ΚΡΗΤΗ 1940-45 Ιστορικές Σελίδες: Μαρτίου 1945
Κάιρο 1945. Ο Υπίατρος Εμμανουήλ Μαμουνάκης με συναδέλφους του, φωτογραφίζονται σε μια πτέρυγα του νοσοκομείου. (Ο ίδιος είναι καθήμενος μπροστά τους)

Ο γιατρός Εμμανουήλ Μαμουνάκης από την Ιεράπετρα Λασιθίου, καταδιωκόμενος των Ιταλικών και Γερμανικών αρχών κατοχής, κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Εκεί στα συμμαχικά νοσοκομεία, εκπλήρωσε το χρέος του προς την πατρίδα, υπηρετώντας τους σκοπούς του Ιπποκράτη. Φλογερός πατριώτης, ανήμερα της Εθνικής εορτής στις 25 Μαρτίου 1945, ανέλαβε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας.

Ο λόγος του Υπίατρου Εμμανουήλ Μαμουνάκη, εκφωνήθηκε στην Ελληνική πτέρυγα του Αγγλικού νοσοκομείου στο Κάιρο της Αιγύπτου, την Κυριακή 25 Μαρτίου 1945. Δύο μήνες πριν την τελική παράδοση χωρίς …όρους του ναζιστικού και φασιστικού στρατού στους συμμάχους και αφού η χώρα μας είχε ήδη ελευθερωθεί και απέμενε στα χέρια του εχθρού μόνο η πόλη των Χανίων και μια μικρή έκταση περιμετρικά της, ο γιατρός Εμμανουήλ Μαμουνάκης είπε:

´Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη χαίρε ω χαίρε λευτεριά!

Σήμερον γιορτάζομεν και πάλιν ελεύθεροι την 25η Μαρτίου 1945. Η Ελληνική γη ανασαίνει και πάλι ελεύθερα και τα Ελληνικά στήθη εισπνέουν ένα αέρα διαφορετικόν, τον αέρα του λυτρωμού και της ελπίδος αν όχι της αληθινής ευφροσύνης και της αδόλου χαράς. Τα πεύκα και τα θυμάρια στα βουνά, οι βιολέτες, οι κρίνοι και τα τριαντάφυλλα στα περιβόλια ρουφούν βαθειά την δροσιάν της αυγής και την αύραν του έαρος, σαν να αισθάνονται και τα άψυχα, πως η δροσιά πέφτει από ασυννέφιαστον ουρανόν από το σκότος της σκλαβιάς και η αύρα έρχεται από βουνά και κοιλάδας που δεν πατεί πλέον το πέλμα του τυράννου. Από τα πέταλα των λουλουδιών φεύγουν σήμερον τα πιο μεθυστικά αρώματα γιατί και τα λουλούδια αισθάνονται πως η γης από την οποίαν βλαστάνουν ανήκει τώρα στους Έλληνας και όχι στον βάρβαρον και μυσαρόν κατακτητήν.

Κυριακή 25 Μαρτίου 1945. Η πρώτη από τις πέντε χειρόγραφες σελίδες του λόγου που εκφώνησε ο Υπίατρος Εμμανουήλ Μαμουνάκης, στην Ελληνική πτέρυγα του Αγγλικού Νοσοκομείου στο Κάιρο, ανήμερα της εθνικής εορτής

 

Ύστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια σκλαβιάς, το Πανελλήνιον γιορτάζει και πάλιν ελεύθερα την εθνικήν του εορτήν, την 25η Μαρτίου. Η 25η Μαρτίου βγήκε από των αρχαιοτάτων πηγών της Ελληνικής εθνικής λευθεριάς, που δίχως αυτήν δεν νοείται κανενός είδους άλλη ελευθερία, καμιά δικαιοσύνη κοινωνική, και καμιά ανθρωπιά. Από την ίδιαν ιεράν πηγήν βγήκε το Μακεδονικόν έπος, ο Κρητικός και Βορειοηπειρωτικός αγών καθώς και η εξόρμησις του 1912 και 1917 και εδημιουργήθησαν ούτω τα μεγαλοπρεπή ξεκινήματα της φυλής μας για την ολοκληρωτικήν εθνικήν αποκατάστασίν της. Η 25η Μαρτίου είναι ο μεγάλος Ευαγγελισμός για το ελληνικόν γένος, είναι μια μέρα Σύμβολον όπως ο σταυρός και η Σημαία. Η 25η Μαρτίου είναι ο ακτινοβόλος ήλιος ο οποίος ακτινοβολεί ενώπιον όλων των εθνών, την χαράν και την υπερηφάνειαν μιας γενναίας φυλής, η οποία επί τριάκοντα ολοκλήρους αιώνας ηγωνίσθη και υπέστη πάσαν θυσίαν υπέρ της Ελευθερίας και του πολιτισμού. Και πράγματι, πόση θλίψις, πόσος ιδρώτας και πόσο αίμα δεν εχύθη για την δόξαν αυτήν.

Κυριακή 25 Μαρτίου 1945. Η δεύτερη από τις πέντε χειρόγραφες σελίδες του λόγου που εκφώνησε ο Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Τσαγκαράκης Δημήτριος στον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού, ανήμερα της εθνικής εορτής

 

Η τελευταία μας εθνική εορτή που γιορτάστηκε ελεύθερη ήτο η 25η Μαρτίου του 1941. Την εποχήν εκείνην ολόκληρος η ευρώπη εστέναζεν υπό την πτέρναν της χιτλερικής μπότας η δε Ελλάς, διεξήγεν ήδη, επί 6μηνον ένα σκληρόν αλλά νικηφόρον πόλεμον εναντίον της Ιταλίας των 44 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κατά την σκληράν αυτήν δοκιμασίαν του έθνους, η Ελλάς εόρτασεν σεμνά αλλά υπερήφανα και με αυτοπεποίθησιν την εθνικήν μας εορτήν, την 25ην Μαρτίου. Αι δοξολογίαι και αι τελεταί εις το Αλβανικόν μέτωπον, εις τα οχυρά της Μακεδονίας, εις τα πολεμικά πλοία, εις τας πόλεις και τα χωρία, είχον την ατμόσφαιραν των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου, του Σουλίου και του Αρκαδίου, όταν οι αγωνισταί μεταλάμβαναν των αχράντων μυστηρίων προ του ολοκαυτώματος.

Και ενώ τα αθάνατα και ηρωικά Ελληνικά όπλα είχαν κατατροπώσει και εκδιώξει τον απαίσιον και μυσαρόν εισβολέα έξω του πατρίου εδάφους καταδιώκοντα αυτόν κατά πόδας πάνω στας χιονοσκεπείς κορυφογραμμάς των αλβανικών ορέων, και ενώ ανεμένετο από ώρας εις ώραν η κατάρηψις μέσα στην θάλασσα των λεγεώνων του Μουσολίνι, ήλθεν η 6η Απριλίου 1941 καθ’ην η χιτλερική Γερμανία έρριψε ολόκληρον το βάρος της ευρωπαϊκής χιτλερικής μηχανής πάνω στην τραυματισμένην και αιμοχαρούσαν Ελλάδα.

Και όμως η Ελλάς δεν εδηλείασεν. Εβάδισεν αποφασιστικά προς τον Γολγοθάν της, στηριζομένη μόνον από την πίστην εις το δίκαιον του αγώνος της και από τας παραδόσεις μιας ιστορίας χιλιάδων ετών, που μόνον την ελευθερίαν είχε πάντοτε ως οδηγόν και ερμηνευτήν. Η Ελλάς για μια ακόμη φορά, μπρος τες χίλιες τόσες άλλες, έδειξε πως ξεύρει να τιμά τους αθανάτους ήρωάς της, τους Κολοκοτρωναίους, Αθανασίους Διάκους, Μάρκον Μπότσαρην και τόσους άλλους, και ότι ξεύρει να πολεμά και να πεθαίνει για την ελευθερίαν της. Αλλ’όμως το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον. Η μικρά και ανίσχυρος Ελλάς μπροστά στο βάρος και την πίεσιν των δύο πανισχύρων αυτοκρατοριών ελύγησεν, εκάμφθη.

Ναι, ελύγησεν, εκάμφθη και υπεδουλώθη μόνον κατά το σώμα, όχι όμως και κατά την ψυχήν. Το Ελληνικόν πνεύμα και η Ελληνική ψυχή έμειναν και θα μείνουν ελεύθερα. Με τα αθάνατα αυτά μέσα, η Ελλάς εσυνέχισεν τον αγώνα της εις τους αιθέρας, εις την θάλασσαν και στην ξηράν πάντοτε νικηφόρος. Έτσι απεδείξαμεν εις τους εφήμερους κατακτητάς των ευρωπαϊκών λαών ότι εις τας καρδίας μας και στην ψυχήν μας βασιλεύει το ίδιο ελεύθερον πνεύμα των Σαλαμινομάχων, των Μαραθωνομάχων, των Ρούπελ, των Ηπειρωτών και τόσων άλλων αθανάτων ηρώων που εθυσιάσθησαν για την ελευθερίαν, την τιμήν και την αξιοπρέπειαν.

Ήδη η Ελλάς ολόκληρος απ’άκρου εις άκρον είναι ελευθέρα πλην μιας μικράς γωνιάς της αιματοβαμένης Κρήτης που στενάζει ακόμα υπό το πέλμα του μυσαρού και απαισίου κατακτητού.

Ήδη κυματίζει και πάλιν η γαλανόλευκος σημαία μας πάνω στην ελεύθερην πλέον Ακρόπολιν της όμορφης Αθήνας μας και παντού ακούγεται να ηχή ο ύμνος της λευθεριάς. Και τώρα ελεύθεροι πλέον ας συνεχίσωμεν τον αγώνα μας όλοι μαζί, με τους γενναίους συμμάχους μας Άγγλους, Αμερικανούς, Ρώσους και λοιπούς λαούς των ηνωμένων εθνών μέχρι της τελικής νίκης και της άνευ όρων παραδόσεως της χιτλερικής Γερμανίας και γκαγξστερικής Ιαπωνίας, για να σκορπίσωμεν ανά την υφήλιον τον ζωογόνον αέρα της λευτεριάς. Ζήτω η 25η Μαρτίου Ζήτω το Ελληνικόν έθνος Ζήτωσαν οι λαοί των ηνωμένων εθνών». …

Ο Δημήτρης Τσαγκαράκης τα χρόνια της κατοχής υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Θραψανού ως Διευθυντής. Θραψανιώτης κι αυτός, έχασε ένα γιο στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον Αντώνη Τσαγκαράκη. Ένας άλλος του γιος, ο Μανόλης Τσαγκαράκης, ήταν τραυματίας του ίδιου πολέμου και νοσηλεύονταν τα πρώτα χρόνια της κατοχής σε νοσοκομείο στον Πειραιά. Ο Δημήτρης Τσαγκαράκης, πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία μαζί με τον αδερφό του Αντώνη.

Ο Δημήτρης επέστρεψε στην Κρήτη μετά την καταστροφή, αλλά ο αδερφός του Αντώνης έμεινε για πάντα στην Ιωνική γη, δίδοντας το αίμα του για το μεγαλείο της Ελλάδας. Φλογερός πατριώτης ο Δημήτρης Τσαγκαράκης με απέραντη αγάπη για την πατρίδα του, ανήμερα της Εθνικής εορτής στις 25 Μαρτίου 1945, εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας στον πολιούχο ναό του Θραψανού τον Τίμιο Σταυρό. Μπροστά στους μαθητές του σχολείου και τους κατοίκους του χωριού, ο Δημήτρης Τσαγκαράκης είπε τα παρακάτω λόγια:

´Το φως της λευτεριάς λάμπει στη χώρα, γελούν οι κάμποι τραγουδούνε τα νερά

ξυπνήστε ψυχές ηρώων τώρα στου λυτρωμού τη χρονογύριστη χαρά

Δεν είναι, όχι δεν είναι αιδεσιμώτατε ιερέα, αδελφοί Έλληνες και Ελληνίδες Ελληνόπουλα κι Ελληνοπούλες, η σημερινή ημέρα σαν τις άλλες. Για όλους τους χριστιανούς έχει μεγάλη σπουδαιότητα, μα για μας τους Έλληνες κάτι το εξαιρετικό, το έκτακτο, το ασύλληπτο, το υπέροχο το μεγαλόπρεπο και το μεγαλειώδες. Αν ο Θεός σαν σήμερα ευδόκησε να στείλει στη Θεοτόκο τον Αρχάγγελό του Γαβριήλ για να ευαγγελιστεί στους ανθρώπους τη σωτηρία τους, σαν σήμερα επίσης έστειλε άλλο αρχάγγελο, το Δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευαγγελιστεί στους Έλληνες της ελευθερία της πολυβασανισμένης πατρίδας των. Μέρα του Θεού αγία, μέρα λαμπρά, μέρα χρυσή, μέρα τρισένδοξη και τρισευλογημένη, θα σε θυμούμαστε, θα σε θυμούμαστε αιώνια. Δε θα σε λησμονήσωμε, δεν είναι δυνατό να σε λησμονήσομε ποτέ. Όχι, δεν είσαι σαν τις άλλες. Δε μοιάζεις καθόλου μ’αυτές! Με το ξημέρωμά σου γεννήθηκε στη φάτνη Νέας Βηθλεέμ της Αγίας Λαύρας, η λευτεριά μας. Ο ήλιος σου έλιωσε στην καρδιά των προγόνων μας και τα παγόβουνα της σκλαβιάς κι έκαμε ν’ανθίσουν στα μαραμένα χείλη και στους κάμπους του μαραζωμένου προσώπου των τα λουλούδια της χαράς και του χαμόγελου. Συ ανέγραψες τις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας. Συ εθέριεψες στην καρδιά των προπατόρων μας τον πόθο της ελευθερίας. Συ τους έκαμες γίγαντες και τους έδωκες τη δύναμη να συντρίψουν τα δεσμά τετρακοσάχρονης σκλαβιάς. Κι όταν συντελέστηκε το θαύμα, όλος ο κόσμος έμεινε εκστατικός από τον ηρωισμό, την αυτοθυσία και τα ανέλπιστα κι υπέρλαμπρα κατορθώματα της αθάνατης ελληνικής φυλής. Συ έδωκες τη σφενδόνα και το θάρρος στον Έλληνα Δαβίδ και σώριασε κάτω τον Τούρκο Γολιάθ, που τον έτρεμε η οικουμένη. Ο ήλιος σου για πάντα θα μας θερμαίνει και θα μας δίδει ζωή κι από την αγιότητά σου θα παίρνουμε το ατσάλι, που θα χαλυβδώνομε το θάρρος μας και την επιμονή μας και την καρτερία μας, για να υποφέρουμε, χωρίς να καμπτώμαστε, οιαδήποτε εθνική συμφορά, με την ακατάβλητη ελπίδα και την ακατανίκητη πίστη πως γρήγορα θα τη μεταβάλλουμε σε υπέροχο εθνικό θρίαμβο. Τον ερχομό σου πάντα με λαχτάρα περιμένουμε και στο διάβα σου κλείνουμε με σεβασμό, ευλάβεια και περηφάνια γόνυ και κεφαλή. Σκιρτούμε από ευφροσύνη και αγαλλίαση κι άθελα η πλημμυρισμένη από χαρά καρδιά μας ανεβάζει στα χείλη μας τους στίχους του ποιητή:

Τούτ’η μέρα που ο Θεός έχει στείλει, τον υιό του στον κόσμο για μας,

τούτ’η μέρα, αδέλφια και φίλοι, είν’ημέρα μεγάλης χαράς

Ναι, αδελφοί Έλληνες, αν κάθε επέτειος της εθνικής μας εορτής είναι ημέρα μεγάλης χαράς, η εφετινή είναι ακόμη μεγαλύτερη γιατί μόλις προ ολίγου κατορθώσαμε να αποτινάξουμε κι εμείς τον αβάστακτο ζυγό του βάρβαρου και απαίσιου κατακτητή. Ευφραίνονται σήμερα – είμαι– βέβαιος – στους ουρανούς οι ψυχές των ενδόξων ηρώων μας, γιατί το αίμα των δεν χύθηκε επί ματαίω. Ας χαιρόμαστε κι ας αγαλλόμαστε επί της γης εμείς που επιζήσαμε. Δεν πατεί πια βαριά και δεν πιέζει τα στήθη μας ο πόδας του τυράννου. Δεν βαρούν πια οι καμπάνες των εκκλησιών, να μας υπενθυμίζουν, ότι είμαστε σκλάβοι και δε μαντρίζομε κάθε βράδυ στις 7 στα σπίτια μας με τους φόβους των συλλήψεων και τους κινδύνους των τουφεκισμών. Δεν μας γδύνουν πια στους δρόμους οι Γερμανοί και στις πλατείες, για να μας πάρουν τα κουρελοφορέματα, που οι ίδιοι μας είχαν πουλήσει και δεν μας ξεπαπουτσώνουν στους δρόμους για να μας πάρουν τις παλιοαρβύλες, που από τους ίδιους είχαμε αγοράσει. Δεν υπάρχουν πια Αιμίλιοι, Σούμπερτ και αιμοβόροι Γκεστάπο. Δεν μας ζητούν πια ταυτότητες και δε σηκωνόμαστε την αυγή για να πηγαίνουμε στα αεροδρόμια γυμνοί, ξυπόλυτοι, νηστικοί, έχοντας για μόνη τροφή τις βλοσυρές ματιές αγριανθρώπων, τις σπρωξιές τις βρισιές και το αλύπητο ξύλο. Άλλαξαν τα πράμματα. Είμαστε ελεύθεροι. Ανοίξετε διάπλατα τα στήθη σας. Ρουφήξετε αχόρταγα το μυρωμένο και ζωογόνο αγέρι της λευτεριάς.

Ο Αντώνης Τσαγκαράκης, αδελφός του Δημητρίου Τσαγκαράκη που εκφώνησε τον πανηγυρικό στον ναό του Τιμίου Σταυρού Θραψανού στις 25 Μαρτίου 1945. Ο Αντώνης Τσαγκαράκης είναι αγνοούμενος της Μικρασιατικής εκστρατείας. Για να τιμήσει τον «χαμένο» αδερφό του, ο Δημήτριος Τσαγκαράκης ονόμασε ένα γιο του Αντώνη αλλά κι αυτός έπεσε στα βουνά της Αλβανίας στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου

 

Τι κι αν μολύνουν ακόμη ολίγοι ούνοι τα χώματα του ωραίου, του ματοβαμμένου και χιλιοβασανισμένου Νησιού μας; Είναι ποντικοί μέσα σε παγίδα. Έμειναν για να πληρώσουν τις ασχημίες και τις φρικαλεότητες και τα κακουργήματα που διέπραξαν. Τα συρματόφρακτα στρατόπεδα, οι αλυσίδες και τα δεσμά που χάλκευαν για να σκλαβώσουν τον κόσμο είναι τώρα για την αφεντιά τους. Σβύσανε μια για πάντα τα σατανικά τους όνειρα για τις κοσμοκρατορίες τους. Θεία ευδοκία άλλαξαν τα πράματα. Αυτοί που φιλοδοξούσαν να υποδουλώσουν τον κόσμο, βρίσκονται σήμερα σε αδιέξοδο, σε κατάσταση απελπιστική από τα φοβερά και τα ανηλεή κτυπήματα που τους καταφέρνουν οι μεγάλοι μας σύμμαχοι. Εντός ολίγου το γερμανικό τέρας θα έχει εκπνεύσει και τα μεγάλα του όνειρα και τα μεγαλεπήβολα σχέδια θα διαχυθούν σαν ιστός αράχνης. Τι κατάντημα! Τι εξευτελισμός! τι ταπείνωση! Μα έπρεπε να το περιμένουν. Είναι νόμος φυσικός. Το είπε και ο Κύριος: “Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται”. Ταπεινώθηκαν, ταπεινώνουν και θα ταπεινωθούν ακόμη περισσότερο γιατί ματοκύλισαν τον κόσμο κι έκαψαν τις καρδιές των ανθρώπων.

Ποτέ στη ζωή μου εγώ δεν κατάλαβα τόσο καλά και δεν ένιωσα τόσο βαθιά την ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν και την ψυχική οδύνη που τραβούσε ο εθνεγέρτης και τραγουδιστής της Λευτεριάς, ο εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, όταν με τον θούριό του διαλαλούσε στα πέρατα της οικουμένης τα αθάνατα και επιγραμματικά εκείνα:

Τι σ’ωφελεί κι αν ζήσεις και να’σαι στη σκλαβιά; Στοχάσου πως σε ψήνουν κάθε ώρα στη φωτιά. Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά χιλιάδες χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Τώρα, που ζήσαμε τις φοβερές ημέρες της μαύρης δουλείας κι εφάγαμε το πικρό ψωμί της φαρμακερής και μαυροσκότεινης σκλαβιάς, καταλαβαίνουμε όλοι μας πόσο ανεκτίμητο είναι το θείο δώρο η ελευθερία. Νιώθουμε καλά, πως τίποτε δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό, να αξίζει τόσο πολύ, που να μπορούμε να το δώσουμε για να την εξαγοράσουμε. Η ελευθερία μόνο με σκληρούς αγώνες, με μεγάλες θυσίες και ποταμούς αιμάτων εξαγοράζεται. Λαός, που διστάζει να χύσει πρόθυμα το αίμα του γι’αυτή, είναι ανάξιος να ζει ελεύθερος. Το αίμα όμως το ελληνικό χύθηκε και τη φορά αυτή άφθονο στην Αλβανία, στις πολιτείες και στα χωριά, στον ουρανό και στη θάλασσα της Ελλάδας. Το βροντοφωνούν και το μαρτυρούν τα κοκκαλοσπαρμένα βουνά, οι πλαγιές, οι ρεματιές και οι κάμποι της Αλβανίας. Τα ερείπια και τα χαλάσματα, που’ναι κατασπαρμένα σε όλα τα μέρη και σε όλους τους τόπους της ωραίας Πατρίδας μας. Το μαρτυρούν τα θύματα του Ηρακλείου, τα χωριά των Χανίων και της Μεσαράς, τα χαλάσματα των Ανωγείων, το μακελειό της Βιάννου και τώρα τελευταία κι ο Θραψανός.

Το διαλαλούν παντού οι μαυροντυμένοι γονείς, οι μαυροφορεμένες χηράδες, τα χαροκαμένα ορφανά. Το μαρτυρούν ακόμη κι οι χιλιάδες σταυροί που είναι στημένοι σε όλους τους τόπους της ένδοξης χώρας μας, που ο τύραννος μετάβαλε σε απέραντο νεκροταφείο.

Γνωστοί και άγνωστοι ήρωες, όλοι σεις, που χύσετε το αίμα σας, για να ζούμε εμείς τώρα ελεύθεροι, θαυμάζομε το μεγαλείο σας και τον ωραίο σας θάνατο! Ζηλεύομε την άφθαστη δόξα σας. Η πράξη σας είναι μεγάλη μπροστά στο Θεό και μπροστά στην Πατρίδα! Μάρτυρες της Πίστεως και της Πατρίδος, να είστε βέβαιοι, πως δεν θα λησμονήσομε ποτέ τη μεγάλη και υπέροχο θυσία σας. Η ευγνωμοσύνη μας θα ανεβαίνει καθημερινά σαν εύοσμο θυμίαμα, σαν αδιάκοπη προσευχή στους ουρανούς, στο θρόνο του Πλάστη και παντός του σύμπαντος υπέρ αναπαύσεως της μακαρίας ψυχής σας.

Μα γιατί τώρα αισθάνομαι πως κάτι σφίγγει την καρδιά μου, πως κάτι μετριάζει τη μεγάλη μου χαρά; Δεν είμαστε λοιπόν όλοι οι Έλληνες αδέλφια; Γιατί να μας έχει διαιρέσει για άλλη μια φορά το σκουλήκι και το σαράκι του καταραμένου κομματισμού; Γιατί τα παθήματα να μη μας γίνονται μαθήματα; Γιατί να χυθεί από ελληνικά χέρια άφθονο αδελφικό αίμα, να διαπραγούν τόσα φρικώδη εγκλήματα και να δημιουργηθούν από μας τους ίδιους τόσα καινούρια ερείπια, τόσες μεγάλες καταστροφές; Δεν έφταναν τάχα ή ήσαν ολίγα εκείνα που άφησε πίσω του φεύγοντας ο Γερμανός αντίχριστος; Μα τότε ποιος θα χαρεί και ποιος θα γιορτάσει την ελευθερία μας; Οι βράχοι μήπως ή τα δέντρα που αφήκε αξερρίζωτα ο απαίσιος, ο βάρβαρος κι αιμοβόρος κατακτητής; Τι κρίμα! Τι μεγάλη ντροπή σε μας! Αλλά γίνηκε ό,τι γίνηκε. Ας λησμονήσουμε το παρελθόν, ήταν κατάρα Θεού, ήταν θεομηνία κι εμπρός όλοι μαζί, ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας κι ας προσπαθήσουμε μέσα από τα ερείπια, τους καταρράκτες του αίματος που χύθηκε, τους πύργους των κοκκάλων των σκοτωμένων παλικαριών μας, τις φλόγες και τους καπνούς του πολέμου να ανατείλει μια καινούρια Ελλάδα συγχρονισμένη σεβαστή και πάλι στους φίλους της και τρομερά στους εχθρούς της. Αδέλφια, μη ξεχνούμε πως είμαστε Έλληνες:

Σ’ανατολή και δύση και νότο και βοριά για την Πατρίδα όλοι να’χωμε μια καρδιά. Ελλάδα αθάνατη. Πατρίδα μου αγαπημένη, Ελλάδα αιωνία, Ελλάδα του θρύλου και της δόξας. Δεν αποθνήσκεις εσύ ποτέ. Είσαι προορισμένη να ζεις και θα ζεις εις αιώνας τους άπαντας. Για άλλη μια ακόμη φορά αναγεννήθηκες σαν μυθικός φοίνικας από τη στάχτη σου. Ανάστα. Χαίρε, είσαι και πάλι ελευθέρα.

Παιδιά, ζήτω η ελευθερία μας, ζήτω το Έθνος μας, ζήτωσαν οι μεγάλοι σύμμαχοί μας κι ευεργέτες μας.

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου Πεδιάδος