Την 1η Ιουνίου 1941, η Κρήτη βρέθηκε στην κατοχή των Γερμανοϊταλών. Αμέσως ξεκίνησαν οι εκτελέσεις και οι πυρπολήσεις χωριών, ως αντίποινα για τη συμμετοχή του πληθυσμού στη Μάχη της Κρήτης. Κάντανος, Φλώρια, Κοντομαρί, Αλικιανός, Μισίρια, Σκαλάνι ήταν οι πρώτοι οικισμοί που δοκίμασαν τη βαρβαρότητα των κατακτητών. Τα τέσσερα χρόνια της κατοχής, άντρες του τακτικού γερμανικού στρατού έστηναν εκτελεστικά αποσπάσματα, σκότωναν πισώπλατα άντρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, άρπαζαν γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, πυρπολούσαν σπίτια, οδηγούσαν στην καταναγκαστική εργασία χιλιάδες Κρητικούς. Τα τέσσερα χρόνια που παρέμειναν στην Κρήτη, ποτέ δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν το μεγαλείο της κρητικής ψυχής, να ερμηνεύσουν την περηφάνια και τη λεβεντιά των κατοίκων.
Ό,τι συνέβη εκείνα τα χρόνια επιβεβαιώνει την προσήλωση των κατοχικών δυνάμεων στο ναζιστικό-φασιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης από την μια και τη διαφορά των δύο πολιτισμών, ελληνικού και γερμανικού, από την άλλη. Απέναντι στις εκτελέσεις και τα εγκλήματα των Γερμανών, οι Κρητικοί παρέταξαν εκτός από την καθολική αντίσταση και τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, εκείνα που τους δίδασκαν οι γονείς και οι παππούδες τους από γενιά σε γενιά.
Α. Αχλάδα, διάσωση πληρώματος γερμανικού αεροσκάφους.
Στην παραθαλάσσια περιοχή του ακρωτηρίου Σταυρός, στο νησάκι του Αγίου Σώζοντα του χωριού Αχλάδα, κατέπεσε στις 5 Οκτωβρίου 1942 ένα γερμανικό αεροπλάνο.
Στην ακτή βρισκόταν ο παπάς της Αχλάδας Νικόλαος Ανδρέα Σταματάκης, ο αδερφός του Μανόλης Σταματάκης, ο πεθερός του Γιάννης Πεδιώτης ή Φραγκογιάννης, (την κόρη του Σοφία είχε νυμφευθεί ο παπά Νικόλαος), ο Χαράλαμπος Αναστασάκης, ο Ε. Κληρονόμος, ο Μιλτιάδης Ανδρουλάκης και ο Γεώργιος Αθανασάκης, όλοι τους κάτοικοι της Αχλάδας. Ψάρευαν με καλάμια. Είχε φουσκοθαλασσιά και ήταν μια καλή ημέρα για ψάρεμα.
Μετά το μεσημέρι, είδαν ένα γερμανικό αεροπλάνο να καταπίπτει στη θάλασσα, πεντακόσια μέτρα μπροστά από το σημείο που ψάρευαν. Έκανε προσθαλάσσωση λόγω βλάβης. Αντιλήφθηκαν δύο πιλότους από το πλήρωμα να πέφτουν στα ταραγμένα νερά. Ο παπά Νικόλαος δεν δίστασε καθόλου. Γνώριζε κολύμπι και πετώντας τα ράσα του, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα. Διακινδυνεύοντας και με τη βοήθεια των συγχωριανών του από την ακτή, κατάφερε να διασώσει τους πιλότους.
Έναν μήνα αργότερα, το γεγονός παρουσιάστηκε από τις στήλες της εφημερίδας του Ηρακλείου ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, ως εξής:
«Οι κάτοικοι του χωριού Αχλάδα σώζουν γερμανούς αεροπόρους
Η Ευαρέσκεια του Διοικητού του Φρουρίου Κρήτης
Την 5ην Οκτωβρίου κατέπεσεν εις την θάλασσαν συνεπεία βλάβης εν γερμανικόν αεροπλάνον παρά το ακρωτήριον Σταυρός του χωρίου Αχλάδα. Κατόπιν της αποφασιστικής και εκουσίας επεμβάσεως των κατοίκων της Αχλάδας το πλήρωμα του αεροπλάνου διεσώθη. Το παράδειγμα εδόθη υπό του εφημερίου του χωρίου όστις διέσωσε υπό δυσχερεστάτας συνθήκας και με άμεσον κίνδυνον της ιδίας του ζωής τους Γερμανούς αεροπόρους. Ο κ. Διοικητής Φρουρίου Κρήτης απέστειλεν εις τον πρόεδρον της Κοινότητος το κάτωθι έγγραφον:
Προς τους κατοίκους της Κοινότητας Αχλάδας
Χαρ. Αναστασάκην, Ε. Κληρονόμον, Ιωάννην Πεδιούτη, Μιλτιάδην Ανδρουλάκην, Εμμανουήλ Σταματάκην και Γεώργιον Αθανασάκην, ιδίως δε εις τον εφημέριον του χωρίου. Εκφράζω την ικανοποίησίν μου δια την μετ’αποφασιστικότητος και αυτοθυσίας παροχήν βοηθείας κατά την διάσωσιν των ανδρών του πληρώματος του αεροπλάνου του καταπεσόντος την 5.10.42 και δια την περίθαλψιν την παρασχεθείσαν εις αυτούς. Το έργον τούτο ας αποτελή παράδειγμα δι’όλους. Διέταξα όπως εξετασθούν αι ιδιαίτεραι ευχαί της κοινότητος Αχλάδας από της Κραισκομμανταντούρ Ηρακλείου»1.
Η κ. Μαρία Σταματάκη Καρούζου ήταν δεκατριών χρονών παιδί, όταν συνέβη το περιστατικό με τη διάσωση των Γερμανών αεροπόρων. Βρίσκονταν στην Αγία Πελαγία, στο καφενείο που διατηρούσε εκεί ο πατέρας της και θυμάται:
«…ήτανε απόγεμα και ήρθε ο αδερφός του παπά μας στην Αγία Πελαγία, ο Μανόλης Σταματάκης και είπε στους βαρκάρηδες να πάει ένας στο Σταυρό με τη βάρκα του να πάρει δυο αεροπόρους Γερμανούς. Είχε πέσει το αεροπλάνο τους στη θάλασσα. Τότε στην Αγία Πελαγία είχανε έρθει πολλοί ψαράδες του Ηρακλείου και είχανε τις βάρκες τους εκεί. Από το λιμάνι του Ηρακλείου είχανε φύγει γιατί ήτανε πόλεμος και το λιμάνι το θέλανε οι Γερμανοί. Επήγε ένας ψαράς και έφερε δυο Γερμανούς με τη βάρκα στην Αγία Πελαγία.
Εμπήκανε στο καφενείο του πατέρα μου. Ήτανε παραμονές που γιόρταζε η Αγία Πελαγία και η μάνα μου εζύμωνε κι έψηνε άρτους. Θυμούμαι ότι ο πατέρας μου έκοψε ένα άρτο και έβαλε τω γερμανώ ρακές και πίνανε. Ύστερα εμάθαμε και τα υπόλοιπα. Ότι ο παπά μας ο Νικόλαος Σταματάκης εψάρευε με τον αδερφό του το Μανόλη και τον πεθερό του το Γιάννη Πεδιώτη ή Φραγκογιάννη και άλλους χωριανούς στη περιοχή του Σταυρού, στο νησί του Αγίου Σώζοντα. Το γερμανικό αεροπλάνο έπεσε στη θάλασσα. Μακρυά, μέσα στο πέλαγο. Και φανήκανε δυο αεροπόροι να κολυμπούνε να σωθούνε.
Ο παπά Νικολής ήξερε να κολυμπά. Και επέταξε τα ράσα κι έπεσε στη θάλασσα. Κι έφταξε τσι δυο αεροπόρους. Ελέγανε μετά ότι ο ένας εκολυμπούσε αλλά ο άλλος ήτανε να πνιγεί. Και παίρνει ο παπάς αυτόν που δεν εμπόριε να κολυμπά και τόνε βγάνει στη ξηρά. Εγύρισε μετά και έβγαλε και τον άλλο. Και έστειλε τον αδερφό του στην Αγία Πελαγία να ειδοποιήσει να τσι πάρουνε. Και τσι φέρανε στο καφενείο του πατέρα μου. Οι Γερμανοί εκάνανε πολλή ώρα στο καφενείο. Κι εμείς τσι βλέπαμε. Μέχρι που’ρθε ένα δικό ντως αυτοκίνητο στρατιωτικό και τσι πήρε…»2.
Β. Ψηλορείτης – Ζωνιανά. Διάσωση αεροπόρου.
Στις 17 Ιανουαρίου 1942, ένα γερμανικό αεροπλάνο συνετρίβη στον Ψηλορείτη, προσπαθώντας να κάνει αναγκαστική προσγείωση λόγω βλάβης. Το αεροπλάνο κατευθύνονταν από το Μάλεμε στο αεροδρόμιο του Καστελλίου Πεδιάδος.
Από το τριμελές πλήρωμα διασώθηκε ο ένας. Το αεροπλάνο συνετρίβη στην κορυφή Χαλασοκεφάλα στο Βοριζανό αόρι. Ο πιλότος βρέθηκε στο Ζωνιανό αόρι, στην περιοχή του ταύκου της Ντούσκας.
Εκεί βρίσκονταν πέντε Ζωνιανοί κυνηγοί, μεταξύ τους και ο Αναστάσιος Δημητρίου Παρασύρης ή Κάτης. Είδαν τον πιλότο και διαπίστωσαν ότι τα τραύματά του ήταν σοβαρά.
Δεν σκέφτηκαν ότι ο τραυματίας ήταν ένας από τους εχθρούς της πατρίδας τους και να τον εγκαταλείψουν στην τύχη του ή να τον σκοτώσουν. Τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, οι πατροπαράδοτες αρχές της φιλοξενίας και των αξιών της ανθρώπινης ζωής που τους μετέδωσαν οι γονείς τους, τους έκαναν να περιθάλψουν τον Γερμανό αεροπόρο και να τον μεταφέρουν στο σπίτι του προέδρου του χωριού Γεωργίου Παρασύρη ή Αναστογιώργη στα Ζωνιανά.
Από το χωριό, μέσω της χωροφυλακής, ειδοποιήθηκε η μονάδα του και οι Γερμανοί τον πήραν μετά από αρκετές ημέρες, γιατί δεν μπορούσαν να τον μετακινήσουν άμεσα λόγω της κατάστασης της υγείας του.
Πρόσφεραν χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης στον Αναστογιώργη, αλλά αυτός τα αρνήθηκε. Η εφημερίδα του Ηρακλείου ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, στην πρώτη της σελίδα έγραψε για το γεγονός:
«Μία λαμπρά χειρονομία ενός Κρητός χωρικού
Προ τινών ημερών παρά το χωρίον Ζωνιανά Μυλοποτάμου γερμανικόν αεροπλάνον συνεπεία βλάβης του κινητήρος του έκαμεν αναγκαστικήν προσγείωσιν, ο δε επιβαίνων αυτού αεροπόρος τραυματισθείς κατά την επί ανωμάλου εδάφους προσγείωσιν, παρέμεινεν εν αφασία και αιμόφυρτος εντός του αεροπλάνου του.
Ο χωρικός Γεώργιος Ιωάννου Παρασύρης ευρισκόμενος πλησίον και αντιληφθείς το ατύχημα έσπευσεν επί τόπου και ανέσυρε από το αεροπλάνον τον τραυματίαν αεροπόρον τον οποίον και έσπευσε να μεταφέρη εις την οικίαν του όπου τω επέδεσε τα τραύματά του και παρέσχεν εις αυτόν κάθε δυνατήν περίθαλψιν και συνδρομήν. Ευθύς κατόπιν ο ανθρωπιστής αυτός χωρικός ειδοποίησε καταλλήλως την πλησιεστέραν γερμανικήν στρατιωτικήν μονάδα περί του γεγονότος ήτις και έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς ιατρικήν περίθαλψιν και μεταφοράν του τραυματίου εις νοσοκομείον.
Η κατάστασις όμως του τραυματίου αεροπόρου δεν επέτρεπε κατά τας ιατρικάς γνωματεύσεις άμεσον μετακίνησιν και ούτω εδέησε να παραμείνη επί τινάς ακόμη ημέρας ο τραυματίας αεροπόρος εις την οικίαν του Γεωργίου Παρασύρη. Καθ’όλον το χρονικόν τούτο διάστημα ο φιλόξενος και ανθρωπιστής αυτός χωρικός κατέβαλε κάθε δυνατήν προσπάθειαν όπως βοηθήση τον Γερμανόν αεροπόρον και μετριάση δια της ευγενούς φιλοξενίας του τους εκ των τραυμάτων πόνους του.
Μετά παρέλευσιν ημερών τινών και αφού η κατάστασις του τραυματίου επέτρεψε την μεταφοράν του εις νοσοκομείον, εις τον ευγενή και φιλόξενον αυτόν χωρικόν προσεφέρθησαν υπό των γερμανικών αρχών χρήματα και διάφορα άλλα είδη εις ανταμοιβήν της λαμπράς και ανθρωπιστικής χειρονομίας του. Απάσας όμως τας προσφοράς ταύτας ο φιλότιμος αυτός χωρικός ηρνήθη κατηγορηματικώς να δεχθή προσθέσας ότι εκείνον το οποίον έκαμε προς τον τραυματίαν αυτόν αεροπόρον δεν ήτο παρά το καθήκον του ως ανθρώπου και ως Κρητός προς ένα ατυχήσαντα Γερμανόν στρατιώτην εν τη εκτελέσει του καθήκοντός του.
Καίτοι νομίζομεν ότι κάθε σχόλιον παρέλκει εις την προκειμένην περίπτωσιν εν τούτοις θεωρούμεν ως μεγίστην υποχρέωσιν της στήλης αυτής να εξάρη την ηθικήν αξίαν της ωραίας αυτής χειρονομίας του Κρητός τούτου την τόσον γνησίως συμβολίζουσαν τας λαμπράς αρετάς με τας οποίας είναι προικισμένη η κρητική ψυχή.
Πρέπει ακόμη να τονισθή ότι ο Γεώργιος Παρασύρης δια της υπερόχου και ανθρωπιστικής χειρονομίας του δεν ετίμησε μόνον τον εαυτό του και την ιδιαιτέραν του πατρίδα την Κρήτην, αλλά και ολόκληρον τον Ελληνικόν λαόν ούτινος τα αισθήματα του πολιτισμού και της ειλικρινούς φιλίας του προς το γερμανικόν Έθνος τόσον μεγαλειωδώς ηρμήνευσεν δια της ευγενούς αυτής πράξεώς του»3.
Το γεγονός της διάσωσης του Γερμανού αεροπόρου περιγράφει ο δάσκαλος από τα Ζωνιανά Δημήτριος Αναστασίου Παρασύρης, στο βιβλίο του «ΝΗ ΖΑ, μα το Δία, Ρέθυμνο, 2007», με τα παρακάτω λόγια:
«…πέντε Ζωνιανοί πήγαιναν στον Ψηλορείτη για κυνήγι. Είχε χιονίσει από τη Μακριά και πάνω και είχαν ξεκινήσει αξημέρωτα. Ο Κάτης μόνο κρατούσε ένα μπροσθογεμή τσιφτέ και οι άλλοι ήταν βεργάρηδες. Όταν έφτασαν στα Ζουριδόσπηλια βρήκαν ένα γερμανό τραυματία, παγωμένο. Είχε πιστόλι αλλά ήταν ανίκανος να το χρησιμοποιήσει όχι λόγω των τραυμάτων του αλλά περισσότερο από τον παγωμό του. Ο Κάτης που ήταν λίγο πιο πίσω, όταν αντιλήφθηκε τι συμβαίνει, άφησε τον τσιφτέ σε μια άκρη και πλησίασε. Ήταν ένας Γερμανός αεροπόρος που το αεροπλάνο του είχε πέσει στον Ψηλορείτη (πιο πάνω από την Ντούσκα).
Αυτός συμβουλευόμενος τον χάρτη του τράβηξε προς Βορρά με σκοπό ακολουθώντας τον Μυλοπόταμο να φτάσει στο Γαράζο που ήταν το πιο κοντινό γερμανικό φυλάκιο. Αυτό ψιθύριζε συνέχεια. Γαράζο – Γαράζο. Σκέφτηκαν στην αρχή να τον σκοτώσουν, αλλά μετά αποφάσισαν να τον πάνε στο χωριό, ίσως ήθελαν να τον ανακρίνουν οι Άγγλοι ή να τον στείλουν στην Αίγυπτο.
Τον μετέφεραν λοιπόν στο σπίτι του Προέδρου που τότε ήταν ο Αναστογιώργης (Γ. Παρασύρης). Εκεί τον περιποιήθηκαν, του έβαλαν ζεστά στα χέρια και στα πόδια γιατί είχε πάθει ψύξη και συγχρόνως ειδοποιήθηκε η Οργάνωση Χριστομιχάλη (Μιχ. Ξυλούρη) και οι Άγγλοι. Από το σπίτι του Προέδρου πέρασαν όλοι, δήθεν από ενδιαφέρον, του φερόταν φιλικά και προσπαθούσε καθένας με τις λίγες γερμανικές λέξεις που ήξερε, να καταλάβει από πού ερχόταν και πού πήγαινε.
Πέρασε και ο Άγγλος, ο “Μανόλης”, όπως πάντα ντυμένος κρητικά. Τα ξανθά του μαλλιά δεν μπορούσαν να τον προδώσουν γιατί οι περισσότεροι βοηθήσουν άλλους που για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να πουν το όνομα ή το χωριό τους, εφοδιάζοντάς τους με Ζωνιανές ταυτότητες. Τότε τις ταυτότητες τις εξέδιδαν οι Πρόεδροι των χωριών. Πράγματι ο Αναστογιώργης είχε εκδώσει πάνω από 70 ταυτότητες σε Ανωγειανούς κάνοντάς τους “Ζωνιανούς”, όπως λέει ο ίδιος σε ένα ποίημά του. Επίσης όταν έκαιγαν τα Ανώγεια, αρκετά κοπάδια ανωγειανά τα έβοσκαν Ζωνιανοί ως δήθεν δικά τους και γλίτωσαν την επίταξη. Άλλα κοπάδια πάλι τα περνούσαν Ζωνιανοί από τα γερμανικά μπλόκα και τα παρέδιδαν στους κατόχους τους όταν περνούσαν τις Γωνιές για το Ν. Ηρακλείου. Αποδείχτηκε δηλαδή σοφή η απόφαση αυτή.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μην αναφέρω το παρακάτω περιστατικό. Μια μέρα ακολούθησα τη μάνα μου που πήγαινε στου Αναστογιώργη, πρώτου ξαδέλφου του πατέρα μου, που κάτι ήθελε την Αναστογιώργαινα. Εκείνη την ώρα του έφτιαχνε στο Γερμανό ένα βραστάρι και λέει στη μάνα μου:
-Να, δώσε του το (του Γερμανού), μα δοκίμασέ του πρώτα εσύ, γιατί φοβάται ο μεσκίνης πως θα τόνε ψακώσω και δεν τρώει αν δε δοκιμάσω, και κατέβηκε στο κατώγι να φέρει ό,τι της ζήτησε.
Η μάνα μου πήρε το κύπελλο δοκίμασε λίγο και του το δίδει λέγοντάς του:
-Να, πιε τομπόνο (τον πόνο).
Αυτός πήρε το κύπελλο πίνει και γουλιά και λέει:
-Για, μπον !
Νόμισε ότι του έλεγε “Πιες καλό είναι” (μπον Γερμανικά και μπουόνο Ιταλικά = καλό). Γι’αυτό συμφώνησε όταν δοκίμασε, με το “Ναι, καλό είναι” …».
Από ένα ανέκδοτο κείμενο του Κωνσταντίνου Γεωργίου Καργάκη πληροφορούμαστε για την πτώση του γερμανικού αεροπλάνου στον Ψηλορείτη και τη διάσωση του ενός από τα μέλη του πληρώματος. Σε μαγνητοφωνημένη αφήγηση, ο Γιάννης Φραγκιαδάκης, ο Μιχάλης Ρωμανάκης και ο Θεοχάρης Καργάκης λένε: «…είχε κάνει πολύ χιόνι στ’ αόρι. Ήτανε συννεφιά, πυκνή κατσιφάρα.
Το αεροπλάνο πρέπει να ‘χε φύγει απ’ το Τυμπάκι. Επήρε την κορυφή που πάει βορινά. Επέρασε τον Άσπρο Δέτη, δεξιά από του Γραμματικού, την πρώτη κορυφή κι ενόμισε πως δεν είχε άλλη (κορυφή) κι εσκούντρηξε κι έδωκε στον Πρίγιονα, ένα κομμάτι σκουρί, ψηλό. Ήθελε ακόμη τρία μέτρα περίπου να περάσει. Εσκούντρηξε κι εσκοτωθήκανε οι τρεις Γερμανοί.
Ο πιλότος ήτανε τραυματίας. Κατσιφάρα, πολλή κατσιφάρα και χιόνι, κι επόρισε αυτός κι εσυνήρθε τραυματισμένος. Δεν ήξερε μήτε πού ήτρεχε. Ήτρεχε αυτός κι εξεστημόνησε στο Ζωνιανό αόρι. Από κει τον ήβρηκε ένας Ζωνιανός βοσκός. Τον επήγε στου γιατρού, τον εσάσανε και τον επαράδωκε εδά ύστερα…»4.
- Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 10 Νοεμβρίου 1942.
- Μαρία Σταματάκη Καρούζου, Αχλάδα, 21 Οκτωβρίου 2018.
- Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 24 Μαρτίου 1942.
- Κωνσταντίνος Γεωργίου Καργάκης, απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του «Μέρες κατοχής και Αντίστασης».
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος