Ο Μανόλης με τη Χρυσή Σταθωράκη από το χωριό Καμάρες, απέκτησαν εφτά γιους. Τον Γρηγόρη, τον Παύλο, τον Κωστή, τον Κυριάκο, τον Γιώργη, τον Μιχάλη και τον Παναγιώτη. Ο πατέρας τους ο Μανόλης πέθανε πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίκου Πολέμου.
Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της κατοχής που ακολούθησε τη Μάχη της Κρήτης, η Χρυσή έχασε τα έξι από τα εφτά παιδιά της. Στον πόλεμο με τους Ιταλούς έχασε δύο παλικάρια, τον Γρηγόρη και τον Παύλο. Στη μάχη στου Παπά στο Πέραμα στο χωριό Γρηγοριά, οι δωσίλογοι με τους γερμανούς εκτέλεσαν τον Μιχάλη που ήταν αντάρτης στην ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη και είχε πέσει στα χέρια τους.
Στη τυλιξά της Μεσαράς στα τέλη του Μαΐου το 1944, με το ´αφήγημαª των αντιποίνων για την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, πιάστηκαν τρία παιδιά της, ο Κωστής, ο Κυριάκος και ο Γιώργης. Οι βάρβαροι γερμανοί τους επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς μαζί με άλλους πατριώτες και τους Εβραίους της Κρήτης. Στο ταξίδι για τον Πειραιά, το καράβι τορπιλίστηκε και τα παιδιά της Χρυσής έχασαν τη ζωή τους. Ο μοναδικός γιος που της απέμεινε, μοναδική παρηγοριά της, ήταν ο Παναγιώτης.
Γρηγόρης και Παύλος Σταθωράκης
Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα μας την Ελλάδα. Όλοι οι Έλληνες με μια κραυγή, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας, παρουσιάσθηκαν στα κατά τόπους στρατολογικά γραφεία, ντύθηκαν στο χακί και πολέμησαν τον εισβολέα. Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων στο μέτωπο, είναι δυνατόν να διαιρεθεί χρονικά σε τρεις περιόδους:
(1η περίοδος, 28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940). Το βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων σήκωσαν στους ώμους τους οι κληρωτοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας. Η 5η Μεραρχία των Κρητών δεν είχε αναχωρήσει ακόμη από την Κρήτη για το μέτωπο.
(2η περίοδος, 14 Νοεμβρίου – 6 Ιανουαρίου 1941). Οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν σε πρώτη φάση μέχρι τις 22 Νοεμβρίου, όχι μόνο να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους, αλλά και να προωθηθούν στον βόρειο τομέα του μετώπου στην πόλη της Κορυτσάς. Στη συνέχεια, σε δεύτερη φάση, μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου, πέτυχαν τους αντικειμενικούς σκοπούς που είχε θέσει το Γενικό Στρατηγείο και απώθησαν με σκληρούς αγώνες και κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, τις ιταλικές δυνάμεις σε βάθος 30 – 50 χιλιομέτρων, παρότι αυτές ενισχύονταν συνεχώς και προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Η κρητική Μεραρχία είχε αναχωρήσει από την Κρήτη αλλά δεν είχε λάβει ακόμη το βάφτισμα του πυρός.
(3η περίοδος, 7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου1941). Στο χρονικό αυτό διάστημα έγιναν στον κεντρικό τομέα του μετώπου, οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Την ίδια περίοδο και στις 9 Μαρτίου, υπό την άμεση παρακολούθηση του Μουσολίνι, εκτοξεύτηκε η μεγάλη Εαρινή ιταλική επίθεση PRIMAVERA με ιδιαίτερη ένταση στο τμήμα από την Τρεμπεσίνα μέχρι την περιοχή Μπούμπεσι.
Η εαρινή ιταλική επίθεση έληξε άδοξα, είχε την ίδια περίπου τύχη με τον «απλό στρατιωτικό περίπατο», όπως θεωρούσε την όλη εκστρατεία κατά της Ελλάδας η Ιταλική Στρατιωτική Ηγεσία.
Αυτή είναι η περίοδος όπου η Κρητική Μεραρχία έγραψε χρυσές σελίδες στα βουνά της Αλβανίας.
Δυο γιοι του Μανόλη και της Χρυσής Σταθωράκη επιστρατεύτηκαν και πήραν μέρος στον πόλεμο. Ο Γρηγόρης και ο Παύλος. Αφού έδωσαν σκληρές μάχες στα στενά της Κλεισούρας και στην οροσειρά της Τραμπεσίνας με την 5η Μεραρχία Κρητών, στη λήξη του πολέμου πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ποτέ όμως δεν έφτασαν στην Κρήτη. Ο ένας γιος χάθηκε στη θάλασσα, όταν οι Γερμανοί βούλιαξαν το καΐκι που μετέφερε στρατιώτες μας στην Κρήτη και ο άλλος γιος κλείστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Λάρισα και πέθανε, όπως και πολλοί άλλοι στρατιώτες μας, από ασιτία.
Μιχάλης Σταθωράκης
Για τη μάχη στου «Παπά το Πέραμα» στις 9 Ιουλίου 1942 και τον θάνατο του Μιχάλη, τρίτου γιου της οικογένειας Μανόλη και Χρυσής Σταθωράκη, αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα του Ηρακλείου «Η Δράσις» με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1945, περιγραφή της μάχης του Αρχηγού Πετρακογιώργη.
Ο Αρχηγός Πετρακογιώργης τονίζει μεταξύ άλλων στο δημοσίευμά του:
«…Πέμπτη 9 Ιουλίου 1942. Πριν ξημερώσει καλά καλά, ο αείμνηστος Μαυράκης ειδοποίησε πως είμαστε κυκλωμένοι από τους Γερμανούς και από τους χωροφύλακας.
Η στιγμή ήταν κρίσιμη, τα δευτερόλεπτα φαίνονταν αιώνες και οι αποφάσεις, τις οποίες θα παίρναμε, θα βάρυναν πολύ όχι μόνον για την δικιάν μας ύπαρξιν, αλλά και για την ύπαρξιν των γύρω μας χωριών.
Σκεπτόμεθα να δώσωμεν μάχην, ασφαλώς δεν θα γλίτωνε κανείς και θα παίρναμε στον λαιμόν μας και τα χωριά. Γι’αυτό και απεφασίσαμε να φύγουμε. Δίδω την πρώτη διαταγή παιδιά να φύγουμε, τραβάτε στο βουνό, μη ρίξετε παρά μόνο εν εσχάτη ανάγκη, προσπαθήσετε να φύγωμε.
Αυτό και έγινε. Μα δεν είχαμε προχωρήσει παρά λίγη απόσταση και μια φωνή ακούστηκε ´Σταματήστε, ποιοι είσθε σεις ;» και συγχρόνως βλέπουμε μπροστά μας 4-5 χωροφύλακες με τα τουφέκια στο χέρι. Εγώ και μερικοί άλλοι συνεχίσαμε τον δρόμο μας προσπαθώντας να ξεφύγουμε τον κλοιό, πράγμα που πετύχαμε, έμεινα μέσα όμως ο Χατζογιώργης κι ο Υπεν/χης Περράκης, ο οποίος γνωρίζοντας τους χωροφύλακες, τους ημπόδισε να πυροβολήσουν.
Ο Μαυράκης τράβηξε άλλον δρόμον προσπαθώντας να ξεφύγη, πράγμα που δεν κατώρθωσε, διότι επυροβολήθη από τους χωροφύλακας και σκοτώθηκε επί τόπου. Αυτό ήταν το τέλος του λαμπρού αυτού παλικαριού, που μαζί με τόσους άλλους αφανείς επότισε το δένδρον της ελευθερίας.
Ενώ εμείς απεμακρυνόμεθα, ακούαμε και άλλες φωνές Γερμανών και χωροφυλάκων, οι οποίοι φώναζαν «παιδιά, όλοι στο βάτο, βαράτε τους» και συγχρόνως άναψε το τουφεκίδι. Εμείς απομακρυνόμεθα με μελαγχολία, γιατί τους εναπομείναντας Χατζογιώργη και Περράκη θεωρούσαμε οριστικά χαμένους. Η μελαγχολία και ο καημός μας εμεγάλωνε, γιατί φεύγοντας δεν μπορούσαμε, λόγω συντριπτικής υπεροχής των ανδρών τους, να δώσουμε χείρα βοηθείας στους οριστικά κυκλωθέντας συντρόφους μας. Όχι από μεγάλη απόσταση παρακολουθούσαμε την εξέλιξη της μάχης, η οποία διήρκεσε πάνω από μια ώρα.
Δεν πέρασε πολλή ώρα από την κατάπαυση των πυροβολισμών κι έκπληκτος βλέπω μπροστά μου τον Χατζογιώργη, ο οποίος έντρομος μας διηγείται: προχωρούσα προς το ρυάκι, προσπαθώντας να ξεφύγω, στο βάθος του όμως, που ήταν αδιέξοδο, μ’έφθασε κι ο Περράκης. Μου’πε πως οι χωροφύλακες, τους οποίους πρωτοσυνάντησε, ήταν γνωστοί του και τον άφησαν να φύγει. Κι οι δυο μαζί τότε προσπαθήσαμε να περάσωμε το βάτο, αλλά οι Τζουλιάδες, που ήταν εκεί κοντά, μας κύκλωσαν κι άρχισαν τους πυροβολισμούς.
Άκουσαν κι οι άλλοι και το κακό γενικεύθηκε, οπότε διέταξε, δεν ξέρω ποιος, να βάλουν φωτιά στον βάτο. Εμείς, προκειμένου να καούμε, απεφασίσαμε και προσπαθήσαμε σέρνοντας με την κοιλιά να φύγωμε. Προχωρήσαμε απαρατήρητοι και μια στιγμή ακούσαμε μια φωνή: Μανώλη μην προχωρήσετε, γιατί θα πέσετε στους Τζουλιάδες και θα σας σκοτώσουν. Εγώ κρύφτηκα και ο Περράκης πήγε κοντά στον χωροφύλακα για να βρει καιρό να φύγει.
Μόλις επλησίασε όμως, τον βλέπουν οι Τζουλιάδες κι ο Δουράλας, οι οποίοι με τα ταχυβόλα στα χέρια επιχείρησαν να τον σκοτώσουν αμέσως, τους ημπόδισαν όμως οι χωροφύλακες και έτσι όλοι μαζί τον πήρανε και τον πήγανε στου Σούμπερτ. Εγώ επωφελήθηκα της ευκαιρίας, γιατί όλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον Περράκη, ξέφυγα και γλίτωσα, δόξα τω Θεώ.
Έτσι μας διηγήθηκε την ιστορίαν ο Χατζογιώργης και από τα λεγόμενά του απελπιστήκαμε για τους δυο ελλείποντας, τον Περράκη και τον Μαυράκη, τους οποίους θεωρούσαμε χαμένους από κείνη τη στιγμή. Μόλις νύκτωσε, ήλθε σύνδεσμος και μας είπε λεπτομέρειες. Ο Περράκης βασανίστηκε σκληρά από τον Σούμπερτ στο μέρος που τον πιάσανε.
Του έκοψε με το ψαλίδι τα δάχτυλα των χεριών για να μαρτυρήσει τα μυστικά που ήξερε για τους αντάρτες και τους ασυρμάτους, μα δεν το πέτυχε. Στην απανθρωπιά αυτήν του Σούμπερτ πλειοδότησε κι ο Ανθυπομοίραρχος Φρονιμάκης, ο οποίος προέτρεψε τον Σούμπερτ να σκοτώσει τον Περράκη, γιατί εξευτέλισε το Σώμα της Χωροφυλακής. Εγλίτωσεν όμως χάρις εις την επέμβασιν των άλλων παρευρισκομένων υπαξιωματικών και χωροφυλάκων.
Στη Γρηγοριά που πήγε το μικρό απόσπασμα, μεταφέρθηκαν ο Κουκλινός και ο Μ. Σταθωράκης, που τους είχαν πιάσει τη νύκτα. Εκεί εξετελέσθησαν ο Κουκλινός και ο Σταθωράκης από τον Σούμπερτ, τους Τζουλιάδες και τον Δουράλα. Εκεί δεύτερη φορά ελήφθηκε η απόφασις να εκτελεσθή ο Περράκης, αλλά γλίτωσε, γιατί το απόσπασμα πήρε είδηση πως ετραυματίσθηκε ο Μαυράκης και έτρεξαν Σούμπερτ, Τζουλιάδες και Δουράλας και τον αποτελείωσαν, αφού πρώτα τον εβασάνισαν σκληρά.
Ύστερα από τις δάφνες αυτές, που έδρεψε το σώμα του Σούμπερτ πλαισιωμένον από τους Τζουλιάδες, τον Δουράλα και μερικούς κακούς χωροφύλακες, ανεχώρησε το απόγευμα από την Γρηγοριά παίρνοντας μαζί του και την λείαν, δηλαδή τον Υπεν/χην Περράκη Εμμ. και τον Σταφυλαράκην, τους οποίους και μετέφερε στο ορμητήριόν του στην Αυγενικήν, όπου και εξετελέσθηκε την επομένην ο Σταφυλαράκης, ο δε Περράκης μετεφέρθηκε στις φυλακές της Γκεστάμπο στο Ηράκλειο, όπου και κρατήθηκε κάμποσο καιρό, σωθείς ως εκ θαύματος.
Έτσι τελείωσε μια από τις πολλές πτυχές του αιματηρού δράματος του Αντάρτικου αγώνα στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Εθεώρησα υποχρέωσίν μου να φέρω στην δημοσιότητα τα παραπάνω, αφ’ενός μεν για να αποτίσω φόρον τιμής στους προσφιλείς και αγαπητούς μου συνεργάτας που σκοτώθηκαν εκείνην την ημέραν και αφετέρου να τονίσω την παλικαριάν και αυτοθυσίαν εκείνων που σώθηκαν και τρίτον δια να καυτηριάσω και δημόσια την απανθρωπιάν των κατακτητών και την προδοτικήν δράσιν ορισμένων, ευτυχώς ελαχίστων συμπατριωτών μας, οι πλείστοι των οποίων εξαγόρασαν τας πράξεις των δια της ζωής των, την οποίαν τους αφήρεσαν χέρια πατριωτικά…».
Κωστής, Κυριάκος και Γιώργης Σταθωράκης
Στις 26 Απριλίου 1944, δύο Βρετανοί αξιωματικοί (Πάτρικ Λη Φέρμορ – Στάνλεϋ Μος) και ένδεκα Κρητικοί (Σαβιολής, Τυράκης, Πατεράκης, Αθανασάκης, Ακουμιανάκης, Ζωγραφιστός, Τζατζάς, Παπαλεωνίδας, Χναράκης, Ζωιδάκης και Κόμης), απήγαγαν τον Στρατηγό Κράιπε.
Στις 15 Μαΐου 1944, η ομάδα των απαγωγέων με τον Στρατηγό κατάφερε να επιβιβαστεί σε πλοίο του συμμαχικού Στρατηγείου στην παραλία Περιστερέ του Ροδάκινου Χανίων και να κατευθυνθεί στη Μέση Ανατολή.
Μετά τη γνωστοποίηση από το BBC της μεταφοράς του Στρατηγού στο Κάιρο, οι Γερμανοί ξεχύθηκαν στην ύπαιθρο συλλαμβάνοντας Κρήτες πατριώτες. Στα τέλη Μαΐου του 1944, σε επιδρομή των κατοχικών στρατευμάτων στα χωριά της Μεσαράς, συλλαμβάνονται στις Καμάρες τα αδέρφια Κωστής, Κυριάκος και Γιώργης Σταθωράκης. Οδηγούνται αρχικά στις Μοίρες και στη συνέχεια στη στοά Μακάση του Ηρακλείου. Από τη στοά Μακάση, επιβιβάζονται μαζί με άλλους 250 Κρήτες και 300 Εβραίους της Κρήτης, στο πλοίο Τάναις με προορισμό τον Πειραιά.
Το πλοίο που επιβιβάστηκαν οι Κρήτες και οι Εβραίοι ήταν πλοιοκτησίας Στέφανου Παν. Συνοδινού. Αγοράστηκε το 1935 αντί του ποσού των 3800 λιρών Αγγλίας. Το όνομά του ήταν Hollywood. Ονομάστηκε Τάναϊς από τον πλοιοκτήτη που του άρεσε να ονοματίζει τα καράβια του με ονόματα ποταμών της Ρωσίας.
Ο ποταμός Δον (το αρχαίο του όνομα Τάναϊς), έδωσε το όνομά του στο πλοίο. Άλλα πλοία της εταιρείας του Συνοδινού ονομάζονταν Δάναπρις, Μαιώτις, Ύπανις κλπ. Με πλοίαρχο το Μιλτιάδη Νικ. Παπαγγελή, την 17η Μαΐου 1941 είχε καταπλεύσει στη Σούδα με φορτίο ξυλείας προερχόμενο από τον Πειραιά. Την 26η Μαΐου εξακολουθούσε να παραμένει αγκυροβολημένο στη Σούδα, όταν τις πρωινές ώρες της ημέρας βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε σε πολύ μικρό βάθος.
Στη συνέχεια το πλοίο ανελκύστηκε και επισκευάστηκε από τους γερμανούς και χρησιμοποιείτο για δικές τους μεταφορές με το ίδιο όνομα Τάναϊς.
Σ’αυτό το πλοίο, το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επιβίβασαν τους Εβραίους της Κρήτης και τους Κρητικούς (οι περισσότεροι από τις μεγάλες τυλιξές). Φόρτωσαν ακόμα και κάμποσους Ιταλούς. Προορισμός του πλοίου ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Από τον Πειραιά οι Γερμανοί θα μετέφεραν τους ομήρους σε στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Τελικά το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της Σαντορίνης και παρέσυρε στο βυθό τις ψυχές που κουβαλούσε.
Η βύθιση του πλοίου Τάναϊς έγινε από το βρετανικό υποβρύχιο VIVID. Ο πλοίαρχος που λεγόταν Μπάρλεϋ κατέθεσε την έκθεσή του που βρίσκεται στο Βρετανικό αρχηγείο Ναυτικού. Σύμφωνα λοιπόν με την αναφορά του πλοιάρχου «το υποβρύχιό του ανήκε στον Βρετανικό στόλο της Ανατολικής Μεσογείου.
Εκείνη την ημέρα περιπολούσε στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το Τάναϊς απέπλευσε από το λιμάνι του Ηρακλείου το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944 στις 8.32 η ώρα, συνοδεία τριών πολεμικών σκαφών. Στις 2.31 μετά το μεσημέρι έγινε αντιληπτό από το υποβρύχιο VIVID. Στις 3.12 το υποβρύχιο είχε πάρει τη σωστή θέση σκόπευσης.
Η απόσταση μεταξύ του VIVID και του Τάναϊς ήταν 2.300-2.700 μέτρα. Το στίγμα του ήταν 35ο – 40΄ Βόρειο και 25ο – 11΄ Ανατολικό. Το VIVID εκτόξευσε τέσσερις τορπίλες. Τον στόχο βρήκαν οι δύο από τις τέσσερις. Μετά τη βύθιση του Τάναϊς, το VIVID καταδύθηκε στα 80 πόδια, (σε βάθος 24 μέτρων). Εκεί, σε κατάσταση κατάδυσης παρέμεινε μέχρι τις 5.30 η ώρα το απόγευμα. Σαράντα πέντε λεπτά μετά τον τορπιλισμό του, ακούστηκαν τέσσερις δυνατές εκρήξεις. Ίσως από το πολεμικό υλικό που μετέφερε στα αμπάρια του. Από τη βυθομέτρηση που έκανε ο πλοίαρχος του υποβρυχίου Μπάρλεϋ, το Τάναϊς βυθίστηκε σε βάθος 1858 μέτρων».
Αυτά γράφει ο πλοίαρχος Μπάρλεϋ για τη βύθιση του Τάναϊς.Οι Βρετανοί, εξηγώντας με άλλο έγγραφο την ενέργειά τους, μιλούν για «μεγάλη τραγωδία». Από τους Εβραίους τους Κρήτες και τους Ιταλούς που ήταν κλειδωμένοι στα αμπάρια δεν σώθηκε κανείς. Ούτε και τα τρία αδέρφια, τα παιδια της Χρυσής Σταθωράκη, ο Κωστής, ο Κυριάκος και ο Γιώργης.
Ο Μανόλης Σταθωράκης γεννήθηκε το 1939 και ζει στις Καμάρες. Είναι γιος του Κωστή Σταθωράκη που χάθηκε στον τορπιλισμό του Τάναις στις 9 Ιουνίου 1944. Σήμερα είναι 83 χρονών και θυμάται:
´…εγεννήθηκα το 1939. Ο παππούς μου ο Μανόλης με τη γιαγιά μου τη Χρυσή είχανε εφτά παιδιά. Ο πατέρας μου ήτανε ο Κωστής. Τον πατέρα μου δεν τόνε θυμούμαι. Όταν επνίγηκε ήμουνε πέντε χρονών. Ήρθανε οι Γερμανοί στσι Καμάρες κι εκάνανε μια τυλιξά. Και σ’άλλα χωριά. Επιάσανε πολλούς αθρώπους. Επιάσανε και το πατέρα μου και τσι θείους μου το Κυριάκο και το Γιώργη.
Επήγανέ τσι στσι Μοίρες και τσι κλείσανε σ’ένα μεγάλο κτήριο στη Τράπεζα. Εκεί τσι ξεδιαλέξανε και όσους κρατήξανε τσι πήγανε στο Ηράκλειο. Από το Ηράκλειο τσι βάλανε σε ένα πλοίο και στο δρόμο για το Πειραιά το βούλιαξε ένα αγγλικό υποβρύχιο. Έτσι επήγε ο πατέρας μου ο Κωστής και οι θείοι μου ο Κυριάκος και ο Γιώργης.
Τον άλλο μου θείο το Μιχάλη, τον επιάσανε στσ’αρχές τση κατοχής γιατί ήτονε αντάρτης του Πετρακογιώργη. Και τον επήγανε στο διπλανό χωριό στη Γρηγοριά και τον εκτελέσανε.
Είχα και δυο άλλους θείους και εχαθήκανε στο πόλεμο με τσι Ιταλούς. Το Γρηγόρη και τον Παυλή. Αυτοί ήτανε τα πιο μικρά παιδιά του παππού και τση γιαγιάς μου. Ποτέ δεν εμάθαμε πως εχαθήκανε. Πρέπει να χαθήκανε στο γυρισμό. Ελέγανε μετά ότι επνιγήκανε κι αυτοί στην επιστροφή ή ο ένας από τσι δυο επέθανε από τη πείνα σ’ένα στρατόπεδο στη Λάρισα που τσ’είχανε κλείσει οι Γερμανοί.
Η γιαγιά μου η Χρυσή δεν εξαναπατρεύτηκε. Μόνο μοιρολόγια και κλάμα. Μόνο μοιρολόγια. Δεν είναι μικρό πράμα να χάνεις έξε παιδιά. Κάθε μέρα εμοιρολογούντανε…».
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος