Ως μαρτυρικά χωριά, η Ελληνική Πολιτεία με διάταγμα που υπογράφει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, χαρακτηρίζει τα χωριά που υπέστησαν τις βαρβαρότητες των κατοχικών στρατευμάτων, εκείνα τα χωριά που μεγάλος αριθμός των κατοίκων τους εκτελέστηκαν και εκείνα που έχουν πυρποληθεί.
Το σύνολο των μαρτυρικών χωριών της Ελλάδας ανέρχεται στον αριθμό 131 στις οκτώ περιφέρειες της χώρας. Αναλυτικά, το πλήθος των μαρτυρικών χωριών κατανέμεται ως εξής: Στερεά Ελλάδα 15, ΄Ηπειρος – Ιόνια νησιά 25, Μακεδονία – Θράκη 31, Πελοπόννησος 11, Θεσσαλία 8 και Κρήτη 41.
Στην Κρήτη τα μαρτυρικά χωριά κατανέμονται ως εξής: 9 χωριά στον νομό Ρεθύμνου, 18 χωριά στον νομό Ηρακλείου, 10 χωριά στον νομό Χανίων και 4 χωριά στον νομό Λασιθίου.
Αναλυτικά, τα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης είναι τα εξής:
Άγιος Βασίλειος Βιάννου Ηρακλείου, Αμιράς Ηρακλείου, Άνω Βιάννος Ηρακλείου, Άνω Μέρος Ρεθύμνου, Ανώγεια Ρεθύμνου, Βαχός Ηρακλείου, Βορρίζα Ηρακλείου, Βρύσες Αμαρίου Ρεθύμνου, Γδόχια Λασιθίου, Γερακάρι Ρεθύμνου, Δαμάστα Ηρακλείου, Έμπαρος Ηρακλείου, Κακόπετρος Χανίων, Καλάμι Ηρακλείου, Καλή Συκιά Ρεθύμνου, Καλλικράτης Χανίων, Καμάρες Ηρακλείου, Κάνδανος Χανίων, Κάτω Βιάννος Ηρακλείου, Κάτω Σύμη Ηρακλείου, Κεφαλοβρύσι Ηρακλείου, Κοντομαρί Χανίων, Κοξαρέ Ρεθύμνου, Κουστογέρακο Χανίων, Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, Λιβαδάς Χανίων, Λοχριά Ρεθύμνου, Μαλάθυρος Χανίων, Μαγαρικάρι Ηρακλείου, Μονή Χανίων, Μουρνιές Λασιθίου, Μύρτος Λασιθίου, Πεύκος Ηρακλείου, Ρίζα Λασιθίου, Σαχτούρια Ρεθύμνου, Σάρχος Ηρακλείου, Σκινέ Χανίων, Σούγια Χανίων, Συκολόγος Ηρακλείου, Τυμπάκι Ηρακλείου και Χόνδρος Ηρακλείου.
Οι Καμάρες συγκαταλέγονται στο δίκτυο των μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας, αφού τον Μάιο του 1944 πυρπολήθηκαν αφού πρώτα λεηλατηθήκαν και ακολούθησαν εκτελέσεις των κατοίκων.
Για τις Καμάρες, η μαύρη νύχτα για την περιοχή κράτησε 39 μήνες και 25 ημέρες.
Από την 1η Ιουνίου 1941 που κατέλαβαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές του Αντιπτεράρχου Κουρτ Στούντεντ το νησί, ως τις 24 Σεπτεμβρίου που τα γερμανικά στρατεύματα της ενδοχώρας συμπτύχτηκαν στην πόλη του Ηρακλείου.
Αυτή η σκληρή περίοδος σημάδεψε ανεξίτηλα τις Καμάρες. Στις 3 Μαΐου 1944, μετά την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, ο Διοικητής του 65ου γερμανικού συντάγματος που είχε έδρα στον Αμελούζο Καινουρίου, ύστερα από διαταγή του εγκληματία πολέμου και διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Μπρούνο Μπρόγερ, έστειλε ένα τάγμα στο χωριό Μαγαρικάρι, χωριό του Καπετάν Πετρακογιώργη, και με το αφήγημα των «αντιποίνων» διέταξε να καταστραφούν τα χωριά Μαγαρικάρι, Καμάρες και Λοχριά.
Στις Καμάρες, τόση ήταν η λύσσα των ναζιστών, ώστε εκτός από τα σπίτια που πυρπόλησαν ολοσχερώς αφού πρώτα τα λεηλάτησαν, κατέστρεψαν και το σχολείο και την εκκλησία του χωριού.
Μαρτυρίες επιζώντων κατοίκων αναφέρουν ότι ο «ιπποτικός» γερμανικός στρατός πήρε ακόμη και τα κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών πριν τα πυρπολήσουν.
Για την καταστροφή του χωριού, διαβάζουμε από τη φιλογερμανική εφημερίδα των Χανίων ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, στο φύλλο 806 της 5ης Ιουνίου 1944, ένα απόσπασμα από άρθρο γερμανόφιλου συντάκτη:
«Η θρασεία και εγκληματική πράξις των συμμοριτών της υπαίθρου οι οποίο απήγαγον και εξαφάνισαν τον Στρατηγόν Κράιπε κατέστησαν αναπόφευκτον την λήψιν μέτρων…
Τα χωρία Λοχριά, Καμάρες και Μαγαρικάρι περικυκλώθησαν από τα γερμανικά στρατεύματα την 3η Μαΐου 1944 και εκκενώθησαν κατά την διεξαγωγήν μιας μεγάλης επιχειρήσεως εναντίον των συμμοριτών εις το όρος Ψηλορείτη.
Μετά την μεταφοράν του πληθυσμού έξω των χωρίων, ταύτα ισοπεδώθησαν…
Από μηνών τα χωρία Λοχριά, Καμάρες και Μαγαρικάρι, ήσαν τόποι παραμονής και κέντρα ανεφοδιασμού. Ενήργησαν την λάθρα μεταφοράν όπλων και την διάβασιν Βρετανών αξιωματικών κομμάντος από την θάλασσαν εις τα βουνά.
Υπήρξαν μάρτυρες των επανειλημμένων αιφνιδίων επιδρομών εναντίον γερμανών στρατιωτών. Με την στάσιν τους, με την παροχήν στέγης εις τους συμμορίτας, με τον ανεφοδιασμόν των με τρόφιμα και με την εκτελεσθείσαν υπηρεσίαν ειδοποιήσεώς των κατά την προσέγγισιν γερμανών στρατιωτών, κατέστη το σύνολον των κατοίκων των εν λόγω χωρίων συννένοχον των συμμοριτών…
Αι συμμορίαι του Πετρακογιώργη παρελάμβανον μεγάλο μέρος των τροφίμων των από το χωρίον Καμάρες…
Οι άρρενες κάτοικοι του χωρίου Καμάρες διανυκτέρευον πάντοτε έξω του χωρίου. Με μυστικάς διατηρουμένας ραδιοφωνικάς συσκευάς ήκουον και μετέδιδον εχθρικάς ειδήσεις. Κατά την διεξαχθείσαν έρευναν ανευρέθησαν πιστόλια και ντουφέκια…».
Αυτά γράφει ο αρθρογράφος για τις Καμάρες. Δεν αναφέρει όμως στο άρθρο του ότι οι γυναίκες των Καμαρών κλείστηκαν στην εκκλησία του χωριού και διατάχθηκαν να μεταφέρουν μέσα σ’ αυτήν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα των σπιτιών τους.
Αφού τα συγκέντρωσαν οι γυναίκες, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ τις έδιωξαν και τα αφαίρεσαν, πυρπολώντας συγχρόνως το χωριό. Οι πλιατσικολόγοι και εγκληματίες Γερμανοί δεν σεβαστήκαν ούτε τις γυναίκες, ούτε το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων.
Ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων, στην εφημερίδα του Ηρακλείου ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1946, συντάκτης με τα αρχικά Μ.Δ. αφιερώνει ένα άρθρο στο χωριό Καμάρες δίδοντάς του τον τίτλο:
ΕΝΑ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ
Συγκεκριμένα, στον Εθνικό Κήρυκα ο συντάκτης του άρθρου Μ.Δ. σημειώνει:
«Στις νοτιανατολικές πλευρές του Ψηλορείτη βρίσκεται το χαροκαμένο χωριό των Καμαρών. Χωριό που οι κάτοικοί του δεν βεβήλωσαν την Ελληνική τους καταγωγή στα χρόνια της κατοχής συνεργαζόμενοι με τον καταχτητή ή παραμελούντες τας Εθνικάς τους υποχρεώσεις, αλλά αντάξιοι των αρχαίων προγόνων τους στους διαφόρους Εθνικούς αγώνας, προσέφεραν τα πάντα στον αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας.
Ο καταχτητής που είχε αντιληφθεί την εθνική τους δράση ανετίναξε εκ θεμελίων το ηρωικό αυτό χωριό και έδιωξε τους κατοίκους του για να ζήσουν ξένοι, άστεγοι, δυστυχισμένοι στα διάφορα άλλα χωρία.
Και μέσα στο διάστημα της κατοχής, τριάντα διαλεχτά παλικάρια του χωριού, βρήκαν τον πιο φριχτό θάνατο από τον απαίσιο κατακτητή, γιατί νόμιζε έτσι πως θα μείωνε και θα έσβυνε το εθνικό φρόνημα του λαού αυτού.
Μα το αίμα των ηρώων αυτών πότισε και θέριεψε το δέντρο της εθνικής μας λευτεριάς. Και τώρα και ενάμιση χρόνο στην πατρίδα μας φυσά το μυροβόλο αγέρι της εθνικής μας ανεξαρτησίας.
Μα οι κάτοικοι των Καμαρών δεν μπορούν να το χαρούν και να νοιώσουν πλέρια τη γλυκειά λευτεριά μας, γιατί στενάζουν κάτω από τον ζυγό της δυστυχίας, της ξεσπιτωσιάς, της αρρώστιας, της γδύμνιας και της εγκαταλείψεως.
Κάτω από ένα μικροσκοπικό σπιτάκι, που καθένας τους κατόρθωσε να κτίσει με μύριους κόπους κουβαλώντας ότι του είχε μείνει από την καταστροφή, ζουν στο απομονωμένο χωριό τους βίον αβίωτον γυμνοί, ξυπόλυτοι, άρρωστοι και δυστυχισμένοι.
Σε άλλα χωριά κατεστραμμένα, το Κράτος έστειλε πρώτες ύλες, χρηματικάς ενισχύσεις και τεχνίτες και έκαμε μια προσωρινή στέγαση των κατοίκων των μέχρι της οριστικής τοιαύτης. Μα στις Καμάρες τίποτα.
Γι’ αυτό χρειάζεται και είναι Εθνικόν καθήκον
1) Άμεσος ενίσχυσις των κατοίκων δια την οριστική ή προσωρινή στέγασή τους με πρώτες ύλες, χρήματα και τεχνίτες.
2) Άμεσος λειτουργία και ενίσχυσις της παιδικής εστίας που τώρα και τέσσερις μήνες δεν λειτούργησε στο χωριό.
3) Άμεσος αποστολή υπό του κράτους ιατρών οι οποίοι να εξετάσουν άπαντας λεπτομερώς τους κατοίκους
4) Άμεσος αποστολή φαρμάκων και των άλλων μέσων τα οποία οι εξετασταί ιατροί θα κρίνουν ότι είναι απαραίτητα δια την υγείαν των κατοίκων και την διατήρησιν αυτής.
5) Ίδρυσις μονίμου λαϊκού ιατρείου και φαρμακείου (το οποίον θα εξυπηρετεί και τα άλλα κατεστραμμένα γειτονικά χωριά Μαγαρικάρι, Βορρίζα και Λοχριά).
6) Άμεσος αποστολή γεωργικών εργαλείων, σπόρων και λιπασμάτων δια την καλλιέργειαν της περιφερείας τους.
7) Άμεσος αποστολή υποδημάτων και ενδυμάτων για την υπόδηση και το ντύσιμο των κατοίκων, δωρεάν ή επί πληρωμή εις λογικάς τιμάς.
8) Άμεσος και επιτακτική ανέγερσις διδακτηρίου δια την λειτουργίαν του σχολείου.
9) Άμεσος επίσκεψις των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών εις το χωριό τούτο δια την μελέτην και επίλυσιν των διαφόρων ζωτικών ζητημάτων τους. Μ.Δ.».
Μια εμβληματική μορφή από τις Καμάρες ήταν η Χρυσή Σταθωράκη. Στο πρόσωπό της καθρεπτίζεται η γυναίκα της Κρήτης στην Αντίσταση. Ο Μανόλης με τη Χρυσή Σταθωράκη από το χωριό Καμάρες, απέκτησαν εφτά γιους. Τον Γρηγόρη, τον Παύλο, τον Κωστή, τον Κυριάκο, τον Γιώργη, τον Μιχάλη και τον Παναγιώτη.
Ο πατέρας τους ο Μανόλης πέθανε πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίκου Πολέμου. Στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της κατοχής που ακολούθησε τη Μάχη της Κρήτης, η Χρυσή έχασε τα έξι από τα εφτά παιδιά της. Στον πόλεμο με τους Ιταλούς έχασε δύο παλικάρια, τον Γρηγόρη και τον Παύλο.
Στη μάχη στου Παπά στο Πέραμα στο χωριό Γρηγοριά, οι δωσίλογοι με τους Γερμανούς εκτέλεσαν τον Μιχάλη που ήταν αντάρτης στην ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη και είχε πέσει στα χέρια τους.
Στη τυλιξά της Μεσαράς στα τέλη του Μαΐου το 1944, με το «αφήγημα» των αντιποίνων για την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, πιάστηκαν τρία παιδιά της, ο Κωστής, ο Κυριάκος και ο Γιώργης.
Οι βάρβαροι Γερμανοί τους επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς μαζί με άλλους πατριώτες και τους Εβραίους της Κρήτης. Στο ταξίδι για τον Πειραιά, το καράβι τορπιλίστηκε και τα παιδιά της Χρυσής έχασαν τη ζωή τους.
Ο μοναδικός γιος που της απέμεινε, μοναδική παρηγοριά της, ήταν ο Παναγιώτης. Στο μνημείο των Καμαρών, διαβάζουμε τα έξι ονόματα των αδερφών Σταθωράκη. Πίσω απ’αυτά τα ονόματα, δεν απεικονίζεται ο ισόβιος θρήνος της μητέρας τους Χρυσής.
Μια άλλη εμβληματική μορφή των Καμαρών ήταν ο Μανόλης Ντισπυράκης ή Μανολιό. Γεννήθηκε στο χωριό Καμάρες Πυργιωτίσσης το έτος 1916 και δούλευε στο ποιμνιοστάσιο του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του ως «φαμέγιο», δηλαδή πιστό υπηρέτη.
Με την κατάληψη της Κρήτης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, την 1η Ιουνίου 1941, εντάσσεται στην Οργάνωση του «αφεντικού» του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.
Στις 8 Μαΐου 1943 συλλαμβάνεται στον Ψηλορείτη. Ήταν στην υπηρεσία του συμμαχικού ασυρμάτου, ο οποίος την Άνοιξη του 1943 βρισκόταν σε μια σπηλιά στη θέση «Καχτάκι», ανατολικά του χωριού Φουρφουράς Αμαρίου.
Οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στη Φορτέτσα Ρεθύμνου και βασανίστηκε με απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει τους συναγωνιστές του. Το Μανολιό δεν άνοιξε το στόμα του να μαρτυρήσει και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο.
Στο τέλος καταφέρνει να δραπετεύσει και επιστρέφει στο λημέρι του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, στη θέση «Χαμαμουτζή», των Λασιθιώτικων βουνών.
Μετά τη μάχη της Σύμης τον Σεπτέμβριο του 1943, τις εκτελέσεις και την καταστροφή των χωριών της Βιάννου, οι Βρετανοί Αξιωματικοί Σύνδεσμοι αποφάσισαν να απομακρύνουν από την Κρήτη τον Μανόλη Μπαντουβά και τους άντρες του.
Κατευθύνθηκαν στα Χανιά, στην περιοχή του Καλλικράτη, περιμένοντας το πλωτό μέσον. Στις 4 Οκτωβρίου 1943, οι αντάρτες έδωσαν μάχη με τους γερμανοϊταλούς στην ορεινή περιοχή «Τσιλίβδικα».
Στις 12 Οκτωβρίου 1943, ο Μανόλης Ντισπυράκης τραυματίζεται σε συμπλοκή του με γερμανούς στην περιοχή της Σκαλωτής Σφακίων, με τρεις γερμανικές σφαίρες στα πόδια και στο χέρι. Παρά το ανελέητο κυνηγητό, (οι Γερμανοί είχαν και σκυλιά μαζί τους), δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν. Καταφεύγει στο χωριό Λευκόγεια, στο σπίτι του γιατρού Εμμανουήλ Παπαδάκη.
Ο γιατρός περιποιείται τα τραύματά του. Ο Μανόλης Ντισπυράκης, φεύγοντας από το σπίτι του γιατρού, πέφτει πάνω σε γερμανική περίπολο και συλλαμβάνεται δεύτερη φορά. Κλείνεται στα κρατητήρια Ρεθύμνου.
Όταν διαπιστώνουν οι κατακτητές πως ο κρατούμενος είναι ο Μανόλης Ντισπυράκης, τον οδηγούν αλυσοδεμένο στην Αγυιά Χανίων και τον εκτελούν στις 30 Νοεμβρίου 1943, σε ηλικία 27 ετών.
Ο Κωστής Σαριδάκης (Λαγός) ζει στο χωριό Καμάρες. Με την πένα του γράφει ποιήματα και μαντινάδες για την Κατοχή και την Κρητική Αντίσταση. Για τους ήρωες χωριανούς του που έπεσαν τα χρόνια 1940-1944 έγραψε:
Έτος σαραντατέσσερα, Κρήτη λεβεντογένννα
που βάφτηκε το χώμα σου, πολλές φορές με αίμα.
Οι Γερμανοί μας πολεμούν, μα η Κρήτη επιμένει
μάχες πολλές εγίνανε κι ο Ψηλορείτης τρέμει.
Μα οι Καμάρες καίγονται, Καμαριανοί χαθήκαν
κι αυτοί που μείναν στη ζωή, στα μαύρα εντυθήκαν.
Μα όλα τα ονόματα, που είναι δω γραμμένα
ήταν κορμιά παλικαριών, που΄ναι στη γη θαμμένα.
Κι όλοι μαζί τους κάναμε, μνημείο για πεσόντες
να μείνουνε αθάνατοι, για χρόνια και αιώνες.
Πρέπει να μνημονεύομε, ποτέ μη τους ξεχνούμε
γιατί θυσιαστήκανε, ελεύθεροι να ζούμε.
Την Κυριακή 26 Μαΐου 2024, ο γράφων είχε την τιμή να εκφωνήσει λόγο μπροστά στο μνημείο των Καμαρών, στο μνημόσυνο για τα θύματα του χωριού τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ως επίλογος της ομιλίας, ειπώθηκαν τα παρακάτω λόγια «Αισθάνεται κανείς δέος και σεβασμό, όταν στέκεται μπροστά στο μνημείο των Καμαρών και αναστοράται τις φωνές των νεκρών. Των 8 νεκρών παλικαριών του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Των 28 νεκρών παλικαριών της κατοχής.
Την φωνή του Μανολιού Ντισμπυράκη που δυο φορές πιάστηκε από τους Γερμανούς, δυο φορές δραπέτευσε από τα χέρια τους αλλά τελικά εδωσε το αίμα του για την πατρίδα στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Αγυιά Χανίων.
Τη φωνή της Χρυσής Σταθωράκη που έδωσε έξι γιους για την πατρίδα. Αν κάποτε σκαλίζαμε σε χαλκό ή μάρμαρο τη μορφή της γυναίκας της Κρήτης στην Αντίσταση, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη μορφή της Χρυσής.
Έξι παιδιά, ατέλειωτος πόνος και ισόβιος θρήνος. Τα ονόματα στο μνημείο, οι ήρωες και μάρτυρες τούτου του χωριού, που έχουμε την τιμή να μνημονεύουμε σήμερα. Ένα χωριό που πέρα από το αίμα που πρόσφερε, πέρα από τον εφιάλτη που έζησε στα χρόνια της Κατοχής, δεν λύγισε.
Τάχτηκε σύσσωμο και αλληλέγγυο στην υπόθεση του αγώνα. Περιέθαλψε, αγωνιστές και καταδιωκόμενους, αλλά και στελέχωσε με παλικάρια αντάρτικες ομάδες όταν η φωνή της πατρίδας το καλούσε.
Και δέχτηκε πάνω του τον φασισμό και ναζισμό των αξιωματούχων αλλά και των στρατιωτών της Βέρμαχτ. Κατατάσσοντάς το ως μαρτυρικό χωριό στο δίκτυο των μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας.
Αυτές ήταν οι Καμάρες της Αντίστασης και της θυσίας που τιμούμε σήμερα.
Έχουμε χρέος όλοι μας, απέναντι στην ιερή μνήμη των νεκρών της Κρήτης αλλά και των νεκρών του ηρωικού χωριού των Καμαρών, να μείνουμε πιστοί στα ιδανικά της ειρήνης, της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας, που γι’αυτά τα ιδανικά έδωσαν τη ζωή τους και το τίμιο αίμα τους οι αγωνιστές του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Μάχης της Κρήτης και όλων όσοι έπεσαν νεκροί από τα φασιστικά και ναζιστικά κατοχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια της Χιτλερικής κατοχής.
Ο φασισμός και ο ναζισμός βουτηγμένοι στο αίμα και στο έγκλημα τριάντα και πλέον εκατομμυρίων νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποδοκιμάσθηκαν από την πανανθρώπινη κραυγή και κατάρα, ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια πόλεμος.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί Καμαριανοί, έχουμε υποχρέωση όλοι μας να τιμούμε και να προβάλουμε τη Μάχη της Κρήτης και την πρωτοπόρο Αντίσταση που ακολούθησε την κατάληψη του νησιού σε πανελλήνια και σε παγκόσμια έκταση. Αυτό είναι η καλύτερη τιμή στη μνήμη των ηρωικών νεκρών μας, των ηρωικών παλικαριών του χωριού σας.
Και δεν θα μπορούσα να κλείσω αλλιώς την ταπεινή μου αυτή ομιλία, παρά με τους στίχους της μαντινάδας που γράψατε στη βάση του μνημείου σας:
«Οι ήρωες και τα βουνά μονάχα δεν πεθαίνουν
σύμβολα δόξας και τιμής, σ’ αυτόν τον κόσμο μένουν».