Μανόλης Γεωργίου Λαμπράκης,  το παλικάρι από το Αρκαλοχώρι (1917- 14 Δεκεμβρίου 1944)
Ο Μανόλης Βιδάκης με τη γυναίκα του Μαριγώ (Καραγκούνενα). Εκτελέστηκε στην Αγυιά Χανίων στις 14 Δεκεμβρίου 1943

ΕΡΕΥΝΑ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ*

Τρίτη, 14 Δεκεμβρίου 1943. Πριν από 76 χρόνια. Στις 5 τα ξημερώματα, ένα παλικάρι οδηγείται έξω από τις φυλακές της Αγυιάς Χανίων για να εκτελεστεί. Ο Μανόλης Λαμπράκης από το Αρκαλοχώρι, βαδίζει αγέρωχα μπροστά, παρά τα φοβερά βασανιστήρια που υπέφερε από τους βάρβαρους κατακτητές και τα σημάδια που αποτυπώνονται στο σώμα του. Στήνεται με υπερηφάνεια και τους κοιτάζει κατάματα. Οι κάννες των τουφεκιών ξερνούν φωτιά και το παλικάρι πέφτει στο έδαφος. Από το κροτάλισμα των όπλων, τα πουλιά του διπλανού λόφου πετάγονται τρομαγμένα. Ένα αυλάκι από αίμα αρχίζει να σχηματίζεται στο παγωμένο δεκεμβριανό χώμα. Και ύστερα σιωπή…

Ο Μανόλης Λαμπράκης ήταν γιος του Γεωργίου Μιχαήλ Λαμπράκη και της Βικτωρίας (το γένος Μπαμιεδάκη). Τα αδέρφια του ήταν ο Νικόλαος, (πατέρας της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα), η Ελευθερία (σύζυγος Μύρωνα Αγιομυργιανάκη), η Ευπραξία, (σύζυγος Μηνά Λουλάκη) και οι δίδυμες Αγλαΐα (σύζυγος Ιωάννου Κιλιντζιράκη) και Ειρήνη (σύζυγος Μιχαήλ Χατζηδάκη). Το σύνολο της οικογένειας του Γεωργίου Λαμπράκη ήταν ενεργά μέλη της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης.

Στο ημερολόγιο του Συλλόγου Γυναικών Αρκαλοχωρίου του έτους 1985, μία σελίδα για τον Μανόλη Λαμπράκη αναφέρει τα εξής:

«Γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι στα 1917 και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αγυιά Χανίων στις 14 Δεκέμβρη 1943. Πολέμησε στην Αλβανία και όταν γύρισε έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Μπήκε στην Αντίσταση στην ΕΟΚ. Πολέμησε με αυτοθυσία στη μάχη της Σύμης, του Καλλικράτη  και αλλού και έφερε σε πέρας επικίνδυνες αποστολές. Σε μια απ’αυτές, στο δρόμο από Αρκαλοχώρι για Ηράκλειο, ύστερα από προδοσία, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί στις 3 Νοέμβρη 1943. Στη φυλακή, στο Ηράκλειο και μετά στην Αγυιά, βασανίστηκε άγρια για να αποκαλύψει μυστικά της Αντίστασης. Τέλος καταδικάστηκε σε θάνατο “για εχθρική στάση έναντι της Κατοχής, για απαγορευμένη κατοχή όπλων” και εκτελέστηκε στην Αγυιά με άλλους 4 αγωνιστές: Εμμαν. Βιδάκη, Ιωσ. Κανακουσάκη, Ματθ. Κατσαδάκη από την Παναγιά…» 1.

Η πληροφορία της εκτέλεσης του Μανόλη Λαμπράκη, δίδεται με δύο έγγραφα της Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης προς τον Πρόεδρο της Κοινότητας Αρκαλοχωρίου, με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1943. Συγκεκριμένα τα έγγραφα αναφέρουν:

Η Βικτωρία Λαμπράκη (Μπαμιεδάκη),
μητέρα του Μανόλη Λαμπράκη

«Ηράκλειο τη 28/12/1943 Πρόεδρον Κοινότητας Αρκαλοχωρίου

Καθώς μας γνωρίζει το Γερμανικόν Φουραρχείον Ηρακλείου, δια της από 23/12/43 εγγράφου του, ο εν της Κοινότητός σας Εμμανουήλ Λαμπράκης, κατεδικάσθην δι’αποφάσεως του Στρατοδικείου εις θάνατον, δι’εχθρικήν στάσιν προς τον Στρατόν Κατοχής και δι’απηγορευμένην κατοχήν όπλου. Η απόφασις του Στρατοδικείου εξετελέσθη την 14/12/43. Εντέλλεσθε όπως ανακοινώσητε σχετικώς τους οικείους του.

Ο Νομάρχης (Εμμανουήλ Ξανθάκης)». 2

«Kreiskomandatur, Ηράκλειο τη 23/12/1943

Αφορά: Εχθρικήν στάσιν του πληθυσμού εναντίον της Κατοχής

Οι Έλληνες: 1) Εμμανουήλ Βιδάκης εκ Παναγιάς

2) Ιωσήφ Κανακουσάκης εκ Παναγιάς

3) Ματθαίος Κατσαδάκης εκ Παναγιάς

4) Εμμανουήλ Λαμπράκης εξ Αρκαλοχωρίου

5) Εμμανουήλ Δισμπυράκης εκ Καμαρών

Κατεδικάσθησαν υπό του Στρατοδικείου εις θάνατον, λόγω εχθρότητος προς τον Στρατόν Κατοχής ή ευνοίας προς τον εχθρόν και λόγω απηγορευμένης κατοχής όπλων. Η απόφασις δια τους μεν τέσσερας πρώτους εξετελέσθη την 14 Δεκεμβρίου δια δε τον πέμπτον την 30 Νοεμβρίου. Να ειδοποιηθώσιν οι Πρόεδροι των ως άνω Κοινοτήτων. Δημοσίευσις εις τον τύπον δεν πρέπει   να γίνη.

Ο Φρούραρχος»3. Μανόλης Γ. Λαμπράκης, 1918-1943, ένας ήρωας

Στο πάνθεο των Κρητών ηρώων που θυσιάστηκαν για την πατρίδα, λάμπει φωτεινό το άστρο του Μανόλη Λαμπράκη, που με την αντιστασιακή του δράση, το ήθος και τη θυσία του σημάδεψε την Ιστορία και άφησε λαμπρά παραδείγματα στις νεώτερες γενιές.

Ο Μανόλης γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι το 1918. Στον πόλεμο του 1940 που μας κήρυξαν οι Ιταλοί, πολέμησε στην Αλβανία με όλη τη δύναμη και τη φλόγα των 22 του χρόνων, κατά των επίδοξων κατακτητών της πατρίδας μας.

Μετά την εισβολή και των Γερμανών και την κατάρρευση του μετώπου, γύρισε στο Αρκαλοχώρι. Καθώς είχε βιώσει την επέλαση του Ελληνικού στρατού στην Αλβανία και την  κατατρόπωση των Ιταλών, ένιωθε απελπισία που έβλεπε τους Γερμανούς κατακτητές να βασανίζουν και να σκοτώνουν τους Έλληνες πατριώτες και γύρευε τρόπο να συμμετάσχει στον αγώνα για την απελευθέρωση της Πατρίδας. Τότε ακριβώς μυήθηκε  από τον επ’αδελφή γαμπρό του Μυρωνα Ι. Αγιομυργιανάκη στην Εθνική Αντίσταση στην οποία αυτός μετείχε από την ίδρυσή της. Ο Μανόλης Λαμπράκης δέχτηκε με ενθουσιασμό και τον ακολούθησε στο λημέρι των ομάδων Μπαντουβάδων στη θέση Χαμέτη, στα Λασιθιώτικα βουνά.

Ο Λαμπράκης αποδείχτηκε πολύτιμος συνεργάτης με τον πηγαίο πατριωτισμό του, την σοβαρότητα και την αφοσίωσή του στον δύσκολο αγώνα που γινότανε και χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σαν αγγελιοφόρος μεταξύ του αρχηγείου και των τοπικών οργανώσεων, σε οποιαδήποτε περιοχή χρειαζότανε, μεταφέροντας εμπιστευτικά μηνύματα και μετείχε σε αποσπάσματα που εκτελούσαν εμπιστευτικές αποστολές. Στην κατάσταση των εγγεγραμμένων ενόπλων ανταρτών στου Χαμέτη, ήταν καταγεγραμμένος με αύξοντα αριθμό 21 μεταξύ 140 συναγωνιστών του. Ήταν σεμνός, σοβαρός, λιγόλογος, αποτελεσματικός και έμπιστος γι’αυτό ορίστηκε μεταξύ των 33 επιλέκτων από τον Αρχηγό καπετάν Χρήστο Μπαντουβά, που ηγήθηκε αυτής της ομάδας των ανταρτών και αντιμετώπισε νικηφόρα τους Γερμανούς που είχαν εκστρατεύσει εναντίον τους στις 12 Σεπτεμβρίου 1943 στην Κάτω Σύμη Βιάννου. Η μάχη αυτή ήταν ιδιαίτερα φονική για τους Γερμανούς κατά την οποία σκοτώθηκαν περί τους 120, αιχμαλωτίστηκαν 12 και τραυματίστηκαν πολλοί Γερμανοί στρατιώτες. Από τους αντάρτες σκοτώθηκε ένας και τραυματίστηκαν δύο. Το Αρχηγείο των ανταρτών διέδωσε σκόπιμα ότι η μάχη έγινε από κομάντος των συμμάχων, όμως οι Γερμανοί προχώρησαν σε εκτελέσεις και πυρπόλησαν τα Βιαννίτικα χωριά. Οι αντάρτες αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προκειμένου να αποσυμφορηθεί η περιοχή και να πάψουν οι Γερμανοί να βασανίζουν τους κατοίκους. Μια ομάδα από 25 αγωνιστές του Καπετάν Μανόλη και του Καπετάν Χρήστου Μπαντουβά προχώρησε προς τα Σφακιά, ενώ κορμός της Ομάδος υπό τον Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά μετακινήθηκε προς τα Αστερούσια. Ο Μανόλης Λαμπράκης κατέφυγε τότε στο χωριό Μαχαιρά Μονοφατσίου. Οι Μαχαιριανοί ήταν θερμοί πατριώτες και φιλόξενοι άνθρωποι και η Μαχαιρά ήταν το κέντρο διερχομένων των αντιστασιακών και το κρησφύγετο και αποκούμπι των ανταρτών στη διάρκεια της κατοχής.

Έτσι κρύφτηκε στο σπίτι της Γεωργίας Γ. Κορνηλάκη, χήρας του Αλβανικού μετώπου και του πεθερού της Νικολάου Κορνηλάκη. Στο ίδιο σπίτι κρύβονταν επίσης η οικογένεια του Καπετάν Χρήστου Μπαντουβά και ο Μύρωνας Αγιομυργιανάκης. Οι στιγμές ήταν φοβερές, γεμάτες αγωνία και φόβο γιατί οι Γερμανοί είχαν εξαπολύσει διωγμούς και τρομοκρατία σ’όλη την ύπαιθρο. Από τη Μαχαιρά ο Μανόλης Λαμπράκης αποφάσισε να πάει στο Ηράκλειο και να μείνει κρυφά στο σπίτι της οικογένειας Τριανταφυλλάκη που ήταν κουμπάροι τους και στη συνέχεια να πάει στα Χανιά που είχε φίλους, να συνδεθεί με τις εκεί αντιστασιακές οργανώσεις μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα στον νομό Ηρακλείου. Στο Ηράκλειο έφθασε με πολλές  προφυλάξεις και ενώ πήγαινε στο σπίτι του Τριανταφυλλάκη, τον είδαν στο τέρμα της οδού 1821 δυο χωριανοί του γκεσταμπίτες που γνώριζαν την αντιστασιακή του δράση καθώς και της οικογενείας του, ειδοποίησαν τους Γερμανούς που μπλόκαραν αμέσως την περιοχή και τον συνέλαβαν4.  Ήταν 4 Νοεμβρίου 1943, πενήντα τρεις ημέρες μετά τη μάχη της Σύμης.

Τότε ακριβώς άρχισε το απερίγραπτο, το απάνθρωπο μαρτύριο του Μανόλη Λαμπράκη. Οι Γερμανοί θεώρησαν τη σύλληψή του πολύ σπουδαία γιατί ήταν ο μοναδικός μαχητής της μάχης της Κάτω Σύμης  Βιάννου που μπόρεσαν να συλλάβουν και πίστευαν ότι θα αποσπάσουν πολλές πληροφορίες από αυτόν. Έτσι τον μετέφεραν στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων, όπου τον υπέβαλαν στα φρικτότερα βασανιστήρια που το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορεί να κατανοήσει. Του ξερίζωσαν τα δόντια και του έβγαλαν και τα είκοσι νύχια., Του έβαλαν καυτό λάδι στον αφαλό, και βραστά αυγά στις μασχάλες. Του ζητούσαν να ομολογήσει που ήσαν οι Μπαντουβάδες, ποιοι πολέμησαν στη μάχη της Κάτω Σύμης, ποιοι ήταν οι συνεργάτες των ανταρτών στα χωριά.

Ο Μανόλης Λαμπράκης τα ήξερε όλα και με λεπτομέρειες. Όμως σφράγισε παλικαρίσια το στόμα του παρά τα μαρτύριά του και δεν είπε ούτε μια λέξη. Δεν καταδέχτηκε να τους απαντήσει αλλά και ούτε να βογγήξει από τους πόνους. Τον χτυπούσαν όπως μόνο αυτοί ήξεραν να χτυπούν σαράντα (40) ήμερες συνέχεια. Ρήμαξαν το κορμί αυτού του γενναίου παλικαριού όχι όμως και την  ψυχή του.

Με τη θυσία της ζωή και των 25 του χρόνων, διέσωσε τις ζωές πολλών ανθρώπων και διαφύλαξε με τη σιωπή του την απρόσκοπτη λειτουργία του δικτύου της Εθνικής Αντίστασης μέχρι της τελικής νίκης.

Η στάση της ζωής του, το μαρτύριο, με αποκορύφωμα την θυσία του, αποτελούν Εθνική παρακαταθήκη για τους επιγενόμενους που πρέπει να διαφυλάσσουν και να τιμούν τη μνήμη και το μαρτύριό του.

Αυτός ήταν ο Μανόλης Λαμπράκης. ΄Ενας ήρωας ! ΄Ετσι απλά !!!

Ο Γερμανός Υπολοχαγός Άλμπερτ Κίρσεν που υπηρέτησε στην Κρήτη, δημοσίευσε σε μια τοπική εφημερίδα της πατρίδας του στο Μάριτσμπουργκ της Δρέσδης, τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Γερμανίας, τις αφηγήσεις του  για τα χρόνια της κατοχής. Αργότερα εξέδωσε και το σχετικό βιβλίο. Για την Κρήτη και τον Μανόλη Λαμπράκη κάνει την εξής αναφορά:

«Ατίθασος ο κρητικός λαός μας είχε αποδείξει εκατοντάδες φορές ότι ήταν αδύνατο να συμορφωθή με το πνεύμα της Κατοχής. Γυναίκες  κι άντρες, παιδιά, γέροι και γριές είχαν πάρει τα βουνά για να μας πολεμήσουν από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στη Μεγαλόνησο ως κατακτητές. Το τάγμα μου είχε μεταφερθεί στην Κρήτη στις αρχές του 1942 από την Καλαμάτα όπου έδρευε ως τότε. Είχα λοιπόν, γνωρίσει αρκετά τον Ελληνικό λαό και ήξερα πόσο επικίνδυνος ήταν για την ασφάλειά μας. Μα πόσο γελασμένος ήμουν όταν έλεγα ότι ήξερα. Δεν ήξερα τίποτα, γιατί δεν είχα γνωρίσει ακόμη τους Κρητικούς ! Κανείς βέβαια δεν μας είχε πει ότι κινδυνεύαμε. Μα από την πρώτη στιγμή διαισθανθήκαμε τον κίνδυνο, μόλις πρωτοβγήκαμε σ΄ένα από τα πολλά λιμάνια της Μεγαλονήσου.

Είδαμε μάτια να παραμονεύουν πίσω από γρίλιες. Πρόσωπα ακίνητα να κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά. Ακούσαμε φωνές βαριές που έδειχναν  θέληση και υπερηφάνια. Ασυναίσθητα τότε, συλλογίστηκα πως δεν ήταν δυνατόν να νικήσουμε σωματικά και ψυχικά έναν τέτοιο λαό που σου έδινε αμέσως την εντύπωση ότι ήταν πλασμένος από φωτιά και ατσάλι. Και δεν έκανα λάθος. Θυμάμαι ότι τον Νοέμβριο του 1943 η Γκεστάπο του Ηρακλείου έπιασε κάποιο Μανόλη Λαμπράκη με την κατηγορία ότι είχε λάβει μέρος στη φονική μάχη της Βιάννου. Ήταν αλήθεια φοβερά τα μαρτύρια που δοκίμασε ο άνθρωπος αυτός κάπου ένα μήνα. Συναντήθηκα τυχαία μαζί του μέσα σε κάποιο γραφείο, λίγες ώρες προτού τον εκτελέσουν. Στεκόταν με το μέτωπο ψηλά και κοιτούσε όλους μας κατάματα σαν να μας προκαλούσε. Κι όμως ήξερε ότι σε λίγο δεν θα υπήρχε ανάμεσα στους ζωντανούς. Όπως κι έγινε. Τον εξετέλεσαν στην Αγυιά κατά τα χαράματα της ίδιας μέρας…».

Μανόλης Βιδάκης, Ματθαίος Κατσαδάκης και Σήφης Κανακουσάκης

Με την υπ. αριθ. 500 – 1026/14-12-43 απόφαση  του γερμανικού Στρατοδικείου, ο Μανόλης Λαμπράκης τουφεκίστηκε στην Αγυιά στις 14 Δεκεμβρίου 1943 μαζί με τρεις άλλους πατριώτες από το χωριό Παναγιά Πεδιάδος. Τον Ματθαίο Κατσαδάκη, τον Μανόλη Βιδάκη και τον Σήφη Κανακουσάκη. Η αιτιολογία της εκτέλεσης ήταν ότι επέδειξαν εχθρική στάση στον στρατό κατοχής και κατείχαν όπλα.

Συνελήφθηκαν μετά τη μάχη της Σύμης τον Σεπτέμβρη του 1943 και οδηγήθηκαν  στο κολαστήριο της Αγυιάς Χανίων.

Τραγικές πρωταγωνίστριες οι γυναίκες τους Μαρία Βιδάκη ή Καραγκούνενα, Μαρία  Κατσαδάκη και Αικατερίνη Κανακουσάκη. Πήραν το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1943 τα γαϊδουράκια τους, φόρτωσαν δυο τρία φτάζυμα η κάθε μία, παξιμάδια, ένα τυρί, διάφορα είδη προσωπικής καθαριότητας των συζύγων τους, ρούχα, ένα ματσάκι δίκταμο από τα Παναγιανά βουνά και ξεκίνησαν για τις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά. Το ταξίδι μεγάλο, κράτησε έξι ημέρες.  Όπου βραδιάζονταν εκεί και κοιμόντουσαν. Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τους άντρες τους και τους είχαν στην πιο σκληρή φυλακή της Κρήτης. Στο κρύο και την παγωνιά δεν έδιδαν σημασία. Έφτασαν στη φυλακή. Η θέα τους προξένησε δέος. Στην πύλη αναζήτησαν τους υπεύθυνους, με μοναδικό αίτημα να δουν τους συζύγους τους. Ο Γερμανός αξιωματικός αφού τις άκουσε τις έδιωξε με απότομο και βίαιο τρόπο λέγοντάς τους με διερμηνέα ότι οι άντρες σας θα τουφεκισθούν. Τουλάχιστον να τους δώσετε αυτά που κρατούμε, είπαν. Ο Γερμανός αρνήθηκε και πάλι. Οι τρεις γυναίκες κλαίγοντας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Παναγιά. Άλλες έξι ημέρες ταξίδι. Δεν τα παράτησαν όμως. Αρχές Δεκεμβρίου έκαναν ξανά το ίδιο ταξίδι. Παναγιά – Αγυιά Χανίων πάλι με τα γαϊδουράκια τους. Με τα ίδια πράγματα φορτωμένα. Το κρύο και η παγωνιά διαπερνούσε τα κορμιά τους. Για δεύτερη φορά οι Γερμανοί δεν τους επέτρεψαν να συναντήσουν τους άντρες τους. Εκείνες για δεύτερη φορά επέστρεψαν στο χωριό τους την Παναγιά. Ώσπου τους ήρθε η είδηση με σημείωμα του Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη, ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα εκτελέστηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 1943. Εκείνη την ημέρα το ημερολόγιο έγραφε: Θύρσου, Φιλήμονος, Απολλωνίου, Αρριανού, μαρτύρων.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος