Τι’ ν’ το κακό που γίνεται στη μπάντα του Σελίνου;
Λειβαδο-Κουστογέρακο και στη Μονή από πέρα;
Πολλές χιλιάδες Γερμανοί τα’χουν μπλοκαρισμένα
κι’ αεροπλάνα ρίχνουνε μπόμπες, φωθιά και βόλια.
Τα σπίθια καίνε και χαλούν και τουφεκίζουν τσ’ άντρες
κι’ ούλα τα γυναικόπαιδα εις την Αγυιά τα πάνε.
Λυσσιούν να τα ρημάξουνε γιατ’ είν’ αρχοντοχώρια,
γιατ’ Άγγλους υποθάλπουνε πού’ρθαν να βοηθήσουν
τση Κρήτης το ξεσκλάβωμα1.
Μ’αυτό το ριζίτικο, ο Στυλιανός Μπουλινάκης από το χωριό Κακοδίκι Σελίνου, περιγράφει την επιχείρηση του φασιστικού-ναζιστικού και βάρβαρου γερμανικού στρατού στα τρία χωριά του Σελίνου Κουστογέρακο, Λειβαδά και Μονή, τον Σεπτέμβριο του 1943.
Τέσσερις φορές καταστράφηκε από τους εχθρούς το Κουστογέρακο. Δύο φορές από τους Ενετούς, (η μία το 1527 μετά την επανάσταση του Γ. Καντανολέου), το 1821 στη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση και στις 29 Σεπτεμβρίου 1943, στη διάρκεια της βάρβαρης γερμανικής Κατοχής. Στην Κρήτη, χωριό που καταστράφηκε τέσσερις φορές στην ιστορία του, συναντάται μόνο ο Καλλικράτης Σφακίων.
Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης από 11 Ιανουαρίου 1943 ως 19 Ιουλίου 1944, το διάστημα που βομβαρδίστηκε και πυρπολήθηκε το Κουστογέρακο, ήταν ο Στρατηγός Μπρούνο Όσβαλντ Μπρώυερ. Στις 4 Ιουλίου 1943 πραγματοποιούνται στα αεροδρόμια Καστελλίου, Τυμπακίου και Ηρακλείου σαμποτάζ, με αποτέλεσμα την εκτέλεση 19 πατριωτών στον Ξηροπόταμο Ηρακλείου.
Στις 4 Ιουλίου 1943, γίνεται επιχείρηση καταβύθισης του επιταγμένου από τους Γερμανούς Ισπανικού φορτηγού πλοίου Σάντα Φε στο λιμάνι του Ηρακλείου χωρίς επιτυχία. Στην επιχείρηση συμμετείχε ο Μανόλης Πατεράκης από το Κουστογέρακο. Στα Πεζά Ηρακλείου, Άγγλοι σαμποτέρ σε συνεργασία με ντόπιους, ανατινάσσουν το βράδυ της 4ης Ιουλίου 1943 τις αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων των Γερμανών.
Στις 10 Ιουλίου 1943 οι Σύμμαχοι πραγματοποιούν απόβαση στη Σικελία και η αντίστοφη μέτρηση για τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας ξεκινά, (οι Ιταλοί συνθηκολογούν το Σεπτέμβριο του 1943). Στις 15 Αυγούστου 1943, ο Καπετάν Πετρακογιώργης δίδει με τους άντρες του σκληρή μάχη στο Τραχήλι του Ψηλορείτη με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εφτά παλικάρια του και απροσδιόριστος αριθμός Γερμανών στρατιωτών. Όλο αυτό το διάστημα εντείνονται οι φήμες για απόβαση των συμμάχων μετά τη Σικελία στην Κρήτη.
Αυτές οι φήμες, που σκόπιμα διέδιδαν οι σύμμαχοι, τις είχαν πιστέψει οι Γερμανοί. Οι Αρχηγοί της Αντίστασης πίστεψαν κι αυτοί στις φήμες και ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς δίδει τη μάχη της Σύμης το Σεπτέμβριο του 1943 με τα γνωστά αποτελέσματα, το κάψιμο και την καταστροφή της επαρχίας Βιάννου. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ τον ίδιο μήνα φυγαδεύει τον Ιταλό Στρατηγό Κάρτα στη Μέση Ανατολή και παραδίδει μεγάλο μέρος οπλισμού των Ιταλών στους αντάρτες.
Τρεις συμμαχικοί σταθμοί ασυρμάτου βρισκόταν στην Κρήτη το διάστημα Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 1943. Ένας στο νομό Χανίων, στα Λευκά Όρη στα ορεινά του Κουστογέρακου στην τοποθεσία «Ακονιζά», με υπεύθυνο αξιωματικό Σύνδεσμο το Βρετανό Ζαν Φήλντιγκ (Αλέκο). Στον Ψηλορείτη ένας σταθμός της Ιντζέλιντζες Σέρβις με υπεύθυνο τον Βρετανό Ραλφ Στόκμπριτζ (Σήφη). Στον νομό Ηρακλείου, στα Λασιθιώτικα βουνά, ένας σταθμός του επικεφαλής των Βρετανών αξιωματικών συνδέσμων στην Κρήτη Αντισυνταγματάρχη Τομ Ταμπάμπιν (Ιωάννη).
Την ευθύνη του ίδιου σταθμού είχε κατά διαστήματα ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (Μιχάλης). Ο ίδιος σταθμός βρισκόταν στις 8 Μαΐου 1943 σε μια σπηλιά στη θέση «Καχτάκι», ανατολικά του χωριού Φουρφουράς. Τον ανακάλυψαν οι Γερμανοί και συνέλαβαν το Μανόλη Ντισπυράκη από το χωριό Καμάρες, κρατώντας την μπαταρία του ασυρμάτου. Οι χειριστές και οι φρουροί κατάφεραν και διέφυγαν, αφού πρόλαβαν και έκρυψαν τον ασύρματο. Αυτός ο σταθμός μεταφέρθηκε το Φθινόπωρο του 1943 στο νομό Λασιθίου με υπεύθυνο αξιωματικό τον Άλεξ Ρέντελ (Αλέξη).
Στη θέση «Ασφεντηλωπό» στα ορεινά του Κουστογέρακου, βρίσκονταν και ο Ελληνικός ασύρματος με υπεύθυνο τον Λοχαγό Μανόλη Πιμπλή από την Κίσσαμο.
Καθ’όλη τη διάρκεια της Κατοχής 1941-1944, οι ναζιστικές δυνάμεις προσπαθούσαν να εντοπίσουν και να κατασχέσουν ένα συμμαχικό σταθμό ασυρμάτου, (γνώριζαν και από που εκπέμπουν, και πόσοι είναι). Όταν εντείνονται οι φήμες και οι διαδόσεις των συμμάχων, πως επίκειται συμμαχική απόβαση στην Κρήτη, τα ναζιστικά στρατεύματα εξορμούν στους ορεινούς όγκους του νησιού.
Η τεχνογνωσία των Γερμανών την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν ανεπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό. Αυτοκίνητα με μηχανήματα εντοπισμού ασυρμάτων προσέγγιζαν τα βουνά της Κρήτης, τα Λασιθιώτικα, τον Ψηλορείτη, τα Λευκά Όρη, (στον Αποκόρωνα, στα Σφακιά και στο Σέλινο). Στα γερμανικά αρχεία υπάρχουν έγραφα όπου καταγράφονται με λεπτομέρειες οι ευρύτερες περιοχές απ’όπου εξέπεμπαν οι συμμαχικοί σταθμοί ασυρμάτου. Έτσι εντοπίστηκαν και στην περιοχή του Κουστογέρακου οι εκπομπές των σταθμών ασυρμάτου του Φήλντιγκ και του Πιμπλή.
Το καλοκαίρι του 1943, με διαταγή του Γερμανού Στρατηγού Διοικητή Κρήτης Μπρώυερ, δυνάμεις του γερμανικού στρατού εξορμούν στους ορεινούς όγκους της Κρήτης. Για το Κουστογέρακο έχουν δοθεί συγκεκριμένες διαταγές από τον Μπρώυερ. Λόγω της απόκρυψης και ανεφοδιασμού από τους Κουστογερακιώτες των δύο σταθμών ασυρμάτου στα ορεινά του χωριού αλλά και λόγω της αντιστασιακής δράσης των κατοίκων, το χωριό θα βομβαρδιζόταν και θα πυρπολούνταν.
Της διαταγής του Μπρώυερ, ακολούθησε η εκτέλεση 32 πατριωτών στην περιοχή «Γουρνόλακκος» Ψηλορείτη στα Ρεθεμνιώτικα, στις 3 και 5 Σεπτεμβρίου 1943. Τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου 1943 αποβιβάστηκε σε παραλία της Σούγιας ισχυρή γερμανική δύναμη.
Την επόμενη ημέρα Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί είχαν κυκλώσει το Κουστογέρακο αλλά και τα γειτονικά χωριά Λιβαδά και Μονή. Στις 10 η ώρα το πρωί, ζεύγη γερμανικών αεροπλάνων βομβάρδισαν το χωριό. Μετά τον βομβαρδισμό, το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Ορισμένοι κάτοικοι εκτελέστηκαν περιμετρικά του χωριού και γυναικόπαιδα σύρθηκαν για εκτέλεση.
Ο Κωστής Πατεράκης, μέλος της πατριαρχικής οικογένειας του Γιάννη Πατεράκη με μεγάλη προσφορά στην Αντίσταση, (ο αδερφός του Μανόλης μέλος της ομάδας απαγωγής του Κράιπε αργότερα), παρατηρούσε το χωριό από απόσταση 400 μέτρων. Δίπλα του βρίσκονταν και οι σύντροφοί του Γιάγκος Αναστασάκης και Γιώργης Καντανολέων
. Από τη θέση τους αντιλήφθηκαν ότι Γερμανός αξιωματικός με στρατιώτες, στήνουν τα γυναικόπαιδα για εκτέλεση. Στην άκρη της πλατείας του χωριού, στον «Κάτω Λάκκο», όπως την αποκαλούν οι κάτοικοι του Κουστογέρακου. Διαπιστώνουν ότι με τις πρώτες ριπές των γερμανικών όπλων, τέσσερις γυναίκες σκοτώνονται. Σκέφτονται ότι πρέπει να αντιδράσουν άμεσα. Ο Κωστής Πατεράκης σηκώνει το όπλο του και πυροβολεί τον αξιωματικό. Παρά την απόσταση των 400 μέτρων, τον πετυχαίνει.
Η εκτέλεση σταματά, τα γυναικόπαιδα βρίσκουν την ευκαιρία και διαφεύγουν. Από τους Βρετανούς συμμάχους αξιωματικούς που βρέθηκαν στην Κρήτη την κατοχή, στα κείμενά τους ο Πατεροκωστής θεωρείται γι’αυτήν του την ενέργεια, (να σκοπεύσει και να πετύχει τον αξιωματικό από 400 μέτρα με όπλο χωρίς διόπτρα), ως ο καλύτερος σκοπευτής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Κωστής Ιωάννου Πατεράκης, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τη ζωή και τον πόλεμο» που εκδόθηκε το έτος 1996, περιγράφει την επιχείρηση των Γερμανών στο Κουστογέρακο στις 29 Σεπτεμβρίου 1943 και το περιστατικό με τον Γερμανό αξιωματικό και την σωτηρία των γυναικών του χωριού του από το εκτελεστικό απόσπασμα. Μεταξύ άλλων, στο βιβλίο του αναφέρει:
«…πίσω μου έρχονται κι οι άλλοι δικοί μας τρέχοντας. Τρέχω ολοταχώς στο ύψωμα και το καταλαμβάνω. Βλέπω στα 70 μέτρα περίπου πιο κάτω τους Γερμανούς. Κάνω νόημα στους δικούς μας με το χέρι. Ελάτε. Καθώς ερχόντουσαν, τους βλέπουν οι Γερμανοί από τα Κάτω Μακελειά, τους ρίχνουν και παίρνει μια σφαίρα και τραυματίζεται ο ξάδερφός μου Γιώργης Πατεράκης του Σταυρούλη.
Οπότε πάνε να πέσουν κάτω και τους φωνάζω : “Μπροστά, μπροστά !” Και πράγματι με άκουσαν. Η μορφολογία του εδάφους, για όποιον δεν την ξέρει είναι η εξής. Από το στρατηγικό σημείο Κεφάλι αρχίζει μια σειρά γκρεμνά που κατηφορίζουν μέχρι του Λιβαδά από πάνω και βλέπουν προς βορρά. Βορειοανατολικά του Κουστογέρακου είναι το απότομο γκρεμνό.
Από τα περίχειλα των γκρεμνών, που αρχίζουν από το Κεφάλι νοτιοανατολικά και νότια του Κουστογέρακου, αρχίζει μια πλαγιά που σχηματίζει ένα ρυάκι κι απέναντι, προς τη Χαλέπα, 200 μέτρα από τα περίχειλα συνεχίζει πάλι πλαγιά. Ήταν λοιπόν η κατάληψη του στρατηγικού υψώματος σωτήρια για μας, αλλά για τους Γερμανούς τάφος.
Όπως λέω λοιπόν στους δικούς μου “μπροστά, μπροστά”, βαδίζουν ακροβολισμένοι και προβαίνουν, για να τους βγορίσει η πλαγιά και το ρυάκι που προανέφερα. Ο τόπος έκανε κάπως αγκάλη κι από κει ριζώνανε ασφαλείς, για να καταλάβουν το στρατηγικό σημείο, δυο Γερμανοί και βρίσκονται αντιμέτωποι.
Τους βλέπουν οι Γερμανοί και τους φωνάζουν “Κομ, κομ !” Ο Γιάγκος Αναστασάκης κλαίοντας για το γιο του, που του είχαν πει πως τον σκότωσαν, τους φωνάζει : “Α κερατά σόι” και τους σκοτώνει και τους δυο. Σηκώνονται τώρα από τα περίχειλα οι άλλοι Γερμανοί, που δεν τους είχα ακούσει να τραγουδούνε,καθώς βλέπανε το χωριό να το καίνε οι δικοί τους. Ήταν, φαίνεται ωραίο θέαμα γι’αυτούς
. Γυρίζουν προς τα εκεί που άκουσαν τους πυροβολισμούς, πέφτουν (σκοτώνονται) άλλοι τρεις κι αχρηστεύεται ο ασύρματος που κουβαλούσαν. Οι άλλοι τρεις τώρα από τη μεριά των γκρεμνών εκρύφτηκαν. Οι δικοί μου ήταν πιο πίσω, από το μέρος της χαλέπας. Εφύλασσαν το μέρος και δεν μπορούσανε να φύγουν από εκεί. Ήταν παγιδευμένοι.
Εγώ τους αρχίζω από το στρατηγικό σημείο από 300-400 μέτρα κλισιοσκόπιο. Εσκότωνα περίπου τρεις ώρες. Κανείς δε με έβλεπε από τους δικούς μας, κανείς δεν έβλεπε τι γινότανε από κάτω, παρά μόνο ο Θεός κι οι Γερμανοί
. Οι Γερμανοί έστεκαν όρθιοι, σαν τους βίσωνες, χωρίς να κουνάνε. Και να σκοτώνονται συνέχεια. Κάποτε συνήλθαν κι αποτόλμησαν από την κάτω μου μεριά, τριακόσια μέτρα επίθεση. Ήταν μια σαρανταριά. Τόσους τους υπολόγισα.
Προσπαθούσαν να περάσουν μέσα δεξιά μας για να μας κυκλώσουν. Πηγαίνανε σκύβοντας το γύρω-γύρω από τις πεζούλες. Όπως εμαμουνίζανε τους έριχνα στην πλάτη ενός-ενός, όπου κάποτε σταματούν. Αρχίζει να βάλει ένα οπλοπολυβόλο, αλλά δεν άκουγα να χτυπούν οι σφαίρες μπροστά στο γκρεμνό ή να περνούν από πάνω μου
Και σκεφτόμουνα: Πού διάολο ρίχνει αυτός; Κοιτάζω με τα κιάλια και βλέπω να βγαίνει σκόνη από μια παραβολή στην τοποθεσία Σείρικας στη θέση Απιδιές. Σταματά να ρίχνει και βλέπω και προβαίνει το κεφάλι του.
Την ώρα που αρχίζει να ξαναρίχνει τον σκοπεύω και μόλις έπαψε να ρίχνει, προβαίνει το κεφάλι του ξανά, του ρίχνω και την τρώει κατακούτελα. Σε δέκα (10) λεπτά περίπου ακούω και έβαζαν τα γερμανικά πυρά όλα μαζεμένα και βλέπω να κάνουν γενική οπισθοχώρηση. Πετάγανε τα καπέλα τους και τα σακάκια τους και φεύγανε από τα δυτικά του χωριού μέσα από τα ρυάκια…
Πρέπει τώρα να κάμομε επίθεση και στο παρακάτω υψωματάκι, για να πάρομε σφαίρες από τους σκοτωμένους Γερμανούς, να εξουδετερώσουμε τους εγκλωβισμένους και να μας βγορίζει το χωριό καλύτερα. Φωνάζω λοιπόν στα άλλα παιδιά ότι πρέπει να κάνομε επίθεση.
Και ποιος θα πάει ; ακούω μια φωνή να μου λέει. Τόνε φωνάζω : Εγώ θα πάω. Βαράτε το ύψωμα. Όταν πλησιάζω τόνε κάνω νόημα να σταματήσουν και προβαίνω στο περίχειλο. Για καλή μου τύχη ήταν ένας Γερμανός μόνο. Όπως πάει να γυρίσει να μου ρίξει, του πρωτορίχνω και πάει κάτω το γκρεμνό.
Προχωρώ 3-4 βήματα και μου φάνηκε προς στιγμή πως είδα ότι έπαιρναν τα γυναικόπαιδα. Κοιτάζω καλά και βλέπω να τα σταματούν σ’ένα ξέφωτο στην άκρα του ελαιώνα, μαζεμένα σε μια πεζούλα. Και βλέπω να βγαίνουν και τρεις Γερμανοί από την πάνω πεζούλα. Βάνω κλισιοσκόπιο τετρακόσια μέτρα. Σκοπεύω γρήγορα-γρήγορα τον πρώτο… Χωρίς ν’ακουμπίζω, την τρώει στο μερό ο άλλος και πέφτει στην από κάτω πεζούλα.
Ο τρίτος Γερμανός, ο γερός, εφώναζε στα γυναικόπαιδα : Παρτί, παρτί ! Οι γυναίκες μόλις έπεσε ο πρώτος Γερμανός, ο πολυβολητής, που είχε προλάβει να εκτελέσει μερικά γυναικόπαιδα, το βάλανε στα πόδια και γλιτώσανε. Όπως μου λέγανε αργότερα οι γυναίκες, ο Γερμανός που είχε τραυματιστεί στο πόδι, τους έριχνε με το πιστόλι του, καθώς ετρέχανε.
Έχουν καταφτάσει εν τω μεταξύ και οι υπόλοιποι αντάρτες, αλλά και οι περισσότεροι χωριανοί. Κάνομε προς στιγμή λίγο ανάπαυλα. Μου φέρνει ο Πιπλής ένα σακίδια (Γερμανού) και είχε μέσα μια σαΐτα σικαλένια και μια κούτα τσιγάρα. Αλλά τα τσιγάρα ήταν τελείως ματωμένα. Και μου λέει: Κάπνισε! Α πα-πα του λέω. Δεν καπνίζω. Αυτός όμως κάπνιζε.
Εκείνη τη στιγμή, όπως καθόμουνα στο ύψωμα κι εφώναζα στους χωριανούς μου, που βρίσκονταν αποκάτω, να πάρουν το οπλοπολυβόλο από το σκοτωμένο Γερμανό και να το κρατάνε στο λημέρι, μου ρίχνει ένας Γερμανός κάτω από το γκρεμνό από τα αριστερά, όπως καθόμουνα κι από απόσταση 150 μέτρα περίπου.
Η σφαίρα εχτύπησε πέντε πόντους μπροστά από το πρόσωπό μου στο βράχο. Γυρίζω προς τα πίσω απότομα και υπολογίζω από πού μου έριξε. Παίρνω αμέσως κάτω προς τα εκεί. Με ακολούθησε και ο Γιάγκος Αναστασάκης.
Επροβάλαμε προσεκτικά στο περίχειλο και τόνε βλέπουμε 100 μέτρα να τρέχει κάτω προς το χωριό. Κάνω να του ρίξω και μου λέει ο Γιάγκος : Ας τονε τον κερατά σ’εμένα. Αυτός είχε λυσσάξει, που λέει ο λόγος, γιατί μας είχαν πει ότι σκοτώσανε το γιο του. Στην πραγματικότητα την άλλη μέρα μας είπαν ότι ζει.
Ήτανε λοιπόν λυσσασμένος. Δε με άφηνε να του ρίξω. Του έριχνε συνέχεια κι οι σφαίρες πηγαίνανε σκεπαστές. Ο Γερμανός στην αρχή έκανε τούμπες. Αλλά όταν είδε πως δεν τον πλησιάζουν οι σφαίρες, σηκώθηκε όρθιος και επήγαινε κάτω. Λέω του Γιάγκο: Τι κάνεις μωρέ ; Πού ρίχνεις; Δεν κατέω την …Παναγία του.
Είχε τρέξει 300 μέτρα περίπου και πλησίαζε στα σπίτια. Ετοιμάστηκα να του ρίξω κι εγώ, μα δεν επρόλαβα, γιατί επιτέλους τον εσκότωσε ο Γιάγκος. Του λέω πάλι ; Τι διάολο έπαθες, Γιάγκο, και δεν έπαιζες ντρέτα; Κοιτάζει το όπλο του και είχε σηκώσει από πριν κλισιοσκόπιο και δεν μπορούσε φυσικά στα κοντά να τόνε βρει. Κι όταν έστρωσε η απόσταση στα 400 μέτρα τον εσκότωσε.
Προχωράμε πιο κάτω μαζί με τον Πιπλή. Τότε εις τη θέση Πετροκουρτάκι, ήταν πράγματι ένα σπιτάκι κτισμένο, ανοιχτό από πάνω, σαν κούρτα. Πηδάω μέσα και βλέπω εκεί τον άλλο αδερφό του πατέρα μου, το Νικόλα, νεκρό με δυο σφαίρες στο κεφάλι.
Τον είχαν πιάσει πρωί-πρωί, καθώς επήγαινε στις αίγες του και τον σκοτώσανε. Λίγο παρακάτω είχε ένα δάσος από πεύκα. Σε απόσταση 100 μέτρα περίπου βλέπομε Γερμανούς ν’ανηφορίζουν σκυφτά-σκυφτά.
Του λέω : Ας τους να βγουν στο ξέφωτο. Αλλά δε με άκουσε. Τους ρίχνει μια ριπή με το τόμιγκαν και το βάζουν στα πόδια κι εξαφανίστηκαν τελείως. Εν τω μεταξύ δεν εβλέπαμε άλλους Γερμανούς. Είχαν φύγει ή είχαν τρυπώξει. Το απόγευμα πλέον κουρασμένοι και διψασμένοι πήραμε τα γυναικόπαιδα κι οπισθοχωρήσαμε προς το Ασφεντιλοπό. Εγώ βγήκα τελευταίος, κουρασμένος, διψασμένος, αγωνιασμνένος.
Όταν πλησίασα, βλέπω και σηκώνονται όλοι απάνω. Κλαίνε οι γυναίκες. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια. Και μου λένε: καλώς το σωτήρα μας. Ήταν η καλύτερη λέξη που άκουσα στη ζωή μου. Αμέσως, σα να έγινε θαύμα, έφυγαν από το σώμα μου τα βάρη των κοπώσεων. Δακρύζω κι εγώ και δοξάζω από μέσα μου το Θεό.
Άρχισαν και μου εξιστορούσαν τα καθέκαστα. Μου λένε : Την ώρα που μας πυροβόλησε ο Γερμανός, πυροβολείς κι εσύ και πέφτει ο Γερμανός. Αμέσως το βάλαμε στα πόδια και φύγαμε.
Αφήσαμε πέντε σκοτωμένες : του Πατεράκη του Πιμενίδη τη γυναίκα και την κόρη της μωρό (μερικών μηνών), μια Αναστασάκη, μια Μυριζάκη και μια ξένη από τα απέναντι χωριά. Όταν έφευγαν τα γυναικόπαιδα, πιο μέσα από το χωριό, ανατολικά του, είχα αφήσει ένα τραυματία Γερμανό. Του είχα σπάσει το πόδι. Και μου φώναζε πολύ δυνατά και πολύ γρήγορα.
Με παρακαλούσε, ως φαίνεται, να μην τον σκοτώσω. Τον ελυπήθηκα και τον άφησα. Όταν περνούσαν από κει οι γυναίκες, ο Γερμανός τόνε δείχνει το παγούρι του, που ήταν άδειο. Και ζητούσε νερό. Παίρνει το παγούρι του μια γυναίκα, γυρίζει πίσω στη βρύση με κίνδυνο της ζωής της, το γεμίζει νερό και του το πηγαίνει…
Καταγράφω εδώ ένα ριζίτικο τραγούδι, που μας αφιερώσανε για τους αγώνες μας κατά των Γερμανών, για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Να το τραγουδούνε και να μας θυμούνται οι επερχόμενες γενιές, όπως εμείς σήμερα τραγουδούμε τα τραγούδια που εξυμνούν τη δράση του Κ. Κριάρη.
Προβάλετε, φωνάξετε απάνω στη μαδάρα
να’ρθουν οι άντρες νά’ρθουνε, νά’ρθουνε τα παιδιά μας,
να’ρθουν του Πάτερου οι γιοι, του Πάτερου του Γιάννη,
να κατεβούνε στα χωριά, εις την Κοινότη Σούγια,
στ’όμορφο Κουστογέρακο, που οι Γερμανοί πατήσαν.
Ολονυχτίς το ζώνουνε, αυγή το βομβαρδίζουν
και τ’αποξημερώματα αρχίζουν να το καίνε
και να σκοτώνουν όποιον βρουν…».
1Θεοχάρης Δετοράκης, Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού