Το χωριό Λαγού Πεδιάδος βρίσκεται βόρεια του Καστελλίου και σε απόσταση επτά (7) χιλιομέτρων. Είναι χτισμένο σε μια ρεματιά, με ελάχιστους κατοίκους. Το μικρό χωριό “ζωντανεύει” τα Σαββατοκύριακα, όταν οι Λαγουδιανοί της διασποράς, (Ηρακλείου, Καστελλίου κλπ.) επιστρέφουν στις πατρικές τους οικίες.
Ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος των Λαγουδιανών, πραγματοποιεί εκδηλώσεις καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ο Σύλλογος εκδίδει και περιοδικό από το 2020 με την ονομασία ΤΑ ΛΑΓΟΥΔΙΑΝΑ. Στις 7 Αυγούστου κυκλοφόρησε το 5ο τεύχος, αφιερωμένο στην κατοχική ιστορία του Λαγού.
Από το περιοδικό ΤΑ ΛΑΓΟΥΔΙΑΝΑ, μεταφέρουμε τέσσερα αποσπάσματα – προσεγγίσεις της κατοχικής ιστορίας του Λαγού:
Α. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Εμμανουήλ Κωνσταντίνου Καρδουλάκης
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941, πήραν μέρος από το χωριό Λαγού τα αδέρφια Μανόλης και Γιώργης Καρδουλάκης του Κωνσταντίνου, τα αδέρφια Γιάννης και Δημήτρης Καρδουλάκης του Γεωργίου, τα αδέρφια Νίκος, Γιώργης και Ζαχαρίας Καρδουλάκης του Αντωνίου, ο Μανόλης Ξυδάκης του Κωνσταντίνου, ο Μιχάλης Πετιμεζάκης του Εμμανουήλ, ο Μανόλης Παπαδάκης του Νικολάου και ο Γεώργιος Χρονάκης.
Ο Μανόλης Καρδουλάκης του Κωνσταντίνου γεννήθηκε στο χωριό Λαγού Πεδιάδος το έτος 1917. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41. Ο Μανόλης θεωρήθηκε αγνοούμενος γιατί δεν βρέθηκε ποτέ το σώμα του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συμπολεμιστών και της οικογένειάς του, ο θάνατος του Μανόλη προήλθε από χιονοστιβάδα. Ιταλική οβίδα, πέφτοντας σε χιονισμένη βουνοπλαγιά, δημιούργησε χιονοστιβάδα. Οι Έλληνες στρατιώτες που βρέθηκαν κοντά της, καταπλακώθηκαν και πέθαναν. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Μανόλης Καρδουλάκης.
Β. Η Ιερά Μονή Καλλέργη ως καταφύγιο την περίοδο της κατοχής 1941-1944
Την 1η Ιουνίου 1941, έφτασαν στην πλατεία Μεϊντάνι στο Καστέλλι οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές πάνω σε μοτοσικλέτες. Από την 1η Ιουνίου το Καστέλλι και το πολεμικό του αεροδρόμιο, (που δέσποζε στον κάμπο της Επαρχίας Πεδιάδος), απετέλεσαν κομβικό σημείο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη. Κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες, χιλιάδες κάτοικοι οδηγούνταν καθημερινά στα έργα του αεροδρομίου.
Ο διάδρομος προσγείωσης που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι σύμμαχοι Άγγλοι, (αρχές Ιανουαρίου 1941), έπρεπε να τελειώσει με κάθε τρόπο και θυσίες. Το πρώτο τρίμηνο του 1942, το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου ήταν έτοιμο να υποδεχτεί τα γερμανικά αεροπλάνα. Έγινε πλήρως επιχειρησιακό με πολλαπλές καθημερινές πτήσεις. Η αποχώρηση των Γερμανών από το αεροδρόμιο ολοκληρώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1944. 39 μήνες και 25 ημέρες, κράτησε η μεγάλη νύχτα της κατοχής.
Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου, (καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής τα γερμανικά στρατεύματα έφταναν περίπου στον αριθμό των 2.500 ανδρών), ήταν ο Ταγματάρχης Πεζικού Τροστ. Παρέμεινε στο Καστέλλι μέχρι τον Μάιο του 1944, όταν κλήθηκε από τον Χίτλερ να ενισχύσει με τις στρατιωτικές γνώσεις και την παρουσία του, (όπως και άλλοι ανώτεροι Γερμανοί αξιωματικοί), το «τείχος του Ατλαντικού».
Τη θέση του Διοικητή των γερμανικών δυνάμεων του αεροδρομίου Καστελλίου, ανέλαβε από τον Μάιο του 1944 ως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, o Γερμανός Λοχαγός Διοικητής της Αντιαεροπορικής Μονάδας FLAK (προστασίας του αεροδρομίου). Το όνομά του δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστό αλλά πιστεύουμε ότι η έρευνα σύντομα θα το αποκαλύψει.
Για να αποφύγουν οι κάτοικοι του Καστελλίου τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου και τις συνέπειές τους, αναγκάστηκαν τα κατοχικά χρόνια είτε να μετοικήσουν σε ορεινά χωριά της περιοχής, είτε να ανεβαίνουν σ’αυτά, (Ξυδάς, Κασταμονίτσα, Ασκοί Αμαριανό, Μαθιά, Μονή Καλλέργη, Λαγού κ.ά.) τις βραδινές ώρες και να επιστρέφουν το πρωί.
Γιατί οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του αεροδρομίου ήταν κυρίως νυχτερινοί. Η Ιερά Μονή Καλλέργη, στα κτίσματά της στον περίβολο του καθολικού, προσέφερε κατοικία και άσυλο σε πολλές οικογένειες τα χρόνια 1942-1944.
Στο Μαθητολόγιο του Δημοτικού Σχολείου Λαγού, συναντούμε εγγραφές μαθητών όπου οι οικογένειές τους φαίνονται να κατοικούν στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη Καλλέργη. Οι μαθητές – μαθήτριες αυτοί ήταν:
Πολύδωρος Γεωργίου Αγγελάκης
Δημόκριτος Ιωάννου Κουντάκης,
Γεράσιμος Ιωάννου Κουντάκης
Μαρία Νικολάου Λιονάκη
Θεόφιλος Νικολάου Λιονάκης
Νικόλαος Ιωάννου Κουντάκης και οι αδελφές
Μαρία και Σοφία Δημητρίου Μακράκη.
Γ. Δύο Ρώσοι αιχμάλωτοι στου Λαγού Πεδιάδος!
Ο Ιωάννης Δαϊλάκης, (του Κωνσταντίνου και της Ευσεβίας), γεννήθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος το 1918. Σπούδασε δάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Δίδαξε στο Δημοτικό Σχολείο Ανώπολης Πεδιάδος.
Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής μετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως πληροφοριοδότης, στην ομάδα του Αρχηγού Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Στον Ελληνικό στρατό υπηρετεί ως Έφεδρος αξιωματικός. Παρέμεινε στο στρατό συνεχίζοντας την καριέρα του, αξιοποιώντας σχετικό νόμο. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Ταξιάρχου. Πέθανε το έτος 2002.
Η συμμετοχή του στην απόδραση δύο Ρώσων αιχμαλώτων (Βάνυα και Βασίλη), στις 16 Ιουνίου 1943 από το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου, ήταν καθοριστική. Ο Ιωάννης Δαϊλάκης, σε δεκαπεντασέλιδο χειρόγραφο σημείωμά του, περιγράφει την απόδραση των δύο Ρώσων από το αεροδρόμιο Καστελλίου.
Από το χειρόγραφο σημείωμα του Ιωάννη Δαϊλάκη, παραθέτουμε απόσπασμα που αναφέρεται στους δύο Ρώσους αιχμαλώτους και στη στάση τους στο χωριό Λαγού Πεδιάδος κατά την απελευθέρωσή τους, (διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου χειρογράφου):
«…δύο Ρώσοι αιχμάλωτοι, Ιβάν και Βασίλης, είχαν μεταφερθή από τους Γερμανούς στην Μοίρα Α/Α Πυρ/κού, που στάθμευε στο Καστέλλι Πεδιάδος, για καταναγκαστική εργασία. Από το Ρωσικό μέτωπο, στην εσχατιά του Ελλαδικού χώρου, για στρατιωτικά οχυρωματικά έργα του κατακτητή.
Μεγάλης Στρατηγικής σημασίας το Αεροδρόμιο Καστελλίου και οι λοιπές Στρατιωτικές εγκαταστάσεις, των Γερμανών κατακτητών. Τα μεγάλου διαμετρήματος Α/Α πυροβόλα, τα τετράδυμα Α/Α πολυβόλα, σχημάτιζαν μία Α/Α αμυντική προστατευτική ομπρέλα, από τις συμμαχικές επιδρομές…
…η πρώτη γνωριμία, έγινε μέσα στη καρότσα με τέντα από καραβόπανο ενός φορτηγού γερμανικού αυτοκινήτου, τύπου ΟPEL, των τριών τόνων.
Η συνεννόησίς μας έγινε κυρίως με τα γερμανικά, που έτυχε να γνωρίζουμε τόσον εγώ, όσον και οι αιχμάλωτοι. Τον Φεβρουάριο του έτους 1943, το παραπάνω αυτοκίνητο εκτελούσε το δρομολόγιο Καστέλλι – Αμαριανό.
Μετέφερε καυσόξυλα με συνοδεία δύο ενόπλων Γερμανών για ασφάλεια, και εργάτες τους δύο αιχμαλώτους στην καρότσα.
Για να γνωριστώ και να συνάψω σχέσεις, και να κερδίσω την εμπιστοσύνη, διέθεσα εξ’ ιδίων πολλά χρήματα, όμως κατάφερα να βρεθούμε μόνοι μας μέσα στη κλειστή καρότσα του γερμανικού φορτηγού αυτοκινήτου.
Εκτός από την καρότσα, είχα κι’ άλλες επαφές με τους Ρώσους στο πηγάδι του Μανώλη Χαλκιαδάκη, του «Αμερικάνου», που βρισκόταν μέσα στο χωριό Καστέλλι. Οι Ρώσοι ερχόντουσαν στο πηγάδι, τραβώντας δίκην υποζυγίου ένα κάρο γεμάτο κανίστρες, τις γέμιζαν από το πηγάδι και τις μετέφεραν στο στρατόπεδο, σε απόσταση περίπου 300 μέτρα και ήταν μόνοι τους, χωρίς την συνοδεία των ενόπλων.
Εδώ είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε καλύτερα και να συνδεθούμε καλύτερα, πλήρως εις τρόπον ώστε, να ολοκληρωθή η πρώτη φάσις. Μέχρι του σημείου αυτού, δεν γνώριζε κανένας απολύτως τίποτα για τις ενέργειες μου.
Απ’ εδώ και πέρα όμως, ήταν ανάγκη να αποκτήσω ένα βοηθό, που θα εκτελούσε και χρέη συνδέσμου με την οργάνωση. Τον είχα σκεφθή από την αρχή, αλλά περίμενα να’ρθη η κατάλληλη ώρα να του το ανακοινώσω. Ήταν ο Μανώλης από το Καστέλλι ο Αποστολάκης του Αλεξάνδρου.
Συνεκέντρωνε τα απαιτούμενα προσόντα, και με την εχεμύθεια που τον διέκρινε για την ασφάλεια της αποστολής, σε περίπτωση δυσαρέστου τινός απροόπτου συμβάντος. Ο Μανώλης υπήρξε αντάξιος των προσδοκιών μου.
Δεν μου έφερε καμία απολύτως αντίρρηση, και δέχτηκε ευχαρίστως ν’ αναλάβη ενεργά μέρος στην εκτέλεση της αποστολής. Εξετέλεσε άριστα την αποστολή συνδέσμου με την οργάνωση της Κασταμονίτσας…
…από την προηγούμενη της 16ης Ιουνίου 1943, είχα ενημερώσει τους Ρώσους, τους καθόρισα το σημείο εξόδου από τα συρματοπλέγματα και στη συνέχεια εκάναμε αναγνώριση μαζί του σημείου, προσδιορίσαμε την ώρα που ήταν αμέσως μετά την διανομή του εσπερινού συσσιτίου, περί τις 20.00 η ώρα.
Τους είπα να περιμένουν ακριβώς στο δέντρο που βρισκόταν ακριβώς στην έξοδο, ήταν η συκιά του Καλουργιά. Ακριβώς τις 20.00 τις 16-6-1943, φύγαμε από το σπίτι μας με τον Μανώλη, ήταν πολύ κοντά, την ώρα που φθάσαμε στο σημείο της εξόδου, είδαμε τους Ρώσους να προσπαθούν να ξεμπλεχθούν από τα συρματοπλέγματα.
Τότε έτρεξε ο Μανώλης, τους εβοήθησε και εβγήκαν. Αμέσως άρχισε η πορεία προς Λαγού. Ο Μανώλης επροπορεύθη, για να μας καλύψη την κίνηση από τυχόν εμπόδιο.
Μετά από ένα τέταρτο πορεία και αφού επεράσαμε το επικίνδυνο σημείο του δρομολογίου μας, είπα στο Μανώλη να φύγη και να πάη στην Κασταμονίτσα, για να ειδοποιήση το σύνδεσμο να έλθη στο Χαρασσό, να μας παραλάβη και να μας οδηγήση στο λιμέρι.
Εμείς συνεχίσαμε προς Λαγού. Η πορεία μέχρι Λαγού, υπήρξε περιπετειώδης, διότι, επειδή ήθελα να κινούμαι εκτός δρομολογίου, ακολούθησα δύσβατο δρομολόγιο, πήγα μέσω της γνωστής τοποθεσίας Καβούρι Λάκκος, που ήταν σχεδόν αδιάβατη, μου ήταν άγνωστη και ήταν νύκτα. Στου Λαγού εφθάσαμε γύρω στις 12 τα μεσάνυκτα.
Ανέβασα πάνω στις εληές τους Ρώσους, κι εγώ μπήκα μέσα στο χωριό. Πήγα στο σπίτι της αδελφής μου Μαρίας, που ήταν δασκάλα εκεί. Αυτή μας υποδέχτηκε με χαρά και συγκίνηση. Ξεταλάγιασε τους γείτονες, που ήταν συγγενείς μας, δικοί μας άνθρωποι, όπως οι Ξυδάκιδες και ο Καρδουλομανώλης.
Πήρε τους Ρώσους από τις εληές ο Γιώργης Ξυδάκης και τους έφερε στο σπίτι. Αφού είπαμε διάφορα, ψήσανε πατάτες τηγανιτές και φάγαμε. Σε λίγο, ζήτησα να φύγωμε από το χωριό και να πάμε σε μια καλή τοποθεσία.
Πράγματι, πήγαμε σε τοποθεσία κατάλληλη, εκεί μάλιστα ο Γιώργης Ξυδάκης εφρόντισε στα γρήγορα και έφτιαξε ωραίες κοιμηθιές από στάχια. Εγώ όμως επέμενα ν’ ανέβωμε στην κορυφή του Καλέργη.
Παρά τις συνθήκες μειωμένης ορατότητος από την αχλύ του Λυκαυγούς, όπως σταθήκαμε στη κορυφή, προβληθήκαμε στον ορίζοντα, με αποτέλεσμα να μας δουν οι Γερμανοί, που ήταν ακριβώς απέναντι. Ήταν η Μονάδα που ανήκαν οι αιχμάλωτοι Ιβάν και Βασίλης, και διέθεταν άριστες διόπτρες.
Χωρίς εμείς να το αντιληφθούμε, ξένοιαστοι και κατάκοποι, αμέσως πέσαμε και κοιμηθήκαμε σ’ ένα σπιτάκι μέσα, που ήταν εκεί κοντά στην κορυφή. Οι Γερμανοί αμέσως εκινητοποίησαν ισχυρή δύναμη από το Καστέλλι.
Εντός δύο ωρών περίπου, οι Γερμανοί κινούμενοι προς το ύψωμα με σχηματισμό εφόδου, μας είχαν πλησιάσει στα 50 μ. ενώ εμείς κοιμόμαστε. Τότε, τον Αντωνιό Ξυδάκη, που καθόταν κοντά μας και έβλεπε σαν να ήταν τοποθετημένος σκοπός, τους είδε σε απόσταση 50 μ. και χωρίς να χάση την ψυχραιμία του έβαλε τις φωνές:
-Δάσκαλε, Δάσκαλε Γερμανοί, κι από τους δύο τόπους!
Οι Γερμανοί μας είχαν κυκλώσει. Χωρίς καθυστέρηση άρπαξα τους Ρώσους από τα πόδια και σαν ελατήρια πεταχτήκαμε επάνω. Τραπήκαμε σε φυγή, με κατεύθυνση στο χωριό Χαρασό. Με το πρώτο άλμα που κάναμε, βρεθήκαμε μπροστά στον απότομο κρημνό του Προφήτη Ηλία Σμαρίου.
Εν ριπή οφθαλμού, τον πηδήσαμε και αμέσως χωθήκαμε τρέχοντας στους παρακείμενους ελαιώνες. Τρέχοντας μέσα στον Ελαιώνα, απομακρυνθήκαμε περί τα δύο χιλιόμετρα από την κορυφή, που ήταν οι γερμανοί. Τώρα όμως έπρεπε να βγούμε από τον Ελαιώνα και υποχρεωτικά να βαδίσωμε μια απόσταση περί τα 2 ½ χιλιόμετρα, σε ακάλυπτο μέρος για να πάμε στο Χαρασό…».
Δ. Κύκλωση Λαγού. Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1943
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, διεξήχθη η μάχη της Σύμης μεταξύ ανταρτών του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και ανδρών του τακτικού γερμανικού στρατού. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν νικηφόρο για τους αντάρτες.
Ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Μπρόγερ και ο Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων του νομού Ηρακλείου Μίλερ, διέταξαν την πυρπόληση των χωριών της Βιάννου και τις εκτελέσεις που ακολούθησαν. Τα χωριά της Βιάννου πυρπολήθηκαν και πέντε εκατοντάδες κατοίκων, (μεταξύ τους γυναίκες, μικρά παιδιά και γέροντες), στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Στη βάρβαρη επιχείρηση των Γερμανών εναντίον της επαρχίας Βιάννου και της ανατολικής Ιεράπετρας, πήραν μέρος και στρατιώτες από την περιοχή του αεροδρομίου Καστελλίου.
Οι βαρβαρότητες και τα εγκλήματα των Γερμανών στη Βιάννο έγιναν γρήγορα γνωστά στους κατοίκους της Κρήτης. Ως αποτέλεσμα, εργάτες της καταναγκαστικής εργασίας δεν έδιδαν καθημερινά το παρών στα έργα του αεροδρομίου Καστελλίου.
Το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί αξιωματούχοι διέταξαν κυκλώσεις σε χωριά, συλλήψεις των ανδρών και μεταφορά τους στα έργα. Την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1943, ομάδα Γερμανών στρατιωτών ξεκίνησε τα ξημερώματα από το Καστέλλι με προορισμό τα χωριά Πάνω Καρουζανώ, Κάτω Καρουζανώ, Μπιτζαριανώ, Λαγού και Σμάρι.
Όταν έφτασαν στο χωριό Μπιτζαριανώ, κάποιοι έτρεξαν να κρυφτούν. Μεταξύ των ανδρών που προσπάθησαν να αποφύγουν τη σύλληψη ήταν και ο Μπιτζαράκης Γεώργιος του Σταύρου. Μαζί του έτρεχε και ο δεκατετράχρονος Παντελής Κανάκης του Νικολάου.
Οι Γερμανοί τους αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τους φωνάζουν να σταματήσουν. Ο Μπιτζαρογιώργης όμως ήταν κουφός και δεν άκουγε τα γερμανικά παραγγέλματα. Τότε ένας Γερμανός σήκωσε το όπλο του και άρχισε να τους πυροβολεί. Μία σφαίρα χτύπησε τον μικρό Παντελή πισώπλατα και έπεσε καταγής.
Ο Γεώργιος Μπιτζαράκης έστρεψε το βλέμμα του, είδε τον μικρό μες στα αίματα και συνέχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο που είχε πέσει ο Παντελής και διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη.
Τον πήραν και τον μετέφεραν στην απέναντι πλαγιά, στη μάντρα των Κουντήδων, στο δρόμο προς το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Καλλέργη. Ειδοποίησαν έναν δικό τους στρατιωτικό γιατρό. Ο γιατρός έφτασε στη μάντρα, αλλά το παιδί είχε ξεψυχήσει.
Οι άντρες που είχαν συλληφθεί, με την ομάδα των Γερμανών συνέχισαν στο χωριό Λαγού και στη συνέχεια στο Σμάρι. Δεν ήταν πολλοί, γιατί οι εξορμήσεις των Γερμανών από χωριό σε χωριό γίνονταν γνωστές και οι άντρες κρύβονταν. Από το Σμάρι, όλοι μαζί, οδηγήθηκαν σε περιφραγμένο χώρο (κατσέτα) του χωριού Βαρβάρω (Αρχάγγελος) κι από εκεί καθημερινά στα καταναγκαστικά έργα.
Ο Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης γεννήθηκε στο χωριό Λαγού Πεδιάδος το έτος 1908. Το 1943 που δολοφονήθηκε ο Παντελής Κανάκης, ήταν 35 χρονών με ένα μικρό κοπάδι πρόβατα στην περιοχή Αγίου Ιωάννου Καλέργη. Ο ίδιος με την οικογένειά του ήταν κάτοικος Σμαρίου.
Στην ίδια περιοχή ήταν και το κοπάδι του κτηνοτρόφου Νικολάου Καβουσανού. Νότια της Μονής σε απόσταση τετρακοσίων μέτρων, βρίσκονταν το μητάτο των Κουντήδων, εκεί όπου μεταφέρθηκε χτυπημένος ο μικρός Παντελής και άφησε την τελευταία του πνοή.
Το μητάτο των Κουντήδων, είναι στη μέση περίπου της απόστασης Μπιτζαριανού – Ιεράς Μονής Καλέργη. Δρόμος δεν υπάρχει μεταξύ τους αλλά συνδέονται με ένα μικρό βραχώδες μονοπάτι. Ο Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης βρέθηκε στην περιοχή με το κοπάδι του την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1943, πιάστηκε από τους Γερμανούς και έζησε τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν εκείνη την ημέρα.
Ο ίδιος, τον Αύγουστο του 1993 τα περιγράφει ως εξής:
«…εσηκώθηκα από το χωριό αξημέρωτα ακόμη, να πάω στα οζά. Τα’χα ανατολικά από το μοναστήρι στου Καλέρη. Επήρα τη βούργια. Ήθελα πια από μια ώρα κάθε μέρα να φτάξω.
Άμα ήφταξα τα εταχτοποίησα και προτού μεσημεριάσει είδα Γερμανούς να’ρχουνται προς το μοναστήρι. Είχανε μαζί ντως και δικούς μας αθρώπους πιασμένους. Τότες εμάθαμε ότι εσκοτώσανε ένα κοπέλι από το Μπιτζαριανώ, του Νικολή του Κανάκη ένα γιο.
Άμα εφτάξανε κοντά στο μοναστήρι, βλέπουνε οι Γερμανοί το Καβουσανό και τόνε ρωτούνε που’ναι ο Καβουσανός. Δε τόνε γνωρίζανε. Αυτός είπε εγώ’μαι. Και τόνε πιάνουνε. Πιάνουνε και μένα και μας ε πάνε στου Λαγού. Στου Λαγού επήρανε όσους εβρήκανε. Οι Λαγουδιανοί μας είδανε με τσι Γερμανούς και οι πολλοί εφύγανε. Γυρίζομε όθε το Σμάρι.
Οι Γερμανοί εγυρεύγανε εργάτες για το αεροδρόμιο. Είχενε γίνει το κάψιμο τω χωριώ στα Βιαννίτικα και δεν εσιμώνανε μπλιο εργάτες στα έργα. Είμαστε μια τριανταρά άντρες και μας επήγανε στη κατσέτα του Βαρβάρου…».
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου