Ο Σεπτέμβριος του 1943 έχει καταγραφεί ως ο πλέον αιματηρός μήνας της τετράχρονης ναζιστικής κατοχής της Κρήτης. Το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, ο κατοχικός στρατός χρησιμοποιώντας τα αντίποινα ως άλοθι για τη μάχη της Σύμης και τον θάνατο πέντε δεκάδων στρατιωτών του, πυρπόλησε αφού λεηλάτησε τα χωριά της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας και εκτέλεσε πέντε εκατοντάδες πατριώτες.
Στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1943, ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στο χωριό Γδόχια Ιεράπετρας. Συλλαμβάνουν όλους τους κατοίκους του χωριού και κλείνουν άλλους στο σχολείο του χωριού και άλλους στον ναό των Αγίων Δέκα.
Μεταφέρουν 17 άντρες στην τοποθεσία Καρτσανά και τους εκτελούν. Από την εκτέλεση διασώθηκε ο Ιωάννης Πηγάκης με σοβαρά τραύματα. Στα Κάτω Γδόχια κατακαίουν ζωντανό μέσα στο σπίτι του τον Γεώργιο Μπεκράκη που δεν μπορούσε να κινηθεί λόγω ατυχήματος.
Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν έξω από τα Γδόχια και τους ανακοινώθηκε ότι το χωριό τους πλέον αποτελεί νεκρή ζώνη και οφείλουν να το εγκαταλείψουν.
Την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων ακολούθησε η λεηλασία και η πυρπόληση του χωριού. Οι αξιωματούχοι του φασιστικού και ναζιστικού κατοχικού στρατού, απαγόρευσαν την ταφή των νεκρών. Άδεια ταφής δόθηκε ύστερα από 45 ημέρες και έτσι ενταφιάστηκαν οι νεκροί των Γδοχίων (ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτούς).
Ο συνολικός απολογισμός των Γδοχίων στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1943, ήταν σαράντα δύο (42) νεκροί.
Ο Γεώργιος Εμμανουήλ Πατεραντωνάκης γεννήθηκε στο χωριό Γδόχια Ιεράπετρας το έτος 1917. Τον Σεπτέμβριο του 1943 που το χωριό του αντιμετώπισε με το αφήγημα των «αντιποίνων» τον βάρβαρο τακτικό γερμανικό στρατό, ο Γεώργιος Πατεραντωνάκης ήταν 26 χρονών. Βίωσε ο ίδιος τις εκτελέσεις 42 συγχωριανών του μεταξύ των οποίων και του πατέρα του Εμμανουήλ Πατεραντωνάκη.
Έζησε και την ερήμωση του χωριού του, αφού κηρύχτηκε από τον ναζιστικό στρατό νεκρή ζώνη, με τιμωρία την ποινή του θανάτου σε όσους επέστρεφαν. Τον Φεβρουάριο του 1945 συνέταξε ένα ποίημα πολλών στίχων. Στο ποίημα, ο Γεώργιος Πατεραντωνάκης περιγράφει τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 που διαδραματίστηκαν στα χωριά της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας.
Το ποίημα του Γεωργίου Γ. Πατεραντωνάκη, έχει γραφεί σε δεκατρείς (13) σελίδες διαστάσεων 29Χ19 εκατοστών και αποτελείται από 370 στίχους. Στο ποίημα ο Γεώργιος Εμμανουήλ Πατεραντωνάκης έδωσε τον τίτλο «Η καταστροφή της Επαρχίας Βιάννου και η σφαγή των κατοίκων της υπό των Γερμανών». Συγκεκριμένα, στους γεμάτους από συναισθήματα και εικόνες στίχους του, ο ποιητής λέει:
«Απού’χει αίμα να πονή να πιάση να διαβάση
μα πέτρα να’χη την καρδιά θα λυπηθή θα κλάψη.
Δόσετε όλοι προσοχή εις τα γραφόμενά μου
που γράφω με συγκίνηση γιατί πονεί η καρδιά μου.
Που γράφω με συγκίνηση για την καταστροφή μας
που έκαναν οι άνανδροι και άτιμοι εχθροί μας.
Της Βιάννου η περιφέρεια η αιματοβαμένη
στην ιστορία θα γραφτή αιώνια θα μένη.
Στα χίλια εννεακόσια εις τα σαραντατρία
κακό μεγάλο πάθαμε κατάσταση αθλία.
Ακροασθήτε να σας πω αγαπητοί μου φίλοι
όλα τα επεισόδια που έγιναν στη Σύμη.
Και θα σας πω απ’την αρχή ποια ήτανε η αιτία
που τη στιγμή που πέταξε τα όπλα η Ιταλία.
Θάρρος πολλοί επήρανε χωρίς να το σκεφτούνε
το πώς θα δώσουν αφορμή για να καταστραφούμε.
Ψηλά στη Σύμη στα βουνά αντάρτες κατοικούσαν
αλλά ποτέ τους Γερμανούς αυτοί δεν ενοχλούσαν.
Μονάχα περιμένανε για να βρεθή ευκαιρία
τότε ν’αγωνιστούν κι αυτοί για την ελευθερία.
Μ’από τη Βιάννο δυο παιδιά και Συμιανοί παρέα
διασκέδαση εθέλανε να κάμουν μιαν ημέρα.
Και πήγανε πρωί πρωί μ’ένα δυο τρεις αντάρτες
κι εσφάξανε δυο Γερμανούς ίδια σαν τις προβάτες.
Και σαν τους ποσκοτώσανε φέρνουν ένα μουλάρι
κι επάνω τους φορτώσανε σα να’τανε γομάρι.
Εις το βουνό τους πήγανε μέσα σε μια λατσίδα
να μην τους βρουν οι Γερμανοί να έχουν φασαρία.
Μα ο Μπαντουβάς ο αρχηγός επόνεσε η ψυχή του
γιατί αυτοί επράξανε χωρίς διαταγή του.
Έξαψε κι εκοκκίνησε και έξω φρενών εγίνη
λέγει: κακώς επράξατε και θα καή η Σύμη.
Μα εφ’όσον επιμένετε στο πόλεμο να μπούμε
αλύπητα τους Γερμανούς θέλω να εκδικηθούμε.
Για εκείνο θέλω σήμερα όλοι να ετοιμασθήτε
όταν θαρθούν οι Γερμανοί σαν άντρες να φανείτε.
Μέρα Παρασκευή ήτανε περνά και το Σαββάτο
κι οι Γερμανοί δεν ήξεραν ακόμα το μαντάτο.
Την Κυριακή πρωί πρωί το μάθανε στη Βιάννο
κι αμέσως ετοιμάζονται και παίρνουν προς τ’απάνω.
Εκατόν πενήντα Γερμανοί ερχόταν οπλισμένοι
του Μπαντουβά η παράταξη στέκει και περιμένει.
Γιατί οι αντάρτες είχανε τα σχέδια βγαλμένα
της Σύμης γύρω τα βουνά τα’χαν ωχυρωμένα.
Οι Γερμανοί εφτάξανε και μπαίνουνε στη μέση
ήρθε η κατάλληλη στιγμή και του Θεού αρέσει.
Η διαταγή εδόθηκε κι αμέσως αρχινούνε
οι Γερμανοί τα χάσανε και θα κουζουλαθούνε.
Τα πολυβόλα ρίχνανε σα τη βροχή τις μπάλες
κι οι Γερμανοί υπέστησαν απώλειες μεγάλες.
Τρεις ώρες που εκάνανε μάχη δαιμονισμένη
σαρανταπέντε Γερμανοί ήσανε σκοτωμένοι.
Και δώδεκα επιάσανε και τους αιχμαλωτίσαν
κι οι άλλοι που εμείνανε εκαταδιασκορπίσαν.
Μα ως πληροφορήθηκα τριάντα οπλισμένοι
εκάμανε τους Γερμανούς κι έφυγαν τροπιασμένοι.
Του Σεπτεμβριού τας δώδεκα όλοι να το θυμάστε
έγινε αυτό το γεγονός πάντα να το δηγάστε.
Μέχρι εδώ ήταν καλή αυτή η ιστορία
τώρα αρχινούν τα βάσανα και η στενοχωρία.
Δεν ημπορούσε ο Μπαντουβάς μέτωπο να τηρήση
γιατί’θελε στρατό πολύ δια να πολεμήση.
Κι έτσι την εγκατέλειψε την Σύμη την καϋμένη
κι ήρθανε άλλοι Γερμανοί κι ήτανε λυσσασμένοι.
Και με μεγάλη πια οργή τη Σύμη την εκάψαν
και δυναμίτες έβαλαν και την ανατινάξαν.
Τον Πεύκο τον εκάνανε και το Κεφαλοβρύσι
που άνθρωπος δεν δύναται να ξανακατοικήσει.
Τους ανθρώπους που πιάσανε αμέσως εκτελέσαν
χωρίς να τους ρωτήσουνε καθόλου αν εφταίξαν.
Μικρά παιδιά εσφάξανε εις το Κεφαλοβρύσι
η απονιά των Γερμανών είναι παρά την φύσιν.
Πως δεν εμαρτυρούσανε που κρύβεται ο μπαμπάς των
τις σάρκες των εκόβανε γουλιές με τα σπαθιά των.
Οι αιμοβόροι Γερμανοί πως δεν ελυπηθήκαν
κομμάτια κόβαν τα παιδιά, όπου νεκρά τ’αφήκαν.
Για τ’Αμιρά, το Κρεβατά και για τον Άη – Βασίλη
θ’αρχίσω να σας πω με πικραμένα χείλη.
Τους ανθρώπους εσκοτώνανε για να διασκεδάζουν
και κάναν μάνες και παιδιά να βαριαναστενάζουν.
Εις τ’Αμιρά κατήντησε ένας να μη γλυτώση
στην τραγωδία τη φρικτή απάντηση να δώση.
Και στο Βαχό επήγανε οι αναθεματισμένοι
δεν εσκοτώσανε πολλούς γιατί’τανε κρυμμένοι.
Στο Συκολόγο, Κάλαμο όλους τους εμαζώξαν
μα ο Παπαδάκης τους έσωσε και δεν τους εσκοτώσαν.
Οι Καλαμιώτες τη ζωή σ’αυτόν τήνε χρωστούνε
και πρέπει αυτόν τον άνθρωπο να τον ευγνωμονούνε.
Γιατί αυτός αν έλειπε, Συκολογοκαλαμιώτες
θα βρίσκατε του χάροντα τσ’αραχνιασμένες πόρτες.
Άδεια τους εδώσανε ν’αδειάσουν τα χωριά τους
κι αλλού να μεταφέρουνε όλοι τα πράγματά τους.
Κι αφού τα μεταφέρανε το Συκολόγο κάψαν
και δυναμίτες έβαλαν και τους ανατινάξαν.
Μετά’πο κείνα τα χωριά θα κατεβώ στα Γδόχια
ποτέ δε θα λησμονηθούν τα βάσανα τα τόσα.
Θα σας ειπώ των Γδοχιανών την τύχη την αθλία
σ’όλη την περιφέρεια έχει νεκροταφεία.
Λεπτομερώς θα σας ειπώ των Γδοχιανών τα πάθη
τα βάσανά μας τα φριχτά ο κόσμος να τα μάθη.
Στις δεκαπέντε Σεπτεμβριού, μέρα τ’Αγιού Νικήτα
Θεέ μου να μη δώσεις πια τόση μεγάλη πίκρα.
Στου Βάτου την ακρογιαλιά οι Γερμανοί εφθάσαν
τους Δημητριανάκηδες ωσάν αρνιά εσφάξαν.
Στου Βάτου την ακρογιαλιά χορτάρι μη φυτρώσει
η θάλασσα να βουβαθή η γη ας μαρμαρώση.
Τρεις Δημητριανάκηδες μαζί με το γαμπρό τους
στο Βάτο εκτελέστηκαν δε θα γυρίσουν μπλιο τους.
Οι άτιμοι οι Γερμανοί τους εδολοφονήσαν
κι απού τα έρμα τους παιδιά για πάντα τους χωρίσαν.
Αυτοί ήτανε τα θύματα των Γδοχιανών τα πρώτα
όπου τους λυπηθήκανε ως και της γης τα χόρτα.
Τους Δημητριανάκηδες όλοι τους λυπηθήκαν
γιατί σε όλα τα χωριά χρήσιμοι εφανήκαν.
Την ώρα που τα θύματα αυτά εκτελεσθήκαν
στα Γδόχια οι πυροβολισμοί αμέσως ακουσθήκαν.
Και πριν να καταλάβωμε στο Βάτο τι συμβαίνει
σχεδόν απ’έξω απ’το χωριό ήσαν οι λυσασμένοι.
Ήταν εμπροσθοφυλακή που είχε προχωρήσει
κι ερχότανε στα ύπουλα να μας πολιορκήσει.
Και αναρίθμητος στρατός ήρχετο από πίσω
τα αίσχη που διέπραξε θα σας εξιστορήσω.
Αφού εφθάσαν στο χωριό έπιασαν τα παράλια
τα πολυβόλα στήσανε εκεί που να’ναι ανάδια.
Νιξ και παρτί φωνάζανε μα ποιος να σταματήση
πού’ξερε πως ο θάνατος θα τον ακολουθήση.
Καθένας μας εκοίταζε τόπο να βρη να φύγη
γιατί οι Ούνοι εθέλανε να κάμουνε κυνήγι.
Όλη την περιφέρεια την είχαν κυκλωμένη
και στα κλαδιά κρυβόμαστε οι κακομοιριασμένοι.
Σκώρος και μαύρο κούτσουρο να’ρθη στο κουμοτόπι
εκεί’ταν που κρυβόμαστε οι πιο πολλοί ανθρώποι.
Στα υψωματάκια οι βάρβαροι εστέκαν και θωρούσαν
μέσα στα ρυάκια στα κλαδιά μας επολυβολούσαν.
Στο κουμοτόπι στην κορφή αυτός που θα πατήση
ένα μνημείο ηρωικό εκεί θα συναντήση.
Έχει σταυρό με γράμματα, Παπαδοπούλης γράφει
στας δεκαπέντε Δεκεμβριού σ’αυτό το χώμα ετάφη.
Το βόλι το γερμανικό από ανάνδρου χέρα
εκεί τον άφησε νεκρό εκείνη την ημέρα.
Ήτανε κρίμα να χαθή γιατι’ταν παλικάρι
με τέτοιο τρόπο τραγικό ο χάρος να τον πάρη.
Και συ διαβάτη που περνάς εις τα στενά στο δρόμο
χωρίς να θέλης θα αισθανθή μέσα η καρδιά σου πόνο.
Γιατί θα δης έξε νεκρούς που’χουν εκεί θαμμένους
οι Ούνοι οι απαίσιοι τους έχουν σκοτωμένους.
Πρωί πρωί τους πήρανε κι έκαναν τη δουλειά τους
τ’απόγευμα σκοποβολή έκαμαν στα κορμιά τους.
Θε μου μεγαλοδύναμε ποτέ δε θα ξεχάσω
καμιά φορά στον ύπνο μου τα βλέπω και τρομάσσω.
Το φόβο μου μες στο κλαδί που ήμουνα κρυμμένος
ζωή δεν επερίμενα ο κακομοιριασμένος.
Μα από ώρα και στιγμή έλεγα θά’ρθη η σφαίρα
ζωή δεν επερίμενα εκείνη την ημέρα.
Σαν τα λαγοναρόσκυλα εψάχνανε στα δάση
και λιονταριού να’χα καρδιά ήθελε να τρομάξη.
Μέσα η καρδιά μου ετρόμαξε κι έλεγα θα με πιάσουν
δε μου τήνε χαρίζουνε μα θα με κομματιάσουν.
Τους ανθρώπους εσκοτώνανε σαν τους λαγούς στο γλάκι
κι ολόχαροι εμένανε σ’αυτό το παιγνιδάκι.
Θε μου μεγαλοδύναμε πως το βαστά η καρδιά τους
μανάδες να σκοτώνουνε με τα μωρά παιδιά τους.
Νέους και γέρους πιάσανε γυναίκες και παιδία
τους πήγαν και τους έκλεισαν μέσα στην εκκλησία.
Φρουρό’χαν και τους φύλαγε ως ότου να βραδιάση
στην πόρτα δεν αφήνανε κανείς να πλησιάση.
Ύστερα σαν εβράδιασε αχ τι κακό μεγάλο
που δεν εξαναγίνηκε στον κόσμο δίχως άλλο.
Τους άντρες διατάξανε για να τους τουφεκίσουν
κι από τα γυναικόπαιδα μακρυά να τους χωρίσουν.
Πήραν τα γυναικόπαιδα τα κλείσαν στο σχολείο
τους άνδρες ωδηγήσανε σ’εκτέλεσης πεδίον.
Και εις τη θέση Κατσανά εις τη σειρά τους στέσαν
τα πολυβόλα στήσανε κι εκεί τους εκτελέσαν.
Σκεφθήτε την τρομάρα μας, σκεφθήτε τον καϋμό μας
και την απογοήτευση που πήρε το χωριό μας…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος