Την Τρίτη το απόγευμα στις 5 Νοεμβρίου 2024, μια θλιβερή είδηση μας έγινε γνωστή. Ένας ηλικιωμένος άνδρας 96 ετών, προσπαθώντας να κάψει ξερόχορτα στην αυλή του σπιτιού του στο χωριό Αβδανίτες Μυλοποτάμου, έχασε τις αισθήσεις του από τους καπνούς και τελικά κατέληξε.
Ο άντρας αυτός ήταν ο Μιχάλης Πρινάρης του Νικολάου. Τον Μιχάλη Πρινάρη γνώρισα τον Σεπτέμβριο του έτους 2016 στο μνημείο στον Γουρνόλακκο του Ψηλορείτη. Και έμαθα πως κάθε χρόνο ήταν εκεί.
Στον αύλειο χώρο του ιερού ναού του Αγίου Πνεύματος του Γουρνόλακκου, εκεί που στέκεται το μνημείο των πατριωτών από τα χωριά Αβδελλάς, Άγιος Μάμας, Αβδανίτες, Λιβάδια και Κάλυβο Μυλοποτάμου. Των 32 πατριωτών που εκτέλεσαν οι στρατιώτες της Βέρμαχτ σε δύο φριχτές εκτελέσεις, στις 3 και 5 Σεπτεμβρίου 1943.
Ο Μιχάλης Πρινάρης ήταν εκεί, γιατί και αυτός ήταν ένας από τους συλληφθέντες της πρώτης εκτέλεσης στις 3 Σεπτεμβρίου και διασώθηκε λόγω της ηλικίας του. Ήταν εκεί γιατί ανάμεσα στους εκτελεσμένους της 5ης Σεπτεμβρίου 1943, βρίσκονταν και ο πατέρας του Νικόλαος. Κάθε χρόνο, ο Μιχάλης Πρινάρης κατέθετε στη μνήμη των πεσόντων και του πατέρα του ένα δάφνινο στεφάνι.
Και διαβάσαμε στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο, ότι την Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024, ο Μιχάλης Πρινάρης, μ’ αυτόν τον άδοξο τρόπο, πέρασε στην αιωνιότητα. Το ιστορικό πεδίο αναφοράς όπου ο Μιχάλης Πρινάρης πιάστηκε από τους Γερμανούς και δυο μέρες αργότερα έχασε τον πατέρα του από τα βόλια του κατοχικού στρατού, είναι το εξής:
Την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 1943, μεγάλη δύναμη πάνοπλων Γερμανών στρατιωτών με λυκόσκυλα, εξερευνούσαν τον Ψηλορείτη μετά τη διαταγή του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Μπρόγερ. Ένας αριθμός Γερμανών στρατιωτών βρέθηκε στο Αβδελλιανό αόρι και συνέλαβε δεκατέσσερις κτηνοτρόφους.
Όλος ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη είχε κηρυχτεί από τον προηγούμενο Διοικητή Κρήτης Στρατηγό Αντρέ ως νεκρή ζώνη. Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονταν τρία δεκαεξάχρονα παιδιά, ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης, ο Γιάννης Νικηφόρος και ο Ιωάννης Ανδρ. Λαμπρινός. Ο πρώτος από το χωριό Αβδανίτες με καταγωγή της μητέρας του από τον Αβδελλά, ο δεύτερος από το χωριό Κάλυβος και ο Ιωάννης Λαμπρινός από τον Αβδελλά.
Έξι από τους συλληφθέντες ήταν Αβδελλιανοί, (Μιχελουδάκης Ανδρέας, Μιχελουδάκης Γεώργιος, τα αδέρφια Γιάννης και Πέτρος Πανταλός, Μαθιουδάκης Μιχάλης και Μαθιουδάκης Πέτρος). Δύο ήταν από την Κάλυβο, (Παραγιουδάκης Ιωάννης και Κοζορώνης Χαράλαμπος). Τρεις από τον Άγιο Μάμα, (Ορφανός Γρηγόρης, Ρουσσάκης Γιάννης και Σαρρής Ελευθέριος).
Το επόμενο πρωί οδήγησαν τους συλληφθέντες στη θέση Γουρνόλακκος Ψηλορείτη. Οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερους δυο νεαρούς, τον Μιχάλη Πρινάρη και τον Ιωάννη Λαμπρινό. Το τρίτο παιδί, ο Γιάννης Νικηφόρος επειδή είχε πρώιμη ανάπτυξη και νομίζοντας οι Γερμανοί την ηλικία του μεγαλύτερη, το κράτησαν με τους υπόλοιπους.
Αμέσως έστησαν τα πολυβόλα και άρχισαν να τους εκτελούν. Ο Λευτέρης Σαρρής τρέχοντας στα πλάγια του Γουρνόλακκου, κατάφερε, αν και σοβαρά τραυματισμένος, να διαφύγει. Οι υπόλοιποι έπεσαν από τις δολοφονικές σφαίρες των κατακτητών. Ο δεκαεξάχρονος Γιάννης Νικηφόρος με βαριά τραύματα, επέζησε της εκτέλεσης, αφού οι Γερμανοί τον θεώρησαν νεκρό και δεν του έδωσαν τη χαριστική βολή όπως έκαναν στους υπόλοιπους.
Έτσι, την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου, δέκα παλικάρια κείτονταν νεκρά στις πλαγιές του Γουρνόλακκου. Έξι από τον Αβδελλά, δύο από Κάλυβο και δύο από τον Άγιο Μάμα. Ο Λευτέρης Σαρρής που κατάφερε να σωθεί από την εκτέλεση, υπέκυψε αργότερα από τα τραύματά του.
Για την πρώτη εκτέλεση στον Γουρνόλακκο την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης διηγείται : «…τη Πέμπτη στις 2 του Σεπτέμβρη εβγήκανε οι Γερμανοί τα όρη. Από τον Αβδελλά εξεκινήσανε. Εμένα και το Λαμπρινό μας επιάσανε στις Ζώμινθες. Ερμέγαμε τα πρόβατα. Τον Καψάλη, (σημ.: Μιχελουδάκης Ανδρέας του Αντωνίου) και τον Μετοχάρη, (σημ. : Μιχελουδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ), τσι πιάσανε κι αυτούς στσι Ζώμινθες.
Τσι Πανταλούς (σημ.: Πανταλός Γιάννης και Πέτρος του Ανδρέα, αδέρφια), τσι πιάσανε στσι Λινές. Το Μιχάλη το Μαθιουδάκη τόνε πιάσανε στου Πρεβεμένου. Το Φουρναρόπετρο, (σημ.: Μαθιουδάκης Πέτρος του Δημητρίου), τόνε πιάσανε στην Ανατολική.
Είχανε πιασμένους και τρεις από τη Κάλυβο και τρεις από τον Άγιο Μάμα. Ο πατέρας μου ήτονε ο Νικολής ο Πρινάρης από τσ’Αβδανίτες, είχε παντρευτεί από τον Αβδελλά, η γυναίκα του και μάνα μου ήτανε η Αμαλία Μαθιουδάκη. Το πατέρα μου εσκοτώσανε οι Γερμανοί στη δεύτερη εκτέλεση, τη Κυριακή 5 του Σεπτέμβρη.
Μας ελαλούσανε και ενυχτωθήκαμε στο Λαγγό του Βιγκιά. Εκειά εκοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα, τη Παρασκευή, μας επήγανε στο Γουρνόλακκο. Εμένα με ρώτηξε ο Γερμανός πόσο χρονώ είμαι. Κι εγώ ήμουνε δεκαπέντε και του’πα δεκατρία. Αυτό με γλίτωσε. Ένας Γερμανός μου ‘πιασε τα μαλλιά τση κεφαλής, με χάιδευε και μου΄λεγε καλό πίκουλο, καλό πίκουλο.
Ένας άλλος μου’δωσε μια και με πέταξε τέσσερα πέντε μέτρα μακριά και μου’πε δυνατά φύγε ! μαζί με μένα εδιώξανε και το Λαμπρινό. Κι αυτός ήτανε σαν κι εμένα, δεκαπέντε χρονώ. Έδωσα απάνω και εγύρισα από την άλλη μεριά του Γουρνόλακκου και ετράβηξα στα Ζωνιανά.
Μόλις επογύρισα, άκουσα τσι πυροβολισμούς. Άκουσα, μα δεν είδα. Εκατάλαβα ότι εσκοτώσανε τσι υπόλοιπους. Δεν εγύρισα οπίσω, ετράβηξα και εβγήκα στα Ζωνιανά. Ύστερα εμάθαμε πως ο Λευτέρης ο Σαρρής από τον Άγιο Μάμα ετραυματίστηκε αλλά εκατάφερε και τόνε ξέφυγε τω Γερμανώ και ο Γιάννης ο Νικηφόρος, ένα κοπέλι δεκάξι χρονώ από τη Κάλυβο, τόνε χτυπήσανε οι σφαίρες αλλά εγλίτωσε, δεν επέθανε…ª. (Μιχάλης Πρινάρης του Νικολάου, διήγηση στον Γεώργιο Α. Καλογεράκη, αύλειος χώρος Δημοτικού Σχολείου Αβδελλά, Δευτέρα, 5 Ιουνίου 2023).
Οι εκτελέσεις των 32 πατριωτών του Γουρνόλακκου ήταν μία μαύρη σελίδα της ιστορίας της Κρήτης, ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα του κατοχικού στρατού. Οι νεκροί ήταν απ τα χωριά Αβδελλάς (22), Άγιος Μάμας (6), Κάλυβος (2), Λιβάδια (1), και Αβδανίτες – Αβδελλάς (1). Ένα από τα συγκλονιστικά αποτελέσματα ήταν ότι στο χωριό Αβδελλάς με τους 23 νεκρούς ήρωες, 47 παιδιά έμειναν ορφανά.
Ένα από τα ορφανά παιδιά ήταν και ο Μιχάλης Πρινάρης, μαζί με τα τρία του αδέρφια. Ο Μανόλης Σαρρής, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και πρώην προϊστάμενος του 2ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Ρεθύμνου, γράφει για τα ορφανά παιδιά του Αβδελλά τα εξής:
Αβδελλάς, 5 Σεπτεμβρίου 1943. Πένθιμη ατμόσφαιρα σε όλο το χωριό. Άνδρες με μαύρα πουκάμισα μονολογούν για το κακό που είχε συμβεί στον Γουρνόλακκο. Γυναίκες μαυροφορεμένες κλαίνε και μοιρολογούν τα αδικοχαμένα παλικάρια.
Τα κλάματα των παιδιών ενώνονται με τα μοιρολόγια των γυναικών και συμπληρώνουν την πένθιμη συναυλία. Κάπου – κάπου τα λυπητερά γαυγίσματα των σκύλων προμηνύουν μεγάλο κακό. Οι συγγενείς, οι φίλοι και ο δάσκαλος του χωριού Νικόλαος Δετοράκης έχουν αναχωρήσει για τον Γουρνόλακκο.
Η αγωνία για την τύχη των συγγενών, φίλων και συγχωριανών των νεκρών που είχαν πάει στο Γουρνόλακκο, για να εκτελέσουν το ύψιστο καθήκον του ενταφιασμού των νεκρών, είχε φθάσει στο κατακόρυφο. Πλησιάζει απόγευμα. Ένας από τους τρεις φύλακες, ο Μιχαήλ Ιωάννου Μιχελουδάκης, που είχε πάει στον Γουρνόλακκο και του ανατέθηκε να ελέγχει την περιοχή, φτάνει στον Αβδελλά και με κίνηση των χεριών δίνει το σύνθημα του σκοτωμού.
Το κακό μαντάτο έπεσε σαν κεραυνός. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις εικόνες που διαδραματίστηκαν. Κλάματα, μαλλιοτραβήγματα, μοιρολόγια δημιουργούσαν μια δραματική ατμόσφαιρα.
Ο πόλεμος, δημιούργησε δύο εγκλήματα. Το πρώτο έγκλημα κράτησε λίγα λεπτά, όσα χρειάστηκαν για να εκτελέσουν τους ήρωες της ζωής. Το δεύτερο έγκλημα σκόρπισε πόνο και δυστυχία σε όλο το χωριό. Ορφάνεψε από πατέρα δεκαπέντε οικογένειες και έκοψε το νήμα της ζωής σε εννέα ελεύθερα παλικάρια, που είχαν κάνει όνειρα να γίνουν και αυτά γονείς.
Καταδίκασε 47 ορφανά παιδιά να στερηθούν το πατρικό χάδι και την πατρική στοργή. Από την επόμενη ημέρα, 6 Σεπτεμβρίου 1943, ο Αβδελλάς μπαίνει σε τροχιά μαρτυρίου.
Οι κάτοικοι του χωριού δεν έχουν συνέλθει ακόμα. Καθένας ζει το δικό του δράμα. Τα παιδιά ξυπνούν με κλάματα και ζητούν τον πατέρα. Οι μητέρες κρύβουν τον πόνο τους και τους λένε δικαιολογίες, για να σταματήσουν το κλάμα. Οι χήρες γυναίκες, που αναγκαστικά αναλαμβάνουν και το ρόλο του πατέρα, έχουν βρεθεί στην αρχή ενός ανηφορικού δρόμου δύσβατου, που πρέπει να τον διαβούν για να εξασφαλίσουν την επιβίωση.
Όπως κάθε αθλητής κάνει σκληρή προετοιμασία για ένα μετάλλιο, έτσι και αυτές έκαναν τη δική τους προετοιμασία. Πήραν την απόφαση, οπλίστηκαν με υπομονή, με πείσμα, με δύναμη, με συμβιβασμό και ξεκίνησαν. Έκαναν τον πόνο τους χαρά μπροστά στα παιδιά τους και όταν ήταν μόνες έκλαιγαν και μοιρολογούνταν.
Εργάστηκαν σκληρά στο σπίτι, στα χωράφια, στο λιομάζωμα, στο θέρος, στο στάβλο και στον κήπο, που ήταν το μανάβικο, για κάθε οικογένεια. Φρόντισαν για τη μόρφωση και τη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Κατάφεραν έτσι να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, να πετύχουν το στόχο τους και να γίνουν ηρωίδες.
Στο δύσκολο αγώνα της επιβίωσης όλες οι οικογένειες αγωνίστηκαν σκληρά. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο δύσκολο αγώνα της επιβίωσης, καθώς και τα μεγαλύτερα παιδιά διέκοπταν το δημοτικό σχολείο για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.
Οι δυσκολίες ήταν ανάλογες με τα μέλη της οικογένειας.
ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΑΒΔΕΛΛΙΑΝΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΦΑΝΑ ΤΟΥ ΓΟΥΡΝΟΛΑΚΚΟΥ
1. Μαθιουδάκης Ιωάννης του Δημητρίου, 7 ορφανά 2. Πανταλός Γεώργιος του Χρήστου, 6 ορφανά 3. Λαμπρινός Επαμεινώνδας του Σταύρου, 4 ορφανά 4. Μιχελουδάκης Γεώργιος του Κυριάκου, 4 ορφανά 5. Μιχελουδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, 4 ορφανά 6. Πρινάρης Νικόλαος του Μιχαήλ, 4 ορφανά 7. Μιχελουδάκης Εμμανουήλ του Γεωργίου, 3 ορφανά 8. Μιχελουδάκης Αντώνιος του Κυριάκου, 3 ορφανά 9. Καλλέργης Ιωάννης του Ιωάννη, 3 ορφανά 10. Φραγκιαδάκης Ιωάννης του Δημητρίου, 3 ορφανά 11. Μαθιουδάκης Πέτρος του Δημητρίου, 3 ορφανά 12. Δετοράκης Νικόλαος του Κωνσταντίνου, 2 ορφανά 13. Πανταλός Γεώργιος του Εμμανουήλ, 1 ορφανόª.
Τον Μιχάλη Πρινάρη, που βρήκε τραγικό θάνατο στην προσπάθειά του να κάψει ξερά χόρτα, ο Δήμος Μυλοποτάμου τον αποχαιρέτισε με το παρακάτω συλλυπητήριο μήνυμα:
´Με βαθιά θλίψη πληροφορηθήκαμε τον τραγικό χαμό του Μιχάλη Πρινάρη, ενός από τους τελευταίους ζωντανούς μάρτυρες της θυσίας του Γουρνόλακκου και ενός διαχρονικού συμβόλου ιστορικής μνήμης και εθνικής υπερηφάνειας. Η ξαφνική του απώλεια αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, καθώς υπήρξε ο άνθρωπος που ενσάρκωσε τη συλλογική μνήμη του τόπου μας και την ευθύνη μας απέναντι στις γενιές που πέρασαν και σε αυτές που έρχονται.
Ο Μιχάλης Πρινάρης έζησε και διηγήθηκε τη φρίκη και τον ηρωισμό της τραγωδίας του Γουρνόλακκου. Μικρό παιδί τότε, συνελήφθη από τα ναζιστικά στρατεύματα στις 2 Σεπτεμβρίου 1943 και οδηγήθηκε, μαζί με άλλους 31 συμπολίτες του, στον τόπο της εκτέλεσης.
Ως εκ θαύματος, γλίτωσε την τραγική μοίρα που έπληξε τους συντοπίτες του λόγω της νεαρής του ηλικίας. Από εκείνη την ημέρα, όμως, έφερε το βάρος της ιστορικής μνήμης, όχι ως πληγή, αλλά ως ιερό καθήκον να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη εκείνων που θυσιάστηκαν.
Κάθε χρόνο, με απλότητα και ευλάβεια στεκόταν μπροστά στο μνημείο του Γουρνόλακκου, καταθέτοντας στεφάνι αφηγούμενος τα γεγονότα με λόγια που συγκινούσαν και προκαλούσαν δέος. Η ζωντανή του μαρτυρία ήταν η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, υπενθυμίζοντας το χρέος μας να μην ξεχάσουμε ποτέ τις θυσίες των προγόνων μας.
Μέσα από το παράδειγμά του, μας δίδαξε ότι ο αγώνας για την ελευθερία και η αγάπη για την πατρίδα δεν φθείρονται με τον χρόνο. Ο Μιχάλης Πρινάρης ήταν ο θεματοφύλακας των αξιών και της μνήμης μας. Ένας άνθρωπος που βίωσε το αδιανόητο, αλλά αντί να χαθεί στη σκιά της τραγωδίας, επέλεξε να φωτίζει την ιστορία του τόπου με την παρουσία του, το παράδειγμά του και την αφοσίωσή του.
Ο Μιχάλης Πρινάρης υπήρξε για τον Μυλοπόταμο ό,τι η ψυχή για το σώμα: αθόρυβα, αλλά αδιάκοπα, κράτησε ζωντανή την ιστορία μας. Με την απώλειά του χάνουμε έναν δικό μας άνθρωπο, αλλά κερδίζουμε για πάντα έναν ήρωα της μνήμης και της ανδρείας.
Ας αντηχεί η ιστορία του ως ζωντανή υπόμνηση ότι η μνήμη δεν λησμονιέται, η ανδρεία δεν σβήνει και η θυσία δεν χάνεται ποτέ.
Ο Δήμος Μυλοποτάμου θα τιμά για πάντα την πολύτιμη παρακαταθήκη που άφησε πίσω του, διατηρώντας ζωντανή την ιστορία με τον ίδιο σεβασμό και τη σεμνότητα που εκείνος επέδειξε σε όλη του τη ζωή. Εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Αιωνία του η μνήμηª.
Η Δήμητρα Λαμπρινού – Καλλέργη, όπως και ο Μιχάλης Πρινάρης, ήταν κι αυτή ένα από τα ορφανά παιδιά των εκτελέσεων του Γουρνόλακκου. Τότε ήταν τριών χρονών. Από την παιδική της ηλικία έζησε και θυμάται τον θρήνο των επιζώντων συγχωριανών της. Θυμάται τις δυσκολίες, τα άδεια σπίτια, τους καημούς και τη δυστυχία, θυμάται όλα όσα ακολούθησαν το βαρύ έγκλημα των στρατιωτών της Βέρμαχτ στον Γουρνόλακκο του Ψηλορείτη.
Τις μνήμες της έκανε τραγούδι. Ένα θλιβερό τραγούδι για τους 32 σκοτωμένους στις 3 και 5 Σεπτεμβρίου 1943. Η Δήμητρα Λαμπρινού, 84 χρονών σήμερα, διηγείται με τους στίχους της τα εξής:
Θεέ μου και δε λυπήθηκαν τα τόσα παλικάρια και πως αφήναν ορφανά τόσα μικρά κλωνάρια. Μαύρα μαντήλια βάλανε όλες στην κεφαλή τους και δεν τα ξαναβγάλανε σε όλη τη ζωή τους. Στο χώμα του Γουρνόλακκου πρινάρια δεν ανθούνε και τα πουλιά επάψανε κι αυτά να κελαηδούνε.
Πουλιά δεν κελαηδούνε μπλιο εις το μεγάλο λάκκο φαίνεται πως τα ξόρισε ο κρότος των αρμάτω. Στο χώμα του Γουρνόλακκου χορτάρι πια δε βγαίνει το αίμα των παλικαριών ρέει και τα ξεραίνει. Εμαύρισενε το χωριό απ’ άκρη σ’ άλλη άκρη και τα στενά πλημμύρισαν απ΄ των ματιών το δάκρυ.
Η μια στην άλλη έλεγε και ήντα θα γενούμε και τα 50 ορφανά πως θα αναθραφούνε; Απ’τα 50 ορφανά είμαι κι εγώ το ένα που εγνώρισα μόνο στοργή απ΄τη μάνα που με γέννα. Ήτανε και ελεύθεροι πεντέξι μερακλήδες που εχύθηκε το αίμα τους μέσα στις ανωνίδες!
Σαν το κοπάδι στη σφαγή έτσι τους οδηγήσαν στο λάκκο του Γουρνόλακκου και τους δολοφονήσαν. Μεγάλος πόνος στο χωριό και ποιος να βοηθήσει ο ένας τον άλλο δεν μπορεί για να παρηγορήσειª.
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου