Η απόφαση της πυρπόλησης και καταστροφής των Ανωγείων που υπέγραψε ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης Μίλερ στις 13 Αυγούστου 1944, σημάδεψε τη μοίρα τεσσάρων παλικαριών και των οικογενειών τους από τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου. Ο Γεώργιος Στυλιανού Κάββαλος, τα αδέλφια Μιχάλης και Γιάννης Κλίνης και ο Κώστας Παρασύρης, εκτελέστηκαν άνανδρα από άνδρες της Βέρμαχτ και δοσίλογους συνεργάτες τους στις 20 Αυγούστου 1944, στη θέση «στου Πετριά το Ρυάκι» των Ανωγείων.
Οι τελευταίες φράσεις της διαταγής του Μίλερ έλεγαν τα εξής: ´“…διατάσσομεν την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου». Είναι γνωστό ότι τα γερμανικά στρατεύματα στην εξόρμησή τους στα Ανώγεια συνοδεύονταν και από ένα αριθμό δοσιλόγων και συνεργατών τους.
Στις 13 Αυγούστου 1944, ξεκίνησε η υλοποίηση της διαταγής του Μίλερ. Μεγάλη δύναμη γερμανικού στρατού υποστηριζόμενη από βαρέα όπλα κύκλωσε το χωριό. Οι άντρες το είχαν εγκαταλείψει. Οι κατακτητές συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα και διέταξαν να εγκαταλείψουν τα Ανώγεια. Όσοι δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν το χωριό, υπέργηροι, άρρωστοι, ανάπηροι, εκτελέστηκαν ή κάηκαν μέσα στα σπίτια τους. Πολλές γυναίκες αντίκρισαν τους συνεργάτες των Γερμανών που βρίσκονταν μαζί τους χωρίς να φορούν τη γνωστή κουκούλα. Κάποιες μάλιστα τους μίλησαν, τους έφτυσαν, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες γι’αυτά τα γεγονότα.
Συγχρόνως με την πυρπόληση των Ανωγείων, γερμανικά αποσπάσματα ερευνούσαν τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη. Μία περίπολος κινούνταν και στο Ζωνιανό αόρη.
Τα τέσσερα παλικάρια από τα Ζωνιανά πιάστηκαν απ’αυτήν την περίπολο. Η σύλληψή τους έγινε μακρύτερα του ενός χιλιομέτρου από τα Ανώγεια, επομένως η εκτέλεσή τους δεν θα ήταν σύμφωνη με τη διαταγή του Μίλερ. Έτσι οδηγήθηκαν εντός του κλοιού των Ανωγείων στη θέση «στου Πετριά το Ρυάκι». Εκεί οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, τους οποίους γνώρισαν οι τέσσερις λεβέντες, τους εκτέλεσαν. Αυτή η συνάντηση των παλικαριών με τους συνεργάτες των Γερμανών, ίσως ήταν ήταν τελικά και ο λόγος που οδηγήθηκαν κάτω από ένα πρίνο και εκτελέστηκαν.
Την Τρίτη 23 Αυγούστου 2022, στο Γάζι Ηρακλείου, παρουσιάστηκε το βιβλίο του εξαίρετου δασκάλου από τα Ζωνιανά Δημήτρη Παρασύρη. Τα Ζωνιανά της Ιστορίας και της Παράδοσης, είναι ο τίτλος του βιβλίου. Στις σελίδες του, ο δάσκαλος αναφέρεται σ’αυτήν την εκτέλεση των τεσσάρων συγχωριανών του στου Πετριά το Ρυάκι. Περιγράφει τη σύλληψή τους στην περιοχή Σταυρός και τα ερωτήματα που αφορούν την εκτέλεσή τους.
Τα πώς και γιατί και ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’αυτήν τη δολοφονία. Εκείνο όμως που σημειώνει ο δάσκαλος, είναι τα μοιρολόγια που ακολούθησαν τον χαμό των τεσσάρων ηρώων. Το μοιρολόι της μητέρας του Κώστα Παρασύρη (Παρασυρογιώργιανας) και της γυναίκας του (Κατίκας). Ο Κώστας Παρασύρης είχε ένα παιδί και η γυναίκα του η Κατίκα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί. Το μοιρολόι της μητέρας των αδελφών Μιχάλη και Γιάννη Κλίνη της Παναγομανώλαινας. Το μοιρολόι της Στελιανάκαινας, μητέρας του Γεωργίου Κάββαλου.
Η αποθησαύριση των παραπάνω μοιρολογιών που έκανε ο δάσκαλος Δημήτρης Παρασύρης, είναι αναμφισβήτητα μεγάλη προσφορά στην έρευνα και καταγραφή γεγονότων από τη χρονική περίοδο της Αντίσταση, της Κρήτης τα χρόνια 1941-1945.
Για τη σύλληψη των χωριανών του τον Αύγουστο του 1944, ο Δημήτρης Παρασύρης τονίζει:
´Στις 20 Αυγούστου 1944, όταν καιγόταν τα Ανώγεια μια διλοχία Γερμανών έκανε περιπολία στα σύνορα Ζωνιανών – Ανωγείων για εντοπισμό ανταρτών. Σταμάτησαν για διανυκτέρευση στο Σταυρό. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας ο Στελιανογιώργης (Γεώργιος Στυλιανού Κάββαλος 22 ετών) με τον Κλινομιχάλη (Μιχάλης Κλίνης ετών 29), πήγαιναν στα κοπάδια τους στη Χαλέπα. Οι Γερμανοί τους έπιασαν και τους οδήγησαν στο Σταυρό. Το πρωί πήγε ο Κλινογιάννης (Γιάννης Κλίνης 37 ετών, αρραβωνιασμένος, αδελφός του Μιχάλη), για να ξεμπερδέψει όπως είπε τον αδελφό του, αλλά οι Γερμανοί τον συνέλαβαν κι αυτόν. Όταν αργότερα ανεβαίνοντας στου Καημένου συνάντησαν και τον Κάτσουνα, (Κώστα Παρασύρη 31 ετών παντρεμένος με ένα παιδί και έγκυο γυναίκα), τον πήραν κι αυτόν μαζί των. Τρεις μέρες αργότερα βρέθηκαν σκοτωμένοι στου Πετριά το ρυάκι.
Πολλά ειπώθηκαν για το πώς και γιατί, αλλά αυτοί που αρχικά εμφανίσθηκαν σαν αυτόπτες, αργότερα τα “έστριψαν” κι έτσι τίποτε δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα για το τέλος τους. Ήταν μετά το Αρκάδι, πρώτη φορά που σκοτώνονταν τόσοι Ζωνιανοί μαζεμένοι και όλο το χωριό τους έκλαψε ολόκληρο το χρόνο. Όπου και να πήγαινες άκουγες μοιρολόγια. Ακόμη και τα παιδιά αγόρια και κορίτσια, εκεί που έβοσκαν τα οικόσιτά τους, μοιρολόγια έλεγαν αντί για τραγούδια. Συναγωνιζόταν ποιος θα έλεγε το πιο όμορφο τροπάρι μιμούμενα κάποια από τις συγγενείς των σκοτωμένων. Το ίδιο βέβαια έκαναν και οι γυναίκες. Έτσι δημιουργήθηκαν μοιρολόγια αριστουργήματα και είναι κρίμα που δεν διασώθηκαν όπως τα έλεγαν τότε. Δεν υπήρχαν βέβαια μαγνητόφωνα και φυσικά ήταν αδύνατο να απομνημονευτούν. Και αν προσπαθούσε κανείς αν τα γράψει, θα χρειαζόταν τόμους ολόκληρους για την κάθε μια.
Καρφώθηκαν όμως στο μυαλό μου, όχι αυτούσια τα μοιρολόγια, αλλά τα θέματα που αναφερόταν σ’αυτά, π.χ. τα παράπονά τους στο Θεό, τη μοίρα, τα προσόντα των νεκρών, τα βάσανά τους κλπ. Δεν μπορούσα φυσικά να είμαι παρών σε όλα τα σπίτια και να ακούω τι έλεγε κάθε μοιρολογίστρα, αλλά στα πηγαδάκια που έκαναν οι γυναίκες, σχολίαζαν τι έλεγε κάθε μια μοιρολογίστρα. Για τη μάνα των Κλίνηδων (Παναγομανώλαινα) πχ. ότι δε θα δει στεφάνι του αρραβωνιασμένου γιου της, γιατί δεν την έπαιρνε αυτή ο Χάρος κλπ. Για τη μάνα του Γ. Κάββαλου (Στελιανάκαινα) ότι του έλεγε να παντρευτεί, ότι έκλαιγε ο σκύλος και είναι κακό σημάδι, ότι αντί για κόλλυβα θα μοιράσει κουφέτα κλπ. Η μάνα του Κ. Παρασύρη (Παρασυρογιώργαινα) ήταν γιαγιά μου και τα άκουγα από πρώτο χέρι και απ’αυτή αλλά κι από τη μάνα και τη θεία μου, κάθε μέρα σχεδόν ολόκληρο το χρόνο και τυπώθηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Γι’αυτό και τα μοιρολόγια “τους” είναι γνήσια. Εγώ απλά “συναρμολόγησα” από της κάθε μιας τα μοιρολόγια αυτά που μου είχαν κάνει εντύπωση και τα θυμόμουν. Αυτοσχεδιάζοντας πάνω σ’αυτά τα θέματα (οι μανάδες, σύζυγοι και αδελφές των νεκρών) τα έκαναν μοιρολόγια – τροπάρια όπως τα έλεγαν, που ποτέ δεν ήταν τα ίδια. Δεν υπάρχει δηλ. ένα τροπάρι μόνιμο, σταθερό που να το λένε όλες οι γυναίκες, αλλά κάθε μοιρολογίστρα λέει κάθε φορά και διαφορετικό, με τρεμάμενη, σπασμένη κι από το πολύ κλάμα βραχνή φωνή με μοναδική μελωδία, που ήταν αδύνατο να τα ακούσει κανείς, χωρίς να ξεσπάσει σε λυγμούς.
Επειδή δε υπάρχει ο κίνδυνος, αυτά τα μοναδικά σε 11/σύλλαβο στίχο και μοναδική μελωδία τροπάρια που μόνο στα Ζωνιανά λεγόταν να χαθούν, (ήδη δεν υπάρχει γυναίκα που να “μοιρολογάται”, και όσοι τα θυμούνται ακόμη είναι πολύ μεγάλοι), αποφάσισα να τα ζωντανέψω, και προσπάθησαν να αποδώσω όσοι πιο καλά μπορούσα αυτά που έλεγαν οι “μοιρολογίστρες” και όσα συνέβησαν τις δύσκολες εκείνες μέρες στο χωριό».
Με σεβασμό στη μνήμη των δολοφονηθέντων Κώστα Παρασύρη, Μιχάλη και Γιάννη Κλίνη και Γεωργίου Κάββαλου, παραθέτουμε αυτούσια τα μοιρολόγια που ειπώθηκαν γι’αυτούς και συμπεριλαμβάνονται στην ύλη του βιβλίου του δασκάλου Δημήτρη Παρασύρη:
-
Το μοιρολόι της Παρασυρογιώργαινας (μητέρας του Κώστα Παρασύρη)
Οψάργας σ’είδα στ’όνειρο παιδί μου, σ’ένα γκρεμό να πέφτεις γιασεμί μου.
Και ήθελα κοντά να’ρθώ σ’εσένα, μα ένιωθα τα πόδια μου κομμένα.
Κι εφώναζά σου πρόσεχε παιδί μου, μα επνίγουνταν στο στόμα η φωνή μου.
Και σου’διδα τη χέρα μου να πιάσεις, μα δεν εμπόριες γιε μου να τη φτάσεις.
Κι ως έπεφτες και χάνουσουν’πο μπρος μου, μάνα τα μάθια σου κι ο γιος μου.
Και καθισμένη βρέθηκα στο στρώμα, πικρό σαν το κινίνο ήταν το στόμα.
Κι έτρεμε’πο το φόβο το κορμί μου, κι έλεγα Θε μου βλέπε το παιδί μου.
Τ’όνειρο κάμε να μη ξεδειλιάνει, δε θέλω το παιδί μου να ποθάνει.
Μα’ρθε πικρό χαμπέρι σα φαρμάκι, πως κείτεσαι στου Πετριά το Ρυάκι.
Με το κορμί’πο σφαίρες τρυπημένο, κι είσαι νεκρός παιδί μου αγαπημένο.
Και πώς θά’ρθω παιδί μου να σε θάψω, ετσά καημό πώς θα τόνε βαστάξω.
Ήντα κατάρα είναι τούτη Θε μου, πώς θάφτει η μάνα το παιδί ντζη πες μου.
Πέτρες και χώμα πες μου πώς θα πιάσω, το σπλάχνο μου η ίδια να σκεπάσω.
Πώς θα τα δω τα μάθια ντου σβησμένα, αυτά που φως εδίδανε κι εμένα.
Ω Παναγιά μου που’θαψες το γιο σου, απού τόνε σταυρώσανε ομπρός σου.
Για πε μου Παναγία πώς συμβαίνει, που είδες το παιδί σου να ποθαίνει.
Κι άφησες για το γιο μου τη καμπάνα, νεκρίκια να χτυπήσει αφού’σαι μάνα.
Μοίρα καταραμένη μου καλέω, ήντ’άλλο μου’χεις γράψει καλελέω.
Ποια αμαρτία έχω καμωμένη, και μ’έχεις ετσακαταδικασμένη.
Και κάθε τόσο πέμπεις μου το Χάρο, και δε μπορώ αναντράνιση να πάρω.
Επήρες μου τον άντρα τον γαμπρό μου, και μού’γραψες να θάψω και το γιο μου.
Ώφου παιδί μου Κώστα πρωτογιέ μου, και πρωιμοκομμένε καντιφέ μου.
Π’ανάθρεψες τ’αδέρφια σαν παιδιά σου, κι εδ’άλλοι θ’αναθρέψουν τα παιδιά σου.
Και την ορφάνια γιε μου την κατέχεις, αφού κι εσύ δοκιμασμένη έχεις.
Άχι και που το κάτεχα παιδί μου, να’ρθω ομπρός να βάλω το κορμί μου.
Τα στήθια που σου δώκανε το γάλα, να μπούνε ομπρός να φάνε αυτά τη μπάλα.
Κι εσύ να τη γλιτώσεις τη ζωή σου, βλαστέ μου ν’αναθρέψεις το παιδί σου.
-
Το μοιρολόι της Κατίκας, (γυναίκας του Κώστα Παρασύρη)
Κώστα μου πώς μ’αφήνεις μοναχή μου, στα μαύρα να περάσω τη ζωή μου.
Μου’πες πολλά μαζί θα ζούμε χρόνια, να μεγαλώσομε παιδιά κι εγγόνια.
Άλλα όμως εσχεδίαζε η μοίρα και μ’άφησες στα’κοσιδυό μου χήρα.
Πρέπει να κάνω δα και τον πατέρα και πες μου εσύ πώς θα τα βγάλω πέρα.
Και πώς θα μεγαλώσω εγώ το γιο μας, χωρίς πατέρα τ΄αρφανό Γιωργιό μας.
Πες μου ήντα να του πω για δεν κατέχω, όντε θα με ρωτά γιάντα δεν έχω.
Πατέρα’γω σαν τα κοπέλια τ’άλλα, πώς να του πω πως σ’έφαε μια μπάλα.
Ποια δικαιολογία να του λέω, ταίρι μ’όντε θα με θωρεί να κλαίω.
Έχω και στην κοιλιά τ’ανάπημά σου, κι αν είναι γιος θα βγάλω τ’όνομά σου.
Σ’αυτό ότινα θέλει για να μάθει, που’ναι ο πατέρας του και πότε θα’ρθει.
Πώς να του πω που δε θα καταλάβει, ότι κανείς δε γύρισε απ’τον Άδη.
Γραφτό σου φαίνετ’ήτανε παιδί μου,
Γιωργιό να σ’αναθρέψω μοναχή μου.
Εγώ θα’μαι πατέρας σου
και μάνα και τάσσω σου να μη σου λείψει πράμα.
Εσύ θα μ’έχεις μάνα σου και κύρη κι εγώ στα γεραθιά μου ακουμπιστήρι.
Κώστα μου αργά την πόρτα πώς θα κλείσω, βασιλικέ μου κι όξω να σ’αφήσω.
Να κείτεσαι εσύ στο μαύρο χώμα, σαν να μην έχομε στο σπίτι στρώμα.
Πώς θα θωρώ το μαντρατζή να παίρνει,
τσι βούργιες τω βοσκώ και να τσι φέρνει.
Και τη δική σου Κώστα μου τη βούρια, που σου’χα κεντημένη την καινούρια.
Να τη θωρώ στον τοίχο κρεμασμένη,
απ΄τις παντέρμες σφαίρες τρυπημένη.
Τσι σφαίρες που τρυπήσαν το κορμί σου, κρίνε μου και την πήραν τη ζωή σου.
Πώς θα καθίζω στο τραπέζι αητέ μου, αμοναχή να τρώγω καντιφέ μου.
Μα μια φωτογραφία σου θα βάλω, απάνω στο τραπέζι το μεγάλο.
Να σ’έχω Κώστα πάντα απέναντί μου, και θα θαρρώ πως τρως κι εσύ μαζί μου.
Θα κουβεδιάζομε και θα γελούμε, για τα προβλήματά μας θα μιλούμε.
-
Το μοιρολόι της Παναγομανώλαινας, (μητέρα των αδερφών Μιχάλη και Γιάννη Κλίνη)
Παιδιά μου που σας είχα χαϊδεμένα, ελάστε να με πάρετε κι εμένα.
Πάρτε με το νερό να σας σε φέρνω, να μαγερέω και να παρασέρνω.
Για δε θα τον αντέξω τον καημό σας, πού τ’όρπιζα να δω το θάνατό σας.
Παιδί μου χαϊδεμένο μου Μιχάλη και πώς θα δω το άσκημό σου χάλι.
Και δαχτυλιδωμένε Κλινογιάννη, στην κεφαλή σου δε θα δω στεφάνι.
Αντί να θέλω μέλι και στεφάνια, να θέλω θυμιατήρι και λιβάνια.
Αντί να παίζει τση χαράς η λύρα, σας σε μοιρολογούμαι η κακομοίρα.
Ήρθαν οι χωριανοί κι οι χωριανές σας, Γιάννη μου και Μιχάλη στσι χαρές σας.
Αλλά δε τραγουδούν και δε χορένε, μόνο θωρώ τα μάθια ντων να κλαίνε.
Κι αντί να λεν’ευχές για τσι χαρές σας, λένε συγχωρεμούς για τσι ψυχές σας.
Πώς κείτεστε στο χώμα αγκαλιασμένα, άψυχα αδερφάκια αγαπημένα.
Ώφου ήντα – ήντά’παθα παιδιά μου, κι εκάψαν οι φονιάδες την καρδιά μου.
Ώφου ήντα μου μέλλουνταν εμένα, να δω δυο μου βλαστάρια σκοτωμένα.
Θε μου δεν έριχνες αστροπελέκι, στα χέρια που σηκώσαν το τουφέκι.
Κι επήραν τη ζωή απ΄τα παιδιά μου, κι εμαύρισε για πάντα η καρδιά μου.
Χάρε γιάντα δεν έπαιρνες εμένα, που τα’χω τα ψωμιά μου φαωμένα.
Μα επήρες δυο λεβέντες στην ακμή ντων, χωρίς να τη χαρούνε τη ζωή ντων.
-
Το μοιρολόι της Στελιανάκαινας (μητέρας του Γεωργίου Κάββαλου)
Ελάστε Στελιανή κι εσύ Ρηνιώ μου,
κι εσκότωσαν το Γιώργη μας το γιο μου.
Κι εχάσετε κι εσείς τον αδερφό σας,
το θάρρος σας και φως των αμαθιών σας.
Γιώργη ξανθέ μου άγγελε καμάρι μου κι αδικοσκοτωμένε διοματάρη μου.
Που’σουν πολύ μικρός και είναι κρίμα, κουφέτα να μοιράσομε στο μνήμα.
Τα χρόνια σου εικοσιδυό’σαν μόνο κι άφησες μέσα στις καρδιές μας πόνο.
Δεν το’γραφε η μοίρα η κακή μου, εγγόνι από σε να δω παιδί μου.
Και το’θελα πολύ να σε παντρέψω, παιδιά σου στην ποδιά μου να χορέψω.
Δε μου’πες ποια εσκέφτουσουν στα όρη, σα μου παντήχνει να τη λέω κόρη.
Μα’γω δεν το πιστέω και ας το λένε και ας θωρώ τριγύρω μου να κλαίνε.
Κι ας έκλαιγεν ο σκύλος κάθε βράδυ, που λεν’πως είν’μαντάτο από τον Άδη.
Κι ας έκραζε στο δώμα μας η ζάρα, σημάδι του θανάτου και κατάρα.
Εγώ σαν κάθ’αργά’νημένω πάλι, να τόνε δω στην πόρτα να προβάλει.
Τα ρούχα ντου τα σκολινά να βάνει, να τρώει να πηγαίνει στο ντουκιάνι.
Να κάνει με τσι φίλους του καντάδες, στην αγαπά να λέει μαντινάδες.
Κόλυβα’γω στο γιο μου δε θα σάσω, κουφέτα τση χαράς του θα μοιράσω.
Το Γιώργη μου δε θέλω να τον κλαίνε, τα καλορίζικά ντου να μου λένε.
Φέρετε ζα να σφάξετε να’ρθούνε, οι φίλοι ντου να φάνε και να πιούνε.
Κηδεία αρραβώνιαση και γάμο, όλα μαζί στο Γιώργη μου θα κάμω.
Δε θα με παίρνει ο ύπνος κάθε βράδυ, για δεν κατέχω ήντα θα βρει στον Άδη.
Ποια θα του πλύνει θα του σιδερώνει, και το κρεβάτι ντου ποια θα του στρώνει.
Ποια θα τόνε σηκώνει πριν να φέξει, να’ναι στα ζα στην ώρα ντου ν’αρμέξει.
Γι’αυτό παιδί μου θα σε ανημένω, και θα’χω και το λύχνο αναμμένο.
Να’ρθεις και να με πάρεις ένα βράδυ, μαζί να κατεβούμενε στον Άδη.
Να σ’έχω γιε μου πάντοτε μαζί μου, να σε θωρώ να χαίρεται η ψυχή μου.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος