Έχουν περάσει 82 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41. Τότε που ο Ελληνικός λαός, με μια φωνή και μια ψυχή φώναξε το τρομερό ΟΧΙ ! στους φασίστες Ιταλούς, που θέλησαν να καταλάβουν τη χώρα μας.
Οι στρατιώτες της Κρήτης, της Πέμπτης Μεραρχίας, οδηγήθηκαν στο μέτωπο μετά τη γενική επιστράτευση, την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 1940.
Ο ένδοξος Ελληνικός στρατός, οι φαντάροι και τα ευζωνάκια μας, είχαν καταφέρει να διώξουν τις πάνοπλες Μεραρχίες του Μουσολίνι από την Ελλάδα και να μεταφέρουν τις μάχες από την Πίνδο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Σημαντικές τοποθεσίες που οι άντρες της Πέμπτης Μεραρχίας έδωσαν μάχες με τους Ιταλούς ήταν τα Στενά της Κλεισούρας, η Τρεμπεσίνα, το Πούντα Νορτ, τα χωριά Άρτζα Ντι Σόμπρα και Άρτζα ντι Μέτζο, η οροσειρά Σεντέλι, η κορυφογραμμή Μετζγκοράνι, το ύψωμα 731, το ύψωμα 1178, το ύψωμα 1647 κ.α.
Η Πέμπτη Μεραρχία Κρητών είχε τις μεγαλύτερες απώλειες από κάθε άλλον στρατιωτικό σχηματισμό του Ελληνικού στρατού 1.141 νεκροί (αξιωματικοί και στρατιώτες) και 2.025 τραυματίες (ανάπηροι και παγόπληκτοι).
Πριν από είκοσι χρόνια, το 2002 και 2003, συναντήσαμε στα χωριά της Πεδιάδας πολεμιστές του έπους του σαράντα. Με ενθουσιασμό και δάκρυα στα μάτια, μας αφηγήθηκαν και καταγράψαμε γεγονότα του πολέμου. Με σεβασμό στη μνήμη τους, αφού κανείς πια δεν ζει, παρουσιάζουμε αποσπάσματα από τις αφηγήσεις τους, για να μην ξεχνούν οι νέοι και για να μην επέλθει η λήθη:
(+Σαριδάκης Μιχάλης τ. Σπυρίδωνα, Κασταμονίτσα – Οκτώβρης 2003)
«…στου Μπαλαμπάνη το Χάνι ήμουνα όταν μας έκανε τη μεγάλη επίθεση στσ’ 9 του Μάρτη ο Μουσολίνης. Θυμούμαι τσι Ιταλούς που βαδίζανε εναντίον μας, χιλιάδες ήτανε και εγεμίσανε οι πλαγιές τω βουνώ. Ήτανε και στη γραμμή στον αμαξωτό μέσα οι Ιταλοί. Τα δικά μας όπλα τσι θερίζανε κι αυτοί δεν εκουνούσανε. Δεν εθέλανε να πολεμήσουνε. Την ημέρα εκείνη, στσ’ 9 του Μάρτη, έγινε μεγάλο κακό. Σκοτωμός. Τ’ αεροπλάνα μας εβάνανε, το ιταλικό πυροβολικό μας έβανε, εμείς όμως ήμαστε σταθεροί. Τίποτα δεν εκαταφέρανε. Θυμούμαι που μας εβομβαρδίσανε και τσ’ εγκαταστάσεις του εφοδιασμού. Ο Παπαδογιωργάκης από του Ξυδά ο αξιωματικός μπήκε σ’ ένα καταφύγιο και μετά το βομβαρδισμό που είχανε χαλάσει τα πάντα αυτός εκατάφερε να βγει ζωντανός μέσα από το καταφύγιο.
Θυμούμαι τσι Ιταλούς αιχμαλώτους που τσι βάναμε σε μια γραμμή και τσι οδηγούσαμε στα πίσω. Αυτοί είχανε κατεβασμένα τα μούτρα τους, δεν μας εκοιτάζανε στα μάθια. Πολλά μουλάρια είχανε ψοφήσει μέσα στα ρυάκια και εκατεβαίνανε τα νερά, επερνούσανε από τα ψόφια μουλάρια και παρακάτω επίναμε εμείς νερό.
Στην οπισθοχώρηση την ημέρα τση Λαμπρής είμαστε στο Καλπάκι. Μας φέρανε ένα αμάξι αρνιά να τα ψήσομε και θυμούμαι που κατεβήκανε τα ιταλικά αεροπλάνα και μας εβομβαρδίσανε και έβλεπες τα αρνιά και σηκώνουντανε στα ύψη τ’ ουρανού…».
………………………………
( + Τζιμπιμπάκης Ματθαίος τ. Γεωργίου, Μαθιά, Σεπτέμβρης 2003)
«…με πήρανε από το Ηρακλειώτικο Σύνταγμα και με βάλανε στο Χανιώτικο το 14ο γιατί είχε πολλές απώλειες και εμείς το συμπληρώσαμε. Εγώ ήμουνε οπλοπολυβολητής.
Ο γεμιστής μου ήτανε από την Έμπαρο και λεγόταν Γεώργιος Φραγκάκης. Στο ύψωμα Πούντα Νόρντ εδώσαμε τις μεγάλες μάχες.
Οι στρατιώτες εκάναμε έφοδο, εφωνάζαμε Αέρα και παίρναμε των Ιταλώ τσι κορφές τω βουνώ.
Μόλις ήθελα να πάρομε ένα ύψωμα, επηγαίναμε εμείς οι οπλοπολυβολητές και εστέναμε τα οπλοπολυβόλα και εκρατούσαμε το ύψωμα.
Μια βραδιά εξάνοιγε το αριστερό μου πόδι να παγώσει. Δεν εμπορούσα να το κουνήσω. Έβγαλα γρήγορα γρήγορα τσι αρβύλες, τσι κάλτσες, έσυρα τη ξιφολόγχη και εχάραξα το πόδι μου.
Άρχισε να τρέχει αίμα και μου πέρασε. Οι γιατροί μας εδίνανε οδηγίες τι να κάνομε σε τέτοιες περιπτώσεις…».
……………………………..
( + Μπουτσάκης Γεώργιος του Κωνσταντίνου, Ασκοί, Σεπτέμβρης 2003, ανάπηρος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…ετραυματίστηκα στση 17 του Φλεβάρη το 1941. Είμαστε στην Αλβανία στην Άρτζα Ντι Σόμπρα. Μας έβαζε το Ιταλικό πυροβολικό. Έσκασε μια οβίδα λίγο πιο πέρα από μας και διασκορπιστήκανε τα βλήματα. Επήρα ένα βλήμα στο αριστερό χέρι, στο καρπό. Το βλήμα έμεινε μέσα και μου το βγάλανε στο νοσοκομείο, μεγέθους δραχμής ήτανε. Ένα πιο μικρό βλήμα επήρα στο δεξί πόδι.
Αυτό ήτανε πιο μικρό και δε μ’έβλαψε. Όταν μας χτυπούσανε οι Ιταλοί, εμείς είμαστε μπρούμυτα για να προφυλαχτούμε. Εσυρθήκαμε λίγο παραπέρα όπως μπορούσε ο καθένας από μας τσι χτυπημένους. Όταν εχτυπήθηκα, εσηκώθηκα κι εκράτουνα τη χέρα μου κι ετρέχανε τα αίματα και φώναξα του χωριανού μου του Μιχάλη Χανιωτάκη που σκοτώθηκε αργότερα
-Έλα Μιχάλη να με βοηθήσεις !
Οι αξιωματικοί δεν τον αφήκανε να σηκωθεί να με βοηθήσει και μου λέγανε και μένα να πέσω χάμω γιατί θα με σκοτώσουνε οι οβίδες.
Έπεσα πάλι χάμω και με τη κοιλιά εσύρθηκα αλάργο. Με πήρανε και με πήγανε στο ορεινό χειρουργείο σε ένα γιατρό που τόνε λέγανε Μπεκιάρη. Στον Μπεκιάρη ήτανε και ο αδερφός μου ο Φώτης ο Μπουτσάκης τραυματιοφορέας.
Εκουβάλουνε τσι τραυματίες, από τη μάχη, στου Μπεκιάρη. Μου’δεσε την πληγή όπως όπως και με έστειλε στο Ψάρι.
Με τα πόδια επήγα από το ορεινό χειρουργείο στο Ψάρι. Μας εκάνανε αλλαγές στσι επιδέσμους, μας επεριποιηθήκανε. Από εκεί μας επήρανε τσι τραυματίες με αυτοκίνητα και μας επήγανε στα Γιάννενα. Στη μεταφορά μας εσυνοδεύανε και νοσοκόμες.
Στη διαδρομή μας επιτεθήκανε τα Ιταλικά αεροπλάνα. Μας είπανε να κατεβούμε από τα αυτοκίνητα. Εμπήκαμε κάτω από τσι χαρουπιές που ήτανε στην άκρα του δρόμου.
Τα αεροπλάνα ερίξανε βόμβες. Αυτή η νοσοκόμα που με εσυνόδευε εσκοτώθηκε. Δε θυμούμαι πως τη λέγανε.
Από τα Γιάννενα μας επήρανε και μας μεταφέρανε στο νοσοκομείο στο Αγρίνιο. Στο Αγρίνιο οι γιατροί εθέλανε να μου κόψουνε τη χέρα αλλά εγώ δεν ήθελα.
Επρήστηκα πολύ, έγινα χάλια κι εκόντεψε να πoθάνω, αλλά δόξα το Θεό με τσι περιποιήσεις στο νοσοκομείο δεν επόθανα. Ούτε το χέρι μου κόψανε. Θυμούμαι δυο καλούς γιατρούς το Σπεράντζα και το Γιατράκο.
Στο νοσοκομείο έκανα πολύ καιρό. Ούτε γράμμα δε έστειλα τση κεράς μου επαδέ στο χωριό στσι Ασκούς.
Είχα και τη κόρη μου, είχε γεννηθεί πριν το πόλεμο. Από το νοσοκομείο, όταν έφτιαξε λίγο το χέρι μου, επήγα στην Αθήνα. Εκατεβήκαμε στον Πειραιά κι εβρήκαμε ένα καράβι, κακοκάραβο.
Μας είπε ο καπετάνιος να φύγομε για τη Κρήτη γιατί την άλλη μέρα δε θα μπορούμε. Εμπήκαμε μέσα με ένα άλλο στρατιώτη και μας εκατέβασε στσι Καλύβες στα Χανιά.
Στσι Καλύβες εκάμαμε μισή μέρα. Εβρήκαμε ένα αυτοκίνητο και μας επήρε για το Ηράκλειο.
Από το Ηράκλειο ήρθα με τα πόδια στο χωριό και ήφταξα νύχτα. Μετά δυο μέρες επέφτανε οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στη Κρήτη…».
………………………………..
(+Ζηδιανάκης Μανόλης, Γεράκι, Οκτώβρης 2003 τραυματίας Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…είμαστε 6 άτομα κι επιάσαμε 200 Ιταλούς αιχμάλωτους. Επαραδοθήκανε σε μας. Εσηκώνανε τα χέρια και ερχόντανε προς το μέρος μας. Όντε τσι πιάναμε εβρίσκαμε απάνω τους πράγματα που εμείς δεν τα ξέραμε καθόλου. Σοκολάτες, κονσέρβες διάφορες, τσάι σε σακουλάκια.
Τρία άτομα βρισκόμαστε σε ένα λάκκο από χιόνι. Εγώ, ένας Σταύρος Κριθινάκης από τη Παναγιά και ένας Σπανάκης Γιώργης από το Τζερμιάδω. Ο Σταύρος ο Κριθινάκης είχε πάρει μια ριπή από πολυβόλο στα πόδια και στη κοιλιά. Μου έλεγε άμα ποθάνει να πάρω το χαμαϊλι του.
Το’χε και ο πατέρας του μου’λεγε στον προηγούμενο πόλεμο με τσι Τούρκους. Το 1922. Τον εσηκώσαμε και τόνε πήγαμε πιο πέρα πίσω από ένα βράχο. Εκεί επερίμενε να τόνε πάρουνε. Έπεσε μια οβίδα ακριβώς απάνω του και δεν εβρέθηκε τίποτα από το Σταύρο το Κριθινάκη. Ούτε το χαμαϊλι του, ούτε τίποτα. Ούτε ένα κομμάτι ρούχο βρε παιδί μου. Τίποτα. Η οβίδα τον έκανε σκόνη.
Στην Ερσέκα, μετά που διώξαμε τσι Ιταλούς, εβρήκαμε μια αποθήκη Ιταλική και τήνε σπάσαμε. Μέσα είχε του κόσμου τα πράματα. Τυριά μεγάλα, τσουβάλια αλεύρι, ζάχαρη απ’όλα. Οι αξιωματικοί δε μας αφήσανε ούτε να πάρομε ούτε να φάμε πράμα. Μπορεί να τα είχανε δηλητηριάσει οι Ιταλοί, μας ελέγανε.
Εχτυπήθηκα στο πόδι από σφαίρα και με βάλανε σε ένα μουλάρι. Ο ημιονηγός με πήγαινε για το Ψάρι. Έπεσε μια οβίδα κοντά μας και με γκρέμισε από το άλογο. Ούτε το άλογο ούτε τον οδηγό έβλεπα. Είχανε πέσει στο γκρεμό. Επόμεινα ώρες μέχρι που Επέρασε ένας άλλος οδηγός με μουλάρι και με ανέβασε απάνω του και με επήγε στο Ψάρι…».
…………………………..
(+ Μανόλης Γρινάκης, Καστέλλι, Φεβρουάριος 2005 τραυματίας Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…ετραυματίστηκα στση 12 του Φλεβάρη στην Αλβανία. Ήκαμα τρεις μήνες στο νοσοκομείο στην Άρτα και μετά εκατέβηκα στην Αθήνα κι έκαμα ενάμισι μήνα. Κι από κει ύστερα ήρθα στην Κρήτη. Τραυματίστηκα με βλήμα οβίδας βαρύ πυροβολικού. Είμαστε σ’ένα χωριό που το λέγανε Άρτζα Ντι Σόμπρα. Μέσα σ’ένα σπίτι. Η οβίδα ήπεσε στη γωνία του σπιτιού απάνω, στο ρούκουνα.
Το σπίτι ήτανε γερό, είχε τρία δοκάρια που δεν τ’αγκάλιαζες. Απάνω από τα δοκάρια οι Αλβανοί εβάζανε πλάκες πέτρινες. Μόλις ήσκασε η οβίδα, οι πλάκες εγίνανε φτερά, τα δοκάρια επέσανε. Είμαστε μια δεκαπενταρά στρατιώτες μέσα.
Επεριμέναμε το Λοχαγό να διατάξει επίθεση. Απέναντι εδίναμε μάχη. Εκεί επήρα βλήματα στο αριστερό χέρι ψηλά στον αγκώνα. Δεν εσκοτώθηκε κανείς από μας που είμαστε μέσα στο σπίτι. Εσηκώθηκα σιγά σιγά, εβάδισα και πήγα στο ορεινό χειρουργείο τση Μεραρχίας. Ο αρχίατρος ο Μπεκιάρης μου’δωσε χαρτί και κατέβηκα στο δρόμο να μπω στ’αυτοκίνητο. Απαγορευότανε δίχως χαρτί του γιατρού του τάγματός σου ή του ορεινού χειρουργείου να φύγεις να πας στα νοσοκομεία. Ο γιατρός με επίδεσε και μου’δωσε συγχαρητήρια. Αυτούς που πηγαίνανε με ψευτοκρυοπαγήματα τους έβριζε.
Μου’πε την ευχή μου να’χεις παιδί μου, εύχομαι να πάει καλά το τραύμα σου, χαιρετίσματα στσι δικούς σου και μόλις γίνεις καλά να γυρίσεις να πολεμήσεις για την πατρίδα. Μου’δωσε το χαρτί και κατέβηκα στον αμαξωτό δρόμο. Μια σκηνή μεγάλη, μπαίναμε μέσα και επεριμέναμε να περάσει αυτοκίνητο. Επήγα στα Γιάννενα. Ήτανε νοσοκομείο διακομιδής. Το χέρι μου είχε πάθει μόλυνση.
Με επιδέσανε πάλι και με στείλανε στο νοσοκομείο στην Άρτα. Την ίδια μέρα που πήγα μου κάνανε αμέσως εγχείρηση. Ήκαμα κι εκεί ένα δυο μήνες και πήγα στην Αθήνα. Οι Γερμανοί είχανε φτάξει στην Αθήνα. Πολλοί Κρητικοί επήγαμε στο Κερατσίνι. Ένα πλοίο Ελληνικό είχε φτάξει από την Ιαπωνία εμπορικό. Μας επήρε και μας επήγε στη Σούδα. Δυο χιλιάδες στρατιώτες περίπου. Σιγά σιγά με τα πόδια από τη Σούδα ήρθα στο Καστέλλι.
Από τσι μάχες με τσι Ιταλούς που δώσαμε, θυμούμαι ότι στην Άρτζα Ντι Σόμπρα πιάσαμε πάνω από χίλιους αιχμαλώτους. Με τη πρώτη μπαλωθιά επαραδοθήκανε. Έπιασα κι έναν Ιταλό ανθυπολοχαγό και του πήρα τα τσιγάρα του που δεν είχα και εβάστανε και δέκα κονσέρβες και του πήρα τσ’εφτά.
Του’φησα τσι τρεις. Να φάει κι αυτός. Οι κονσέρβες ήτανε στιφάδο και φακόρυζο. Οι Ιταλοί μας επαραδίδουντανε σα τ’αρνιά. Εμείς δεν τσι πειράζαμε, ούτε τσι σκοτώναμε. Για μας ήτανε ιερό πράμα. Τσι προσέχαμε…».
…………………………….
( + Μπορμπουδάκης Ελευθέριος του Γεωργίου, Ασκοί, Οκτώβρης 2003 ανάπηρος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…στη Κλεισούρα επιάσαμε τη πρώτη μάχη. Μας εβομβαρδίζανε τα Ιταλικά αεροπλάνα. Εμείς ερίξαμε ένα αεροπλάνο. Επροχωρήσαμε στη Τρεμπεσίνα κι εκεί εδώσαμε τσι μεγάλες μάχες. Εγώ ήμουνε στα πολυβόλα. Τη νύχτα εμέναμε σε τρύπες που εφτιάχναμε μέσα στο χιόνι. Όσες πέτρες εβρίσκαμε, τσι μαζώναμε και τσι βάναμε μπροστά για κάλυψη. Στη Τρεμπεσίνα είχανε βγει πρώτα από μας άλλοι και εμέναμε στα ορύγματα που είχανε φτιάξει αυτοί. Στο αμπρί που επήγαμε να μπούμε εμείς, εβρήκαμε τρεις σκοτωμένους δικούς μας στρατιώτες.
Όταν ανεβαίναμε στη Τρεμπεσίνα για να δώσομε τη μεγάλη μάχη, οι Ιταλοί είχανε κάτι μεγάφωνα και μας εφωνάζανε στα Ελληνικά:
-Έλληνες στρατιώτες, παραδοθείτε στον Ιταλικό στρατό !!!
Εμείς εδώσαμε το Φλεβάρη μια μεγάλη μάχη στο 1647 ύψωμα στο Πούντα Νόρτ. Εχαθήκανε πολλοί δικοί μας στη μάχη αυτή. Ένας από τσι Στάβγιες ο Τσικνάκης ο Γιάννης εσκοτώθηκε μπροστά μου. Του λέω κάτσε μωρέ Γιάννη κάτω γιατί θα σε σκοτώσουνε. Ήτανε ορθός. Ένα βλήμα τον έριξε κάτω. Έσκασε η οβίδα και ένα βλήμα τον επήρε στο κεφάλι. Με το Τσικνάκη είμαστε μαζί στο ίδιο πολυβόλο. Αυτός ήτανε γεμιστής. Έβαζε τσι σφαίρες με τσι ταινίες στο πολυβόλο ορθός.
(Σημείωση: Ο Γιάννης Τσικνάκης από το χωριό Στάβγιες, όπως αναφέρεται στα αρχεία της ΔΙΣ, σκοτώθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1941. Είχε μεταφερθεί βαριά τραυματισμένος, από το μέτωπο στο ορεινό χειρουργείο στο Ψάρι, όπου και υπέκυψε στα τραύματά του).
Στση 9 του Μάρτη των Αγίων Σαράντα, έκανε ο Μουσολίνι γενική επίθεση. Ο ουρανός είχε συννεφιάσει. Το Ιταλικό πυροβολικό μας έβαζε συνέχεια.
Εκατεβήκαμε να πάρομε νερό από το χαράκι, είχε μια πηγή πιο κάτω κι επηγαίναμε και παίρναμε νερό. Οι Ιταλοί μας επισημάνανε και ερίχνανε στο νερό συνέχεια οβίδες με τα πυροβόλα. Επήραμε το νερό κι εφύγαμε γρήγορα. Εκεί εσυναντήσαμε και δυο αξιωματικούς γιατρούς, τον Καραντινό και τον Σπυριδάκη, Ηρακλειώτες.
Την άλλη μέρα ο επιλοχίας μου λέει:
-Ένας χωριανός σου εσκοτώθηκε. Πήγαινε να δεις.
Επήγα και είδα το Μιχάλη το Χανιωτάκη, κάτω πεσμένο. Το πρόσωπό του ήτανε χτυπημένο. Έσκυψα από πάνω του. Ένας γιατρός που εκοίταζε τους νεκρούς και τους τραυματίες μου’πε ότι είναι νεκρός. Επήρα τη ταυτότητά του και ότι βαστούσε και μου’πε ο επιλοχίας να τα δώσω στη μονάδα του. Μετά δυο τρεις μέρες μου λέει πάλι ο επιλοχίας ότι εσκοτώθηκε κι άλλος χωριανός μου. Ο Μορφιαδάκης ο Μανόλης.
Επήγα πάλι και τον είδα κι αυτόν κάτω πεσμένο, σε ένα νερό δίπλα. Από απόσταση όμως γιατί οι Ιταλοί μας εβάζανε με το πυροβολικό. Εκείνη την ημέρα μπορεί να μας ερίξανε οι Ιταλοί πάνω από χίλια βλήματα. Το Μανόλη τον επήραμε το βράδυ.
Εδίδαμε μάχη 48 ώρες συνέχεια. Στη μάχη αυτή ετραυματίστηκα εγώ και ο Αντώνης ο Σγουροβασιλάκης από το Καστέλλι. Έπεσε μια οβίδα και ένα βλήμα εκαρφώθηκε στο πόδι μου λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Ετρέχανε τα αίματα. Δεν εμπορούσα να κινηθώ, να το κουνήσω. Ήρθε και ο Αντώνης ο Σγουροβασίλης και μου λέει ότι δε μπορεί να με σηκώσει γιατί επήρε κι αυτός βλήμα στα πλευρά. Έβγαλε το χιτώνιο και το ποκάμισό του είχε γεμίσει αίματα. Είδα το βλήμα και του το’βγαλα.
Ο Αντώνης το πήρε και το φύλαξε. Μας επήρανε οι τραυματιοφορείς και μας εκατεβάσανε πιο κάτω. Εμένα το βλήμα δε μου είχε κάνει ζημιά μεγάλη. Είχε καρφωθεί όμως μέσα και δεν εμπορούσα να πατήσω.
Μου λέει ένας αξιωματικός να πάω πίσω γιατί οι Ιταλοί μας κάνουν επίθεση και πρέπει να πάω πάλι στο πολυβόλο πάση θυσία. Εγώ επήγα να σηκωθώ κι έπεσα χάμω. Με σηκώσανε δυο άτομα και με πήγανε πάλι πίσω. Ο Αντώνης επήγε στο νοσοκομείο, ήτανε σοβαρά χτυπημένος.
(Σημείωση: Ο Αντώνης Σγουροβασιλάκης του Ιωάννου από το Καστέλλι Πεδιάδος όπως αναφέρεται στα αρχεία της ΔΙΣ, ετραυματίστηκε στις 14 Μαρτίου 1941).
Εγύρισα στο πολυβόλο και οι διαταγές που’χαμε ήτανε να κρατήσομε τις θέσεις μας. Ούτε μπροστά να προχωρήσομε ούτε πίσω. Οι Ιταλοί μας βάζανε συνέχεια με τα πυροβόλα τους. Μια μέρα ο παρατηρητής του λόχου μας είδε με τα κιάλια ότι οι Ιταλοί κάνουνε διανομή φαγητού σε μια πλαγιά. Υπολογίζει την απόσταση και δίνει σήμα στα δικά μας πυροβόλα. Θυμούμαι ότι οι οβίδες μας επέσανε δίπλα στο Ιταλικό καζάνι με το φαΐ. Εκείνη τη μέρα τόσε κάμαμε μεγάλη ζημιά.
Ύστερα άρχισε η οπισθοχώρηση. Εφεύγαμε σιγά σιγά προς τα πίσω, μέχρι που καταλήξαμε στη Πελοπόννησο. Στη Πελοπόννησο έκαμα πολύ καιρό. Από το Ελαφονήσι εμπήκαμε μια μέρα σε ένα καΐκι και επεράσαμε τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και εβγήκαμε στο νομό Χανίων σε μια περιοχή που λέγεται Ροδωπού. Με τα πόδια έφταξα μετά κάμποσες μέρες στο χωριό μου στσι Ασκούς. Το βλήμα που με χτύπησε είναι ακόμη καρφωμένο στο πόδι μου. Οι γιατροί δεν το βγάλανε. Όταν χαλά ο καιρός υποφέρω.
Από το πόλεμο στην Αλβανία δεν θα ξεχάσω τη πείνα μας και τσι κακουχίες που επεράσαμε. Το κρύο που ετραβήξαμε και το χιόνι. Παντού χιόνι. Εκοιμούμαστε απάνω στο χιόνι. Αυτό στο τέλος το συνηθίζεις, δεν είναι σπουδαίο. Εκείνο που δε μπορώ να ξεχάσω είναι οι σκοτωμένοι φίλοι μας. Τσι βλέπαμε και δεν εμπορούσαμε να κάνομε πράμα. Θυμούμαι και τσι Ιταλούς όντε μας επαραδίνουντανε. Δεν τσι’νοιαζε καθόλου. Οι πιο πολλοί το θέλανε κιόλας. Θυμούμαι κι ένα αξιωματικό μας ψυχωμένο, Κουρή τόνε λέγανε. Με το πιστόλι να τραβά μπροστά και να μας ε φωνάζει
-Αέρα παιδιά, τσι φάγαμε !!!
Αξιωματικός που το’λεγε η καρδιά του.
Μια μέρα μας είπανε στη Τρεμπεσίνα οι αξιωματικοί μας ότι θα υποχωρήσομε και θα γυρίσομε πίσω. Έπιασα το πολυβόλο μου και το αφόπλισα. Έβγαλα το κλείστρο και έκλαψα. Το σήκωσα και το πέταξα σε ένα γκρεμό. Με πήρανε τα δάκρυα. Σα να πέταξα ένα άθρωπο. Η μεγαλύτερη στενοχώρια μου σ’αυτό το πόλεμο…»ª.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.