Βομβαρδιστικό αεροπλάνο Β 29
Βομβαρδιστικό αεροπλάνο Β 29, (American Army Air Force AAAF). Με τέτοιου τύπου αεροσκάφη, βομβάρδισαν οι Αμερικάνοι το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μελκ, όπως περιγράφει ο Νίκος Καραγιάννης στο χειρόγραφό του

Ο Νίκος Καραγιάννης, παιδί προσφύγων της Ιωνίας που κατοίκησαν στο Ηράκλειο, εντάχτηκε στην Αντίσταση αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης από τα φασιστικά – γερμανικά στρατεύματα, σε ηλικία 18 ετών.

Το 1943, μετά από προδοσία πιάστηκε από τους Γερμανούς, βασανίστηκε στα μπουντρούμια της οδού Πεδιάδος, δικάστηκε και καταδικάστηκε στο Στρατοδικείο της Αγυιάς Χανίων σε «υπερορία», δηλαδή σε εγκλεισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Γ΄ Ράιχ.

Όταν πέρασε την πύλη του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν, ο Νίκος ήταν μόλις είκοσι (20) χρονών. Σ’αυτήν την ηλικία γνώρισε το πρόσωπο του βάρβαρου κατακτητή, της ναζιστικής ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης και των πρακτικών βασανισμού και θανατώσεως χιλιάδων συγκρατουμένων του.

Το Μαουτχάουζεν, το Μελκ και το Εμπενζεέ, ήταν τα στρατόπεδα που μεταφέρθηκε ο Νίκος Καραγιάννης. Και τα τρία βρίσκονταν στην Αυστρία. Η νεαρή του ηλικία, το σθένος και το θάρρος του βοήθησαν τον Νίκο Καραγιάννη παρά τις αντιξοότητες να επιζήσει των στρατοπέδων συγκέντρωσης των γερμανοφασιστών. Τις εμπειρίες του, κατέγραψε σε ένα χειρόγραφο κείμενο 120 σελίδων με τίτλο:

“Πέρα από το Μαουτχάουζεν’ª

Μεταγωγή στο στρατόπεδο του Μελκ
Μεταγωγή στο στρατόπεδο του Μελκ, (Διαμάντης Θεόφιλος, 9 Ιανουαρίου 2018, Κόκκινος Φάκελος)

Από το χειρόγραφο του Νίκου Καραγιάννη, παρουσιάζουμε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα για τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μελκ, ένα στρατόπεδο δορυφόρο του Μαουτχάουζεν. Γράφει ο Νίκος Καραγιάννης:

«…το στρατόπεδο είχε γιγαντωθεί και από 1500 κρατουμένους ο αριθμός έφθασε τις 12-14000, οι άρρωστοι στο Νοσοκομείο τους 2000 και οι πεθαμένοι καθημερινώς από 150-200. Εν τω μεταξύ βέβαια είχε γίνει το κρεματόριο και έτσι γίνονταν οι καύσεις των πτωμάτων όλο το εικοσιτετράωρο.

Ίσως χρειάζεται εδώ να αναφέρω πως το προσωπικό του Νοσοκομείου είχε τεραστίως αυξηθεί με γιατρούς επώνυμους από την Κεντρική Ευρώπη. Τσέχους Ούγγρους, Πολωνούς, Εβραίους κλπ. Είχαμε ένα αρχίατρο Αυστριακό, ένα άνθρωπο ζάχαρη, φιλεύσπλαχνο και φιλάνθρωπο από τις γνωστές εξαιρέσεις που παρουσίαζαν ενίοτε οι Γερμανοί κυρίως Αυστριακοί αλλά και ένα SS Δεκανέα Μόνικερ ονόματι που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω όσο ζω. Τέτοιο κέρατο βερνικωμένο δεν έχω ξανασυναντήσει στη ζωή μου.

Ανελέητο σαδιστή που με το μαστίγιο στο χέρι έδιωχνε κάθε μέρα από τους πολλούς που ερχόταν να μπουν για νοσηλεία όσους κατάφερναν να στέκονται όρθιοι. Τι φοβερός κακούργος αυτός ο άξεστος ξυλοκόπος από τη Σαξονία.

Πάντα με έβλεπε με μισό μάτι γιατί εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει οι διάφορες ίντριγκες (υποσκάψεις) ανάμεσά μας, δοθέντος ότι η Γραμματεία είχε τόση δουλειά που είχε επανδρωθεί με πολύ προσωπικό κυρίως Γερμανούς και Αυστριακούς. Έχασα μέσα από τα χέρια μου το Χρήστο το Σπίρτζη και τον Χατζηγεωργίου από τον Κατσαμπά και αρκετούς βέβαια άλλους Έλληνες, όμως και αυτό το λέγω με περηφάνια η θνησιμότητα των Ελλήνων ήταν η μικρότερη στο στρατόπεδό μας μόλις το 35-40% έναντι 80% και άνω των άλλων εθνοτήτων.

Και οι Γάλλοι επειδή ήταν από τους πρώτους και αυτοί είχαν μικρό ποσοστό θνησιμότητας. Όλες οι φυλές του Ισραήλ είχαν μαζευτεί εκεί και το τι γινόταν δεν περιγράφεται. Εκεί ισοπεδωνόταν η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου δεν υπήρχε περηφάνια, ούτε συνείδηση, ούτε θέληση, τα πάντα όλες οι ανθρώπινες αξίες είχαν καταρρεύσει.

Αριστερά ο Νίκος Καραγιάννης και δεξιά ο Μιχάλης Κόκκινος
Δύο φίλοι, μέλη της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, σε φωτογραφία στα μετακατοχικά χρόνια. Αριστερά ο Νίκος Καραγιάννης και δεξιά ο Μιχάλης Κόκκινος

Αρκεί να σας αναφέρω ένα κλασικό παράδειγμα. Είχα για καθαριστή θαλάμου ένα περίφημο και επώνυμο, (μεγάλο), Ούγγρο καρδιολόγο μεγάλης φήμης με μεγάλη κλινική στη Βουδαπέστη που ερχόντουσαν να τους εξετάσει περίτρανοι SS αξιωματικοί. Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε με τα μίση, τα πάθη, τις κλεψιές και τις διαβολές που ήταν σε ημερήσια διάταξη μέχρι που έγινε το μεγάλο κακό!

Ήταν πια 1945, είχε γίνει η αποτυχημένη απόπειρα κατά του Χίτλερ και επίσης είχε χαθεί η τελευταία ελπίδα των Γερμανών με τη μάχη των Αρδεννών και τα πενιχρά αποτελέσματα των V1-V2 και περνούσαμε κάτι αλκυονίδες μέρες με σπάνιες λιακάδες, παρατηρώντας τον ουρανό που έβριθε κυριολεκτικά από τα συμμαχικά αεροπλάνα που ολημερίς πετούσαν στα ύψη κατά χιλιάδες.

Τα περίφημα ιπτάμενα φρούρια Β49 των Αμερικανών λες και είχαν προσκλητήριο συγκέντρωσης πάνω από το χώρο μας από τις διάφορες βάσεις εξορμήσεως για να αλωνίζουν τους ουρανούς και να βομβαρδίζουν όλη μέρα γιατί ακούγαμε καθαρά το γδούπο των βομβών που έσκαζαν μακριά μας.

Ο Δούναβης πάντα ήρεμος, μεγαλοπρεπής, φαρδύς, τόσο που δεν έβλεπες σχεδόν απέναντι, κυλούσε τον αέναο δρόμο του προς τον προορισμό του. Έτσι είμαστε ξαπλωμένοι ένα πρωινό έξω στη λιακάδα όταν ένα σμήνος Β49 κατέβηκε χαμηλότερα από συνήθως και άφησε δέσμες βομβών μέσα στον περίγυρο του στρατοπέδου, από σφάλμα όπως τα ραδιόφωνα είπαν μετά!

Το τι χαλασμός έγινε δεν περιγράφεται. 110 βόμβες έπεσαν μέσα από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Έπεσα μπρούμυτα εκεί που λιαζόμουν οι εκρήξεις από τις βόμβες, η χλαπαταγή, τα θραύσματα που μου κατακαίγανε τα γυμνά μέλη μου δεν έλεγαν να τελειώσουν ποτέ, τόσο πολύ μου φάνηκε πως κράτησε το κακό. Όμως όταν τελείωσε και σηκώθηκα ψαχνόμουνα και διεπίστωσα πως ήμουν αρτιμελής. Απέναντί μου το αναρρωτήριο που ήταν δυο μακρινάρια παραπήγματα ήταν σμπαραλιασμένο τόσο, που κειτόταν σαν εκτροχιασμένο τρένο.

Η σκοπιά απέναντί μου ήταν εξαφανισμένη, οι δε εγκαταστάσεις του στρατοπέδου που ήταν ξύλινες είχαν γίνει ένας σωρός σπιρτόξυλα. Μόνο τα μεγάλα κτήρια και τα μαγειρεία που ήταν κτισμένα με πέτρες και μπετόν έμεναν κάπως όρθια. Καταλαβαίνετε το τι χαμός ακολούθησε, τι πανικός, φωνές απόγνωσης, βογκητά, εκκλήσεις για βοήθεια πανταχούθε, τρεχάματα χωρίς προορισμό. Με μια κουβέντα χαλασμός Κυρίου. Ευτυχώς ο πολύς κόσμος ήταν έξω στη δουλειά, έτσι από τους 3500 ανθρώπους που είμαστε εκείνη την ώρα μέσα οι 850 ψαχνόμαστε διότι οι άλλοι είχαν σχεδόν εξαερωθεί, διαλυθεί κυριολεκτικά με άλλους τόσους τραυματίες όσοι και οι ζωντανοί. Τι τραυματίες τώρα; Πόδια; έρια; Άστα να πάνε, αυτά δεν περιγράφονται.

-Νίκο δώσε μου ένα τσιγάρο!

Του το έβαλα στο στόμα, δεν είχε χέρια ούτε πόδια, καπνός δεν βγήκε από τα πνευμόνια του, είχε πεθάνει με την πρώτη ρουφηξιά. Θα το σταματήσω εδώ γιατί ότι και να πω θα είναι λίγο μπροστά στο μέγεθος της συμφοράς!

Η αναστήλωση των παραπηγμάτων έγινε σε χρόνο μηδέν και η ζωή στο στρατόπεδο γρήγορα ξαναβρήκε τον κανονικό ρυθμό της. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση προσπαθώντας να σκιαγραφήσω τις εντυπώσεις με τις διάφορες εθνικότητες που συναγελαζόμαστε σ’αυτό το στρατόπεδο του Μελκ. Η πιο περήφανη ράτσα ήταν αναμφισβήτητα οι Ρώσοι, φοβεροί σε πείσμα, περηφάνια και αντίσταση, δυνατοί στο σώμα και στην ατσαλοσύνη του χαρακτήρα τους.

Γυναίκες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έργο της Αυστριακής ζωγράφου Geija Stoijka

Οι μόνοι που κάθε τόσο έκαναν απόπειρες δραπετεύσεως από την δουλειά έξω, γνωρίζοντας ότι τους περίμενε η αγχόνη ενώπιον όλων των κρατουμένων, λες και θέλανε αυτά τα παιδιά να δείξουν σε εμάς τους υπόλοιπους ότι δεν σκιάζονται με τίποτα και αγέρωχα και θαρραλέα πηδούσαν πάνω στο σανίδι της κρεμάλας περνώντας το σκοινί στο λαιμό τους.

Πολλά έχουν δει τα μάτια μου αλλά αποκαλύπτομαι με ευλάβεια μπροστά στην αντρειοσύνη αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων. Όχι πως είμαι σφόδρα ή ακραιφνής φιλορώσος, όμως ο θαυμασμός μου γι’αυτούς εκεί μέσα στο στρατόπεδο είναι πάρα πολύ μεγάλος! Οι λίγοι Γάλλοι που είχαμε, είχανε την έμφυτη εκείνη ευγένεια που σε σκλάβωνε, μειλίχιοι σου φερόντουσαν με μια ανείπωτη ευγένεια και οι γιατροί γνήσια ζάχαρη!

Είχαμε τους χοντροκομμένους μπορώ να πω Έλληνες από τη Βόρειο Ελλάδα και όχι μόνο φιλοτομαριστές και σκληροτράχηλους αλλά όποιος δεν παινέσει το σπίτι του που λένε θα πέσει να τον πλακώσει. Φιλότιμοι με αγαθά και φιλικά αισθήματα για τους συμπάσχοντες φιλεύσπλαχνοι και φιλόδωροι άνθρωποι!

………………………………

Τα Γερμανικά μέτωπα κατέρρεαν τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Παντού οι Σύμμαχοι κυρίαρχοι προχωρούσαν για το τελικό χτύπημα στο τέρας που ήδη σφάδαζε από τα ανηλεή χτυπήματα που δεχόταν από ξηράς και προπαντός από αέρος. Οι ουρανοί κυριαρχούνταν από τα συμμαχικά αεροπλάνα, σπάνια βλέπαμε Γερμανικό αεροπλάνο να πετά.

Τα χαρμόσυνα μηνύματα έφθαναν από παντού, προπαντός από την ανατολική πλευρά. Οι Ρώσοι πλησίαζαν στη Βιέννη ακάθεκτοι. Το τέλος ήταν πια κοντά και η αγωνία μας για επιβίωση μεγάλωνε επειδή παίρναμε αντιφατικές πληροφορίες απ’έξω, ότι δηλαδή οι SS δεν θα δίσταζαν σε μια ομαδική εκτέλεση σαν το Απαθανήτω η ψυχή μετά των αλλοφύλων.

Διανύαμε ήδη το τελευταίο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου και ο χειμώνας είχε ενσκήψει δριμύς περισσότερο από μέχρι τότε όταν με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά το αστροπελέκι των μηχανορραφιών που έσφιγγαν γύρω μου προ πολλού ένα σφιχτό κλοιό εξόντωσής μου. Γιατί είχα κάνει το αναρρωτήριο Ελληνική παροικία όπως έχω προαναφέρει.

Γιατί η αλήθεια να λέγεται, το ρίσκο που έπαιρνα με την τόσο μεροληπτική στάση μου απέναντι στους συμπατριώτες μου, ήταν μεγάλο. Και το χτύπημα σκληρό και αδυσώπητο ήλθε και με χτύπησε απρόσμενα!

Ήταν νύχτα όταν ο Μάνικερ, εκείνο το κτήνος ο SS δεκανέας, ενέσκηψε και με σήκωσε άρον άρον από το κρεβάτι μου κατηγορώντας με πως παρήκουσα δήθεν μια διαταγή του δε θυμούμαι τι. Και αφού με διέταξε να ντυθώ με υποχρέωσε να σκύψω γύρω από μια καρέκλα και με ένα βούρδουλα που κρατούσε μου κατέφερε είκοσι πέντε ανηλεή χτυπήματα στον πισινό, αδιάφορος σκληρός και αμίλητος παρά τα ουρλιαχτά μου καθώς σφάδαζα από τους πόνους!

Στη συνέχεια με διέταξε και τον ακολούθησα μέσα στη νύχτα μέχρι την κυρία πύλη του στρατοπέδου κάτω από την σκοπιά των φρουρών δίπλα στο ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα για να περιμένω μέσα στην παγωνιά όρθιος μέχρι να ξημερώσει για να αναφέρω στον Διοικητή του στρατοπέδου αυτά που είχε κατά νου.

Αυτό σήμαινε στην ουσία θάνατο δοθέντος ότι ήταν μια συνήθης ποινή για τους παρεκτρεπόμενους έξω στην δουλειά εκ των οποίων ουδείς είχε επιζήσει έτσι ταλαίπωροι και ξελιγωμένοι που ήσαν οι βασανισμένοι αυτοί άνθρωποι.

Εγώ ήμουν γνωστός στους φρουρούς σαν Γραμματέας του αναρρωτηρίου και μου έδωσαν σιωπηρώς την άδεια να πηγαινοέρχομαι βαδίζοντας 10-15 βήματα ώστε να ζεσταίνομαι κάπως κινούμενος μια και η ένδυσή μου ήταν σχετικώς καλή και ζεστή. Η νύχτα είναι ένας άσχημος, πολύ άσχημος σύμβουλος, και στη θέση που βρισκόμουν γινόταν τυραννική δεδομένου ότι δεν ήξερα τι με περιμένει αν επιζούσα μέχρι το πρωί.

Κάποτε χτύπησε εγερτήριο το καμπανάκι του στρατοπέδου, αυτό γινόταν πάντα στις 4 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα μέχρι να σηκωθούν οι κρατούμενοι να πάνε στα πλυντήρια να κάνουν στο ύπαιθρο μια γυμναστική υποχρεωτικώς και να διανεμηθεί το πρωινό ρόφημα η ώρα περνούσε και ξημέρωνε για καλά ώστε το προσκλητήριο γινόταν πάντα γύρω στις 6.30 το πρωί. Ευτυχώς μου φέρανε πριν μπουν τα SS στο στρατόπεδο και μένα ζεστό καφέ και ψωμί με μαργαρίνη και στυλώθηκα κάπως στα πόδια μου.

Έτσι με την έλευση του Διοικητού που έμπαινε κάθε πρωί με την κουστωδία του είχα κάπως ηθικό ανεβασμένο. Παρών βεβαίως και ο Μάνικερ ο οποίος του ανέφερε ότι ήθελε εναντίον μου! Ο Διοικητής, όπως σας έχω ξαναπεί με συμπαθούσε, όμως ήταν SS και εκ παραδόσεως και συνήθειας σκληρός άνθρωπος, όπως τουλάχιστον εμφανιζόταν για να εμπνέει φόβο και δέος στους πάντες γύρω του.

Με πλησίασε και άρχισε να με βρίζει άσχημα χτυπώντας με στο πρόσωπο με χαστούκια δυνατά και απανωτά ώστε έπεσα καταγής όμως σηκώθηκα αμέσως όρθιος ψελλίζοντας δεν θυμάμαι τι γιατί δεν είχε σε τίποτε να σε αποτελειώσει με τις μπότες του! Αφού γάβγισε κάτι στη συνοδεία του διέταξε 25 βουρδουλιές στα οπίσθια και πίσω όρθιος στη σκοπιά μέχρι να πάρει την τελική απόφαση! Τούτη τη φορά η ποινή γινόταν δημόσια με ειδικό εργαλείο, Μποκ ονομαζόμενο, ένα στρίποδο που διπλωνόταν ο άνθρωπος και κρατούσε τα μπροστινά κάτω πόδια ώστε να έχει τουρλωμένο τον πισινό του και να μετρά φωνάζοντας τα χτυπήματα που δεχόταν από το βαρύ χέρι του δημίου του ανελλιπώς γιατί όσες δεν μετρούσες δεν πιανότανε!

Φαντάζεσθε πάνω στο φοβερό αιμάτωμα που υπήρχε ήδη να δέχομαι τα απάνθρωπα χτυπήματα που με έκαναν να ουρλιάζω από τους πόνους καθώς σχιζόταν η σάρκα μου και το αίμα έτρεχε ρυάκια μέχρι τα πέλματά μου.

Σκηνές φρίκης που αν δεν τις έχεις ζήσει, είναι αδύνατον να τις καταλάβεις όσο και να προσπαθείς! Ήμουν σωστό ράκος όταν τελείωσε το μαρτύριό μου και γύρω μου μια σκοτεινιά φοβερή, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν σχεδόν γιατί με έσυραν μέχρι τη σκοπιά. Ευτυχώς που μετά το προσκλητήριο αποχωρούν τα SS και έτσι έτρεξαν κοντά μου διάφοροι φίλοι αξιωματούχοι κρατούμενοι και με συνέφεραν με διάφορα καφέ, καθαρά ρούχα, όμως του στρατοπέδου αυτή τη φορά γιατί τα πολιτικά που φορούσα ήταν μεν ζεστά αλλά κατακουρελιασμένα καθώς και ένα πουλόβερ παρανόμως που εφόρεσα κατάσαρκα και με έπιασε κάπως γιατί χιόνιζε διαρκώς.

Πέρασε η ώρα καθώς είχα και τις εμψυχώσεις των φίλων μου αλλά και την βοήθειά τους με λίγο καφέ ή κονιάκ που με βοηθούσε στο να μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου. Όμως ήλθε η νύχτα, Θεέ μου, τι νύχτα ήταν αυτή!

Έχω περάσει πολλές άσχημες νύχτες, αλλά σαν κι αυτή καμιά μα καμιά, δεν την εύχομαι ούτε στο χειρότερό μου εχθρό. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, η σωματική μου κατάπτωση αδύνατον να περιγραφεί από τη νύστα, τα πόδια μου λύγιζαν κάθε μερικά δευτερόλεπτα, ήξερα πως αν έπεφτα κάτω θα ήταν ο θάνατος και αγωνιζόμουν να στέκομαι όρθιος. Όμως πώς Θεέ μου να γινόταν αυτό; με τι δυνάμεις; Με κρύο παγωνιά κοντά στους 20ο υπό το μηδέν; Είχε απέναντι ψηλά ένα ρολόι μεγάλο σαν κι αυτό του Αγίου Μηνά και έβλεπα την ώρα να μην περνά. Έλεγα μέσα στο χάλι μου:

-Μην κοιτάς την ώρα, άφησε να περάσουν πέντε λεπτά και μετά το κοιτάς!

Και αφού περνούσαν κατά τη γνώμη μου τα πέντε λεπτά κρατούσα άλλα τόσα και άλλα τόσα ώσπου αποφάσιζα να κοιτάξω το ρολόι. Είχε περάσει 1 με 1,5 λεπτό. Μπορείτε να φανταστείτε τέτοιο μαρτύριο; Ποτέ δεν θα μπορέσετε. Παρακαλάς να πεθάνεις, να γλιτώσεις, να αφεθείς στο έλεος του Θεού για να λυτρωθείς από αυτό το μαρτύριο.

Όμως πάλι μέσα το αίσθημα εκείνο που έχομε όλοι οι άνθρωποι της αυτοσυντήρησης σε προτρέπει να αγωνιστείς μέχρις εσχάτων. Έτσι και εγώ αγωνιζόμουνα απεγνωσμένα να κρατηθώ στη ζωή ώσπου οι σωματικές και ψυχικές μου δυνάμεις με εγκατέλειψαν και κατέρρευσα σαν άδειο σακί στον πάγο χάμω και αγκαλιάζοντας την παγωμένη μάνα γη παραδόθηκα στον Μορφέα.

Τι ηδονή Θεέ μου ήταν αυτή τι ύπνος γλυκός τι θαλπωρή δεν υπάρχει πιο γλυκός ύπνος από αυτόν της παγωμένης νάρκης! Ούτε που κατάλαβα πως με σήκωσαν ούτε πόση ώρα βρισκόμουν κάτω, φαίνεται πως είχε χτυπήσει το καμπανάκι εγερτήριο και τρέξανε και με σηκώσανε όρθιο, κοιμισμένο, ανίκανο να στυλωθώ στα πόδια μου, και δίνοντάς μου ζεστό καφέ και κονιάκ όπως έμαθα μετά με συνέφεραν αποκτώντας λίγες δυνάμεις μέχρι που μπήκε ο Διοικητής και διέταξε να πάω για δουλειά έξω στα εργοτάξια εκεί κάπου μακριά από το Μελκ που δεν είχα πάει ποτέ μου.

Ούτε που θυμάμαι πως με πήγαν στο σταθμό του τρένου με τσουρλούσαν κρατώντας με από τις μασχάλες γιατί ήταν κατήφορος και στο ξεροβόρι του σταθμού μέχρι να φανεί το τρένο με σήκωναν πότε ο ένας και πότε ο άλλος καθώς κοιμόμουν όρθιος. Πότε, και πώς φτάσαμε και πού, δεν μπορώ να θυμηθώ, εκείνο που αμυδρά θυμούμαι είναι η σόμπα σε ένα δωματιάκι που με έβαλε ο ΚΑΠΟ του συνεργείου και το ότι ξύπνησα μόνο όταν έπρεπε να φύγομε.

Ήμουν βλέπετε στο στρατόπεδο παράγων και ο ΚΑΠΟ με ήξερε και γνώριζε πως είχα φίλους ισχυρούς μέσα γι’αυτό και δεν τόλμησε να με ενοχλήσει. Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, οι φίλοι μου με καταχώνιασαν σε ένα ΜΠΛΟΚ όπου κοιμόμουν δεν ξεύρω πόσα μερόνυχτα, έτσι που με την αρωγή και συμπαράστασή των συνήλθα σιγά σιγά και στάθηκα στα πόδια μου. Εδώ πια θα περιαυτολογήσω, δεν γίνεται, πρέπει να το πω.

Κανείς κρατούμενος δεν άντεξε μια νυκτιά όρθιος στη σκοπιά εν μέσω χειμώνα. Κανείς, το πρωί τους μαζεύαμε με το φορείο ξυλιασμένους. Ήταν θαύμα, ήταν το νεαρό της ηλικίας, ήταν η σχετική καλή ζωή που είχα πριν, ήταν όμως πάντα ανεξήγητο για όλον τον κόσμο, όμως η χαρά όλων των φίλων ήταν συγκινητική και η συμπαράστασή τους μεγάλη…”.

 

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.