ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Έχουν περάσει 79  χρόνια από το γεγονός που συνέβη τα μεσάνυχτα στις 4, ξημερώματα 5 Ιουλίου 1943. Εκείνο το βράδυ, οι  κάτοικοι του Καστελλίου και της γύρω περιοχής  ξύπνησαν από τις εκρήξεις  και τις εκτινάξεις των βαρελιών με τις  βενζίνες στο  πολεμικό αεροδρόμιο που βρισκόταν στον κάμπο.

Ένας Δανός, ο  υπολοχαγός Άντερς  Λάσσεν, ένας Άγγλος λοχίας ο Νίκολσον,  ο  σμηνίας  Κίμωνας  Ζωγραφάκης  και δυο Άγγλοι δεκανείς οι  Τζων (Τζόουνς)  και  Γκρέιβς, ανατίναξαν το αεροδρόμιο Καστελλίου. Η επιχείρηση πήρε την κωδική ονομασία ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ.

Ήταν ένα μέρος του σχεδίου παραπλάνησης των Γερμανών, ώστε να πιστέψουν πως θα  γίνει απόβαση των συμμάχων στην Κρήτη, ενώ έγινε στη Σικελία πέντε ημέρες μετά το σαμποτάζ.  Το εγχείρημα πέτυχε. Τα αεροπλάνα και οι βενζίνες καίγονταν στους διαδρόμους του αεροδρομίου. Υπήρχε όμως και τίμημα. Η εκτέλεση 19 πατριωτών,  δεκατριών Ελλήνων και έξι Ελληνοεβραίων.

Όλοι όσοι συμμετείχαν στο σαμποτάζ γνώριζαν. Γνώριζαν ότι η ποινή, αν τυχόν  συλληφθούν, είναι ο θάνατος. Και όμως δε δείλιασαν.

Φαράγγι Τρυπητής. Οι δυο φίλοι Κίμωνας Ζωγραφάκης (δεξιά) και Γιάννης Ανδρουλάκης, (αριστερά)
Φαράγγι Τρυπητής-Αγίου Σάββα, μεσημέρι 10 Ιουλίου 1943. Οι ομάδες των σαμποτέρ του Καστελλίου, Πεζών και Τυμπακίου έχουν φτάσει στην ακτή και κρύβονται στο φαράγγι. Αναμένουν να πέσει το σκοτάδι για να προσεγγίσει το πλωτό μέσον και να αναχωρήσουν για τη Μέση Ανατολή. Στη φωτογραφία οι δυο φίλοι Κίμωνας Ζωγραφάκης (δεξιά) και Γιάννης Ανδρουλάκης, (αριστερά - οδηγός στο σαμποτάζ των καυσίμων των Πεζών). Στο βάθος διακρίνονται και άλλοι άνδρες από τις ομάδες των σαμποτέρ. (φωτογραφία αρχείου Γιάννη Ανδρουλάκη)

Και ο Μιχάλης Πετρουγάκης και  ο  Μανόλης Κριτσωτάκης  και  ο Γιώργης Τζουανάκης και ο Καπετάν  Μπαντουβογιάννης και εκείνη η θρυλική οικογένεια των πατριωτών Βαλαβάνηδων  από το χωριό Βελούλι και όλοι οι τροφοδότες και οδηγοί των σαμποτέρ, ο Μύρωνας Μαρής,  ο Κατσούνας, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Κυριάκος Κυριαζής, ο Ορέστης  Δαγκωνάκης, ο Ψαρομανόλης, ο Νίκος Σουρής, ο Γρηγόρης Μουρτζάκης, ο  Μανόλης  Αλεξάκης, ο Χαρίδημος Παπαδάκης, ο Νίκος Ασλάνης, ο Μιχάλης  Γκιαουράκης, η Άννα Καβουσανάκη, έγιναν ένα σώμα με τους σαμποτέρ για την  επίτευξη του στόχου. Την επιτυχία του σαμποτάζ.

Την επόμενη μέρα που το αεροδρόμιο κάπνιζε ακόμη, ένας άνεμος ελευθερίας  απλώθηκε στην ψυχή εκείνων που αντίκριζαν αυτό το θέαμα και ένα μήνυμα στάλθηκε σε όλους. Το μήνυμα της νίκης. Όχι, η γερμανική μηχανή δεν ήταν ανίκητη.

Οι σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία στις 10 του Ιούλη με ασφάλεια. Η αντίστροφη  μέτρηση για τις δυνάμεις του άξονα, σε συνδυασμό με τις  νίκες και την προέλαση των  Ρώσων στο μέτωπο της Σιβηρίας, μόλις άρχιζε.

Η διαδρομή του υπολοχαγού Λάσσεν και των συντρόφων του μετά το σαμποτάζ, περιγράφεται στο χειρόγραφο βιβλίο της μητέρας του με τίτλο «Ναύτης και στρατιώτης», σε μετάφραση Χάνας Λάσσεν ως εξής:

´…όταν ο Άντερς δεν βρήκε τον Jones στο σημείο που είχαν συμφωνήσει έξω από το συρματόπλεγμα, φοβήθηκε μήπως έμεινε εκεί μέσα και για τέταρτη φορά πέρασε μέσα από το συρματόπλεγμα και πλησίασε με μεγάλη προσοχή κάτι Γερμανούς για να ακούσει τι έλεγαν. Μετά από λίγη ώρα κατάλαβε ότι δεν είχαν πιάσει αιχμαλώτους και έτσι συμπέρανε ότι γλίτωσε ο Jones, και έφυγε κι ο ίδιος όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Έξω από το αεροδρόμιο έχασε το δρόμο του, και καθώς πλησίαζαν τα χαράματα έπρεπε να κρυφτεί εκεί επί τόπου. Βρέθηκε σε ένα χωράφι με λάχανα όχι μακριά από το αεροδρόμιο και εκεί πέρασε την ημέρα ξαπλωμένος και τρώγοντας ωμά λάχανα. Την επομένη, προσπάθησε να φτάσει στην ακτή χωρίς οδηγό, αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει σε κάποιο χωριό προτού νυχτώσει πάλι και έτσι αναγκάστηκε να περάσει άλλη μια νύχτα σε ένα χωράφι. Αυτήν τη φορά είχαν φυτέψει κρεμμύδια.

Την ημέρα ήρθε ένας άντρας να δουλέψει στο χωράφι του. Ο Άντερς του παρουσιάστηκε και ο φιλικός Έλληνας προσέφερε αμέσως τη βοήθειά του. Μόλις νύχτωσε τον οδήγησε σε ένα χωριό και εκεί βρήκε τον Jones και τον Νιργιανό.

Ο υπολοχαγός Λάσσεν δεν ήταν κουρασμένος, είπε ο Νιργιανός, αλλά διψούσε πολύ. Ήπιε 7-8 μπουκάλια νερό και έλεγε συνέχεια Any Moja, που στα αραβικά σημαίνει νερό (μια ολόκληρα μέρα μάλιστα είχε τραφεί μόνο με κρεμμύδια). Ο Άντερς υποσχέθηκε να πάρει τον Νιργιανό μαζί του, δεν γινόταν όμως. Αργότερα ο Νιργιανός κατάφερε να φύγει από την Κρήτη και να πάει στην Αίγυπτο όπου μάταια προσπαθούσε να βρει τον Άντερς.

Η περιοχή «Βάκιωτες», πάνω από το χωριό Βελούλι. Μετά την αποβίβασή τους στην παραλία Τρυπητή-Αγίου Σάββα
Η περιοχή «Βάκιωτες», πάνω από το χωριό Βελούλι. Μετά την αποβίβασή τους στην παραλία Τρυπητή-Αγίου Σάββα, οι σαμποτέρ κατέλυσαν σ’αυτό το μέρος για μια νύχτα, με τη συνδρομή της πατριωτικής οικογένειας των Βαλαβάνηδων

Οι Νίκολσον και Greaves είχαν ήδη ξεκινήσει τη μεγάλη διαδρομή προς την ακτή. Δεν περίμεναν τους άλλους γιατί ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν σκοτωθεί. Την πρώτη νύχτα είχαν φτάσει σε ένα σπίτι όπου μια νεαρή γυναίκα άνοιξε την πόρτα. Είχε ένα μωρό 6 μηνών. Είπε ότι έλειπε ο άντρας της, αλλά όταν άκουσε ότι έψαχναν έναν οδηγό να τους δείξει τον δρόμο πάνω από τα βουνά προς τη θάλασσα, πήγε χωρίς να πει λέξη μέσα στο δωμάτιο, και γύρισε μετά από λίγο με μια κουβέρτα στην οποία τύλιξε το μωρό και τον εαυτό της και πήγε μαζί τους.

Αργότερα έμαθαν από την οργάνωση ότι οι Γερμανοί είχαν βάλει μια τιμή για τα κεφάλια των σαμποτέρ και βιάστηκαν ακόμα πιο πολύ. Με τις μακριές κάπες των βοσκών και τα μπαστούνια έμοιαζαν από μακριά με τον ντόπιο πληθυσμό του νησιού και έτσι τόλμησαν να περπατήσουν ένα μέρος της διαδρομής με το φως της ημέρας.

Μια νύχτα έφτασαν Γερμανοί, καβάλα σε άλογα, στο χωριό που κρύβονταν. ΄Εσπευσαν να φύγουν στο βουνό και ολόγυρα έβλεπαν μαύρες, σιωπηλές σκιές να φεύγουν προς την ίδια κατεύθυνση. Οι χωρικοί γνώρισαν ότι οι Γερμανοί ως αντίποινα έψαχναν άντρες για να τους σκοτώσουν και γι΄αυτό τόσο οι νέοι όσο και οι γέροι προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Όταν ο Νίκολσον το έμαθε αυτό τους ρώτησε: Και γιατί δεν μας παραδίδετε στους Γερμανούς; Οι χωρικοί απλώς τον κοίταξαν σαν να ήταν τρελός.

Όταν έφτασαν στην ακτή, δεν είχε έρθει ακόμα ο Άντερς. Ήρθε την επομένη κατά τις 4 μαζί με τον Jones, αλλά δεν ήταν μόνοι τους – από πίσω τους ερχόντουσαν 20 περίπου Κρητικοί. Ο Άντερς ήταν τόσο χαρούμενος που πήγε καλά η επίθεση που είπε σε όλους όσοι τον είχαν βοηθήσει, στους οδηγούς αλλά και στον φτωχό βοσκό που τον είχε κρύψει στη πέτρινη καλύβα του, ότι θα τους έπαιρνε μαζί του στην Αίγυπτο ώστε να ενταχθούν στο βρετανικό στρατό.

Ήταν η πρώτη του συνάντηση με αυτό το σκληρό, ανθεκτικό, πατριωτικό λαό. Επανειλημμένα, με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής, τον φιλοξένησαν αυτόν και τους άλλους Βρετανούς στρατιωτικούς και ήξερε ότι όταν έδιναν από τα λίγα, φτωχά τρόφιμά τους, θα έμεναν οι ίδιοι χωρίς φαγητό.

Σ’ένα μέρος τους έσφαξαν ένα κατσικάκι, σ’ένα άλλο μέρος τους κέρασαν τόσο πολύ κρασί ώστε δεν άντεχαν άλλο να πιουν και στο τελευταίο χωριό πριν την ακτή συγκεντρώθηκαν όλοι οι χωριανοί για να τους δώσουν φαγητό, κρασί και τσιγάρα.

Οι άντρες του Άντερς κουβαλούσαν επί το πλείστον παλιά, περίεργα τουφέκια και μαχαίρια ποικίλων ειδών. Τα ρούχα τους ήταν μεγάλα και σχισμένα, τα πόδια τους τυλιγμένα σε παλιά κουρέλια και στα κεφάλια τους φορούσαν το μαύρο δίχτυ με τα κρόσσια, που δεν μπορεί να το αγοράσει κανείς αλλά που το φτιάχνουν οι μανάδες στους γιους τους. Παρά, όμως, τα κουρέλια και τα σχισμένα ρούχα, ήταν περήφανοι και γραφικές μορφές που όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά φλέγονταν να πολεμήσουν για τη χώρα τους.

Οι άλλοι περίπολοι που είχαν σταλεί από τον Sutherland επέστρεψαν όλοι τους σώοι. Το αεροδρόμιο που ήταν να καταστρέψει ο Ken Lamonby είχε εγκαταλειφθεί. Δεν βρήκε δηλαδή αεροπλάνα, αλλά με μεγάλη δεξιοτεχνία κατάφερε να σαμποτάρει κάτι δεξαμενές βενζίνης που βρίσκονταν εκεί κοντά, καθώς και δυο μεγάλα τανκς.

Οι Γερμανοί κατάλαβαν αμέσως ότι θα ήταν αδύνατον να καταδιώξουν τους Άγγλους πάνω στα βουνά, όπου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να τους κρύψουν και όπου ούτε καν θα ονειρεύονταν κανείς να δεχθεί αμοιβή όσο μεγάλη κι αν ήταν. Το στρατηγείο των Γερμανών αποφάσισε λοιπόν να στείλει όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές μονάδες στο νότο για να εμποδίσουν την επιβίβαση των Άγγλων, η οποία χωρίς αμφιβολία θα γινόταν από κάποιο σημείο στη νότια ακτή.

Όταν ο Sutherland άκουσε για τις προθέσεις τους υπολείπονταν ακόμα τρεις μέρες ώσπου να φτάσει το πλοίο που θα τους παραλάμβανε και η κατάσταση ήταν αρκετά σοβαρή. Έπρεπε να περάσουν όσο το δυνατόν απαρατήρητοι και δεν ήταν διόλου εύκολο αφού οι απείθαρχοι Κρητικοί δυσκολεύονταν να παραμείνουν σε ησυχία.

Στις 10 Ιουλίου αναφέρθηκε ότι εθεάθησαν Γερμανοί κοντά στο σημείο συγκέντρωσης. Ο Sutherland διασκόρπισε τους άντρες του στην κοίτη του ποταμού έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Λίγο αργότερα πλησίασαν δυο Γερμανοί στρατιώτες, τους οποίους κατάφεραν να αιφνιδιάσουν και να αιχμαλωτίσουν.

Οι Κρητικοί ανακάλυψαν ακόμα δυο Γερμανούς στρατιώτες και μιας που επιτέλους για πρώτη φορά βρίσκονταν σε καλύτερη θέση από αυτούς, δεν μπόρεσαν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους και άρχισαν να πυροβολούν ξέφρενα με τα παλιά τους όπλα.

Ο Sutherland που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να προσελκύει περισσότερους Γερμανούς, έστειλε τον Lamonby να σταματήσει τους πυροβολισμούς και αν είναι δυνατόν να πιάσει αιχμάλωτους τους Γερμανούς στρατιώτες. Το πρώτο πέτυχε. Οι Κρητικοί σταμάτησαν τους πυροβολισμούς, αν και απογοητευμένοι που τους χάλασαν τη διασκέδαση, και ο Ken Lamonby άρχισε να καταδιώκει τους Γερμανούς μόνος του.

Μετά από λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί και όταν ήρθε η ώρα να μαζευτούν για να ξεκινήσουν τη δίωρη κάθοδο προς την παραλία έλειπε ο Lamonby. Φαντάστηκαν ότι θα είχε ήδη ξεκινήσει την κάθοδο, αλλά όταν έφτασαν στην παραλία, δεν τον βρήκαν ούτε εκεί. Ο Άντερς ξεκίνησε αμέσως να τον ψάχνει μαζί με τον λοχία Pomford. Η ώρα ήταν 8 το βράδυ.

΄Οταν δεν τον βρήκαν κατά μήκος της παραλίας, σκαρφάλωσαν με τον Νίκολσον και πήγαν πίσω όλη τη διαδρομή που είχαν κάνει προηγουμένως μέχρι το σημείο όπου είχαν δει για τελευταία φορά τον Lamonby. Σε δύσβατες περιοχές, πίσω από βράχια και μέσα σε βαθιές χαράδρες έψαχνε ο Άντερς τον φίλο του και όλη την ώρα φώναζε: ´Ken, Ken!» και σταματούσε περιμένοντας μιαν απάντηση, αλλά από τα βουνά δεν ήρθε καμιά απάντηση.

Η νύχτα ήταν ήσυχη, ούτε καν ο μακρινός, μονότονος ήχος από το σκάσιμο των κυμάτων στην παραλία δεν έφτανε σε αυτούς. Συνέχισαν τη μάταιη αναζήτηση και μόνο πολύ μετά τα μεσάνυχτα επέστρεψαν στους άλλους κουρασμένοι και απογοητευμένοι.

Ο ταγματάρχης Paddy Lee Fermor, που βρισκόταν στην παραλία για να επιβλέψει την επιβίβαση, υποσχέθηκε να συνεχίσει την έρευνα το επόμενο πρωί.

Κατά τις 3 τα ξημερώματα ακούστηκαν μηχανές πλοίου. Στην αρχή δεν ήταν σαφές από που προερχόταν ο ήχος, σύντομα όμως ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση όταν διέκριναν μέσα στο σκοτάδι το σκούρο γκρι σκαρί του πλοίου. Σύντομα όλοι είχαν επιβιβαστεί, μαζί τους και μερικοί από τους πολλούς Κρητικούς εθελοντές του Άντερς, και ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει στον ορίζοντα όταν το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται από την άγρια βραχώδη ακτή της Κρήτης.

Έναν άντρα άφησαν πίσω τους. Όχι πολύ μακριά από εκεί όπου έψαχναν κείτονταν νεκρός ο Ken Lamonby, την ίδια ώρα που στο πατρικό του στο Colchester, κάθονταν δυο ηλικιωμένοι και χαμογελούσαν διαβάζοντας το γράμμα που έγραψε το αγόρι τους για τις ωραίες διακοπές του στο Port Said. Πολύ αργότερα έμαθαν όταν αυτές έμελλε να είναι και οι τελευταίες του.

Δεν ήταν όμως η μόνη θλίψη που συνόδεψε τα γεγονότα του σαμποτάζ στο Καστέλλι Πεδιάδας.

Οι Γερμανοί επέβαλαν σκληρότατα αντίποινα στους κατοίκους της Κρήτης. Ο (Γερμανός) διοικητής της Κρήτης πήρε 52 άτομα από τα γύρω χωριά και τα έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Απειλούσε να μαζέψει κι άλλους 50 σε περίπτωση που οι σύνδεσμοι-Βρετανοί αξιωματικοί, που ήξερε πολύ καλά ότι βρίσκονταν πάνω στα βουνά, δεν παρέδιδαν τους σαμποτέρ.

Ο ΄Ελληνας ηγέτης των ανταρτών, Εμμανουήλ Μπαντουβάς, αντέδρασε με τρόπο χαρακτηριστικό όλου του πληθυσμού της Κρήτης. ΄Εστειλε μήνυμα που έλεγε ότι εάν σκεφτεί ο σύνδεσμος – Βρετανός αξιωματικός να παραδώσει τους Βρετανούς κομάντος για να σώσει τους ομήρους, τότε ο ίδιος ο Εμμανουήλ Μπαντουβάς θα τουφέκιζε τον αξιωματικό.

Ήταν σκληρό που τόσοι αθώοι έπρεπε να πεθάνουν, αλλά ήταν ανάγκη να γίνει η επίθεση, διότι καταστρέφοντας τόσα βομβαρδιστικά στο έδαφος, σώθηκαν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, και αυτό το καταλάβαιναν ακόμα και οι Κρητικοί που είχαν χάσει τους ανθρώπους τους.

Στο χωριό Αρκαλοχώρι, που βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο, έδειξαν, 4 χρόνια μετά το συμβάν, φωτογραφίες των νέων αντρών που είχαν εκτελεστεί απλά και μόνο γιατί τους είχαν τυχαία διαλέξει οι Γερμανοί, και συγχρόνως ζήτησαν μια μεγάλη φωτογραφία του Άντερς για να την κρεμάσουν στη ταβέρνα, το σημείο συγκέντρωσης του κάθε χωριού. Ούτε η θλίψη τους, μα ούτε και η γερμανική προπαγάνδα κατάφεραν να αλλάξουν τη στάση τους. Ήξεραν ότι οι άντρες τους και ο Άντερς είχαν αγωνιστεί για τον ίδιο σκοπό.

Αφού έφτασε η φωτογραφία στο Αρκαλοχώρι, μας ήρθε γράμμα από τον Ιωάννη Μανουρά, έναν απλό άνθρωπο του χωριού. Έγραφε:

Το όνομα Lassen και το όνομα του αδελφού μου, του Κωνσταντίνου Μανουρά, που εκτελέστηκε μετά από το σαμποτάζ εναντίον των Γερμανών στο αεροδρόμιο, στο Καστέλλι Πεδιάδας, θα μείνουν και τα δυο στη μνήμη μας. ΄Ολοι στη χώρα αυτή γνωρίζουν ότι αρχηγός της επιχείρησης αυτής ήταν ο γιος σου, και ότι ο Andy Lassen συνέβαλε στην απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς.

Το όνομα του γιου σου είναι ιστορικό στην περιοχή μας. ΄Ακουσα πολλούς από αυτούς που πολεμούσαν μαζί του να λένε πως θαυμάζουν τις ικανότητές του και το θάρρος του.

Αλήθεια, ποτέ δεν σκεφτόταν το θάνατο έως την ημέρα που σκοτώθηκε κι ο ίδιος.

Γνωρίζω ότι με τον θάνατό του έχασες τον αγαπημένο σου γιο. Αισθάνομαι συμπόνια για τη θλίψη μιας μητέρας, αλλά πρέπει να είσαι περήφανη, γιατί το αίμα του θαρραλέου γιου σου, πότισε το δέντρο της ελευθερίας.

Ιωάννης Μανουράς.

Περνώντας τη θάλασσα προς την Αίγυπτο οι άντρες ανακάλυψαν ότι ο ένας και μοναδικός Γερμανός αιχμάλωτος που είχαν πιάσει ήταν ένας καλόβολος άνθρωπος που μάλιστα μιλούσε και αγγλικά. Γρήγορα κέρδισε την συμπάθειά τους εξηγώντας τους τον μηχανισμό του τουφεκιού του που του το είχαν πάρει.

Στο Κάιρο ο Sutherland και ο Άντερς πήγαν για να δώσουν αναφορά. Στο δρόμο σταμάτησαν στου Groppi’s για να φάνε ένα παγωτό. Είχαν μαζί τους τον Γερμανό αιχμάλωτο, και μιας και δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο του στο αυτοκίνητο, τον πήραν μαζί μέσα στο κατάστημα. Εκείνη την εποχή έβλεπε κανείς τόσες πολλές και περίεργες στολές ώστε κανείς δεν έδωσε σημασία.

Αργότερα την ίδια μέρα ο Άντερς παρέδωσε τον αιχμάλωτο στην φροντίδα του λοχία Νίκολσον και του δεκανέα Greaves. Αυτό σήμαινε ότι θα ήταν αναγκασμένοι και οι δυο να μείνουν μέσα για να τον φυλάνε, και δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν φανταστεί για το πρώτο τους βράδυ στο Κάιρο.

Μετά από μια σύντομη σύσκεψη συμφώνησαν ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για τον αιχμάλωτο να βγει μαζί τους απ΄ότι θα ήταν για τους ίδιους να κάτσουν μέσα για να τον φυλάνε, και έτσι πήγαν όλοι μαζί στο Groppi¥s και πάλι. Αν και το μεγάλο αυτό εστιατόριο ήταν γεμάτο από Βρετανούς στρατιωτικούς, συνταγματάρχες και λοιπά, κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητοι και βρήκαν ένα τραπέζι όπου παρήγγειλαν φαγητό για τρεις.

Αφού έφαγαν και όλα φαίνονταν να βαίνουν καλώς δεν βρήκαν για ποιο λόγο να μην πάνε και στο σινεμά. Και εκεί τους ακολούθησε ο αιχμάλωτος και μαζί έκλεισαν τη βραδιά με μερικά ποτά σε κάποιο μικρό καφενείο.

Θα πρέπει να ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για τον νεαρό Γερμανό ότι οι φύλακές του σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να συνδιάσουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, και ότι χωρίς μικροπρεπείς ενδοιασμούς επέτρεψαν σε έναν καλόβολο αιχμάλωτο να λάβει μέρος στην νυχτερινή ζωή του Καΐρου.

Μετά από την εκστρατεία στο Καστέλλι Πεδιάδος, λέει ο συνταγματάρχης Sutherland, πρότεινα τον Άντερς για το δεύτερο στρατιωτικό σταυρό που τον άξιζε πραγματικά. Από κείνη την ημέρα ο Άντερς δεν ξανακοίταξε πίσω ποτέ. Εγώ ήμουν ο επικεφαλής της μοίρας (Squadron Commander) του, και αυτός ήταν πιθανότατα ο εξαιρετικότερος περιπολάρχης που θα συναντούσα ποτέ. Πολλές φορές του απευθύνθηκα για να τον συμβουλευτώ γιατί είχε πάντα δίκιο.

Ποτέ δεν με πρόδωσε, και ελπίζω πως ποτέ δεν τον πρόδωσα κι εγώ. Ο Jellicoe πολλές φορές μου πρότεινε τη θέση του υπαρχηγού (second in command), αλλά δεν ήθελα να φύγω από τη μονάδα μου, γιατί είχαμε δημιουργήσει μια αδελφική σχέση που όμοιά της δεν ξαναβρήκα».

 

* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος