Αριστερά ο Κωνσταντίνος Ψαλτάκης και δεξιά η γυναίκα του Καλλιόπη Ψαλτάκη – Χαμηλάκη. Στο μέσον της φωτογραφίας ο γιος τους Χαράλαμπος Ψαλτάκης που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στις 12 Νοεμβρίου 1943
Αριστερά ο Κωνσταντίνος Ψαλτάκης και δεξιά η γυναίκα του Καλλιόπη Ψαλτάκη - Χαμηλάκη (πεθερός και πεθερά του Γεωργίου Μαστραντωνάκη). Η Καλλιόπη ήταν κόρη του Χαμηλάκη Κωνσταντίνου –Χαμηλοκωσταντή που πήρε μέρος σε όλες τις επαναστάσεις κατά των Τούρκων από το 1866 ως το 1897. Στο μέσον της φωτογραφίας ο γιος τους Χαράλαμπος Ψαλτάκης που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς στις 12 Νοεμβρίου 1943

(Γεώργιος Μαστραντωνάκης, τραυματίας μάχης Κάτω Σύμης)

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, μία ημέρα μετά τη μεγάλη μάχη που δόθηκε στην Κάτω Σύμη στη θέση Κορνιαχτός, από άντρες της ενωμένης Εθνικής Αντίστασης του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά εναντίον ανδρών του φασιστικού και ναζιστικού γερμανικού στρατού, ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης από τη Σύμη (τραυματίας της μάχης) μεταφέρεται από τους συντρόφους του στο Σελάκανο.

Απ’εκεί, στέλνει σύντομο σημείωμα στον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, ζητώντας να ειδοποιηθεί ο γιατρός Παπαϊωάννου για να τον περιθάλψει. Το σημείωμα του Γεωργίου Μαστραντωνάκη διασώθηκε στο «Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, έγγραφο 53, σελ. 162 – 163 και 381». Ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης γράφει:

«Αγαπητέ Σύντεκνε

Με μετέφεραν εις Σελάκανο, δεν δύναμαι να μεταβώ πάρα κάτω, ηδοποιήσατε τον κ. Παπαϊωάννου να έλθη το συντομώτερον καθ` ότι χρηάζομαι χειρουργείον διότι εάν μείνω άνευ επεμβάσεως κινδυνεύει το πόδι μου να χαθή.

Με αγάπην Γεώργ. Μαστραντωνάκης».

Το μνημείο που στήθηκε στην τοποθεσία «Κορνιαχτός» Κάτω Σύμης, ώστε να θυμίζει τη μάχη των ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης με τα φασιστικά κατοχικά στρατεύματα στις 12 Σεπτεμβρίου 1943
Το μνημείο που στήθηκε στην τοποθεσία «Κορνιαχτός» Κάτω Σύμης, ώστε να θυμίζει τη μάχη των ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης με τα φασιστικά κατοχικά στρατεύματα στις 12 Σεπτεμβρίου 1943

Η μάχη της Κάτω Σύμης δόθηκε την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1943. Αντάρτες της ενωμένης Εθνικής Αντίστασης Κρήτης του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, αντιμετώπισαν ενισχυμένες δυνάμεις του κατοχικού στρατού. Η δύναμη του εχθρού (200 ανδρών) ήταν εξοπλισμένη εκτός από τα ατομικά τουφέκια των στρατιωτών και με ταχυβόλα, πολυβόλα, μεγάλο αριθμό χειροβομβίδων και ομάδα γιατρών και τραυματιοφορέων.

Η μάχη ξεκίνησε στις 10 η ώρα το πρωί, ήταν η μεγαλύτερη μάχη που δόθηκε την περίοδο της κατοχής στην Κρήτη και έληξε με νίκη των ανταρτών. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν περίπου 100 άντρες  (μεταξύ τους αξιωματικοί και υπαξιωματικοί) και δεκάδες τραυματίες.

Τον ακριβή αριθμό των νεκρών Γερμανών δεν έχει αποκαλύψει ακόμη η ιστορική έρευνα. Από την πλευρά των ανταρτών υπήρξε ένας νεκρός, ο Απόστολος Βαγιωνάκης από το χωριό Μύθοι Ιεράπετρας, ένας σοβαρά τραυματίας, ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης από το χωριό Κάτω Σύμη και δύο ελαφρύτερα, ο Εμμανουήλ Παπαδημητρόπουλος από το χωριό Πεύκος και ο Εμμανουήλ Ηλιάκης από το χωριό Αμιρά. (Σημ.:  τη μάχη της Σύμης καθώς και τα ονόματα όλων των συμμετεχόντων ανταρτών ένα προς ένα, θα παρουσιάσουμε σε μεταγενέστερο άρθρο μας, που θα συνοδεύεται με ανέκδοτο αρχειακό υλικό).

Για τις απώλειες των Γερμανών στη μάχη της Σύμης, πληροφορίες αντλούμε από σημείωμα του Μήτσου (;) δεν έχει διευκρινιστεί η ταυτότητα του αποστολέα, προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, χωρίς ημερομηνία. Πιθανόν δύο ημέρες μετά τη Μάχη της Σύμης και την απαρχή της καταστροφής των χωριών της περιφέρειας Βιάννου και της ανατολικής Ιεράπετρας.

Στο σημείωμα του επιστολογράφου Μήτσου αναφέρονται τρεις νεκροί αξιωματικοί, (ένας Ταγματάρχης, ένας Λοχαγός και ένας Ανθυπολοχαγός), εκατό νεκροί στρατιώτες και εβδομήντα τραυματίες. Συγκεκριμένα, στο σημείωμά του ο Μήτσος γράφει:

«Αγαπητέ μου Κ. (Καπετάνιο)

έ(υ)χομαι καλί πρόοδο και ο Θεός μαζί μας εστίλαμε την πρότη αποστολί και ι δεύτερι σιμπλιρόνι τον αριθμό. όπλα δεν έχομε πολλά λιπόν Α.(γαπητέ) Α.(ρχηγέ) ίνε ανάνγι να χαλάσομε ένα – δυό γέφιρες διά να αποκόψομε τας ενισχίσις του εχθρού διότι κάθε βράδι έρχοντε ενισχίσις την δευτέρα το βράδι επέρασαν σαράντα αυτοκίνιτα πλίρες στρατού και βέβεα όταν τους αποκόψομε θα είναι αρκετά η απασχόλισίς τους πολί. διά τας απολίας τον ίνε φένετε αρκετά πολές καθός επλιροφοριθίκαμε διά της οργανόσεος ότι ένας ταγματάρχις γερμανός ιπέκηψε εις τα τράβματά του επίσις ένας λοχαγός και αυτός επέθανε ένας ανθιπολοχαγός περίπου τους εκατό σκοτομένους εβδομήντα τραβματίες διά το επισόδιον του αγίου γωργίου δεν έκαμαν και μεγάλες ενέργιες  γερμανί…» .

…εις τα χαρθιά του κεσταμπίτου αγίου γεοργίου εβρέθικαν 76 πεντοχιλιάρικα και 100 χιλιάρικα τα οποία εκράτισα 30 χιλιάρικα τους επίρα ένα παγούρι ρακί και μία οκά καπνό και τα άλα τα εστίλαμε υπέρ της ομάδος

βοήθιά μας ο τίμιος σταβρός.

με πατριοτισμόν Μίτσοςª.

(Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, έγγραφο 54, σελ. 163 και 382-383)

 

Ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης (αριστερά) με τον φίλο του Γεώργιο Αγγελάκη από τη Σύμη στο Νοσοκομείο του Καϊρου (1944)
Ο Γεώργιος Μαστραντωνάκης (αριστερά) με τον φίλο του Γεώργιο Αγγελάκη από τη Σύμη στο Νοσοκομείο του Καϊρου (1944)

Το έτος 1983 ιδρύεται στην Αθήνα το Σωματείο Κατωσυμιανών «ο Κορνιαχτός». Τέσσερα χρόνια μετά, το 1987, στη θέση Κορνιαχτός Κάτω Σύμης, από το παραπάνω Σωματείο στήθηκε αναθηματικό τιμητικό μνημείο για τη Μάχη της Σύμης. Το μνημείο εγκαινιάστηκε την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 1987. Τον πανηγυρικό των αποκαλυπτηρίων ανέλαβε και εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Μαστραντωνάκης, γιος του τραυματία της μάχης Γεωργίου Μαστραντωνάκη, αναφέροντας τα εξής:

«Σαν χθες πριν 44 χρόνια 12 Σεπτεμβρίου 1943, σ’αυτόν τον τόπο που στεκόμαστε σήμερα έγινε η μάχη της Κάτω Σύμης κατά των βαρβάρων Γερμανών κατακτητών, από την ενωμένη Εθνική Αντίσταση, εκείνη που το Σωματείο των απανταχού Κατωσυμιανών «Ο Κορνιαχτός» τιμά σήμερα. Αλλά ας πάμε πίσω πολύ, πίσω στο παρελθόν για να δούμε τι ήταν αυτός ο τόπος που λέγεται Κάτω Σύμη Βιάννου Ηρακλείου.

Οι γραμματικές μου γνώσεις είναι λίγες, αλλά η μάθησή μου γι’αυτόν τον τόπο από τους γονείς μας και τους προγόνους μας είναι ικανές να σας εξιστορήσω την όλη ιστορία της Κάτω Σύμης.

Και θα ξεκινήσω από πολύ παλιά, 3000 χρόνια π.Χ., υπάρχει το ιερόν του Ερμή και της Αφροδίτης που ερχόταν από όλη την Κρήτη για να προσευχηθούν και να θυσιάσουν στους τότε Θεούς, ίσως και από άλλα μέρη της γης. Η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει ολοκληρώσει το έργο της αλλά από τα μέχρι σήμερα στοιχεία, η αρχαιολόγος Αγγελική Λεμπέση μου είπε ότι υπολογίζεται πέρα των 3 χιλιάδων π.Χ. τα ευρήματα και κτήρια στο ιερόν της Κρύας Βρύσης Κάτω Σύμης.

Ας προχωρήσουμε όμως πιο νεώτερα στην εποχή του Βυζαντίου. Που ο Νικηφόρος Φωκάς έκτισε εκκλησίες εις όλη την Κρήτη και έκτισε και στην Κάτω Σύμη, όταν ο Κομνηνός έστειλε εις την Κρήτη τους 12 ευπατρίδες για να διοικήσουν την Κρήτη. Ένας από τα 12 αρχοντόπουλα έκτισε το αρχοντικό του εις την Κάτω Σύμη που και σήμερα σώζονται τα ερείπιά του.

Η παράδοση λέει πολλά, δεν θα αναφερθώ όμως σε όλα. Η τότε αρχόντισσα έκτισε την Παναγία με νηστεία και με γάλα φτιαγμένη τη λάσπη για να εξιλεώσει αμαρτήματα του συζύγου της. Μα δυστυχώς την λήστεψαν οι αρχαιοκάπηλοι πρόσφατα.

Ας προχωρήσομε όμως να εξιστορήσομε την εποχή εκείνη που η Κρήτη δέχτηκε τη μαύρη σκλαβιά της τουρκοκρατίας. Στην Κάτω Σύμη πάλι έγινε αντίσταση στον τούρκο κατακτητή και οι τούρκοι την έκαψαν δυο φορές και την λεηλάτησαν αλλά δεν λύγισε, γέννησε πάλι παιδιά με ψυχή και πίστη για λευτεριά. Ένας δεκαοχτάχρονος νέος δεν δέχτηκε να βλέπει τον τούρκο αγά να διατάσσει τον γέροντα παπά πατέρα του να του ράψει τα παπούτσια του.

Ο νέος επαναστάτησε η ψυχή του, με ένα ραβδί σκότωσε τον αγά και του πήρε τα όπλα του. Και από τότε ο 18χρονος νέος έγινε Χαϊνης, λεγόταν Χατζή Αναγνώστης ή Συμιακός και ήταν ο φόβος και τρόμος των τουρκών στην ανατολική Κρήτη. Αλίμονο στην Τούρκο που θα πείραζε χριστιανή. Τον σκότωνε και τον κρεμούσε σε ένα δέντρο και έγραφε η ίδια τύχη περιμένει τον κάθε τούρκο που θα πειράξει χριστιανή.

Είναι μεγάλη η ιστορία και οι θρύλοι αυτού του τόπου, δεν μπορούν να ειπωθούν σε μια ομιλία, χρειάζονται τόμοι ολόκληροι. Σας ανέφερα λακωνικά ορισμένα γεγονότα και πιστεύω ότι νιώσατε τι ήταν η Κάτω Σύμη και τα παλιά χρόνια.

Θα προσπαθήσω τώρα να σας πω όσο μπορώ για τη μάχη της Κάτω Σύμης και τη δράση από την Ενωμένη Εθνική Αντίσταση χωρίς να αναφερθώ σε πρόσωπα. Η Σύμη έμελε και πάλι να πρωταγωνιστήσει στην Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, αυτή ήταν η συνέχεια της ιστορικής της πορείας.

Ήταν τα μέσα του 1942 όταν ήρθε μια μικρή αμάδα ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης με επικεφαλής τον Χρήστο

Επιστολή του Γεωργίου Μαστραντωνάκη, τραυματία της μάχης Κάτω Σύμης, προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1943
Επιστολή του Γεωργίου Μαστραντωνάκη, τραυματία της μάχης Κάτω Σύμης, προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1943: «Με μετέφεραν εις Σελάκανο, δεν δύναμαι να μεταβώ πάρα κάτω...»

ουβά. Φιλοξενήθηκαν εις τη θέση «Αλευρά» και «Γουρνίδι» για ένα χρονικό διάστημα από κτηνοτρόφους της Κάτω Σύμης. Ο χρόνος περνούσε και ο ένας μετά τον άλλο προχωρούσε στην οργάνωση της Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών.

Ήρθε το 1943 ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς. Έκαμε το λημέρι εις «Χαμέτη – Δοξατόρους» ως πιο κατάλληλο και απόμερο σημείο. Μαζί στο λημέρι ευρίσκοντο και δυο Άγγλοι κομάντος, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο Αλέξης. Καθημερινά τα μηνύματα για την πορεία των συμμάχων πήγαιναν για τη νίκη. Η Εθνική Αντίσταση οργανωνόταν όλο και περισσότερο.

Τέλος Αυγούστου 1943 έριξαν οι σύμμαχοι όπλα και πολεμοφόδια εις τον Ομαλό με αλεξίπτωτα. Αμέσως ειδοποιήθηκαν άπαντες όσοι ήταν οργανωμένοι εις την ενωμένη Εθνική Αντίσταση και παρέλαβαν τα όπλα.

Αλλά αυτές τις ημέρες η Ιταλία συνθηκολόγησε με τους συμμάχους και έλαβε εντολή ο Ιταλός Στρατηγός Κάρτα να παραδοθεί και παραδώσει έμψυχο και άψυχο στρατιωτικό υλικό στη διάθεση της Αντίστασης. Ο ίδιος ο Στρατηγός παρεδόθη στους Άγγλους κομάντος και εφυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή.

Είχε η κατασκοπία ψιθυρίσει ότι θα γίνει απόβαση στην Κρήτη, όλοι πιστεύαμε και ποθούσαμε να ελευθερωθούμε το συντομότερο. Δόθηκε εντολή από το λημέρι να κατεβεί μια ομάδα ανταρτών στις Μουρνιές Ιεράπετρας να παραλάβει τον οπλισμό ενός ιταλικού λόχου που είχε την έδρα του εκεί. Οι Ιταλοί αρνήθηκαν, διότι δεν είχαν λάβει ακόμα την εντολή από τον Στρατηγό Κάρτα και έτσι οι αντάρτες υποχώρησαν και ύψωσαν την Ελληνική σημεία εις τον ´Καλέª, πάνω από το χωριό Μουρνιές.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα Παρασκευή, μια ομάδα από 5-6 αντάρτες της ενωμένης Εθνικής Αντίστασης είχε εντολή να αιχμαλωτίσει το φυλάκιο εκ δύο Γερμανών στην Κάτω Σύμη. Οι Γερμανοί έφεραν αντίσταση, τους φόνευσαν και τους έθαψαν σε μια χαράδρα. Πέρασε η Παρασκευή και το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου, όλοι πιστεύαμε ότι θα γίνει απόβαση από τους συμμάχους.

Ήρθε 12 Σεπτέμβρη 1943, δυο ομάδες ξεκίνησαν από το λημέρι με εντολή όπου συναντήσουν τους Γερμανούς να τους κτυπήσουν και να υψώσουν την Ελληνική σημαία. Οι ανταρτικές ομάδες είχαν φθάσει στην Κάτω Σύμη. Ειδοποιήθηκαν από γυναίκες ότι οι Γερμανοί είναι εις την «Κόψα», αμέσως η μια ομάδα πήγε απέναντι που λέγεται «Κορνιαχτός» και η άλλη από την άλλη πλευρά, τα «Καμπιά». Δεν θα αναφερθώ εις τα πρόσωπα που έδωσαν τη μάχη της Κάτω Σύμης κατά των βαρβάρων κατακτητών, ήταν όμως οι πλείστοι από την Κάτω Σύμη. Μέσα σε λίγες ώρες εκμηδενίσθη ολόκληρος ο γερμανικός λόχος και έπιασαν και 12 αιχμαλώτους.

Μέρος της τοποθεσίας «Κορνιαχτός» που δόθηκε η μάχη της Κάτω Σύμης, την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1943
Μέρος της τοποθεσίας «Κορνιαχτός» που δόθηκε η μάχη της Κάτω Σύμης, την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1943

Από την ενωμένη Εθνική Αντίσταση εφονεύθη ένας, ο Απόστολος Βαγιωνάκης από τους Μύθους Ιεράπετρας και ετραυματίσθη ένας, ο ομαδάρχης Γεώργιος Μαστραντωνάκης από την Κάτω Σύμη. Ακόμα ένας όμηρος των Γερμανών ετραυματίσθη, ο Εμμανουήλ Παπαδημητρόπουλος από τον Πεύκο.

Αυτός ήταν ο απολογισμός της Μάχης της Κάτω Σύμης. Η ενωμένη Εθνική Αντίσταση πήρε ολόκληρο τον οπλισμό των Γερμανών. Περιμέναμε όλοι να γίνει απόβαση από τους συμμάχους για να συνεχίσωμε τον πόλεμο κατά των βαρβάρων, όμως δεν έγινε. Οι σύμμαχοι όμως πέτυχαν το σχέδιο. Παραπλάνησαν τους Γερμανούς και τους κτύπησαν από αλλού και έτσι κέρδισαν τον πόλεμο.

Ας δούμε όμως τι έγινε μετά τη μάχη της Κάτω Σύμης. Ήρθαν χιλιάδες βάρβαροι Γερμανοί και έγιναν τα γνωστά αντίποινα στην Σύμη και στα γύρω χωριά της Βιάννου και Ιεράπετρας. Η βαρβαρότητα όμως των Γερμανών κατά της Κάτω Σύμης δεν περιγράφεται, να φανταστεί κανείς μόνο ότι σκότωσαν γυναίκα με έξι μηνών παιδί στην αγκαλιά της, ακόμα έκαψαν γέροντα ζωντανό μέσα στο σπίτι του, αυτά φτάνουν να καταλάβωμε.

Το νέο συνσταθέντα σώμα των απανταχού Κατωσυμιανών «ο Κορνιαχτός», αποφάσισε μετά από μισό αιώνα περίπου να αναγείρει αυτό το φτωχό μνημείο για να συμβολίσει την ενωμένη Εθνική Αντίσταση και τη συμμετοχή της στην κατάκτηση της λευτεριάς. Με αυτή μας την ενέργεια πιστεύομε ότι εκπληρώνεται ένα μεγάλο ιστορικό χρέος.

Η οικονομική δυνατότητά μας δεν επέτρεψε να φτιάξουμε κάτι πιο καλό και να το αποπερατώσουμε, ας βοηθήσει το κράτος και κάθε Έλληνας που πιστεύει ότι πρέπει να αφήσουμε στους νέους δείγματα που να ξέρουν ότι αυτός ο τόπος και αυτός ο λαός δεν σκύβει ποτέ το κεφάλι σε κανένα επιδρομέα. Τελειώνοντας, πως μπορεί να φύγει κανείς από εδώ χωρίς να κλείσει μέσα του αυτόν τον τόπο με την ιστορία και τους θρύλους του που είναι πιο αληθινοί από την αλήθεια.

Ας αναφωνήσομε όλοι, ζήτω η ενωμένη Εθνική Αντίσταση, ζήτω η μάχη της Κάτω Σύμης ! Και τώρα ας μας επιτραπεί να καλέσωμε την κ. Νομάρχη, την κόρη ενός αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, Χαρά Αθανασάκη, να αποκαλύψει το ηρώον».

Ο Κωνσταντίνος Μαστραντωνάκης, γιος του Γεωργίου Μαστραντωνάκη, του τραυματία της μάχης της Κάτω Σύμης, γεννήθηκε το 1930. Όταν έγινε η μάχη ήταν δεκατριών ετών. Σήμερα σε ηλικία ενενήντα ετών, μας αφηγήθηκε για τον τραυματισμό του πατέρα του:

«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το έτος 1905. Με την κατάληψη της Κρήτης εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση στην Ομάδα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Στις 12 του Σεπτέμβρη το 1943, οι αντάρτες δώσανε τη μάχη της Σύμης. Ο πατέρας μου ήταν ομαδάρχης και πολεμούσε με την ομάδα του από τη θέση Καμπιά. Η μάχη ξεκίνησε το πρωί και τελείωσε στις 3 η ώρα περίπου μετά το μεσημέρι. Σε μια στιγμή της μάχης μια γερμανική σφαίρα χτύπησε τον πατέρα μου στο πόδι.

Το, τραύμα ήταν βαρύ. Έπεσε κάτω. Τρεις χωριανοί μας, ο Γιάννης Τρευλλάκης, ο Γιώργης Ρηνάκης και ο Γιώργης Μυλωνάκης και ένας από τον Άγιο Βασίλειο, εσηκώσανε τον πατέρα μου και τον φέρανε στην Πάνω Σύμη. Βρήκανε ένα κρεβάτι και τον βάλανε απάνω. Τον σηκώνανε και τον φέρανε με πολλούς κόπους στο λημέρι στου Χαμέτη. Από το Χαμέτη, πάλι με το κρεβάτι τον πήγανε στο Σελάκανο, μια περιοχή κοντά στις Μάλλες και στο χωριό Χριστός Ιεράπετρας. Ήταν ένα δάσος και τον αφήσανε εκεί. Στο Σελάκανο ήτανε και όλη μας η οικογένεια

. Ένας λόχος Ιταλών είχε αυτομολήσει μετά την παράδοση της Ιταλίας και κατευθυνθήκανε οι Ιταλοί στο λημέρι του Καπετάν Μανόλη για να τους πάρει μαζί του. Ο Καπετάν Μανόλης δεν τους δέχτηκε και αυτοί γυρίζοντας πίσω παρέμειναν στο Σελάκανο. Αυτοί οι Ιταλοί επιδέσανε τον πατέρα μου. Γιατί εγώ 13 χρονών τότε πήγα στο Σελάκανο μαζί με τον γιατρό Χατζάκη να τον δει και να τον επιδέσει αλλά ήδη τον είχαν επιδέσει οι Ιταλοί.

Η μητριγιά μου Αριάδνη μαζί με την γυναίκα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά ειδοποιηθήκανε από την Αντίσταση και πήγανε στη Κριτσά. Από τη Κριτσά βρήκανε ανθρώπους δικούς μας και ήρθανε στο Σελάκανο και τον κατεβάσανε στη Κριτσά. Από την Κριτσά ήρθε ένας αντάρτης από τον Άγιο Νικόλαο με αυτοκίνητο και τον μετέφερε στην κλινική του Γιαμαλάκη στο Ηράκλειο. Εκεί έμεινε λίγες μέρες. Ειδοποιήθηκε και πήγε από του Γιαμαλάκη στο χωριό Σκινιάς.

Από το Σκινιά, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ που είχε βαφτίσει στο βουνό μια αδερφή μου και την έβγαλε Αγγλία, οργάνωσε αποστολή και φυγαδεύτηκε ο πατέρας μου στο Κάιρο μαζί με το Σκινιανό Ανδρέα Γαλανάκη. Όταν έφτασε στο Κάιρο, μπήκε για θεραπεία στο Νοσοκομείο. Στη Μέση Ανατολή πήγε ο πατέρας μου πριν τα Χριστούγεννα του 1943.

Στο Γενικό Νοσοκομείο Καϊρου έκανε θεραπείες και επεμβάσεις στο πόδι του. Κόντυνε πέντε εκατοστά και στην υπόλοιπη ζωή του φορούσε ειδικό υπόδημα. Μετά το Γενικό Νοσοκομείο του Καϊρου, μπήκε για αποθεραπεία στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Αεροπορίας. Στην Κρήτη γύρισε το 1945.

Πήγαμε όλοι μας και μείναμε στο Σκινιά γιατί στη Σύμη το σπίτι μας το είχαν καταστρέψει οι Γερμανοί. Σιγά σιγά ο πατέρας μου ξανάφτιαξε δυο δωμάτια και μεταφερθήκαμε στη Σύμη. Και ξεκίνησε ο μεγάλος αγώνας για την επιβίωση της οικογένειας μετά την κατοχή. Που είναι μια άλλη ιστορία…

* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι  δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος