Το ΣΑΝΤΑ ΦΕ ήταν ένα επιταγμένο Ισπανικό πλοίο από το γερμανικό ναυτικό. Στα ισπανικά ΣΑΝΤΑ ΦΕ σημαίνει Αγία Πίστη. Οι Γερμανοί το χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά πολεμικού υλικού. Τα δρομολόγιά του ήταν από τα λιμάνια του Πειραιά και του Ηρακλείου προς τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα. Στο λιμάνι του Ηρακλείου βρισκόταν αγκυροβολημένο αρκετές ημέρες τον μήνα.
Στις 5 Ιουλίου 1943, υλοποιήθηκε σχέδιο του Συμμαχικού Στρατηγείου για ταυτόχρονα σαμποτάζ στα αεροδρόμια του νομού Ηρακλείου. Σκοπός των σαμποτάζ ήταν η παραπλάνηση των Γερμανών ότι θα ακολουθήσει απόβαση στην Κρήτη ενώ η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων έγινες στις 10 Ιουλίου στη Σικελία. Η επιχείρηση των σαμποτάζ της 5ης Ιουλίου 1943, είχε την κωδική ονομασία Αλμπούμεν.
Ο Βρετανός αξιωματικός Σύνδεσμος Πάτρικ Λη Φέρμορ, μαζί με τον Μανόλη Πατεράκη (μετέπειτα απαγωγέα του Στρατηγού Κράιπε), τον Αρχηγό της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου – Λασιθίου Μιχάλη Ακουμιανάκη και τον Υπαρχηγό Μιχάλη Κόκκινο, αποφάσισαν την ίδια βραδιά των σαμποτάζ των αεροδρομίων, να βυθίσουν το πλοίο Σάντα Φε στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Πολύπλοκη και σπουδαία ήταν η δράση του Μιχάλη Κόκκινου τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς. Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και συνελήφθη από τους αλεξιπτωτιστές. Λίγο πριν την εκτέλεσή του, δραπετεύει κερδίζοντας έτσι τη ζωή του.
Μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου και Υπαρχηγός της Οργάνωσης, ο Μιχάλης Κόκκινος πέρασε στην αιωνιότητα στις 6 Φεβρουαρίου 2009. Στις 15 Απριλίου 2006, στο σαλόνι του σπιτιού του στο Ηράκλειο, ο Μιχάλης Κόκκινος διηγείται την απόπειρα καταβύθισης του επιταγμένου πλοίου Σάντα Φε στο λιμάνι του Ηρακλείου, λέγοντας τα εξής:
«…ο Δουνδουλάκης και ο Ανδρουλάκης εφύγανε τον Ιούνιο γιατί τους προδώσανε. Για να μην τους συλλάβουνε οι Γερμανοί καταφύγανε στ’Ανώγεια. Επήγαμε κι εγώ κι ο Ακουμιανάκης στ’Ανώγεια και παραδώσανε τα μυστικά να αναλάβει ο Ακουμιανάκης Αρχηγός στου Δουνδουλάκη τη θέση κι εγώ υπαρχηγός. Ένας μου αδερφός στην Πλαθειά Στράτα είχε ένα ραφείο και το κάναμε στέκι της Οργάνωσης γιατί το σπίτι του Ανδρουλάκη είχε προδοθεί.
Ήτανε εύκολο να μπαίνομε γιατί είχε κάτω το ραφείο και απάνω είχε ένα πατάρι. Κι απάνω στο πατάρι ανεβαίναμε και μας φέρνανε τις πληροφορίες. Συνθηματικά ερχότανε οι συνεργάτες στο ραφείο. Έρχεται λοιπόν εκεί στο ραφείο ένας από τα αδέρφια Βαλαβάνηδες, ο Πέτρος αν θυμάμαι καλά. Τέλη Ιουνίου του 1943. Μου δίδει ένα σημείωμα προσωπικά σ’εμένα. Το σημείωμα ήταν από το Γιάννη τον Ανδρουλάκη. Εγώ ξέρω πως ο Ανδρουλάκης είναι στη Μάσα Ματρούχ. Και γράφει το σημείωμα:
-Μιχάλη, βρισκόμαστε στη Μεσαρά, θα σου εξηγήση ο κομιστής, με Άγγλους κομάντος. Σε παρακαλώ πολύ να μας βρεις πληροφορίες αεροδρομίου Ηρακλείου, αεροδρομίου Καστελλίου και αεροδρομίου Τυμπακίου, Γιάννης Ανδρουλάκης.
Συνεννοήθηκα με το Βαλαβάνη και μου λέει θα πάρεις αυτοκίνητο από του Βασιλάκη και θα του πεις να σε κατεβάσει στη διακλάδωση στο Αποϊνι. Θα κατεβείς και θα τραβήξεις στο Αποϊνι και από κει θα ανεβείς στο Βελούλι. Εκεί θα μας βρεις. Μου προξένησε εντύπωση διότι ο Γιάννης ο Ανδρουλάκης είχε φύγει στη Μάσα Ματρούχ. Μάζεψα πληροφορίες για το Καστέλλι από το Νίκο τον Καραγιάννη, για το αεροδρόμιο του Ηρακλείου μας έφερε πληροφορίες ο Ζεϊμπέκης και από το Τυμπάκι μας στείλανε πληροφορίες από την οργάνωση τη Μεσαρίτικη.
Μπαίνω στο φορτηγό, κρατούσα τρόφιμα και σοκολάτες, μια σακούλα δέσπολα και τέτοια. Κατεβαίνω και με περίμενε στη στάση ο ίδιος ο Πέτρος ο Βαλαβάνης. Με πάει σε ένα αμπέλι με υψηλή βλάστηση, είχε μεγάλες κουρμούλες. Βλέπω μια στιγμή και βγαίνουνε από τα φυλλώματα κεφάλια με μαύρους μπερέδες και με κοιτάζανε. Άγγλοι κομάντος. Έρχεται ο Γιάννης ο Ανδρουλάκης.
–Τι γίνεται ρε Γιάννη; του λέω. Πότε ήρθες;
-Άστα Μιχάλη αυτά, μου λέει. Δεν είναι ώρα τώρα να τα πούμε.
Ο πιο φωνακλάς απ’όλους ήταν ο Κίμωνας ο Ζωγραφάκης. Έρχεται και ο Κίμωνας και με χαιρετά. Του’δωσα τους χάρτες του Καστελλίου. Και εφύγαμε τη νύχτα. Ο Κίμωνας με τους Άγγλους προς το Καστέλλι και εμείς με οδηγό ένα Παντελή Κοτσαρίδη που ήξερε τα κατατόπια να πάμε προς τις Αρχάνες. Εγώ, ο Γιάννης ο Ανδρουλάκης, ένας Λοχαγός Άγγλος, τρεις άλλοι κομάντος και ο Παντελής ο Κοτσαρίδης.
Επηρεασμένος εγώ από το σαμποτάζ του Τζέλικο και του Πετράκη που έγινε το 1942 κι επήγανε στου Σιγανού το μύλο, ήθελα να τους πάω εκεί. Στο Μέσα Καρτερό είχε ο πεθερός της αδερφής μου ο Σιγανός ένα μύλο. Αλευρόμυλο. Εκεί πήγανε και μείνανε πριν το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου. Ο Τζέλικο και ο Πετράκης με πολιτικά. Από κει ανιχνεύσανε τη μέρα και ανιχνεύσανε από που θα κάνουνε την επίθεση το βράδυ. Έτσι το κάνανε. Λέω του Γιάννη του Ανδρουλάκη:
-Θα κάνομε την ίδια κίνηση. Θα σας ε φέρουνε στο μύλο, θα σας περιμένω εκεί, θα έχω φαγητό, να γίνει από κει η ανίχνευσή σας και η επίθεση στο αεροδρόμιο τη νύχτα. Και ξεκινούμε από το Βελούλι με σχέδιο να μείνομε όπου ξημερωθούμε.
Η ώρα δε μας έπαιρνε ούτε είχαμε τη δυνατότητα να φτάξομε στου Σιγανού το μύλο το πρωί. Μόλις άρχισε να ξημερώνει, σταματούμε πίσω από την κορφή του Γιούχτα σ’ένα δάμακα και ξαπλώσαμε χάμω όσο μπορούσαμε κι εμείς και οι Εγγλέζοι. Στη διαδρομή στα Δαμάνια ήτανε καλοκαίρι και είχανε οι άνθρωποι τα αλώνια και βγήκανε οι σκύλοι και μας κυνηγούσανε και ήρθε ένας χωριανός από κει και φώναζε τι γίνεται και τέτοια.
-Φύγε, του λέω, τι γυρεύεις τέτοια ώρα, πήγαινε να κοιμηθείς γιατί είναι Γερμανοί και κοιτάζουνε να δούνε αν κυκλοφορεί κανείς τη νύχτα. Και μη πεις ότι περάσανε από δω γιατί θα σε συλλάβουνε!
Έκανα εγώ τάχα το διερμηνέα των Γερμανών. Φεύγομε μαζί με τον Παντελή το Κοτσαρίδη και τραβούμε στσ’Αρχάνες. Πριν φύγομε λέω του Ανδρουλάκη να μην φύγετε από δω και θα γυρίσει ο Παντελής να σας πάρει. Πάμε κατευθείαν στου Μπετεινάκη το σπίτι.
Του συστήθηκα και με καλωσόρισε. Και του λέω την ιστορία. Ότι έξι κομάντος μαζί με τον Ανδρουλάκη είναι στο Γιούχτα από πίσω και θέλουμε ένα οδηγό να τον πάρει ο Παντελής να πάνε μαζί να τους φέρει στου Σιγανού το μύλο στο Σκαλάνι. Λέει να δούμε πως θα γίνει και ποιο θα στείλω. Μου λέει ξέρεις το Παύλο το Ζωγραφιστό; Ναι, είμαστε χωριανοί. Λέει αυτός έχει ένα μετόχι κοντά εκεί στην περιοχή του μύλου. Εκεί θα πας να τόνε βρεις.
Και θα του πεις ότι με εντολή δική μου να κάμει αυτή τη δουλειά. Πήγαμε με το Παντελή το Κοτσαρίδη, τόνε βρήκαμε και του το’παμε και δέχτηκε. Ξεκίνησε λοιπόν με το Παντελή, πήγανε από τις Αρχάνες να πάρει την εντολή από το Μπετεινάκη, ότι όντως έτσι έχουν τα πράματα μήπως είμαστε καταφερτζήδες και του παίξομε καμιά μηχανή και τόνε πιάσουνε. Και όταν ο Μπετεινάκης του’πε ότι τα πράματα είναι έτσι.
Τώρα τι έκαμε ο Μπετεινάκης, αν έκανε σύσκεψη με τους αξιωματικούς στις Αρχάνες, δεν ξέρω. Το θέμα είναι ότι πήγα και ξημερώθηκα στου Σιγανού το μύλο όλη νύχτα και αυτοί δεν ήρθανε.
Τώρα μετά από τόσα χρόνια που μιλώ με το Γιάννη τον Ανδρουλάκη, μένει στην Αμερική και έχομε οικογενειακές φιλίες, μου λέει ότι ειδοποιηθήκανε πως δεν είχε το αεροδρόμιο του Ηρακλείου αεροπλάνα γι’αυτό δεν ήρθανε στου Σιγανού το μύλο.
Αλλάξανε τα σχέδια και θα κάνανε το σαμποτάζ στα Πεζά. Εγώ έψαχνα να δω τι γίνανε, αν τους πιάσανε και παίρνω σήμα να κατεβώ στην Κνωσό επειγόντως. Και βρήκα τον Ακουμιανάκη με το Λη Φέρμορ και μου λένε ότι τους πήγανε στου “Μυριστή”, μια τοποθεσία, έτσι την έλεγαν. Πήγε ο Λη Φέρμορ με τον Ακουμιανάκη να τους συναντήσουν γιατί έπρεπε να γίνει την επαύριο το σαμποτάζ και να μπούμε κι εμείς στο λιμάνι.
Ήξερα από το Λη Φέρμορ ότι θα κάναμε κι εμείς την ίδια νύχτα το σαμποτάζ στο λιμάνι και είχαμε κάνει τις προετοιμασίες. Και τους εξήγησε ο Λη Φέρμορ ότι σαμποτάζ αφού δεν έγινε στο αεροδρόμιο, πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, έχουνε ειδοποιηθεί τα δικά μας αεροπλάνα να βομβαρδίσουνε, η ομάδα δεν πρέπει να φύγει άπρακτη. Και καταλήγουνε στα Πεζά. Και ειδοποιούμε και τον Κίμωνα να καθυστερηθεί για το Καστέλλι μια μέρα.
Είχαμε μια καθυστέρηση. Τους ειδοποιήσαμε όλους και στο Τυμπάκι. Και βγαίνει εκεί η απόφαση να πάνε να ανατινάξουνε τα πυρομαχικά στα Πεζά. Και φεύγομε για το Ηράκλειο.
Το καράβι θα το ανατινάζαμε τέσσερα άτομα. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, ο Μανόλης Πατεράκης και εγώ. Θα βουλιάζαμε ένα γερμανικό οπλιταγωγό το ΣΑΝΤΑ ΦΕ, που είχε φορτώσει πολεμοφόδια να πάει να κάνουνε οι Γερμανοί βάση στα Δωδεκάνησα γιατί άρχιζε το παιγνίδι με τους Ιταλούς. Αυτό θα γινότανε το ίδιο βράδυ με τα Πεζά, το Καστέλλι και το Τυμπάκι.
Μου είχαν αναθέσει την προετοιμασία της αποστολής αυτής. Είχα νοικιάσει λοιπόν ένα σπίτι κοντά στου Φυτάκη το Μέγαρο. Τα εκρηκτικά που θα χρησιμοποιούσαμε ήτανε κάτι χελώνες με δυο κεφάλια και τα’χα μεταφέρει στο σπίτι που’χα νοικιάσει από την Κνωσό. Ο ίδιος τις είχα πάει όταν προδόθηκε του Ανδρουλάκη η ιστορία και τις είχα πάρει από το σπίτι του πριν τις βρουν οι Γερμανοί.
Το καράβι ήτανε αραγμένο στο ακρομόλιο, στο μεγάλο μόλο. Πήγαμε λοιπόν στο νοικιασμένο σπίτι. Όταν περνούσαμε από του Μπαλαχούτη, λίγο μετά την Κνωσό, ήτανε ένας Γερμανός μεθυσμένος στο δρόμο. Και τον φωνάζει στα Γερμανικά ο Λη Φέρμορ. Ήτανε με πολιτικά ντυμένος Ανωγειανός ο Λη Φέρμορ και του δίνει δυο χαστούκια ο Φέρμορ και βγάνει και του δίνει και ένα πακέτο τσιγάρα.
Είμαι Άγγλος αξιωματικός του λέει ο Λη Φέρμορ. Εζαλίστηκε ο Γερμανός, τα’χασε, πήρε τα τσιγάρα κι έφυγε. Και του λέω μα τρελός είσαι; Είναι αυτή πράξη που κάνεις; Εσύ του λέω δε φοβάσαι, θα σε πιάσουν αιχμάλωτο, αλλά εμάς θα σκοτώσουν όλη την οικογένειά μας. Μου απάντησε, ξέρεις Μιχάλη θα γράψω ένα βιβλίο και θα γράψω ότι εχαστούκισα ένα Γερμανό σε τέτοιες δύσκολες στιγμές.
Τραβούσαμε και προχωρούμε να πάμε στο νοικιασμένο σπίτι στου Φυτάκη το Μέγαρο. Ανεβαίνουνε δυο Γερμανοί αγκαλιασμένοι τη λεωφόρο Δημοκρατίας, αξιωματικοί, και πάει και τους χωρίζει στη μέση και περνά ανάμεσά τους. Βρε τρελός είσαι, θα μας ε πιάσουνε!
Ήτανε τολμηρός πολύ ο Φέρμορ. Και φτάνομε στο σπίτι. Έξω από το σπίτι το’κανε ο Θεός και είχε αποθέσει μια διμοιρία Γερμανών τα πράγματά της και θα μπαίνανε στο σκάφος που θα βουλιάζαμε. Αλλά εμείς είμαστε πολίτες και μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Θα τακτοποιούσε ο Φέρμορ τα εκρηκτικά. Πρώτα πήγαμε εμείς οι δυο στο σπίτι και μετά από λίγη ώρα για να μη δίνομε στόχο ήρθανε ο Ακουμιανάκης με τον Πατεράκη. Νυχτώνει, φεύγουνε οι Γερμανοί από το πεζοδρόμιο και πάνε στο σκάφος.
Ο Λη Φέρμορ και ο Πατεράκης οπλίζουνε τις χελώνες. Όταν επροχώρησε η νύχτα, ξεκινούμε και οι τέσσερις. Τις χελώνες τις είχαμε στη μέση μας, μέσα σε αδιάβροχο, ήτανε μαγνητικές και φορούσαμε μια ειδική ζώνη και τις είχαμε κολλήσει απάνω. Και πάμε σε μια στοά από τα τείχη, κάτω από την Εμπορική Σχολή. Περάσαμε τη στοά και βγήκαμε κάτω, εκεί υπήρχε αμμουδιά.
Είχε ένα χαντάκι με βαρέλια και πίσσες και πιο κάτω δυο τολς, κτήρια στενόμακρα. Ένας σκοπός εκινούντανε από δυτικά προς τα ανατολικά και ανάποδα. Σιγά σιγά έκανε βόλτες. Τόνε σταμπάραμε. Πρώτος είναι ο Λη Φέρμορ, δεύτερος ο Πατεράκης, τρίτος ο Ακουμιανάκης, τελευταίος εγώ. Την επιχείρηση θα την κάναμε ανά ζευγάρια. Είχαμε συνεννοηθεί αν συμβεί κάτι ή να πυροβολήσομε να ειδοποιήσομε τους άλλους ή να προκαλέσομε τους Γερμανούς να μας πυροβολήσουνε αυτοί.
Μια στιγμή βλέπω το σκοπό και με πλησιάζει. Όταν ετοιμαζόμουνα να περάσω επιστρέφει απότομα και τόνε βλέπω στο σκοτάδι και πάω και κρύβομε στα βαρέλια με τις πίσσες από πίσω. Τόσο πολύ με πλησίασε που ένιωθα την αναπνοή του. Τότε είχε αρχίσει και το σαμποτάζ στα Πεζά και αρχίσανε οι εκρήξεις, ίσως και στο Καστέλλι. Και χτυπά συναγερμός. Ειδοποιηθήκανε οι Γερμανοί για τα σαμποτάζ.
Όταν εμείς ετοιμαζόμαστε και προσπαθούσαμε να πλησιάσομε τη θάλασσα να μπούμε μέσα για να πάμε στο ΣΑΝΤΑ ΦΕ, αρχίσανε να γίνουνται όλα αυτά. Έπαθε και μια ζημιά ο Λη Φέρμορ, έπεσε σε ένα αεροπλάνο που ήταν εκεί στην παραλία κομματιασμένο. Το πάτησε και έγινε φασαρία.
Ο συναγερμός εχτυπούσε, γίνεται φασαρία μεγάλη κι εκεί που αναζητούσα τρόπο να δω πως θα το κάνω να περάσω απέναντι, πέφτει ένας μπροστά μου. Ενόμισα πως ήτανε ο Γερμανός σκοπός και ήμουν έτοιμος να τον χτυπήσω. Αλλά ήτανε ο Ακουμιανάκης. Τι συμβαίνει; Ανέβα στη στοά από πάνω μου λέει, να καλύπτεις τα νώτα μας.
Δεν πήρες χαμπάρι; Δεν άκουσες; Ματαιώνεται η αποστολή. Πάω εγώ πάνω και ο Ακουμιανάκης μένει εκεί. Έρχεται ο Λη Φέρμορ και του λέει έχε το νου σου για το Μανόλη. Εγώ τον βλέπω το Λη Φέρμορ να σκύβει και να σκαλίζει χάμω. Έρχεται και ο Πατεράκης. Ανεβαίνουν πάνω. Αφόπλισε τις χελώνες, έβγαλε τις πυροσωλήνες από τις χελώνες τις δικές μας και μου τις δίνει.
Δυο πυροσωλήνες είχε η κάθε χελώνα. Πήγαμε στο σπίτι. Στο Τελωνείο από κάτω είχε πέσει κάποια βόμβα και τους πέταξα εκεί. Ξημέρωσε. Ξέραμε τώρα ότι το Ηράκλειο θα είναι φρούριο. Το ξέρανε τώρα οι Γερμανοί ότι έγινε απόπειρα και στο λιμάνι. Το πήρανε χαμπάρι ότι την κοπανήσαμε, προλάβαμε και φύγαμε.
Τώρα σκεφτόμαστε πως θα βγούμε έξω από το Ηράκλειο. Ο Ακουμιανάκης ήτανε συμμαθητής με το Μανόλη το Κεφαλογιάννη. Ο Κεφαλογιάννης ανέλαβε να μας βγάλει έξω από το Ηράκλειο. Πήρε ένα ταξί, τι ταξί τώρα, συνεργάτης μας ήταν ο οδηγός. Μαρίνο τον λέγανε, στο παρατσούκλι ì”γριά”. Μας πήρε και μας πήγε στου Κεφαλογιάννη το μετόχι. Πήγαμε ο Λη Φέρμορ, ο Πατεράκης, εγώ και ο Κεφαλογιάννης.
Ο Ακουμιανάκης έμεινε στο Ηράκλειο. Εκάναμε και σχέδιο. Ο Λη Φέρμορ με το μαντήλι και τα στιβάνια ήτανε ο γαμπρός, έτσι Ανωγειανός που ήτανε ντυμένος και εγώ με τον Κεφαλογιάννη και τον Πατεράκη είμαστε οι κουμπάροι. Και πήγαμε στο Μετόχι του Κεφαλογιάννη. Ο Μιχάλης ο Ακουμιανάκης πήγε στη Κνωσό με τα πόδια.
Στο μεταξύ έπρεπε να βρούμε τη χελώνα που είχε κρύψει ο Λη Φέρμορ. Εγώ είχα σταμπάρει το μέρος. Γιατί όταν τον είδα και έσκυβε και κάτι έχωσε στο χώμα ήτανε η χελώνα. Μου λέει ο Φέρμορ, Μιχάλη πρέπει να την πάρομε να μη πέσει στα χέρια τω Γερμανώ. Πήρα τον Ιατράκη, κουνιάδος του Κίμωνα είναι, και ένα μεγάλο καλάθι και πήγαμε στο λιμάνι. Βάλαμε κρεμμύδια, σαπούνι, αυγά, να τα πουλήσομε δήθεν τω Γερμανώ.
Ο Γιώργης ο Ιατράκης μιλούσε Γερμανικά. Και λέει του σκοπού ότι θα ανταλλάξομε αυτά που έχομε στο καλάθι με ψωμί. Έχομε αδερφάκια του λέει και ψωμί δεν έχομε. Μας άφησε ο σκοπός και μπήκαμε, εκάναμε τη βόλτα και πουλήσαμε τα πράματα. Εβάλαμε μερικές κουραμάνες μέσα στο καλάθι και σταματώ στο σημείο που ξέρω πως είναι η χελώνα μέρα μεσημέρι, πού να φανταστούνε οι Γερμανοί τι κάνομε.
Βάζομε τη χελώνα στον πάτο του καλαθιού, από πάνω βάζομε τις κουραμάνες και το υπόλοιπο σαπούνι. Και πάμε να ξεπουλήσομε. Και μας φωνάζει ένας Γερμανός και μας δείχνει μια κουβέρτα.
Του λέμε στρατιωτικά είδη θα πάρομε; Θα μας πιάσουνε στην είσοδο. Εγώ θα σας πάω μας λέει στην πύλη. Του δίνομε το σαπούνι που μας είχε απομείνει, μας έδωσε την κουβέρτα και μας έβγαλε αυτός έξω. Πήρα τη χελώνα και τις άλλες τρεις που είχαμε αφήσει στο σπίτι που είχα νοικιάσει και τις πήγα στην Κνωσό στο αμπέλι του Ακουμιανάκη και τις κρύψαμε…».
O Γεώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου.