Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους γερμανοϊταλούς, την 1η Ιουνίου 1941, δημιουργήθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις. Πρώτες σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Από τότε ξεκίνησε ένα παιγνίδι απόκρυψης των οικογενειών των ανταρτών, καθώς μια σύλληψη ενός από τα μέλη της οικογένειας (γυναίκας ή παιδιών) σήμαινε ταυτόχρονα και την παράδοση του επικηρυγμένου πατέρα-αντάρτη. Οι σπηλιές και τα βουνά της Κρήτης ήταν τα καταφύγια των καταδιωκόμενων Κρητών.
Από το κυνηγητό των στρατευμάτων κατοχής δεν εξαιρούνταν κανείς. Πλήθος γυναικών μαζί με τα παιδιά τους, αλλά και μεμονωμένες γυναίκες με αντιστασιακή δράση, έπρεπε να κρύβονται τα τέσσερα χρόνια της σκλαβιάς. Πολλές τα κατάφεραν. Άλλες όχι. Κάποιες, στην προσπάθεια τους να κρυφτούν πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν πισώπλατα. Όπως η Ελένη Ανδρουλάκη του Νικολάου, από το χωριό Βορρίζα.
Ελένη Νικολάου Ανδρουλάκη – Βορρίζα
Το χωριό είναι έρημο. Οι βοσκοί έχουν φύγει, οι άνθρωποι ζουν σε άλλα χωριά. Γερμανικά μπλόκα είναι γύρω από το Ψηλορείτη και από το χωριό.
Την επομένη του ολοκαυτώματος των Βορριζίων, (27 Αυγούστου 1943), επαναβεβαιώνεται η διαταγή που καθόριζε νεκρή ζώνη τις περιοχές του Ψηλορείτη και των Αστερουσίων.
Στις πλαγιές πάνω από τα Βορρίζα, πηγαινοέρχονται αποσπάσματα. Γύρω από το χωριό υπάρχουν σε καθημερινή βάση βάρδιες πολυβόλων, ιδίως στον δρόμο προς τη Βρυσίδα, διότι από κει περνούσε το παλιό μονοπάτι που ένωνε τα Βορρίζα με το Μεσίσκλι, τον Λαλουμά, τα Σκούρβουλα, τη Γαλιά και το Ζαρό.
Κάποιοι Βορριζανοί προσπάθησαν με κίνδυνο τη ζωή τους να πλησιάσουν το χωριό. Ήθελαν κάτι να πάρουν, αν έμεινε, κρυφά, ιδίως νύχτα, αλλά και μέρα. Άλλοι τα κατάφερναν, άλλοι γλίτωναν μέσα από πυροβολισμούς, άλλοι δεν τα κατάφερναν.
Στο χωριό, στο σπίτι τους, σε κάποια κρυψώνα, ίσως να υπήρχε κάτι πολύτιμο. Έξω από το χωριό, σε απόμερα σημεία, είχαν μείνει κάποια ζώα, μαρτάρικα ή χοίροι. Κάποιοι τολμούν και πλησιάζουν κρυφά.
Η Ελένη Ανδρουλάκη, μια ψηλή όμορφη κοπέλα, 25 χρόνων, λίγες μέρες μετά το κάψιμο του χωριού, παίρνει τον μικρό της αδερφό από τον Λαλουμά και έρχονται στο καμένο χωριό για να αναζητήσουν μέσα στα ερείπια κάποια πράγματα. Ο ανιψιός της, Δημήτρης Κων/νου Ανδρουλάκης αναφέρει: Η Ελένη Νικ. Ανδρουλάκη εκτελέστηκε τις επόμενες μέρες μετά το κάψιμο. Ήταν 25 ετών.
Οι γονείς της ήταν ο Νικ. Ανδρουλάκης και η Αργυρώ Ζαχαριουδάκη-Ανδρουλάκη. Τα αδέρφια της ήταν ο Ιωάννης, ο Γεώργιος, ο Κων/νος, ο Εμμανουήλ, η Μαρία Ανδρουλάκη-Τσαφαντάκη, η Κρουσταλένια Ανδρουλάκη-Σταθωράκη, η Ειρήνη Ανδρουλάκη-Καργάκη, η Ευριδίκη Ανδρουλάκη-Αρμουτάκη και η Αικατερίνη Ανδρουλάκη-Ροδουσάκη.
Τις επόμενες μέρες του βομβαρδισμού των Βορριζίων η θεία μου Ελένη μαζί με τον μικρότερο αδερφό της, Μανώλη, είχαν πάει από τον Λαλουμά που ήταν η κύριά τους κατοικία για να δουν τι είχε απομείνει από το σπίτι τους. Ενώ έψαχναν στα χαλάσματα, έγιναν αντιληπτοί από τους γερμανούς και άρχισαν να τους καταδιώκουν. Πάνω στον πανικό τους, η θεία μου τραυματίστηκε στο πόδι από τις ριπές των όπλων, σύρθηκε λίγα μέτρα και αδύναμη πλέον να τρέξει, την πρόλαβαν και την εκτέλεσαν.
Μετά από πολλές μέρες αναζήτησης, βρέθηκε από τα αδέρφια της (ήταν ορφανή από πατέρα) και την έθαψαν σε αυτό το σημείο. Αργότερα μετά που έφυγαν οι γερμανοί, έγινε εκταφή και τα οστά της μεταφέρθηκαν στον οικογενειακό τάφο στον Λαλουμά…».
Στο επεισόδιο της εκτέλεσης της Ελένη Ανδρουλάκη βρέθηκε η Μαρία Φραγκιαδάκη (Διονυσομαρία) από τα Βορρίζα. Η Μαρία, 16χρονη τότε, φεύγει από τη Γαλιά την ίδια μέρα με την Ελένη. Είχε παρέα ένα άλλο κορίτσι. Έρχονται προς τα Βορρίζα. Στη μαρτυρία της η Μαρία τοποθετεί το συμβάν μια βδομάδα μετά το κάψιμο, αφού είχαν μείνει για 4 μέρες στη Νύβριτο και μετά πήγαν στη Γαλιά.
«…ερχόμαστε επαέ (στη Γαλιά). Μετά από δύο μέρες μου λέει ο μπάρμπας μου ο Χριστοφορογιώργης: Στη Βρυσίδα, εκειά στου Ανεγνώστη το χωράφι, είναι δυο σκρόφες με 15 γουρούνια, να πας κακομοίρα να τα πάρεις, να τα φέρεις στη Γαλιά, να πάρεις κριθάρι, να μην ποθάνετε. Είκοσι κιλά κριθάρι θα σας ε δώσουνε στο κάθε γουρούνι. Στη Γαλιά μας εκόνεψε μια χήρα, αδερφή τση μάνας μου.
Σηκώνομαι πρωί-πρωί. Η μάνα μου ήτανε ακόμη στη Νύβριτο. Θα πήγαινε από το Ζαρό να’βρισκε τον Τσελεκονικολή. Η γιαγιά μου ήτανε στη Γαλιά. Σηκώνομαι πρωί-πρωί να πάω στα Βορρίζα να πάρω τσι γουρούνες, και μου λέει τση μάνας μου τση αδερφής μια κόρη, συνήλική μου, να’ρθω μωρή κι εγώ να σου κάνω παρέα και τση λέω ότι μπορεί να κινδυνέψομε. Ήρθε. Ήταν απαγορευμένη ζώνη.
Παίρνομε τα ίσα πάνω και πάμενε. Όταν επεράσαμε από τον Αη-Φανούρη, εξεστιμώνησε μέσα από τις σφάκες ο Μανούσος του Μανουσομανώλη και μου λέει: Πού μωρή Μαρία πάτε; και του λέω ότι πάμε να πάρομε τσι σκρόφες, και μου λέει: Να πας θες μωρή (είχανε ρίξει τα Βρετανικά αεροπλάνα μπιστόλια, ως και κρομύδια αλεσμένα και σόλες.
Δυο φορές μου σόλιασε ο Σκουτελογιώργης τα παπούτσα μου με τσι σόλες τω Βρετανώ, εκεί στο Τυρόσπιτο που κάμανε ένα χρόνο), στο Ξετρύπι να μου φέρεις τα μπιστόλια; του είπα, δεν πάω κακομοίρη Μανούσο γιατί οι γερμανοί είναι στο χωριό. Και μου λέει: Άμε μωρή, αυτοί το μεσημέρι θαν είναι στσι Καμάρες να τρώνε. Δεν πάω Μανούσο, του λέω κι αυτός μου λέει να πάω και να μη φοβούμαι. Είχανε μπιστόλια πάρει και τα `χανε κάτω από τσι ματζαδούρες τω γαϊδάρω.
Παίρνομε και πάμε στη Βρυσίδα από πέρα. Στο χωράφι εκεί είχανε λάχανα, εκείτουντον οι γουρούνες κι εβυζάνανε τα γουρούνια. Ήτονε άνω από 15. Ύστερα παίρνομε το ίσα πάνω για το Ξετρύπι να πάμε στα μπιστόλια. Στο Καμαράκι κάτω-κάτω ήτονε μια σκυλοπνιχθιά. Ήτονε 4 του Σεπτέμβρη. Εσταθήκαμε και τρώγαμε σκυλοπνίχτες. Στο Καμαράκι, απόσταση 40-50 μέτρα, στέκανε δυο γερμανοί με τα ταχυβόλα.
Μας ε κάνουνε κομ, κομ, έλα ντο. Χριστέ και Παναγία μου! Εφορούσαμε τσόκαρα ξύλινα. Ξυπολιούμαστε. Ήτονε μιαν ανηφόρα όσο τον Πόρο των Αμπελιώ, και δεν επήραμε όσο τη Βρυσίδα, αλλά ίσα πάνω που ήταν ελαιώνας, και μας εζυγώνανε και μας επαίζανε. Εμείς τάξε πως ήμαστε αεροπλάνα κι επετούσαμε. Εγροίκουνα τσι σφαίρες στα πόδια μου.
Τα χαλίκια ετσαγρίζανε. Ως το να βγούνε αυτοί στο Πόρο των Αμπελιώ, εμείς ήμαστε χυμένες πίσω στο Κεφάλι κι εγλακούσαμε να μπούμε στη κουφάλα ενός πλατάνου, που μας πηγαίνανε οι δασκάλοι εκδρομή. Και μας ε θωρεί η Ελένη η Ανδρουλάκη και μας ε λέει: Μωρή συ, ιντά `ναι μωρή οι πυροβολισμοί, κρύψου, της λέμε, και μας ε ζυγώνουνε οι γερμανοί. Και σπα αυτή τα ίσα πάνω και τση παίζανε. Εθαρούσανε ότι ήταν μια από μας. Εσύρθηκε και πήγε πάνω-πάνω κι εξεψύχησε στην Πλάκα.
Εσύρθηκε και δεν ήπεσε ντελόγο, μπροστά μας. Εσύρθηκε, εγαύγιζε σαν τον σκύλο κι εξεψύχησε. Ύστερα επεράσανε από κει που ήμαστε και ψάξανε να βρούνε και την άλλη. Εψάχνανε στη κουφάλα (του πλατάνου). Η καρδιά μου έτρεμε. Εκειά έπαθα ψυχικά τραύματα. Αυτοί επεράσανε δυο-τρεις φορές κι εψάχνανε να βρούνε και την άλλη. Εσύρθηκε (η Ελένη), δεν ήπεσε κατευθεία. Πως άντεξε και πήγε μέσα-μέσα και ήπεσε! Αυτή ήτονε 25 χρονώ, εμείς (με την ξαδέρφη μου) ήμαστε 16. Δυο αίγες εγύριζε να πάρει, μας είπε, να τρώνε το γάλα κι αυτοί…».1
Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη – Παπαδάκη, Άνω Μέρος Αμαρίου
Η Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη – Παπαδάκη ήταν από το χωριό Άνω Μέρος Αμαρίου. Γεννήθηκε το έτος 1909. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου και υπηρετούσε ως δασκάλα τα χρόνια της κατοχής στο Σπήλι Αγίου Βασιλείου.
Οι γονείς της ήταν ο Αντώνης Μαυρογιαννάκης και η Ευγενία (Παυλάκη). Παντρεύτηκε τον Σπηλιανό Γεώργιο Παπαδάκη και απέκτησαν τρία παιδιά.
Την Άννα, την Ευγενία και τον Νικόλαο. Στις 29 Ιουνίου 1942, άντρες της γερμανικής αστυνομίας έφτασαν στο Σπήλι. Σκοπός τους η σύλληψη ανδρών και γυναικών και η μεταφορά τους στο αεροδρόμιο Τυμπακίου για αγγαρεία.
Η Ερωφίλη που διατάχτηκε να τους ακολουθήσει αρνήθηκε. Ο διαπληκτισμός έντονος μεταξύ της δασκάλας και του Γερμανού αστυνομικού. Η Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη τον χτύπησε και τον εξύβρισε.
Μετά το περιστατικό κυνηγήθηκε από τις κατοχικές αρχές. Για το περιστατικό αυτό, έγγραφο από το αρχείο του Ιωάννη Μουρέλου αναφέρει σχετικά:
«…την 29ην Ιουνίου 1942 ημέραν Τρίτην και ώραν 10 π. μ. γερμανοί Αστυνομικοί μετά γερμανικού στρατού και με επικεφαλής τον Αστυνόμον ονομαζόμενον Γιαννάκη, περιεκύκλωσαν το χωρίον Σπήλι ίνα προβώσι σε συλλήψεις ανδρών και γυναικών δια να μεταφέρωσιν τούτους εις Τυμπάκι επειγόμενοι να τελειώσουν το αεροδρόμιο Τυμπακίου, προκειμένου να το χρησιμοποιήσωσι δια την προσγείωσιν των γερμανικών αεροπλάνων, άτινα ήθελον διενεργήσει την κατάληψιν ολοκλήρου της Αφρικής. Σημειωτέον ότι οι γερμανοί ευρίσκοντο τότε εις το ζενίθ της δόξης των έξω της Αλεξανδρείας.
Ο γερμανός αστυνόμος Γιαννάκης μετέβη εις την οικίαν της διδ/σσης Ερωφίλης Παπαδάκη το γένος Μαυρογιαννάκη, συνοδευόμενος από τον αντιπρόεδρον της Κοινότητος Κωνσταντίνον Τζανακάκην και τον Αστυνομικόν Σταθμάρχην του χωρίου, επετέθη με ράβδον κατ’ αυτής και την διέτασσεν βιαίως να τον ακολουθήση.
Αύτη όχι μόνον δεν υπήκουσεν να τον ακολουθήση αλλ’ επετέθη κατ΄αυτού και τον ήρπασεν με το ένα της χέρι από τον λαιμόν και με το άλλο από το στήθος, όπου εκρέμετο το πέταλο μετά αλυσσίδος, τον τράνταξε και κατόπιν λυσσώδους πάλης τον έρριξεν χαμαί, υβρίζοντάς τον παλιόσκυλο κ.λ.π. και αφαιρέσασα την ράβδον του τον εκτύπησε επανειλημμένως εκσφενδονισθέντος και του κράνους του εις απόστασιν 3 μέτρων.
Αφήσασα αυτόν χαμαί ετράπη εις φυγήν δια της φάραγγος Σπηλίου κατώρθωσεν να διέλθη τας γερμανικάς φρουράς Σπηλίου και να φθάση εις θέσιν Μελισσότι συναντηθείσα εκεί μετά του συζύγου της και των τριών μικρών τέκνων της. Αφού ανεπαύθη ολίγον ανεχώρησεν δια το χωρίον Μυξόρουμα εις την οικίαν του Μάρκου Δουλγεράκη.
Πληροφορηθέντος το τοιούτον οι Μυξορμιανοί απήτησαν την άμεσον απομάκρυνσίν της καθ’ότι εάν το εμάνθανον οι γερμανοί εκινδύνευεν όλο το χωρίον των. Επίσης ειδοποίησεν αυτήν ο Γεώργιος Σαββάκης Σπηλιανός, να αναχωρήση μακρόθεν καθ’ ότι ο γερμανός Αστυνομικός έχει λυσσάξει και γυρεύη αυτήν καθ’ όλον το χωρίον και έχει απόφασιν εάν την συλλάβη να την εκτελέση επί τόπου και έλεγε ότι είχε γυρίσει Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Σερβία και Ελλάδα και κανείς δεν είχε βρεθή να τον προσβάλη κατά τοιούτον τρόπον παρά μόνον αυτή η κακή δασκάλα όπως την επονόμασε.
Η διδ/σσα Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη μετά του συζύγου της Γεωργίου Παπαδάκη και των τριών τέκνων της ανεχώρησεν εκ Μυξορούματος ανά τα όρη.
Διερχόμενοι δε δια των ορέων Λοφιά επλησίασεν αυτούς μία γυναίκα ονομαζόμενη Περάκη της οποίας οι γερμανοί είχον φονεύσει τον υιόν της, η οποία κλαίουσα τους προσεκάλεσε εις το ποιμνιοστάσιόν της να τους περιποιηθή. Αργότερον μετέβησαν εκεί ποιμένες και ειδοποιήσαν ότι οι γερμανοί περιεκύκλωσαν τα όρη και τους εγύρευον, οπότε ηναγκάσθησαν να αναχωρήσουν.
Η διδ/σσα Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη καταγομένη εκ του χωρίου Κάτω Μέρος Αμαρίου γεννηθείσα το 1909 δια του παραδείγματός της και της αυτοθυσίας της εδίδαξε άπαντας τους κατοίκους Σπηλίου ένθα υπηρέτει το «αμύνεσθαι περί Πάτρης».
Οπότε μιμούμενοι το παράδειγμά της πολλοί Σπηλιανοί επροτίμησαν την ζωήν του βουνού ενοχλούντες τους γερμανούς και προσφέροντες τας υπηρεσίας των στους Συμμάχους. Και ενώ διέμενον τρεις γερμανικές κομπανίες εις Σπήλι κατώρθωσαν να τους αφαιρέσουν το ραδιόφωνον εκ της γερμανικής Στρατιωτικής Λέσχης, την οποίαν εφρούρουν γερμανοί καθώς και τας γραφομηχανάς, τα οποία κατόπιν εχρησιμοποίησαν δια τον Ιερόν αγώνα.
Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως Σπηλίου ευγνωμονούν την διδ/σσαν και δεν θα λησμονήσουν ποτέ το παράδειγμά της. Ο δε επί κατοχής Επιθεωρητής των Δημ. σχολείων Ρεθύμνης, Ιωάννης Ευαγγελίδης πάντοτε εξέφραζεν την ικανοποίησίν του γι’ αυτήν, ήτις θέλει χρησιμεύσει και ως παράδειγμα και εις τας μεταγενεστέρας γενεάς…”.2
Οι κάτοικοι του Σπηλίου, για να τιμήσουν τη δασκάλα Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη, ονόμασαν έναν δρόμο με το όνομά της. Η Ερωφίλη Μαυρογιαννάκη πέθανε στις 4 Μαρτίου 1995.
Ελένη Τζωρμπατζάκη – Προφήτης Ηλίας
Η Ελένη Τζωρμπατζάκη ήταν κι αυτή μια από τις γυναίκες της Κρήτης στην Αντίσταση, που λόγω της δράσης της έπρεπε να ζει με όλους τους συνωμοτικούς κανόνες του πολέμου και να κρύβεται από τους διώκτες της Γερμανούς και δοσίλογους. Ήταν από το χωριό Προφήτης Ηλίας Ηρακλείου.
Γεννήθηκε το 1920 και τα πρώτα της παιδικά χρόνια τα πέρασε με δυσκολίες, άλλωστε ήταν δύσκολα χρόνια, ας μην ξεχνούμε πως η χώρα μας μόλις ξεκινούσε έναν πόλεμο (στη Μικρά Ασία), απ’όπου βγήκε λαβωμένη. Είκοσι χρονών, λίγο πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, βρήκε το παλικάρι που ονειρευόταν να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στο πρόσωπο του νεαρού ανθυπομοίραρχου από τη Σητεία Κατσούλη Νικόλαου. Αρραβωνιάστηκαν αλλά ο Χάρος δεν ήθελε.
Ο Νίκος Κατσούλης σκοτώθηκε αμέσως μετά τη μάχη της Κρήτης στα Χανιά. Στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα στον Αλικιανό και εκτελέστηκε από τους κατακτητές.
Ακολούθησαν μαύρες μέρες. Η Ελένη εντάχθηκε στην Αντίσταση και πολεμούσε στα βουνά για την ελευθερία της Ελλάδας. Στην Αντίσταση γνώρισε το ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ Κρήτης Βασίλη Κοντοκώτσο και μετά την απελευθέρωση, το 1947, παντρεύτηκαν. Αλλά ούτε αυτός ο γάμος είχε μέλλον και χαρές.
Το 1948, τα χρόνια του εμφυλίου, συνελήφθη κι αυτή και ο σύζυγός της και στάλθηκαν εξορία. Χωριστά ο ένας από τον άλλο. Η οδύσσεια της Ελένης μόλις άρχιζε. Αη Στράτης, Μακρόνησος, οι τόποι του μαρτυρίου. Το 1952 αποφυλακίστηκε αλλά με τον άντρα της είχαν πλέον να διαλέξουν διαφορετικούς δρόμους. Παιδιά δεν απέκτησε. Πέθανε το 2010 και τάφηκε στο χωριό της Προφήτη Ηλία.
Όταν «κρύβονται» οι νεκροί
Με διαταγή που υπογράφει ο Διευθυντής της Επιμελητείας Μύλλερ, τους πρώτους μήνες της κατοχής, οι Γερμανοί αναγκάζουν τον πληθυσμό της Κρήτης να «κρύβει» κι αυτούς ακόμη τους νεκρούς του. Έτσι, ενώ επιτρέπει την αναγραφή μαύρων σταυρών στις εξώπορτες των σπιτιών για τους νεκρούς του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το απαγορεύει για τους νεκρούς της Μάχης της Κρήτης και των πατριωτών που στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα μετά τη μάχη. Ο σχηματισμός μαύρων σταυρών στις θύρες των σπιτιών που έχουν νεκρούς, ήταν ένα έθιμο της Κρήτης από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.
Οι Γερμανοί δεν το δέχονται και διατάζουν τους Κρητικούς να ξεχάσουν τους νεκρούς της περιόδου από 1η Ιουνίου 1942 και μετά, ως να μην υπάρχουν. Διατάζονται να τους «κρύψουν» στα βάθη της καρδιάς τους, απειλώντας συγχρόνως με βαριά τιμωρία.
Η σχετική διαταγή αναφέρει: ´…εις τα θύρας κλειστών οικιών εις διάφορα χωρία παρατηρεί τις Σταυρούς. Ως επληροφορήθην υπάρχει τοιούτον έθιμον ο Σταυρός ούτος να τίθεται εις ένδειξιν σεβασμού προς τους νεκρούς. Εφ’όσον ο Σταυρός ούτος τίθεται εις ένδειξιν σεβασμού δια τεθνεώτας ή φονευθέντας εις Αλβανικόν Μέτωπον δύνανται να παραμείνουν.
Προς τούτοις διατάσσομεν προς το συμφέρον της κοινής ασφαλείας όπως οι σταυροί εκείνοι οι οποίοι δεικνύουν ότι εις τας οικίας ταύτας κατά τας μάχας της Κρήτης εις ένοικος ετυφεκίσθη αφαιρεθούν αμέσως. Παρακαλείσθε όπως φροντίσητε όσον το δυνατόν ταχύτερον δια την αφαίρεσιν των σταυρών τούτων. Η παράβασις θεωρήται ως ενέργεια εχθρική κατά της γερμανίας και θα τιμωρήται…». 3
- Αρχείο Κωνσταντίνου Καργάκη του Γεωργίου, αδημοσίευτο κείμενο.
- Β.Δ.Β.Η., αρχείο Ιωάννη Μουρέλου.
- ΦΕΛΝΤ ΚΟΜΜΑΝΤΑΝΤΟΥΡ 606, προς τον κ. Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Κρήτης, Χανιά 11 Νοεμβρίου 1941, ο Διευθυντής της Επιμελητείας Μύλλερ.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος