Την Τετάρτη 26 Απριλίου 1944, πραγματοποιήθηκε η απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε. Ο Κράιπε, ήταν ο Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου και έπαιρνε διαταγές από τον Στρατηγό Διοικητή του ´Φρουρίου Κρήτηςª Μπρόγερ, που είχε έδρα του τα Χανιά.
Η επιχείρηση άρχισε από την ημέρα της πτώσης του Πάτρικ Λη Φέρμορ στις 4 Φεβρουαρίου 1944 στο οροπέδιο του Καθαρού Λασιθίου και τελείωσε στις 15 Μαΐου 1944, όταν οι απαγωγείς επιβίβασαν τον Στρατηγό Κράιπε σε σκάφος επιφανείας και μεταφέρθηκε στη Μάσα Ματρούχ της Αιγύπτου.
Σήμερα, έχουν περάσει 79 χρόνια από τότε, και ο θρύλος της απαγωγής είναι ακόμη ζωντανός στις διηγήσεις των Κρητικών. Την επιχείρηση της απαγωγής εκτέλεσαν δεκατρείς άντρες. Δύο Βρετανοί αξιωματικοί και έντεκα Κρητικοί, μέλη της ένοπλης Αντίστασης. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο Βρετανός αξιωματικός Σύνδεσμος Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Οι άντρες της ομάδας απαγωγής ήταν οι: Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Γρηγόρης Χναράκης, Στρατής Σαβιολής, Αντώνης Ζωιδάκης, Νίκος Αθανασάκης, Μιχάλης Ακουμιανάκης, Παύλος Ζωγραφιστός, Νίκος Κόμης, Δημήτρης Τζατζάς και Αντώνης Παπαλεωνίδας.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ποίημα με τα ονόματα των απαγωγέων, που συνέθεσε το έτος 1983 ο Μανόλης Μακράκης:
Αν θέλετε ονόματα, τα γράφω ένα ένα
κι οι δεκατρείς’ταν ήρωες, σαν του Εικοσιένα.
Ήταν Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Τυράκης, Πατεράκης,
ο Καπετάν Ζωγραφιστός και ο Αθανασάκης.
Ακόμα είν’Ακουμιανός, Κόμης, Τζατζάς Χναράκης,
Παπαλεωνίδας, Σαβιολής κι Αντώνης Ζωιδάκης.
Το εγχείρημα αιφνιδίασε τους Γερμανούς και καταρράκωσε το ηθικό τους. Σε έναν τόπο που οι ίδιοι αποκαλούσαν «Φρούριο Κρήτη», με χιλιάδες στρατιώτες και άφθονο πολεμικό υλικό, με δεκάδες ομαδικές εκτελέσεις και απίστευτη βαρβαρότητα απέναντι στους Κρητικούς, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάποιοι τόλμησαν να απαγάγουν έναν Γερμανό Στρατηγό, τον Κράιπε, τον επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου.
Η απαγωγή έγινε στη διακλάδωση των Αρχανών προς τις Πατσίδες και το Καστέλλι, στην καθημερινή διαδρομή του Στρατηγού από την έδρα του στις Αρχάνες ως στον τόπο διαμονής του τη βίλα Αριάδνη στην Κνωσό.
Στον Στρατηγό Κράιπε, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και οι άντρες της Κρητικής Αντίστασης έδωσαν το συνθηματικό όνομα ΘΕΟΦΙΛΟΣ.
Στην επιχείρηση της απαγωγής αλλά και της μεταφοράς και απομάκρυνσης του Στρατηγού από το Ροδάκινο στη Μέση Ανατολή, πήραν μέρος άνδρες από τις ανταρτικές ομάδες του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, του Καπετάν Πετρακογιώργη, της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων του Καπετάν Χριστομιχάλη, της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών του Μιχάλη Ακουμιανάκη και του Καπετάν Πέτρου Παπαδοπετράκη ή Πέτρακα.
Η επιχείρηση εκτυλίχτηκε και στους τέσσερις νομούς της Κρήτης, (στον νομό Λασιθίου που ìρίχτηκε με αλεξίπτωτο ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον νομό Ηρακλείου που έγινε η απαγωγή, τον νομό Ρεθύμνου τόπο απόκρυψης των απαγωγέων στον Ψηλορείτη και τα χωριά του και τον νομό Χανίων, τελικό τόπο διαφυγής με σκάφος επιφανείας του Στρατηγού και των απαγωγέων του).
Για την ενημέρωση του Συμμαχικού Στρατηγείου, πήραν μέρος όλοι οι σταθμοί ασυρμάτου της Κρήτης, του Τομ Ταμπάμπιν στον Ψηλορείτη, του Άλεξ Ρέντελ στα βουνά της Δίκτης, του Ντένη Τσικλητήρα στην Ασή Γωνιά των Λευκών Ορέων και του Ραλφ Στόκμπριτζ στο χωριό Δρυγιαδέ Ρεθύμνου, που έδωσε τελικά το σήμα και ενημέρωσε για την απαγωγή.
Για όλα αυτά που έγιναν πριν την απαγωγή, κατά τη διάρκειά της αλλά και όσα ακολούθησαν από τον βάρβαρο κατοχικό στρατό με το «αφήγημα» των αντιποίνων, η απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού στις 26 Απριλίου 1944 θεωρείται αναμφίβολα η μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη που έγινε στη διάρκεια της τετράχρονης Κατοχής 1941-1945 στην Κρήτη.
Το σημερινό μας άρθρο, μέσα από την έρευνα, δίδει απαντήσεις σε τέσσερα ερωτήματα και διασαφηνίζει τον ενεργό ρόλο στην απαγωγή και τη δράση πέντε αφανών ανδρών της Κρητικής Αντίστασης.
Ποιος ήταν ο Φραγκιός Μαράκης και ποιοι τελικά υποδέχτηκαν τον Πάτρικ Λη Φέρμορ στο οροπέδιο του Καθαρού τη νύχτα της 4ης Φεβρουαρίου 1944;
Ποιοι ήταν οι δύο άντρες που μετέφεραν με τα μουλάρια τους τις αποσκευές των απαγωγέων από την παραλία Δέρματος στις 4 Απριλίου 1944 ως το χωριό Κασταμονίτσα που κατέλυσαν τελικά οι άντρες της απαγωγής;
Ποιος προμήθευσε τους απαγωγείς με τις δύο γερμανικές στολές που φόρεσαν τη νύχτα της 26ης Απριλίου ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο Στάνλεϋ Μος, σταματώντας μ’αυτόν τον τρόπο το αυτοκίνητο του Κράιπε;
Ποιος ήταν ο πρώτος πολίτης που συνάντησαν οι απαγωγείς Μιχάλης Ακουμιανάκης και Ηλίας Αθανασάκης τα ξημερώματα της 27ης Απριλίου 1944, όταν ήδη είχε επιτευχθεί η απαγωγή ;
Φραγκιός Μαράκης
Από το χωριό Μάλλες Ιεραπέτρας ήταν ο Φραγκιός Μαράκης. Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτός ο πατριώτης βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην Αντίσταση, αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα. Πάνω από το χωριό του Μάλλες, βρισκόταν η ορεινή τοποθεσία «Τάπες», όπου κατά διαστήματα έβρισκε καταφύγιο ένας από τους σταθμούς ασυρμάτου του συμμαχικού Στρατηγείου. Ο σταθμός είχε τρεις ως τέσσερις ανθρώπους προσωπικό. Έναν Άγγλο αξιωματικό υπεύθυνο, τον ασυρματιστή – Άγγλος κι αυτός και ένα δυο φρουρούς, Κρητικούς πατριώτες της Αντίστασης.
Ο Άγγλος ταγματάρχης Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξης, βρισκόταν στις Τάπες Λασιθίου τον Φεβρουάριο του 1944 (ήταν ο υπεύθυνος αξιωματικός του ασυρμάτου), όταν πήρε το σήμα πως αναμένεται στο οροπέδιο Καθαρού η πτώση με αλεξίπτωτα του Πάτρικ Λη Φέρμορ και τριών συνεργατών του (Στάνλεϋ Μος, Μανόλη Πατεράκη και Γιώργη Τυράκη). Μεταξύ των ανδρών που διάλεξε να πάρει μαζί του ο Άλεξ Ρέντελ για να προετοιμάσουν το έδαφος για την ομαλή πτώση των αλεξιπτωτιστών, ήταν οι φρουροί του ασυρμάτου, ο Φραγκιός Μαράκης και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης.
Ο ίδιος ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, αφηγείται για τον ερχομό του Πάτρικ Λη Φέρμορ και τον φίλο του Φραγκιό Μαράκη: «…είχε πιάσει βαρύς χειμώνας. Τον ασύρματο τον είχαμε σε μια σπηλιά μέσα, στις Τάπες. Εκατέβαινες και είχε ένα χώρο μεγάλο σα σαλόνι. Στο πόρο εβάναμε ένα κλαδί και δε φαινότανε τίποτα. Εγώ και ο Φραγκιός είμαστε στην υπηρεσία του ασυρμάτου. Ήτανε τέσσερις του Φλεβάρη και μας είχανε ειδοποιήσει ότι θα πέσει ο Φιλεντέμ στο Καθαρό.
Μας το είπε ο Λοχαγός ο Αλέξης. Έπεσε στις τέσσερις Φεβρουαρίου 1944. Στο Καθαρό ήτανε ο Πόρος τση Γούλας και μπαίναμε. Είχα πάει εγώ, ο Φραγκιός ο Μαράκης και ο Αλέξης. Το Καθαρό είχε σπίτια πολλά. Κάθε βράδυ ανάβαμε φωτιές. Το αεροπλάνο ήρθε τέσσερις του Φλεβάρη και έπεσε ο Φιλεντέμ με αλεξίπτωτο. Αυτός επρόλαβε και έπεσε, μετά έκανε βόλιτες το αεροπλάνο, του βάνανε τα αντιαεροπορικά από το Καστέλλι, ο καιρός είχε χαλάσει για τα καλά, δεν εβλέπαμε τον ουρανό από τα σύννεφα, δεν επέσανε οι άλλοι τρεις.
Όταν έπεσε ο Φιλεντέμ, μας εζήτησε με το Φραγκιό νερό. Να νερό πίσω σου, του λέμε, και του δείχνομε τον ποταμό. Σχεδόν δίπλα στον ποταμό έπεσε. Και σκύβει και πίνει νερό από τον ποταμό. Αφού οι άλλοι δεν εμπορούσανε να πέσουνε, το ίδιο βράδυ επήγαμε στο λημέρι μας και την άλλη μέρα έφυγα πάλι με το Φραγκιό το Μαράκη και γυρίσαμε πίσω. Ο Φραγκιός ο Μαράκης ήτανε από τσι Μάλλες, ένα καλό παλικάρι.
Κάθε βράδυ ανάβαμε φωτιές, το αεροπλάνο ερχόντανε αλλά δεν επέφτανε οι άλλοι. Ο καιρός δεν ήτανε καλός. Κάθε βράδυ με το Φραγκιό ανάβαμε τσι φωτιές μέχρι τις εννιά Φεβρουαρίου και ερχότανε το αεροπλάνο μα δε μπορούσε να πέσει κανείς. Εκάναμε ένα σταυρό. Ανάβαμε τα ξύλα σε σχήμα σταυρού αλλά τίποτα. Μετά τις εννιά του μήνα, μας είπανε ότι δεν γίνεται τίποτα μόνο να γυρίσομε στο λημέρι με το Φραγκιό γιατί οι άλλοι θα’ρθούνε με το μέσον από τη θάλασσα. Και ήρθανε με το μέσον δυο μήνες αργότερα, στσι τέσσερις του Απρίλη…».
Ιωάννης Σαριδάκης – Κασογιάννης και Γεώργιος Ψυλλάκης – Τσούλουκας
Μετά την αποτυχία ρίψης με αλεξίπτωτα των συντρόφων του Πάτρικ Λη Φέρμορ στο οροπέδιο Καθαρού στις 4 Φεβρουαρίου 1944 (Στάνλεϋ Μος, Γιώργη Τυράκη και Μανόλη Πατεράκη), το Συμμαχικό Στρατηγείο οργάνωσε γι’αυτούς αποστολή με σκάφος επιφανείας και τα μεσάνυχτα της 4ης Απριλίου 1944, προσέγγισαν την παραλία Δέρματος και αποβιβάστηκαν.
Μεταξύ των ανδρών που περίμεναν στην ξηρά τους παραπάνω άντρες, ήταν και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης.
Ο ίδιος ειδοποίησε τον πατέρα του Γεώργιο Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και στην παραλία αποβίβασης περίμεναν δυο πατριώτες Κασταμονιτσανοί με τα μουλάρια τους, ο Ιωάννης Σαριδάκης ή Κασογιάννης και ο Γιώργης Ψυλλάκης ή Τσούλουκας.
Οι δύο μεταφορείς, φόρτωσαν τις αποσκευές και τον οπλισμό των ανδρών και τους συνόδεψαν αρχικά ως το χωριό Σκινιάς.
Στον Σκινιά έφτασαν τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου.
Στο χωριό η ομάδα διανυκτέρευσε και το επόμενο βράδυ συνέχισαν ως το χωριό Κασταμονίτσα. Εκεί βρέθηκαν τα ξημερώματα της 7ης Απριλίου και κατέλυσαν στο σπίτι που έμενε η οικογένεια του Γεωργίου Ζωγραφάκη.
Ξεφόρτωσαν τις αποσκευές και τον οπλισμό και οι δυο άντρες, ο Γιώργης Ψυλλάκης και ο Γιάννης Σαριδάκης, αποχώρησαν αθόρυβα για τα σπίτια και τις οικογένειές τους.
Δημήτρης Μπαλαχούτης
Για την επιτυχία του σχεδίου της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε, οι απαγωγείς χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο γερμανικές στολές της Στρατονομίας. Στην βιβλιογραφία της Κρητικής Αντίστασης, δεν αποσαφηνίζεται επακριβώς ποιος προμήθευσε τους απαγωγείς με τις γερμανικές στολές. Διάφορα πρόσωπα αναφέρονται ως οι προμηθευτές των στολών, χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα. Αυτό το ξεκαθαρίζει ο Μιχάλης Ακουμιανάκης στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του. Εκείνος που βρήκε τις στολές και τις παρέδωσε στον Μιχάλη Ακουμιανάκη, ήταν ο Ηρακλειώτης Δημήτρης Μπαλαχούτης. Γράφει ο Μιχάλης Ακουμιανάκης:
«…την επομένη το πρωί ο Paddy ετοιμάστηκε για την επιστροφή στου Σηφογιάννη τη Μάνδρα. Μιλήσαμε για προβλήματα της επιχειρήσεως. Με παρακάλεσε να βρω δυο Γερμανικές Στρατιωτικές στολές τις οποίες θα χρησιμοποιούσε στην απαγωγή. Ετοιμάσθηκε για αναχώρησι με τον Ηλία Αθανασάκη για του Σηφογιάννη τη μάνδρα, πάνω από το χωριό Κασταμονίτσα, όπου παρέμενε ο Λοχαγός Μος με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδος.
Είχα συνομιλήσει με τον Ηλία Αθανασάκη για τον τόπον της απαγωγής και το σχέδιο που είχαμε κάμει με τον Paddy. Του είπα ότι με την επιστροφήν του από του Σηφογιάννη τη μάντρα, θα επισκεφθούμε μαζί το μέρος όπου σχεδιάζαμε με τον Paddy την απαγωγή.
Μετά αναχώρησαν ο Paddy και ο Ηλίας Αθανασάκης προς του Σηφογιάννη τη Μάνδρα, όπου συναντήθηκαν με την υπόλοιπη ομάδα. Έφθασαν εκεί το απόγευμα της 19 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα. Συναντήθηκαν με τον Μος και την υπόλοιπη ομάδα. Εκεί στου Σηφογιάννη τη Μάνδρα είχαν ετοιμάσει το αρνί της σούβλας, άφθονο κρασί και ότι άλλο ήθελαν για τον εορτασμό της Αναστάσεως. Ήλθαν όλοι σε ενθουσιασμό και κέφι και αφού ήπιαν αρκετό κρασί και έφαγαν το σουβλιστό αρνί, άρχισαν οι μαντινάδες και τα παλιά τραγούδια.
Δεν έλειψαν οι πυροβολισμοί για τον εορτασμό της Αναστάσεως. Μάλιστα όπως έμαθα αργότερα, χόρεψαν αρκετά κρητικούς χορούς και το γλέντι πέρασε τα μεσάνυχτα με τον καλύτερο τρόπο. Στην παρέα αυτή είχαν περάσει και δύο Ρώσοι, ο Ιβάν και ο Βασίλης. Είχαν δραπετεύσει από το αεροδρόμιο Καστελλίου όπου υπήρχαν περί τους 80 Ρώσους αιχμαλώτους.
Οι δραπέτες αυτοί Ρώσοι συμμετείχαν στη διασκέδαση αυτή και τραγούδισαν τα περίφημα παλαιά ρωσικά τραγούδια. Ο Μπιλ Μος μιλούσε ρωσικά. Η μητέρα του ήτο πριγκίπισσα Ρωσίδα και η παιδική του γλώσσα ήτο ρωσική. Αυτός ανέπτυξε μαζί τους στενές σχέσεις και είχε αποφασίσει να τους χρησιμοποιήσει αργότερα για την φυγάδευσιν των υπολοίπων Ρώσων αιχμαλώτων από το αεροδρόμιο Καστελλίου.
Οι μόνοι που γνωρίζαμε τον σκοπόν της αποστολής αυτής, δηλαδή την απαγωγήν του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε ήσαν οι Άγγλοι Paddy και Moss και εγώ. Εκεί στου Σηφογιάννη την μάντρα την ημέρα αυτή απεκάλυψαν τον σκοπόν της αποστολής των στους Μανώλη Πατεράκη και Γιώργο Τυράκη οι οποίοι το απεδέχθησαν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Μετά την αναχώρησιν του Paddy από το μετόχι του Ζωγραφιστού, ανεχώρησα δια την έδραν της οργανώσεώς μας στο Ηράκλειο. Έπρεπε να βρω τις δύο Γερμανικές Στρατιωτικές στολές που θα φορούσαν ο Paddy και ο Moς το βράδυ της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε.
Δεν υπήρξε για μένα δυσκολία. Εκάλεσα τον συνεργάτη μου Δημήτρη Μπαλαχούτη από τους Αμπελοκήπους, συνοικισμός αυτός Τούρκικος παλαιά, τώρα εκατοικείτο από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ήτο επί της αμαξιτής οδού Κνωσού – Ηρακλείου περίπου χίλια πεντακόσια μέτρα.
Ο Δημήτρης Μπαλαχούτης μου έφερε σε δύο μέρες περίπου δύο παλαιές στολές Γερμανών αλλά σε καλή κατάσταση και επίσης δύο μεταλλικά διακριτικά της Γερμανικής αστυνομίας που έθεταν στο λαιμό. Επίσης φρόντισα δια αγορά τροφίμων, κυρίως υλικά και σοκολάτες δια την ομάδα της απαγωγής…».
Μιχάλης Παπαδάκης
Η απαγωγή του Κράιπε πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 26ης Απριλίου 1944. Οι άντρες που έλαβαν μέρος, μετά την απαγωγή του Στρατηγού, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα με τους Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μος, Τυράκη, Πατεράκη, Σαβιολάκη και τον Κράιπε, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του Στρατηγού, διασχίζοντας την πόλη του Ηρακλείου με προορισμό τα Ανώγεια.
Η δεύτερη ομάδα με τους Ζωϊδάκη, Χναράκη, Κόμη, Παπαλεωνίδα, Τζατζά, Ζωγραφιστό και τον οδηγό του Στρατηγού Αλφέδρο Φένσκε κατευθυνόταν πεζοπορώντας προς τα χωριά Σύλαμο, Άγιο Βλάσση, Άγιο Σύλλα, με τελικό προορισμό τον Ψηλορείτη.
Η τρίτη ομάδα από τους Μιχάλη Ακουμιανάκη και Ηλία Αθανασάκη, τράβηξαν προς την Κνωσό. Θα παρέμεναν στο Ηράκλειο για να διερευνήσουν και να καταγράψουν τις διαθέσεις των κατακτητών την επόμενη μέρα της απαγωγής.
Ο ίδιος ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, στα απομνημονεύματά του, περιγράφει ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησαν μετά την απαγωγή. Τον συνάντησαν με τον Ηλία Αθανασάκη, λίγο πριν την Κνωσό, στο «Μετόχι του Κωστάκη» και ήταν ο Μιχάλης Παπαδάκης του Εμμανουήλ. Γράφει ο Μιχάλης Ακουμιανάκης:
«…ο Ηλίας Αθανασάκης και εγώ τραβήξαμε το μονοπάτι προς τον κάμπο της Αγίας Ειρήνης και βαδίζαμε προς τον αμαξιτό δρόμο. Ήτο περίπου η ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα, υπήρχε μεγάλη ησυχία και δεν συναντήσαμε ούτε ένα αμάξι.
Φθάσαμε στο Μετόχι του Κωστάκη. Εκεί εκατοικούσε ένας στενός μου φίλος. Ο Μιχάλης Παπαδάκης, τον ξυπνήσαμε και με ευχαρίστηση μας προσέφερε ρακί με ξηρούς καρπούς και παξιμάδι. Πεινούσαμε πολύ, αλλά και αυτό ήτο αρκετό να μας περιορίση την πείνα
. Φύγαμε από εκεί και ακολουθήσαμε την κοίτην του ποταμού, από εκεί για να αποφύγωμε τον κίνδυνον από τους Γερμανούς. Ήτο ώρα απαγορεύσεως της κυκλοφορίας.
Βγήκαμε ξημερώματα, ακολουθώντας την κοίτην του ποταμού στον συνοικισμό Πόρου. Ήτο η ώρα επτά πρωινή. Η κυκλοφορία άρχιζε και εμείς ακολουθώντας τον δρόμον προς την πόλιν του Ηρακλείου.
Υπήρχε σημαντική κίνησις Γερμανικών τροχοφόρων στον δρόμον αυτόν. Φθάσαμε στο σπήτι της υπηρεσίας περίπου στις οκτώ το πρωί πολύ κουρασμένοι και άυπνοι. Πλυθήκαμε και ετοίμασα τσάι για να ανακουφισθούμε από την φοβερήν ταλαιπωρίαν…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος