Στις 20 Μαΐου τα ξημερώματα ξεκίνησε η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές του Αντιπτεράρχου Κουρτ Στούντεντ (με την κωδική ονομασία Untemehmen Merkur – επιχείρηση Ερμής). Ο πρώτος αλεξιπτωτιστής πάτησε στην κρητική γη στις 6.15 το πρωί της Τρίτης 20 Μαΐου 1941 (στον Ταυρωνίτη Χανίων).
Το νησί υπεράσπιζαν άντρες του Συμμαχικού Στρατηγείου (από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τις κτήσεις τους), οι νεοσύλλεκτοι των Εμπέδων της Κρήτης, οι άντρες της Σχολής Χωροφυλακής και 300 μαθητές της Σχολής Ευελπίδων. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι «ελεύθεροι σκοπευτές», Κρητικοί που πήραν τα όπλα και στάθηκαν στο πλευρό της παλλαϊκής άμυνας που αναπτύχτηκε το δωδεκαήμερο της Μάχης. Τελικά, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και οι άντρες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας του υποστράτηγου Ιούλιου Ρίγκελ, κατέλαβαν την Κρήτη την 1η Ιουνίου 1941.
Η Πέμπτη Μεραρχία των Κρητών είχε πάρει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και λιγοστοί άντρες της είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στο νησί μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Όσοι όμως βρέθηκαν στο πάτριο έδαφος, ακόμη και αν ήταν τραυματισμένοι από τον πόλεμο του 1940-41, πήραν τα όπλα και στράφηκαν κατά του εχθρού, υπερασπίζοντας την ιστορία και τις παραδόσεις των προγόνων τους.
Ένας από τους Κρήτες που πολέμησαν τους Ιταλούς φασίστες στα βουνά της Αλβανίας με την Πέμπτη Μεραρχία, ήταν ο Βασίλειος Ιωάννου Ανδρονάς από το Καλό Χωριό Πεδιάδος. Είχε καταφέρει να επιστρέψει στην Κρήτη στις 13 Μαΐου 1941 μετά την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού μετώπου ξεπερνώντας πολλές δοκιμασίες, μία εβδομάδα πριν την πτώση των αλεξιπτωτιστών.
Το 1996, όταν ο Βασίλειος Ανδρονάς ήταν 79 ετών, αφηγήθηκε στη νύφη του Άννα Καραβιτάκη – Ανδρονά, φιλόλογο, τις πολεμικές του αναμνήσεις. Μέρος των πολεμικών του αναμνήσεων με σαφή αναφορά στη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης, μας επέτρεψε η κ. Άννα να παρουσιάσουμε στο σημερινό μας άρθρο. Συγκεκριμένα, ο Βασίλειος Ι. Ανδρονάς, (πέρασε στην αιωνιότητα το έτος 2007), θυμάται:
«Το 1938 υπηρέτησα στρατιώτης στις Ρουσές Χερσονήσου για 8 μήνες.
Όταν μας κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο, με πήγανε στα Βουλγαρικά σύνορα, στη Νυμφαία, στο 78ο φυλάκιο. Αντισταθήκαμε καμιά δεκαριά μέρες και μετά υποχωρήσαμε γιατί οι Γερμανοί είχαν όλα τα μέσα, τανκς, αεροπλάνα κ.λ.π
Φύγαμε από τα Βουλγαρικά σύνορα και φτάσαμε στην Αθήνα με τα πόδια ύστερα από μία εβδομάδα. Κατεβήκαμε στον Πειραιά ημέρα Σάββατο.
Την επομένη οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα. Επιβιβαστήκαμε σε ένα πλοίο 1.300 στρατιώτες με κατεύθυνση την Κρήτη. Ήταν φορτηγό πλοίο και νομίζω ότι λεγόταν «Αικατερίνη και Ελένη». Το λιμεναρχείο είπε στον καπετάνιο να μας βγάλει μέχρι το πρωί στο λιμάνι των Χανίων, στο Καστέλλι Κισσάμου.
Το πρώτο βράδυ μείναμε σε μια πλαγιά του βουνού, απέναντι από τις Σπέτσες, που ήταν κατάφυτη από πεύκα. Περνούσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα αλλά κρυβόμαστε στα δένδρα και δε μας είδαν.
Το βράδυ μπήκαμε πάλι στο πλοίο και είχαμε δύο βάρκες μαζί. Τη νύχτα κατά τις δώδεκα η ώρα το πλοίο σταμάτησε στο πέλαγος.
Είχε πάθει βλάβη ενώ θέλαμε δύο ώρες να φτάσουμε στις Σπέτσες για να μπορέσουμε να βγούμε στο νησί, αλλά τίποτα.
Πρωί-πρωί πέρασαν δύο γερμανικά αεροπλάνα, αλλά δε μας πείραξαν. Όμως ύστερα από 10 λεπτά ήρθαν τρία αεροπλάνα και άρχισαν να μας ρίχνουν βόμβες, ενώ κατέβαιναν πολύ χαμηλά. Εμείς είμαστε κρυμμένοι μέσα στο αμπάρι.
Στη δεύτερη επιδρομή ήρθαν κι άλλα αεροπλάνα. Τότε ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου.
Ανεβάσαμε ένα σεντόνι άσπρο σ’ ένα στύλο και κάναμε σήμα να παραδοθούμε. Κουνούσαμε και τα μαντήλια μας, γύρω στα τριακόσια άτομα, αλλά τίποτα.
Τ’ αεροπλάνα συνέχιζαν να ρίχνουν βόμβες, αλλά ευτυχώς καμία δε βρήκε το πλοίο μας. Μετά κατέβηκαν πολύ χαμηλά και μας πυροβολούσαν με τα πολυβόλα. Είχαμε πάρα πολλούς σκοτωμένους και τραυματισμένους. Όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, πέσαμε γύρω στα διακόσια άτομα στη θάλασσα και κολυμπούσαμε. Μετά ήρθαν δύο γερμανικά αεροπλάνα στούκας και βούλιαξαν το πλοίο σε είκοσι λεπτά. Δε σταμάτησαν όμως εδώ.
Κατέβαιναν πολύ χαμηλά και πυροβολούσαν όσους είχαμε σωθεί και κολυμπούσαμε. Σκότωσαν πολλούς αλλά εγώ ευτυχώς γλίτωσα με άλλους δεκάξι μόνο.
Κολυμπούσαμε από τις εννέα το πρωί που πέσαμε μέσα στη θάλασσα μέχρι το απόγευμα, οπότε ήρθε μια βενζινάκατος από τις Σπέτσες και μας μάζεψε. Οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν από τις ριπές των αεροπλάνων ή πνιγήκανε. Μας πήγανε κατόπιν στο Νοσοκομείο στις Σπέτσες. Εκεί έμεινα τρεις μέρες. Ήταν και άλλοι Κρητικοί στρατιώτες εκεί.
Επιτάξαμε ένα καΐκι και φύγαμε για την Κρήτη. Φτάσαμε στο Καστέλλι Κισσάμου, στα Χανιά. Εκεί μας παρέλαβε το φρουραρχείο και ο διοικητής μας είπε να παρουσιασθεί καθένας στο νομό του. Αυτό έγινε κατά τις 12-13 του Μάη το 1941. Εγώ παρουσιάσθηκα στον πέμπτο λόχο με λοχαγό το Καλίνο Θεόδωρο και με επιλοχία τον Ανδρεαδάκη Ορέστηπου σκοτώθηκε στου «Κατσίκη» το σπίτι στις Γούρνες. Είχα ειδικότητα σκοπευτής πολυβόλου.
Στου Κοκκίνη το Χάνι, στο ύψωμα προφήτη Ηλία, συγκρουστήκαμε με τους Γερμανούς και σκοτώσαμε πολλούς. Ήμουν πίσω από ένα βράχο και μου έριχναν οι Γερμανοί. Μου έριξαν τουλάχιστο δυο χιλιάδες σφαίρες, γιατί ίσως νόμιζαν πως είμαστε πολλοί.
Κάποια στιγμή άλλαξαν τη γεμιστήρα του πολυβόλου κι έβαζαν καινούρια.
Τότε βγήκα από το βράχο και σκότωσα ένα Γερμανό σκοπευτή. Πήγε τότε να πάρει τη θέση του ο γεμιστής τον οποίο σκότωσα και αυτόν. Σκότωσα επίσης και τους άλλους δύο που κουβαλούσαν τα πολεμοφόδια στο πολυβόλο. Μ’ αυτό τον τρόπο κατέλαβα το πολυβόλο και έριχνα κατόπι στους άλλους Γερμανούς.
Καταλάβαμε τότε πολλά πολυβόλα και τρέψαμε σε φυγή τους υπόλοιπους Γερμανούς.
Από τη μεριά μας σκοτώθηκαν πεντέξι άτομα και τραυματίστηκαν δύο. Ύστερα από τη μάχη αυτή σχηματίσαμε δύο ομάδες για να πιάσουμε τους υπόλοιπους Γερμανούς που τράβηξαν ανατολικά. Η μία ομάδα πήγαινε κάτω από τον κεντρικό δρόμο και η ομάδα που ήμουν εγώ και που είχε πέντε άτομα πήγαινε πάνω από τον κεντρικό δρόμο.
Κρατούσα το αυτόματο που ήταν λάφυρο στην προηγούμενη μάχη και μπήκαμε σε ένα χωράφι στου Κοκκίνη το Χάνι και ξαφνικά απ΄ένα σπίτι απέναντι (του Κατσίκη), μας ρίξανε πολλούς πυροβολισμούς αρχίζοντας από εμένα επειδή κυνηγούσαν αυτούς που κρατούσαν αυτόματα όπλα. Τότε εγώ με τη πρώτη ριπή έπεσα κάτω και έκανα τον σκοτωμένο. Οι υπόλοιποι της ομάδας μου σκοτώθηκαν επί τόπου.
Τότε σκεφτόμουν πώς να γλιτώσω. Γυρίζω τα οπίσθια μου στο μέρος του σπιτιού κι άκουσα μια τσιμπιά στο μηρό μου. Σερνόμουν με τη κοιλιά προσπαθώντας να φτάσω σ΄ένα τράφο για να πηδήξω από κάτω. Τότε ακούω άλλη μια τσιμπιά. Κατάφερα και πήδηξα στον τράφο και τότε ακριβώς απέναντί μου είδα ξαφνικά από ένα καμαράκι του δρόμου να βγαίνουν δύο Γερμανοί οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήθελαν να με πιάσουν ζωντανό. Αυτομάτως τους γυρίζω το πολυβόλο και τους σκότωσα και τους δύο.
Έδεσα το τραύμα πρόχειρα με αμπελόφυλλα αλλά το αίμα δεν σταματούσε γιατί ήταν διαμπερές. Τότε βρήκα δίπλα μου καβαλίνες (κοπριά γαϊδάρου), τις μάδησα και τις έβαλα στην πληγή μου κι έτσι μόνο σταμάτησε το αίμα. Κατόπιν άρχισα να πυροβολώ το σπίτι. Το σπίτι είχε μέσα θειάφι και άρπαξε φωτιά και οι Γερμανοί φώναζαν. Εγώ συνέχιζα να ρίχνω.
Ύστερα κατέβηκε ο λοχαγός μου με έξι-επτά άτομα που ήταν απέναντι στη πλαγιά και πιάσαμε αιχμαλώτους τους Γερμανούς που ήταν μέσα. Ήταν μέσα καμιά δεκαριά Γερμανοί. Ήμουν βαριά τραυματισμένος κι ο λοχαγός μου μ΄έστειλε μ ένα στρατιώτη στο γιατρό στην Επισκοπή. Από εκεί με μετέφεραν στο Εγγλέζικο νοσοκομείο στην Κνωσό.
Μετά από πέντε μέρες αναγκάστηκα να φύγω κι από εκεί, παρά τη σοβαρή μου κατάσταση, γιατί γινόταν βομβαρδισμός του Ηρακλείου και κινδύνευσα να πιαστώ αιχμάλωτος.
Σε λίγες μέρες (δέκα με δώδεκα) που κατέλαβαν οι Γερμανοί την Κρήτη, βγάλανε μια διαταγή να παρουσιαστούν οι στρατιώτες στο Λιμάνι Χερσονήσου.
Μαζευτήκαμε περίπου χίλια πεντακόσια άτομα στο Καπετανάκειο. Εκεί μας αιχμαλώτισαν για πεντέξι μήνες. Φορούσαμε τα στρατιωτικά μας και μας πήγαιναν για αγγαρείες στο λιμάνι Ηρακλείου και στο αεροδρόμιο. Κάναμε πολυβολεία, καταφύγια και ξεφορτώναμε πυρομαχικά. Μας δίνανε ένα αραιό χυλό για φαγητό και ένα κομμάτι ξινό ψωμί. Ευτυχώς μας φέρνανε λίγο φαγητό οι δικοί μας από το χωριό. Με το παραμικρό μας δίνανε φοβερό ξύλο με καδρόνια και στειλιάρια.
Μετά διαδόθηκε ότι θα μας πηγαίνανε στη Γερμανία να μας βάλουνε στους φούρνους. Τότε φοβηθήκαμε, εφοδιαστήκαμε με πολιτικά ρούχα και δραπετεύσαμε λίγοι-λίγοι.
Ύστερα από λίγο καιρό, κάνανε έφοδο οι Γερμανοί στο χωριό μου και πήρανε εκατό άντρες. Τους πήγανε στις Καμάρες, στην περιοχή Κάλυβο, για να τους εκτελέσουνε. Ευτυχώς όμως ήρθε σήμα από τους συμμάχους να μην τους πειράξουν, γιατί θα έκαναν αντίποινα. Την επαύριο λοιπόν, τους άφησαν ελεύθερους.
Εγώ με τον Μιχαήλ Στυλιανού Φουντουλάκη –συγχωριανό μου, κρυφτήκαμε σε μια τρύπα μέσα στη γη, που την καλύψαμε με ένα ασπάλαθο, γιατί μας κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Έτσι τη γλιτώσαμε. Πολλοί πήγανε αντάρτες στα βουνά στις οργανώσεις ΕΟΚ και ΕΑΜ.
Εγώ γράφτηκα στην οργάνωση ΕΟΚ σαν αγγελιοφόρος με αρχηγό τον συμβολαιογράφο Κων/νο Εμμ. Φουντουλάκη, κάτοικο Ηρακλείου.
Μετέφερα μυστικά έγγραφα και τροφοδοτούσαμε τους αντάρτες της ΕΟΚ. Μετά όταν συνθηκολόγησε η Γερμανία, μας καλέσανε στα Χανιά, ο Μέραρχος Γεώργιος Φουντουλάκης, για να παρελάσουμε και να μείνουμε ένα μήνα.
Μαζί μας ήταν ο υπαρχηγός Χρήστος Μπαντουβάς. Στου Μπαμπαλή το μετόχι, στο Ρέθυμνο, αιχμαλωτίσαμε σε ένα Γερμανικό φυλάκιο οκτώ άτομα με το Χρήστο Μπαντουβά. Τους παραδώσαμε όμως για να μην κάνουν αντίποινα οι Γερμανοί στο Ηράκλειο, όπως μας ειδοποίησαν. Μετά μπαρκάραμε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί απολύθηκα ύστερα από δυο χρόνια, με βαθμό δεκανέα, το 1946».
Ο Βασίλειος Ανδρονάς, αναφέρει ότι στη Μάχη της Κρήτης συμμετείχε ως στρατιώτης με τον λόχο του Θόδωρου Καλλίνου στις επιχειρήσεις της περιοχής Κοκκίνη Χάνι, Κακό Όρος, Προφήτης Ηλίας, Κοψά, Ασύρματου, αγροικίας Κατσίκη – Μαυράκη Γουρνών και μιλά για τον ηρωικό θάνατο του επιλοχία Ορέστη Ανδρεαδάκη.
Ο Επιλοχίας Ορέστης Ανδρεαδάκης έπεσε κατά τη δεύτερη ημέρα της Μάχης της Κρήτης, στις 21 Μαΐου 1941, όταν επιχείρησε με λιγοστούς συντρόφους του, πολεμώντας ο ίδιος όρθιος, να εκδιώξουν ομάδα Γερμανών αλεξιπτωτιστών που είχαν ταμπουρωθεί στην αγροικία Κατσίκη, (Μαυράκη) στις Γούρνες.
Ο Ιωάννης Μουρέλλος, στο βιβλίο του “Η μάχη της Κρήτης – μέρος 1ον , β΄ έκδοση, Ηράκλειο Κρήτης 1950”, ενσωματώνει στις σελίδες του περιγραφή των μαχών της 21ης Μαΐου 1941 στην περιοχή Γουρνών, λόφου Κοψά και αγροικίας Κατσίκη – Μαυράκη. Την χειρόγραφη περιγραφή έδωσε στον ιστορικό Ι. Μουρέλλο αυτόπτης παρατηρητής της μάχης (χωρίς ο συγγραφέας να δημοσιεύει το όνομά του). Στην παραπάνω περιγραφή, ο αυτόπτης μάρτυρας υμνεί την αυτοθυσία και τον ηρωικό θάνατο του Επιλοχία Ορέστη Ανδρεαδάκη. Διαβάζουμε λοιπόν στις σελίδες 239 – 241 του βιβλίου:
«…άνωθεν του πεδίου της μάχης 25 γερμανικά αεροπλάνα, ιπτάμενα εις ύψος 300 περίπου μέτρων έκαμνον δαιμονιώδη θόρυβον δια των μηχανών των και η αγριότης της εξελισσομένης μάχης ήτο πρωτοφανής. Την στιγμήν εκείνην ενεφανίσθησαν να έρχωνται προς την κατεύθυνσιν της παραλίας Κοκκίνη Χάνι και με διεύθυνσιν εκ Δωδεκανήσου επτά πολεμικά πλοία εις τάξιν παραγωγής (το εν όπισθεν του άλλου) άνευ σημαίας ή σήματος, εις δε των μαχομένων πολιτών, μόλις τ’αντελήφθη πλησιάζοντα, απωλέσας την ψυχραιμίαν του, ήρχισεν να κραυγάζη “Παναγία μου ο Ιταλικός στόλος”.
Τούτο επέφερε σύγχυσιν εις τας γραμμάς των ημετέρων και οι άνδρες καμφθέντες προς στιγμήν ετράπησαν προς τα οπίσω εγκαταλείψαντες τας γραμμάς των. Ελάχιστοι άνδρες παρέμειναν εις τας κανονικάς γραμμάς των μεταξύ των οποίων οι αξιωματικοί Γαλενιανός, Καλλίνος, ο επιλοχίας Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο ενωματάρχης Φραγκάκης μεθ’ ενός ή δύο χωροφυλάκων και ήρχισεν πυρ ταχύ δια των όπλων εναντίον των θέσεων των γερμανών δια να προστατεύσουν τουλάχιστον τους υποχωρούντας από τα φονικά βλήματα των γερμανικών πολυβόλων…
…κατά την μάχην ταύτην εφονεύθησαν πλην των άλλων και ο λοχίας επιλοχεύων του 6ου λόχου Χαριτάκης, δύο πολίται και ετραυματίσθησαν υπέρ τους 15 Έλληνες στρατιώται, καθώς και ο ανθ/γός Καλλίνος. Οι γερμανοί εγκατέλειψαν περί τους 15 νεκρούς και τραυματίας εντός των πολυβολείων, εν οπλοπολυβόλον, αυτόματα ατομικά όπλα, χειροβομβίδας και παντοειδές άλλο πολεμικόν υλικόν και το ύψωμα Προφήτης Ηλίας δεσπόζον της περιοχής και της αρτηρίας Ηρακλείου – Λασηθίου ευρέθη στερρώς εις Ελληνικάς χείρας, των Γερμανών υποχωρησάντων εις την πεδιάδα και τα οικήματα του συνοικισμού Κοκκίνη Χάνι…
…εις σύσκεψιν γενομένην μεταξύ του Διοικητού και των αξιωματικών των δύο λόχων, (Γαλενιανού, Καλλίνου κλπ.), απεφασίσθη εξόρμησις κατά των Γερμανών προς εκκαθάρισιν ολοκλήρου της περιοχής.
Πράγματι περί ώραν 2μ.μ. της 21ης Μαΐου 1941 εσχηματίσθησαν 3 ομάδες οπλιτών επί κεφαλή των οποίων ετέθησαν οι αξιωματικοί και ο επιλοχίας Ορέστης Ανδρεαδάκης και εκ τριών σημείων του υψώματος κατήλθον εις την πεδιάδα προς ενέργειαν της εκκαθαρίσεως. Οι Γερμανοί ωχυρώθησαν εντός της αγροικίας Μαυράκη, κατασκευασμένης εκ τσιμεντοπλίθων. Αι τρεις ομάδες συνέκλινον προς την φωλεάν των Γερμανών και ήρξατο μία πολιορκία εναντίον των, διαρκέσασα μέχρι της 7ηςπερίπου εσπερινής.
Οι Γερμανοί έβαλον εναντίον των Ελλήνων με αυτόματα εκ του παραθύρου της αγροικίας οι δε Έλληνες κατά των εμφανιζομένων Γερμανών επί του παραθύρου, δοθέντος ότι το οίκημα ήτο εντελώς αδύνατον να εκπορθηθή ελλείψει άλλων πολεμικών μέσων.
Αποτέλεσμα της μάχης ταύτης υπήρξε να εξουδετερωθούν άπαντες οι εν τη αγροικία ευρισκόμενοι Γερμανοί, οίτινες και συνελήφθησαν τελικώς αιχμάλωτοι, διότι μόλις επήλθεν το σκότος δι’αστραπιαίας ενεργείας εθραύσθη η θύρα της αγροικίας και εξηναγκάσθησαν να παραδοθούν οι εξ αυτών επιζήσαντες 14 γερμανοί αλεξιπτωτισταί.
Εις την μάχην ταύτην ηρωικώς μαχόμενος και προκινδυνεύων έπεσεν ο επιλοχίας Ορέστης Ανδρεαδάκης, εις πολίτης, άλλοι οπλίται και ετραυματίσθησαν αρκετοί.
Ο συνολικός αριθμός των εκτός μάχης τεθέντων Γερμανών καθ’όλην την ημέραν της 21ης Μαΐου, δηλ. φονευθέντων, τραυματισθέντων και αιχμαλώτων, ανήλθεν εις 98 Γερμανούς αλεξιπτωτιστάς.
Ολόκληρος η περιφέρεια εξεκαθαρίσθη εντελώς από τους Γερμανούς αλεξιπωτιστάς εις τοιούτον σημείον, ώστε την επαύριον 22αν Μαΐου, ελεύθεροι πλέον οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων να επιδοθούν εις την περισυλογήν των αλεξιπτώτων και άλλων γερμανικών εφοδίων, ένεκα του οποίου μεταγενεστέρως οι Γερμανοί εξετέλεσαν πολίτας εκ των χωρίων Γούβες, και Κόξαρη.
Σημειωτέον ότι τα Ελληνικά τμήματα εις την περιοχήν Κακού Όρους, Κοκκίνη Χάνι κλπ. έδρασαν με απαράμιλλον γενναιότητα και αυτοθυσίαν, μολονότι εστερούντο τροφής και ύδατος, αλλά προ παντός από έλλειψιν υγιειονομικής περιθάλψεως.
Μολονότι ηδύνατο να οργανωθή δια το τμήμα τούτο και έπρεπε να προβλεφθή σταθμός επιδέσεως, εν τη συγχύσει των διαφόρων αρμοδιοτήτων δεν διετάχθη εις ιατρός εκ των ευρισκομένων εν τη πόλει στρατευμένων ν’ακολουθήση το τμήμα και πιθανώς να εσώζετο η ζωή τραυματιών εάν υπήρχεν άμεσος ιατρική περίθαλψις.
Εις το σημείον τούτο μάλιστα πρέπει να εξαρθή η διαγωγή του Ιατρού Φρίξου Κατζουράκη, εκ Καστελλίου Πεδιάδος, όστις προσέτρεξε να προσφέρη τας υπηρεσίας τους εις το μαχόμενον τμήμα, όπερ εκράτησε το βάρος ολοκλήρου γερμανικού τάγματος αλεξιπτωτιστών και έσχε τας ανωτέρω λαμπράς νίκας…».
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου