1887)

“Εισαγωγή εις την Χημεία” (1891)