Το νταμάρι του Δροζίτη.
Το νταμάρι του Δροζίτη. Ο λόφος «Δροζίτης» ήταν πετρώδης και από εκεί οι καταναγκαστικοί εργάτες έβγαζαν πέτρες και τις μετέφεραν στο αεροδρόμιο του Καστελλίου. Με τις πέτρες κάλυπταν τους μεγάλους λάκκους που δημιουργούνταν από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς

Στόχος και επιδίωξη των γερμανών όταν κατέλαβαν την Κρήτη, ήταν να τη μετατρέψουν σε απόρθητο φρούριο ώστε να εκμεταλλευτούν τη θέση που βρίσκεται, (μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας), και να διαδραματίσει ισχυρό πολεμικό οχυρό για τις επιδιώξεις τους. Στον κάμπο του Καστελλίου, από τον Ιούλιο του 1941 ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα ισχυρό αεροδρόμιο, που έγινε πλήρες επιχειρησιακό τον Μάρτιο του 1942.

Αεροδρόμιο Καστελλίου Πεδιάδος 1943
στην Αθήνα και σκοτώθηκε σε

Τα οχυρωματικά έργα, ανέλαβαν να κατασκευάσουν καταναγκαστικοί εργάτες, σύμφωνα με τις σχετικές διαταγές των Διοικητών Στούντεντ και Αντρέ. Κάθε χωριό, ανάλογα με τον πληθυσμό του έστελνε το 10% στα έργα. Οι εργάτες χωρίζονταν σε δύο ομάδες και δούλευαν ανά δεκαπέντε ημέρες. Την παρακολούθηση της κανονικής ροής των εργατών στα έργα, είχε πρώτα ο Πρόεδρος της Κοινότητας που εξέδιδε τις σχετικές καταστάσεις και η Ελληνική Χωροφυλακή. Οι ποινές για τις απείθαρχες Κοινότητες ήταν συχνές, συνήθως σε προϊόντα. Για τους απείθαρχους εργάτες πολλές φορές έφταναν μέχρι τον θάνατο.

Σχετικές είναι οι παρακάτω ανακοινώσεις-διαταγές του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγού Αντρέ και του Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη:

“Διοικητής Φρουρίου Κρήτης

Τη 6 Μαρτίου 1942

Αφορά:  Εργασίας Αεροδρομίου Καστελλίου

Η διεύθυνσις κατασκευής Αεροδρομίου Καστελλίου έχει μεγάλην ανάγκην εργατικών χειρών. Υποχρεώ λοιπόν τας κάτωθι αναφερομένας κοινότητας να διαθέτουν καθ’ημέραν τους επόμενους εργάτας:

1) Πολυθέα        50 εργάτας         10) Λιλιανό 40 εργάτας

2) Ξειδάς       110   >>                       11) Μουκτάροι      65   >>

3) Καστέλλι     170    >>                   12) Βαρβάροι       35    >>

4) Σμάρι        100    >>                       13) Ζωφόροι       40    >>

5) Αποστολιανό  130    >>             14) Κασταμονίτσα   60   >>

6) Σαμπά        35    >>                       15) Αμαριανό      55 >>

7) Βώνη         90    >>                         16) Παρασκιές     70 >>

8) Αστρίτσι      50    >>                     17) Πεζά          40 >>

9) Θραψανό    265    >>

Ζητώ εκ μέρους σας να υποδείξετε και πάλιν εις τας Κοινότητας, ότι την υποβληθείσαν εις αυτάς υποχρέωσιν, πρέπει απαραιτήτως να τηρήσουν. Αντίγραφον της διαταγής σας δέον να μου απευθύνετε.

Εις περίπτωσιν καθ’ην οι ζητούμενοι εργάται δεν διατεθώσιν, έχω υπ’όψιν μου να επιβάλω αισθητάς ποινάς. Εις τρεις περιπτώσεις έχω αναγκασθή ήδη να υποβάλω ποινάς. Ετιμωρήθησαν:

1) Η κοινότης Βώνης δια παραδόσεως 15 προβάτων.

2) Η κοινότης Κασταμονίτσας δια παραδόσεως 500 οκάδων ελαίου.

3) Η κοινότης Σμάρι δια παραδόσεως 2 βοών προς σφαγήν και 2 προβάτων προς σφαγήν.

Τα 2 πρόβατα θα διαθέση προσωπικώς ο πρόεδρος της κοινότητος διότι δεν εξετέλεσε δοθείσαν αυτώ διαταγήν.

Δια τον Διοικητήν του Φρουρίου Κρήτης, Ο Επιτελάρχης»

…………………………………

´Εις την κοινότητα Κασταμονίτσας η παράδοσις 500 οκάδων ελαίου, εις την κοινότητα Σμάρι την παράδοσιν δύο βοών προς σφαγήν ως επίσης δύο προβάτων τα οποία θα διαθέση προσωπικώς ο Πρόεδρος διότι δεν εξετέλεσεν δοθείσαν αυτώ διαταγήν.

Επειδή αι ρηθείσαι ανωτέρω ποιναί είναι ομαδικαί και επιβάλλονται εις την ομάδα της Κοινότητος, δέον να γίνη ερανικός κατάλογος δια να καταβάλουν εξ ίσου πάσαι αι οικογένειαι. Εκ του συλλεχθησομένου ποσού θ’αγορασθούν και θα παραδοθούν εις την αρμοδίαν Γερμανικήν αρχήν τα πρόβατα το έλαιον και οι δύο βόες.

Αναφέρατε ημίν την εκτέλεσιν της παρούσης.

Ο Νομάρχης, Ι. Πασσαδάκης”.

ιστορικές φωτογραφίες
Βρετανών πρακτόρων. Διέφυγε

Ο Γεώργιος Καλογεράκης του Ιωάννου από το Σμάρι, διηγείται πως τα χρόνια της κατοχής οι γερμανοί ήρθαν στο χωριό τουλάχιστον δύο φορές και επιτάξανε τα βόδια των κατοίκων για να θρέψουν τον γερμανικό στρατό του Καστελλίου. Και του ίδιου του πήραν μία αγελάδα και συνέβη η παρακάτω σκηνή όπως την περιγράφει ο ίδιος:  “…εμαζέψανε οι γερμανοί τσι αηλιές και τσι ματζέτες στη Ρουσά. Εγώ είχα μια κόκκινη ματζέτα και μου λέει η γιαγιά σου η Ερήνη.

Γιώργη να πας θες κι εσύ τη ματζέτα;  Ήντα να κάνω, να μη τη πάω;  Και σηκώνομαι και παίρνω τη και πάω στη Ρουσά. Όντεν εξεκίνουνα να πάω τη ματζέτα, ήρθανε στην αυλή δυο Γερμανοί και πιάνουνε δυο όρνιθες και τσι παίρνουνε. Εζητήξανε και αυγά και η γιαγιά σου τος ήδωσε πέντε αυγά και εκάνανε στα αυγά μια τρύπα και τα ρουφούσανε και τα τρώγανε άψητα. Τση γιαγιάς σου τότε τσ’είχανε κομμένο το πόδι.

Και έρχεται στη Ρουσά με τα γόνατα γιατί το ψεύτικο πόδι το’βαλε μετά τη Κατοχή. Και πάει στο Γερμανό και βάνει τα κλάματα η Ερήνη και του λέει ανέ μας ε πάρετε τη ματζέτα, εμείς ήντα θα γενούμε;  Ξάνοιξε του λέει που δεν έχω πόδι. Κι έχομε κι ένα κοπέλι, σε παρακαλώ μη μας ε πάρεις την αηλιά. Ο Γερμανός αξιωματικός την ξάνοιξε τη γυναίκα μου, φαίνεται πως τήνε λυπήθηκε και διαλέγει μια αδύνατη και κακοτερένια αηλιά του παπά Αντρέα από το Καστέλλι. Τη κακοτερένια αηλιά την είχενε ο Σταθάκης ο Γιάννης με το παπά Αντρέα ξεχαρτζιστή. Διατάζει τσι στρατιώτες και μας τη δίνει.

Επήρανέ μας τη δική μας και μας εδώκανε τη κακοτερένια του Σταθάκη και του παπά Αντρέα. Σε κάμποσο καιρό ήρθε ο παπά-Αντρέας στο Σμάρι, ήμαθε ότι οι Γερμανοί τη δική του αηλιά μας τη φήκανε με τα κλάματα που ήκανε η γιαγιά σου και μου γύρευγε μερτικό. Ήντα να κάνω, του το’δινα σιγά σιγά μέχρι που τόνε ξεπλήρωσα…

Στην αγγαρεία επήγαινα τέσσερα χρόνια. Όλα τα χρόνια τση κατοχής. Οι μισοί Σμαριανοί επηγαίναμε στο νταμάρι του Δροζίτη. Ο Δροζίτης ήτανε νοτικά του αεροδρομίου. Μας εδίνανε κασμάδες και εβγάναμε όλη τη μέρα πέτρες. Ήρχουντανε κάτι βαγονάκια, ντεκοβίλ τα λέγαμε και τα γεμίζαμε πέτρες.

Άλλοι τα οδηγούσανε στο αεροδρόμιο και τα ξεφορτώνανε. Οι πέτρες εγίνουντανε ένας μεγάλος σωρός. Ύστερα δα, άλλοι πάλι τσι παίρνανε στον ώμο ντως, άλλοι μια, άλλοι δυο, άλλοι όσες μπορούσανε και τσι πηγαίνανε στσι λάκκους που εβγάνανε οι βόμβες των Εγγλέζικων αεροπλάνων. Άμα εγεμίζανε το λάκκο, ένα γερμανικό φορτηγό επήγαινε και έριχνε χώμα από πάνω. Έτσι και πάλι ο διάδρομος του αεροδρομίου ήτανε εντάξει.

Οι λάκκοι όμως ήτανε πολλοί. Κάθε μέρα εβομβαρδίζανε τα Εγγλέζικα αεροπλάνα. Και κάθε μέρα εκάναμε τα ίδια. Πολλοί δικοί μας ερχίξανε και βλαστημούσανε τσ’Εγγλέζους. Δε πάνε στο διάολο, ελέγανε, θα μας εξεκάνουνε θέλει οι γερμανοί με τσι βομβαρδισμούς που τόσε κάνουνε. Κι εγώ τος ήλεγα μη βλαστημάτε. Και να μη βομβαρδίζουνε οι Εγγλέζοι, οι γερμανοί θα μας έχουνε επαέ να βγάνομε πέτρες συνέχεια.

Και έτσι εγίνουντανε. Όταν δε εβομβαρδίζανε οι Εγγλέζοι, και πάλι εβγάναμε πέτρες. Για κάθε ενδεχόμενο, ελέγανε οι γερμανοί επιστάτες. Το μισό νταμάρι του Δροζίτη το έχομε σκάψει εμείς οι Σμαριανοί.

Για τη τιμωρία των Κοινοτήτων, η Κασταμονίτσα ετιμωρήθηκε γιατί ο Πρόεδρός τση ο Χαρίδημος Παπαδοκωστάκης δεν έστελνε αγγαρεία στο αεροδόμιο στο Καστέλλι. Ο δικός μας ο Σμαριανός ετιμωρήθηκε γιατί δεν έστελνε στην αγγαρεία τσι δικούς του, τσι συγγενείς του. Ήστελνε εμάς και τσι συγγενείς του όχι. Η Βόνη δεν εμάθαμε γιατί ετιμωρήθηκε…».

Ο Δημήτρης Σμυρνάκης από το Σκλαβεροχώρι Πεδιάδος, πήγαινε στην αγγαρεία στο νταμάρι του Δροζίτη. Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Αμαριανό, παντρεμένος με ένα παιδί και με τη γυναίκα του έγκυο.

Αποφασίζει στις αρχές του 1944 να φύγει για τη Μέση Ανατολή. Ανεβαίνει στο βουνό, (στη μάντρα του Σηφογιάννη στη θέση Βατονερό-Λημέρι), και συναντάται με τη συμμαχική αποστολή. Όμως οι κακουχίες του βουνού, οι σκέψεις της γυναίκας και των παιδιών του που θα άφηνε πίσω του, τον έκαναν ν’αλλάξει γνώμη.

Επιστρέφει πίσω. Οι Άγγλοι κατάσκοποι όμως, που βρίσκονταν στην Κρήτη και συνάντησε στο Βατονερό, τον συμβούλεψαν να προσπαθήσει να καθυστερήσει τα έργα του αεροδρομίου Καστελλίου. Σ’όλη τη διάρκεια της κατασκευής και λειτουργίας του αεροδρομίου, δημιουργούνταν συνεχώς μικροσαμποτάζ από τους Κρήτες πατριώτες.

Έτσι, ο Δημήτρης Σμυρνάκης, αποφασίζει να αφαιρέσει τα λουριά της μηχανής του σπαστήρα που βρίσκονταν στο νταμάρι του Δροζίτη και με τον τρόπο αυτό να σταματήσει τη λειτουργία του.

Ο Χαρίδημος Παπαδοκωστάκης
του Δροζίτη, ύστερα από υπόδειξη

Η Ειρήνη, αδερφή του Δημήτρη Σμυρνάκη θυμάται: «Τον πατέρα μου τόνε λέγανε Μιχάλη Σμυρνάκη και την μάνα μου Ζωή. Η μάνα μου ήτανε Καστελλιανή από τσι Γαρεφαλλάκηδες. Είμαστε δώδεκα αδέρφια και εζούσαμε εδώ στο Σκλαβεροχώρι. Ο αδερφός μου ο Δημήτρης Σμυρνάκης που χάθηκε στην Κατοχή ήτανε το δεύτερο παιδί των γονιών μας. Στην Κατοχή μας εδιώξανε οι Γερμανοί απ’εδώ από το Σκλαβεροχώρι και πήγαμε τρία χρόνια στο Αμαριανό.

Ο πατέρας μου ήτανε από το Αμαριανό. Στο Αμαριανό ήρθε κι ο αδερφός μου ο Δημήτρης μαζί με την οικογένειά του. Ήτανε παντρεμένος με ένα μικρό παιδί και με γυναίκα έγκυο. Οι Γερμανοί είχανε μαζέψει όλο το κόσμο και τσι βάνανε στο αεροδρόμιο και δουλεύανε. Ο Δημήτρης δούλευε στο νταμάρι στο Δροζίτη. Εβγάζανε πέτρες για το αεροδρόμιο. Ο αδερφός μου είχε να κάνει με τσ’ Εγγλέζους. Μια φορά επήγε και στο βουνό, εκεί που εκατοικούσανε οι Εγγλέζοι.

Ήθελε να φύγει να πάει μαζί ντως. Στο μεταξύ μας έλεγε πως εκοίτουντονε στα κλαδιά, στα κατσοπρίνια και στ’αγκάθες. Έκαμε εφτά μέρες και έφυγε. Εγύρισε πίσω και εσυνέχισε και δούλευε στην αγγαρεία. Αυτός έκανε σχέδια να κλέψει τα λουριά από το μηχάνημα στο νταμάρι στο Δροζίτη και να σταματήσει το έργο. Τα λουριά τση μηχανής που σπούσε τα χαλίκια στο Δροζίτη και τα πηγαίνανε στο αεροδρόμιο.

Μας έλεγε ύστερα ότι αυτό του το’πανε να το κάνει οι Εγγλέζοι. Τα πήρε τα λουριά και τα’ριξε σ’ένα πηγάδι μέσα που’χε νερό. Σ’ένα πηγάδι έξω από το Αμαριανό. Την άλλη μέρα το πρωί επήγανε να πιάσουνε δουλειά στο νταμάρι κι επήγε κι αυτός. Ξανοίγουνε οι Γερμανοί και λείπανε τα λουριά τση μηχανής. Τον αδερφό μου τόνε γνώριζε ο σκοπός. Και καλέσανε οι Γερμανοί το σκοπό και του είπανε :

-Εχθές το απόγευμα που ήσουνε σκοπός, ποιος πέρασε στο νταμάρι;

Ο σκοπός είπε ότι πέρασε ο Σμυρνάκης και κράθιε χαρτί. Λέει ότι του το’δωκε ο διοικητής, να πάει να πάρει το σακάκι του που το ξέχασε στο νταμάρι.

Ο σκοπός τόνε πίστεψε και τον άφησε και πέρασε. Ο Δημήτρης έβγαλε τα λουριά, τα πήρε κι έφυγε από τα βουνά, δεν εγύρισε από το σκοπό, και ήρθε στο Αμαριανό. Και είπε ο σκοπός ότι ο Σμυρνάκης επέρασε και δεν εγύρισε πίσω. Ο Δημήτρης όταν επήγε να πιάσει δουλειά εκατάλαβε ότι οι Γερμανοί εκάνανε ανακρίσεις και έφυγε. Εκρύβουντανε μερικές μέρες. Οι Γερμανοί όμως τόνε βρήκανε. Στο σπίτι του στο Αμαριανό. Ήρθε ένα γερμανικό αμάξι και τον έφερε στο Καστέλλι. Από δω από το Καστέλλι τόνε πήγανε στο Ηράκλειο και τόνε βάλανε φυλακή και τον ανακρίνανε.

Ήτανε χειμώνας του 1944. Τόνε τυραννούσανε να πει για τα λουριά. Ο Δημήτρης έλεγε ότι δεν τα πήρε, είναι όλα ψέματα. Μετά δυο τρεις μέρες εμαρτύρησε ότι τα πήρε. Τόνε φέρανε πάλι με αμάξι στο Αμαριανό. Επήγε τους Γερμανούς στο πηγάδι και εβγάλανε τα λουριά. Του βάλανε τα λουριά στο λαιμό και τα πόδια και ζητήξανε μετά οι Γερμανοί τον πατέρα μου να τόνε δει. Ο πατέρας μου τον είδε. Το Δημήτρη τόνε πήγανε πάλι στη φυλακή στο Ηράκλειο, εκεί που’ναι τώρα ο κήπος, πίσω από τα  Λιοντάρια.

Εβρήκε τρόπο και μήνυσε τση μάνας μου να του πάει φαΐ γιατί στη φυλακή δεν τους δίδανε τίποτα να φάνε. Έκανε η μάνα μου πίτες και του τσι πήγε μαζί με τον πατέρα μου. Επήγανε με το γαϊδουράκι από το Αμαριανό στο Ηράκλειο. Όταν επήγανε ο πατέρας με την μάνα μου τους λέει ότι θα φύγει και να μη το μαρτυρήσουνε. Αν δεν έρθει στο χωριό να μην ανησυχήσουνε αλλά θα τους στείλει γράμμα απ’όπου και να πάει.

Στη φυλακή είχε ο Δημήτρης ένα πιρούνι. Με το πιρούνι εξεσκάλιζε τα τούβλα μαζί με έναν κρατούμενο από την Ελιά. Όταν εκαταλάβανε ότι ο τοίχος θα πέσει τόνε σπρώξανε δυνατά και πραγματικά έπεσε. Επιάσανε το Γερμανό σκοπό και τόνε δέσανε. Οι Γερμανοί εβρήκανε δεμένο το σκοπό και είδανε ότι εδραπετεύσανε ο Δημήτρης με τον Ελιώτη.

Από την Βάθεια ήρθενε στο Αμαριανό. Όταν περνούσε την Ελιά, ανεβαίνανε οι Γερμανοί, κι ήθελα κουτελώσουνε να τόνε πιάσουνε. Ήτανε μια γυναίκα κι εράβδιζε ελιές. Τση παίρνει τη βέργα κι ανεβαίνει στην ελιά και εράβδιζε κι αυτός. Η γυναίκα φοβήθηκε και ο Δημήτρης τσ’είπε να μη φοβάται μόνο να κάνει την αδιάφορη…

Φτάνουνε οι Γερμανοί και τσι ρωτήξανε μήπως είδανε κανένα να περνά γρήγορα. Ο αδερφός μου και η γυναίκα είπανε ότι δεν είδανε κανένα. Μόλις εφύγανε οι Γερμανοί κατέβηκε από την ελιά και ήρθε στο Αμαριανό νύχτα. Μας χτυπά την πόρτα και μπαίνει μέσα. Εχαρήκαμε όταν τον είδαμε. Μας λέει ότι θα πάρει λεφτά και ρούχα και θα φύγει. Ότι βρει, καΐκι, βάρκα υποβρύχιο, θα φύγει. Δε στένομαι στσι Γερμανούς να μου βγάνουνε τα νύχια μου και να με τυραννούνε, μας έλεγε.

Από τα πόδια και από τα χέρια του’χανε βγάλει τα νύχια οι Γερμανοί. Είχε πάει πρώτα στο σπίτι του και είχε δει την γυναίκα του τη Μαρία και το παιδί του. Η γυναίκα του ήτανε από τη Μαχαιρά. Ύστερα ήρθε να δει και μας. Ο αδερφός μου μας είπε ότι θα βγει να κοιμηθεί στην αυλή και θα φύγει πρωί-πρωί. Μας είπε πάλι να μη μαρτυρήσομε πως τον είδαμε στους Γερμανούς που θα’ρθουν στο Αμαριανό να τον γυρεύουνε.

Του δίδει η μάνα μας ένα ρούχο να το  βάλει κάτω και να θέσει όξω που ήθελε και ακούμε τσι Γερμανούς να έρχονται στο σπίτι. Εχτυπούσανε τα πόδια ντως στο καλντερίμι. Εκατό Γερμανοί ήρθανε νύχτα στο χωριό, το ζώσανε και βγήκανε και στο σπίτι μας. Εξεστρώσανε τα κρεβάτια, εκοιτάξανε όλο το σπίτι, ερίξανε όλα μας τα πράματα κάτω. Ο πατέρας μου ήτανε όξω και κουβέντιαζε με τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης μόλις άκουσε τσι Γερμανούς έφυγε και ο πατέρας μου λέει πως θα μπω εδά μέσα στο σπίτι, που θα πω πως ήμουνε;

Πιάνει και ξεζώνεται και έκανε πως έφτιαχνε το παντελόνι του. Του λένε οι Γερμανοί, που εσύ;  Στο μέρος, τους είπε ο πατέρας μου. Οι Γερμανοί δεν το πιστέψανε μόνο του λένε τον γιο σου είδες. Πιάνουνε τον  μεγάλο μου αδερφό τον Βαγγέλη και του λένε αν δεν βρούμε τον αδερφό σου θα σκοτώσομε εσένα. Ένας διερμηνέας μιλούσε ελληνικά. Ο Βαγγέλης δεν είπε τίποτα. Οι Γερμανοί εφύγανε το ίδιο βράδυ και πήρανε μαζί ντως την γυναίκα του Δημήτρη την Μαρία. Την πήγανε στο Καστέλλι. Από το Καστέλλι τηνε κουβαλήσανε στο Ηράκλειο και αρχίξανε να την ανακρίνουνε. Η Μαρία ήταν έγκυος και στο μήνα τση να γεννήσει το δεύτερό τση παιδί, την Ανδριάνη.

Η Μαρία τοσε λέει θα γεννήσω μέσα στη φυλακή. Ο διερμηνέας λέει δεν πειράζει, θα μας πεις που είναι ο άντρας σου, ξέρομε ότι ήρθε στο σπίτι. Η Μαρία έλεγε στσι Γερμανούς ότι δεν ήρθε. Είχε το κοριτσάκι, την Ερασμία δυόμισι χρονών μαζί. Η Μαρία το είχε μαζί το παιδί, που να τ’ αφήσει; Επήρανε οι Γερμανοί το κοριτσάκι σ’ένα δωμάτιο ξεχωριστά από τη μάνα του και του δείξανε μια κούτα σοκολάτες και μια μπισκότα.

Τότες τα παιδιά επεινούσανε. Του λένε ότι αυτά θα σου τα δώσομε να μας πεις αν ήρθε ο μπαμπάς σου στο σπίτι. Η Ερασμία, το παιδάκι (σημ: μένει τώρα στην Ικαρία), τους είπε ότι ήρθε ο μπαμπάς μου. Και τι έκανε; το ρώτηξαν οι Γερμανοί. Έκλαιγε με την μαμά μου, είπε η Ερασμία. Οι Γερμανοί λένε τση Μαρίας ότι το παιδί είπε ότι ήρθε ο μπαμπάς του μόνο να μας πεις που είναι τώρα ο άντρας σου. Η Μαρία τι να κάνει, λέει θα σας πω. Ο άντρας μου ήρθε στο σπίτι και μου είπε ότι θα φύγει από τον Τσούτσουρο. Έρχεται ένα υποβρύχιο και θα φύγει.

Ο Δημήτρης Σμυρνάκης
Ο Δημήτρης Σμυρνάκης από το χωριό Σκλαβεροχώρι Πεδιάδος. Αφαίρεσε τα λουριά του σπαστήρα στο νταμάρι

Η γυναίκα του δεν είπε την αλήθεια. Γιατί ο Δημήτρης έφυγε από το Ηράκλειο. Εσηκωθήκανε οι Γερμανοί και πήγανε στο Τσούτσουρο και ψάχνανε το Δημήτρη. Ο Δημήτρης βρήκε ένα καΐκι και πήγαινε λάδι στην Αθήνα από το λιμάνι του Ηρακλείου, βρήκε και ένα χωριανό μας που τόνε λέγανε Πλυτά, ήτανε ερχομένος την Κατοχή εδώ. Ήκανε το διερμηνέα τω Γερμανώ. Αυτός είχε άδεια να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα.

Ο αδερφός μου του ζήτηξε την άδεια και του λέει δώσε μου την άδεια και όσο θες θα σου δώσω. Ο Πλυτάς του’δωσε την άδεια και ο αδερφός μου μπήκε στο καΐκι από το Ηράκλειο και πήγε στην Αθήνα. Από τότε δεν τόνε ξανάδαμε τον αδερφό μας. Άλλοι μας λένε πως σκοτώθηκε από τσι Γερμανούς στο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο Φάληρο, άλλοι μας λένε πως οι Γερμανοί εβουλιάξανε το καΐκι στο δρόμο από το Ηράκλειο για την Αθήνα και πνιγήκανε όλοι.

Από τότε που ήφυγε από το Ηράκλειο δεν μας έπεψε ούτε γράμμα, ούτε τίποτα, ούτε τόνε ξανάδαμε. Στο Αμαριανό μας είπε ότι επήρε την άδεια του Πλυτά και ύστερα εμίσεψε. Το πρωί την άλλη μέρα όμως που επήγα εγώ στην Παναγία στο Καρυδάκι ν’ανάψω τα καντήλια είδα τα ζάλα του στην πόρτα της εκκλησίας γιατί είχε βρέξει. Επήγε και επροσκύνησε στη Παναγία και ύστερα ήφυγε για το Ηράκλειο.

Τη γυναίκα του αδερφού μου τη Μαρία, αφού είπε των Γερμανών για τον Τσούτσουρο, την αφήκανε μετά από δυο βράδια που την κρατήξανε και εγύρισε στο Αμαριανό. Και όλη τη Κατοχή επερίμενε το Δημήτρη να ξαναγυρίσει. Κι αυτή και όλοι μας. Μετά την Κατοχή εγυρίσαμε πίσω στο Σκλαβεροχώρι. Πάντα εξανοίγαμε στην πόρτα και τόνε περιμέναμε. Πολλά χρόνια θυμούμαι τον πατέρα και τη μάνα μου να ελπίζουνε ότι ο Δημήτρης θα γυρίσει. Κάθε φορά που ήνοιγε ξαφνικά η πόρτα, ή μέρα ήτανε ή νύχτα, η μάνα μου επετάγουντονε απάνω κι έλεγε:  Ο Δημήτρης!

Όμως ο Δημήτρης μας δεν εγύρισε ποτέ».

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.