Κατοχή: Λεηλασία αρχαιολογικών χώρων και πλιάτσικο μουσείων
Ο στρατάρχης φον Μπράουχιτς, αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης Στρατού της Γερμανίας, στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης

Σημαντικά στοιχεία για τη λεηλασία του αρχαιολογικού πλούτου της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, φιλοξενεί το βιβλίο «Η μάχη των αμάχων: Το μεγαλείο της κρητικής ψυχής», που επιμελήθηκε ο Κώστας Ξυλούρης. Η «Π», με την ευκαιρία της σημερινής Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, αναδημοσιεύει το σημαντικού κεφάλαιο του ιστορικού βιβλίου, το οποίο περιγράφει με λεπτομέρειες τις επιδρομές των εισβολέων στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας αλλά και το πλιάτσικο στα μουσεία της χώρας, καθώς επίσης και τη διαδρομή των κλεμμένων στο εξωτερικό.

Περί τα 8.500 αρχαία υπολογίζεται ότι έκλεψαν οι Ναζί κατά την περίοδο της Κατοχής. Από αυτά ελάχιστα έχουν επιστραφεί κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’90, ενώ τα περισσότερα βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές ή στις γλυπτοθήκες και τα μουσεία της Γερμανίας ή καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Με αφορμή τη συζήτηση για το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις που δεν λάβαμε ποτέ, η Αρχαιολογική Υπηρεσία εγείρει και εκείνη με τη σειρά της την αξίωση της επιστροφής των αρχαιοτήτων που κλάπηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έχει ξεκινήσει μια μεγάλη έρευνα στα κρατικά αρχεία ώστε να εντοπιστούν κλοπές, αυθαίρετες ανασκαφές, καταστροφές αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, αν και εκτιμάται ότι η ζημιά που έχει γίνει από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ανυπολόγιστης αξίας.

Η έρευνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας βασίστηκε στην πρώτη καταγραφή που έγινε από την τότε Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων και εκδόθηκε σε τόμο με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών της Κατοχής» αμέσως μετά την απελευθέρωση, το 1946.

Η προσπάθεια καταγραφής

Η καταγραφή των αρχαιοτήτων άρχισε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το 1943, και έγινε διαδοχικά από τους αρχαιολόγους Χρήστο Καρούζο, Ιωάννη Μηλιάδη, Γρηγόρη Ανδρουτσόπουλο, Νικόλαο Ζαφειρόπουλο και Μαρίνο Καλλιγά.

Ο Καρούζος και ο Καλλιγάς φρόντισαν να σκάψουν στα έγκατα του Εθνικού Μουσείου, όπου έκρυψαν τα σημαντικότερα αγάλματα (μεταξύ άλλων κάποιους κούρους), για να μην τα βρουν οι κατακτητές.

Ωστόσο, ο κατάλογος του 1943 δεν ήταν πλήρης, σύμφωνα με τον τότε υπουργό Παιδείας Αντώνιο Παπαδήμο, καθώς αρκετοί από τους αρχαιολογικούς χώρους σε όλη την Ελλάδα δεν εντάσσονταν στην καταγραφή λόγω της έλλειψης αρχαιολογικού προσωπικού. Σύμφωνα με τον τότε υπουργό Παιδείας, οι γερμανικές αρχές πίεζαν την αρχαιολογική υπηρεσία είτε για να προστατεύσουν αρχαιοκάπηλους είτε για να συγκαλύψουν καταστροφές από στρατιωτικές ομάδες ή ακόμα και για να εμποδίσουν το κράτος να παρακολουθήσει τυχαία ανεύρεση αρχαιοτήτων.

Το 1942 στρατευμένοι Γερμανοί αρχαιολόγοι υπό τις διαταγές του Γ’ Ράιχ διεξήγαγαν ανασκαφές στην Κρήτη και τη Μακεδονία χωρίς άδεια και επίβλεψη από την ελληνική πλευρά. Η τύχη των ευρημάτων αγνοείται!

Ο τόμος του 1946 καταλήγει με την εξής φράση: «Για τους Γερμανούς, όλα τα μνημεία ήταν ουρητήρια και κατά προτίμηση το εσωτερικό του Παρθενώνα»!

Κνωσός: Η κοιτίδα του πρώτου αναπτυγμένου πολιτισμού επί ευρωπαϊκού εδάφους, λεηλατήθηκε από τους Ναζί, εχθρούς του πολιτισμού

 

Κλοπές και καταστροφές στην Κρήτη

Κνωσός: Ο στραηγός Ρίνγκελ έκλεψε από το Μουσείο της Κνωσού έντεκα πήλινα μινωικά αγγεία, μια χάλκινη υδρία και ένα λίθινο αγγείο. Για πολλές μέρες, επίσης, μετέφεραν αντικείμενα από το μουσείο στο σπίτι όπου έμενε. Στη συνέχεια, τα έστελνε στη Γερμανία. Ακόμη, Γερμανοί στρατιώτες έκλεψαν ειδώλια των θεοτήτων του υστερομινωικού ΙΙΙ ιερού του ανακτόρου της Κνωσού, ενώ ο βασιλικός τάφος των Ισοπάτων καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο τέλος του 1941 και τα υλικά από αυτόν χρησιμοποιήθηκαν ως παραπήγματα επάκτιων πυροβολείων.

Καστέλλι Κισσάμου: Στις 21 Νοεμβρίου 1943 οι Γερμανοί πήραν πάρα πολλά κομμάτια από την εκεί αρχαιολογική συλλογή.

Γόρτυνα: Εκλάπησαν ένα άγαλμα νύμφης ή Αφροδίτης Ρωμαϊκής εποχής ένα ανάγλυφο καθισμένης γυναίκας και επιτύμβιο Ελληνιστικών χρόνων, καθώς και δύο μικρές κεφαλές. Υπεύθυνος για τα παραπάνω ήταν ο στρατηγός Ρίνγκελ. Παράλληλα, το φθινόπωρο του 1941 οι Γερμανοί, για να βρουν θησαυρούς, ανατίναξαν το δάπεδο του Ισείου.

Διέλυσαν 120 αρχαιολογικούς χώρους

Τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα, ως νέοι «Έλγιν», κατέκλεψαν ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες. Τα περισσότερα αρχαία εστάλησαν στη Γερμανία, την Αυστρία και άλλες χώρες της Ευρώπης, ενώ κάποια από αυτά βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Γερμανίας. Για τη λεηλασία αυτή συντάχθηκαν μεταπολεμικά τρεις εκθέσεις: η καταγραφή του Υπουργείου Παιδείας, η έκδοση του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως του 1947 από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη με τίτλο «Θυσίες της Ελλάδος, αιτήματα και επανορθώσεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» και η έκθεση του βρετανικού Υπουργείου Πολέμου.

Η λεπτομερέστερη καταγραφή έγινε από το τότε ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με την οποία αποδεικνύεται περίτρανα ότι το Γ’ Ράιχ εξελίχθηκε σε έναν «στρατό αρχαιοκάπηλων». Οι Γερμανοί προκάλεσαν καταστροφές σε 87 αρχαιολογικούς ή ιστορικούς χώρους, οι Ιταλοί σε 39 και οι Βούλγαροι σε τρεις. Σήμερα μερικοί σημαντικότατοι αρχαιολογικοί τόποι, όπως της Βάρης, της Δημητριάδος ή του Παλαιοκάστρου Κρήτης, δεν σώζονται, καθώς πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες αυθαίρετες ανασκαφές, που προκάλεσαν την καταστροφή και την κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών.

Ό,τι βρήκαν στις ανασκαφές αυτές οι κατακτητές το πήραν μαζί τους, ενώ είναι άγνωστο σε εμάς τι βρέθηκε και τι κλάπηκε. Τέτοιου είδους καταστροφές έγιναν από Γερμανούς σε 24 τόπους και από Ιταλούς σε δύο. Συγκεκριμένα οι Γερμανοί έκλεψαν αρχαιότητες από 42 μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, αρχαιολογικές συλλογές, αγάλματα, ανάγλυφα, νομίσματα, χρυσούς στεφάνους και ιερά σκεύη.

Οι Ιταλοί έκλεψαν αρχαιότητες από 33 μουσεία, ενώ οι Βούλγαροι από 9 μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Παράλληλα λεηλατήθηκαν, καταστράφηκαν και υπέστησαν ζημιές πολλές βυζαντινές αρχαιότητες και κυρίως εκκλησίες. Εκτιμάται ότι καταστράφηκαν περί τα 15 μοναστήρια, μεταξύ των οποίων τα ιστορικής σημασίας της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου, όπως επίσης και 300 εκκλησίες με έργα μεγάλης πολιτιστικής αξίας.