Στο βιβλίο «Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης» και στην σελίδα 195, παρουσιάζεται μία επιστολή του Αντιστασιακού Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτου Σμυρνιωτάκη, έχοντας ημερομηνία 19 Αυγούστου 1943. Την επιστολή απευθύνει «προς τον Αρχηγόν της Ε.Ο.Κ.», όπως αναγράφει στο πρόσθιο μέρος του φακέλου. Εξωτερικά στον φάκελο φέρει σφραγίδα με την επισήμανση: «Σιναϊτική Μονή Αγίων Αποστόλων». Η Μονή Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Κάτω Καστελλιανών Μονοφατσίου. Ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Σμυρνιωτάκης γράφει στην επιστολή του:
«19/8/1943, Αγαπητέ Αρχηγέ
Έλαβον τας μεστάς εθνικής και πατριωτικής εννοίας λέξεις σας, εύχομαι όπως Κύριος ο Θεός ημών ενισχύει Υμάς εις την επιτέλεσιν του εθνικού σας έργου και πάντας ημάς αξιώση φθάσαι την μεγάλην ημέραν της εθνικής Ανατάσεως. Εις την διάθεσίν σας είμαι πάντοτε. Έχω εις την διάθεσίν σας 200 οκάδες σίτου.
Τας ευχάς μου εις όλους τους συνεργάτας σας.
Μετ’ευχών διαπύρων
Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος (Σιναϊτης)
Υ.Γ. πληροφορείτε μας για κάθε τι το εθνικόν Ο ίδιος».
Ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Σμυρνιωτάκης της Μονής των Αγίων Αποστόλων Καστελλιανών, στο σύντομο σημείωμά του προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, επαναλαμβάνει το επίθετο εθνικός τέσσερις φορές, προσδίδοντάς του ως έννοια την υποδουλωμένη από τα φασιστικά και ναζιστικά στρατεύματα Ελλάδα.
Η Ελλάδα και το Ελληνικό Έθνος για τον Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτο, μετουσιώνεται και αποκτά μυθικές διαστάσεις, τις οποίες προσωρινά αποκόπτει η γερμανική κατοχή. Ο ίδιος περιμένει σύντομα τη «μεγάλην ημέραν της Εθνικής Ανατάσεως». Και βέβαια η επιστολή, καταδεικνύει ότι η Μονή των Αγίων Αποστόλων Μονοφατσίου, ήταν από τους τροφοδότες θύλακες των ανδρών της ανταρτικής ομάδας του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και της κρητικής Αντίστασης, τονίζοντας ότι έχει στη διάθεσή του και τον προσκαλεί για την παραλαβή «200 οκάδων σίτου».
Ο πατέρας του Θεοφύλακτου Μανόλης Σμυρνιωτάκης, γεννήθηκε στο χωριό Καλύβια Μονοφατσίου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σαν μεγάλωσε αποφάσισε να γίνει πραματευτής και πηγαινοέρχονταν συχνά στο Ηράκλειο για τις ανάγκες της δουλειάς του. Σε μια από τις περιοδείες του γνώρισε στο συνοικισμό του Πόρου την Ειρήνη, (το γένος Μανουσάκη), που έμελε να γίνει σύζυγός του. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ο Θεοφύλακτος, ο Χρήστος, ο Κωνσταντίνος, η Κυριακή και η Αναστασία. Ο Θεοφύλακτος αφιέρωσε τη ζωή του στον Θεό, πήγε στη Μονή Σινά και έγινε Σιναϊτης μοναχός.
Το ίδιο έπραξε και η αδερφή του η Κυριακή. Εντάχθηκε στη Μονή Παλιανής και ονομάστηκε Πορφυρία. Η Μονή Σινά είχε στο χωριό Πάνω Καστελλιανά ένα μοναστήρι, τη Μονή των Αγίων Αποστόλων. Σ’αυτό το μοναστήρι υπηρετούσε τα κατοχικά χρόνια ο Θεοφύλακτος μαζί με την αδερφή του Πορφυρία. Και απ’αυτή τη θέση, ενταγμένοι και οι δυο στην ανταρτική Ομάδα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, διακινδυνεύοντας πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του αγώνα. Ο Θεοφύλακτος ήταν προσωπικός φίλος του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά αλλά και της οικογένειας του Καπετάν Χρήστου Μπαντουβά.
Από την υπεύθυνη του Σωματείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης «Ομάδες Μπαντουβάδων» κ. Ειρήνη Μελά – Μπαντουβά, λάβαμε πριν από δέκα χρόνια το παρακάτω κείμενο για τον Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτο Σμυρνιωτάκη και την προσφορά του στην Εθνική Αντίσταση Κρήτης:
«Ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Σμυρνιωτάκης, καταγόταν από τα Καλύβια Μονοφατσίου. Ήταν Σιναϊτης μοναχός και κατά τη γερμανική κατοχή υπηρετούσε στο Σιναϊτικό μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων στην περιοχή των Καστελλιανών, μαζί με την αδερφή του μοναχή επίσης Πορφυρία (κατά κόσμο Κυριακή Σμυρνιωτάκη). Επί των ημερών του, το μοναστήρι ανθούσε και είχε καταστεί μια μικρή όαση. Ο πατήρ Θεοφύλακτος, νεαρός τότε και θερμός πατριώτης, εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση και αφοσιώθηκε στον αγώνα κατά του κατακτητή.
Το μοναστήρι βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση για τις περιστάσεις εκείνες γιατί ήταν κοντά στα νότια παράλια. Έτσι έγινε το κομβικό σημείο στο οποίο περισυνελέγοντο οι Άγγλοι στρατιώτες που είχαν ξεμείνει στην Κρήτη, μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς και προωθούνταν στον Αχεντριά για να φύγουν για τη Μέση Ανατολή με τα πλωτά συμμαχικά μέσα που κατά καιρούς προσορμίζονταν εκεί για τον σκοπό αυτό.
Το μοναστήρι περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο που έκλεινε με μια μεγάλη και γερή ξύλινη πόρτα. Στο εσωτερικό της αυλής, ήταν γύρω γύρω τα κελιά και η εκκλησία κατελάμβανε το βορειοανατολικό τμήμα. Έτσι οι όποιοι φιλοξενούμενοι ήταν ασφαλείς και προφυλαγμένοι από ανεπιθύμητα βλέμματα. Για λόγους ασφαλείας ο πατήρ Θεοφύλακτος είχε σκάψει κάτω από την Αγία Τράπεζα ένα αρκετά μεγάλο χώρο στον οποίο έκρυβε τους Άγγλους ή τους αντάρτες σε περίπτωση ανάγκης.
Εκεί έκρυβε κάθε είδους επικίνδυνο υλικό και τα όπλα τους όταν παρέμεναν πολλές μέρες λόγω καθυστερήσεως του ερχομού του μέσου από την Αίγυπτο και πολλές φορές αναγκαζόταν να τους παρουσιάζει σαν εργάτες του μοναστηριού, διακινδυνεύοντας και τη ζωή του ακόμα. Η αδελφή του Μοναχή Πορφυρία, 20 ετών τότε, ήταν η ψυχή της προσπάθειας αυτής.
Πρόθυμη και αεικίνητη φρόντιζε αυτούς που κατέφευγαν στο μοναστήρι. Έπλυνε τα ρούχα τους, τα μπάλωνε, μαγείρευε για πολύ κόσμο, περιποιούνταν άρρωστους και ταλαιπωρημένους από τις κακουχίες χωρίς καμιά άλλη βοήθεια, γιατί χρειαζόταν άκρα μυστικότητα για να μην προδοθεί ο αγώνας που γινότανε και ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι την απελευθέρωση. Πολλές φορές μεταμφίεζε σε καλογήρους με τα ράσα της και τα ράσα του πατρός Θεοφύλακτου Έλληνες και Άγγλους και τους συνόδευε η ίδια για να περάσουν με ασφάλεια από δύσκολα περάσματα.
Ο πατήρ Θεοφύλακτος ήταν σε συνεχή επαφή με το λημέρι του «Χαμέτη» και πολλές φορές έστελνε τρόφιμα στους αντάρτες εκεί.
Την άνοιξη του 1944, φιλοξένησε στο μοναστήρι για λίγες μέρες και τις οικογένειες του Καπετάν Χρήστου και του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά. Οι οικογένειες αυτές διέμεναν στο χωριό Μαχαιρά και ειδοποιήθηκαν ότι επρόκειτο να γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς. Η πληροφορία ήρθε από ανθρώπους που είχε η Οργάνωση (Ε.Ο.Κ.) μέσα στις Γερμανικές υπηρεσίες. Για λόγους ασφαλείας κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά τους στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων όπου παρέμειναν μέχρις ότου εξέλειπε ο κίνδυνος.
Ο πατήρ Θεοφύλακτος ερχόταν συχνά στη Μαχαιρά προκειμένου να συναντήσει τον Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά που την εποχή εκείνη είχε την ηγεσία του αντάρτικου, επειδή ο Αρχηγός Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς και οι υπόλοιποι καπεταναίοι βρισκόταν στην Αίγυπτο, όπου είχαν καταφύγει μετά τη μάχη της Σύμης. Ο καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς κινείτο τότε μεταξύ των χωριών Μαχαιράς, Γαρύπας, Βουτουφού, (Λευκοχώρι) και αλλού.
Μετά την κατοχή, ο Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος τοποθετήθηκε εφημέριος στην εκκλησία της Παναγίας στους Αμπελόκηπους (Τεκέ) όπου υπηρέτησε μέχρι του θανάτου του, μαζί με τη αδελφή του μοναχή Πορφυρία. Η εκκλησία ήταν ξύλινη παράγκα αλλά μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να αναγείρει καινούρια εκκλησία, με τη βοήθεια των κατοίκων που τον αγαπούσαν και του συμπαραστέκονταν στο έργο του.
Η μοναχή Πορφυρία παρέμεινε στην εκκλησία της Παναγίας σε κελί που της παραχωρήθηκε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της μέχρι του θανάτου της. Και οι δυο ήταν αναγνωρισμένοι από το κράτος ως Αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης των Ομάδων Μπαντουβάδων».
Για τον Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτο, πολλές είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων που γνώρισαν τη δράση που ανέπτυξε τα δύσκολα κατοχικά χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις αφηγήσεις των Χαλκιαδάκη Νικολάου από το χωριό Άνω Καστελλιανά, Φιλιππάκη Κωνσταντίνου και Μαραγκάκη Κοσμά από το χωριό Λευκοχώρι. Οι μαρτυρίες λήφθηκαν πριν από έντεκα χρόνια, τον Μάρτιο του 2009.
Χαλκιαδάκης Νικόλαος του Ιωάννου, Άνω Καστελλιανά, (ετών 83, Μάρτιος 2009):
«Εγεννήθηκα το 1926 και είμαι 83 χρονών. Την Κατοχή ήμουνα δεκατεσσάρων μέχρι δεκαοχτώ χρονών ως που φύγανε. Ο πατέρας μου ήτανε την Κατοχή σιμησάρης στη Μονή των Αγίων Αποστόλων. Μας έλεγε ο Καλόγερος ότι αυτά τα χωράφια θα κάνετε και τα καλλιεργούσαμε. Παίρναμε το μισό καρπό εμείς και τον άλλο μισό το μοναστήρι. Μια γυναίκα από την Κάλυμνο, που είχε παντρευτεί εδώ στα Πάνω Καστελλιανά, η Μαρία Στιβακτάκη, είχε ένα γιο, το Νίκο, που μετά την Κατοχή επήρε την αδερφή μου και γίναμε κουνιάδοι. Η Μαρία ήτανε μαγείρισσα στο μοναστήρι και ο κουνιάδος μου ήτανε κι αυτός εκεί.
Εμείς νεαροί τότε, εκάναμε παρέα. Το βράδυ σαν θα ξομέναμε στο μοναστήρι, μας φώναζε κοντά και μας έλεγε ο Θεοφύλαχτος ότι ο ένας θα μπει από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Θα βαδίζετε 500 μέτρα, μας έλεγε, κι αν κούσετε τίποτα, να με ειδοποιήσετε. Μόλις ήθελα να κούσομε Γερμανούς να μιλούνε ή να βαδίζουνε προς το μοναστήρι, να γλακούμε να τον ειδοποιήσομε. Γιατί εξώμενε ο Μπαντουβογιάννης στο Μοναστήρι, τον είχε ο Θεοφύλαχτος συχνό μουσαφίρη.
Ερχότανε τακτικά και εξώμενε στο μοναστήρι. Ο Μπαντουβογιάννης με το μουστάκι και με τα στιβάνια. Εκρατούσε τα όπλα του. Τόνε θυμούμαι καλά. Εμείς βέβαια τόνε βλέπαμε, αλλά δεν του μιλούσαμε, στα κοπέλια ήθελε να μιλήσει αυτός;
Στο ανώφλι της πόρτας της κεντρικής αίθουσας του μοναστηριού, είχε τη φωτογραφία του Χίτλερ κολλημένη ο Θεοφύλαχτος. Και ήθελα να’ρθούνε οι Γερμανοί να χαιρετήξουνε τη φωτογραφία να μπούνε μέσα. Και είχε ο καλόγερος τσι Γερμανούς απάνω και τσι δικούς μας από κάτω στο υπόγειο. Οι αντάρτες του’χανε μεγάλη εμπιστοσύνη του Θεοφύλακτου, αφού ερχόντανε και ο Αρχηγός ο Μπαντουβογιάννης, τι άλλο να πει κανείς παρά το ότι ήτανε μεγάλος πατριώτης ; Τη φωτογραφία την είχε δα σα κάλυψη να το πούμε έτσι ο Καλόγερος. Και ερχόντανε οι Γερμανοί και βλέπανε τη φωτογραφία και δεν εκάνανε καμιά έρευνα.
Το μοναστήρι είχε 1200 στρέμματα χωράφια. Και τα φυτεύαμε όλα σπαρμένα. Και είχε δεκατέσσερα αλώνια. Επηγαίναμε και θερίζαμε, μεταφέραμε στα αλώνια τα στάχυα, τα λωνεύγαμε και ήρχουντανε αυτός άμα ήθελα να τελειώσομε και είχαμε έτοιμο το καρπό στο αλώνι και μοιράζαμε. Το μισό καρπό αυτός, τον άλλο μισό εμείς. Τόνε κουβαλούσαμε το καρπό στσι αποθήκες του και μετά επηγαίναμε το δικό μας στο σπίτι. Ο Θεοφύλαχτος δεν σου’παιρνε παραπάνω αλλά δε σου χάριζε κιόλας.
Μετά την απαγωγή του Κράιπε, ήρθανε εδώ στα Καστελλιανά και κάνανε τυλιξά οι Γερμανοί. Μας επιάσανε και μας επήγανε στα Πεζά σε ένα μεγάλο χώρο με δυο σειράδες σύρματα. Εκεί εκάναμε δυο βραδιές. Ύστερα ήρθε ένας μεγάλος Γερμανός από το Ηράκλειο και μας εδιάβαζε ένας διερμηνέας τα ονόματά μας. Γιατί όταν μας πιάσανε, μας πήρανε τις ταυτότητες. Μόλις ήθελα να’κούσεις το όνομά σου εσίμωνες και σου’δινε την ταυτότητα και σου’λεγε πήγαινε. Εκρατήξανε και μερικούς.
Από τα Πάνω Καστελλιανά επιάσανε δεκαεφτά άτομα μεταξύ αυτών και μένα. Μας επήγανε πρώτα σ’ένα σπίτι στο Νεοχώρι. Εκεί εξωμείναμε. Και τα δεκαεφτά άτομα. Την άλλη μέρα ετραβήξαμε για τα Πεζά.
Μεταξύ μας ήτανε και ο Κωνσταντίνος, ο μικρός αδερφός του Θεοφύλαχτου. Δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών θαν ήτανε κι αυτός. Και ήρθε η αδερφή του η Πορφυρία που ήτανε κι αυτή καλόγρια στο μοναστήρι. Φορούσε δυο αλλαξιές ρούχα. Ήβγαλε τη μια αλλαξιά και τον ήντυσε, μπροστά στα μάτια μας, και τον ήκανε καλογριά και τον πήρε και φύγανε. Μπήκε στο σπίτι μια καλογριά και βγήκανε δυο.
Οι Γερμανοί δεν επήρανε χαμπάρι.Οι καλόγριες φορούνε ένα μαντήλι που σκεπάζει το μισό τους πρόσωπο κι έτσι με το μαντήλι που του’βαλε η Πορφυρία δεν έδειχνε το πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Και δεν εκαταλάβανε τίποτα οι Γερμανοί».
Φιλιππάκης Κωνσταντίνος του Μιχαήλ, Λευκοχώρι (Μάρτιος 2009):
«Λέγομαι Φιλιππάκης Κωνσταντίνος και την εποχή εκείνη την κατοχή τον ήξερα το Θεοφύλαχτο για καλό πατριώτη. Ήτανε καλόγερος στο Σιναϊτικό μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων και συνεργαζότανε με την αντίσταση. Οι ανθρώποι της Αντιστάσεως, του’χανε εμπιστοσύνη. Ερχότανε κι εδώ στο χωριό μας την κατοχή. Και ο Ευγένιος ο Ψαλιδάκης τόνε συναντούσε το Θεοφύλαχτο. Άκουγα ότι πολύ καλός φίλος ήτανε ο Θεοφύλαχτος με τον Μπαντουβογιάννη.
Ο Καπετάν Μπαντουβογιάννης είχε την οικογένειά του εδώ στο χωριό μας. Οι Γερμανοί τον είχανε επικηρύξει. Είχε ένα μικρό παιδί το Γιώργη. Μετά την κατοχή το σκότωσε ένα άλογο στη Μεγάλη Βρύση. Εδώ κυκλοφορούσε το παιδί, έπαιζε με τ’άλλα παιδιά. Μια δόση, δεν ξέρω τι έκανε τση μάνας του και έπιασε αυτή και του’παιξε κανένα δυο ξυλιές. Αυτό εθύμωσε και άρχισε να λέει τση μάνας του:
-Ίδια τώρα θα πάω στο φυλάκιο να πω στσι Γερμανούς ότι εγώ ο ίδιος είμαι του Μπαντουβά γιος !!!
Ακριβώς στο χωριό μας από πίσω είχανε οι Γερμανοί ένα φυλάκιο στην Αγιά Σεμνή. Εκεί έλεγε ότι θα πάει το κοπέλι».
Μαραγκάκης Κοσμάς του Κωνσταντίνου, Λευκοχώρι (Μάρτιος 2009):
«Ο Μπαντουβογιάννης ερχότανε από το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων την Κατοχή στο χωριό μας γιατί εδώ είχε την οικογένειά του. Το παιδί του το Γιωργιό θαν ήτανε τεσσάρω-πέντε χρονώ. Ήξερε δηλαδή το παιδί ότι τον πατέρα του τόνε γυρεύγανε οι Γερμανοί. Τόνε προστάτευε ο Αρχιμανδρίτης ο Θεοφύλαχτος. Και άμα ήθελε να το μαλώσει η μάνα του εγύριζε στο χωριό και το φώναζε. Ίδια απ’όξω από το σπίτι του θείου μου του Πορταλιανάκη του Γιώργη, το φώναζε.
-Πάω ίδια άδω να πω στσι Γερμανούς ότι είμαι του Μπαντουβά γιος και είναι επαδέ η μάνα μου !!!
Και τον επήρε ο Γιώργης ο Πορταλιανάκης από πίσω και του’λεγε:
-Γυάγυρε εκιέ να μη σε τσαλοπατήσω, να κάψεις θες το χωριό;».
Στο αρχείο του Θεοφύλαχτου Σμυρνιωτάκη, βρέθηκε χειρόγραφο κείμενο με τον όρκο που έπρεπε να δώσουν οι πατριώτες για να μυηθούν στην Ε.Ο.Κ. (Εθνική Οργάνωση Κρήτης). Πολλούς όρκιζε ο ίδιος ο Αρχιμανδρίτης στη Μονή των Αγίων Αποστόλων. Ο όρκος των αντιστασιακών έλεγε: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού οικιοθελώς ότι θέλω τηρήση πίστην και αποκλειστικήν αφοσίωσιν εις την Οργάνωσιν ως και τυφλήν υπακοήν και απόλυτον πειθαρχίαν εις τους κατά βαθμόν ανωτέρους μου.
Ορκίζομαι ότι θέλω τηρήση εχεμύθειαν επί όλων, θέλω γνωρίση μυστικών του βαθμού μου και ουδέποτε θέλω αναλάβη πρωτοβουλίαν πέραν των όσων ο βαθμός και η αποστολή μου, (ακολουθούν δυσανάγνωστες λέξεις) …ηγεί δικαιωμάτων, ούτε ποτέ θέλω δοκιμάση να μυήσω τρίτον εις την Οργάνωσιν εφ’όσον ακόμη δεν έχω αποκτήση τον ανάλογον βαθμόν ή στερούμαι εντολής του υπάτου Συμβουλίου.
Τέλος ορκίζομαι εις εσέ ω Ιερά πλην δούλη Πατρίς. Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους, ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα και αίμα τα οποία έχυσαν και χύνουν υπέρ της Ελευθερίας τα ταλαίπωρα τέκνα σου, εις τα ίδιά μου δάκρυα τα χυνόμενα κατά την στιγμήν ταύτην και εις την μέλλουσαν Ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε! Εις το εξής Συ! θέλει είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου, το όνομά Σου οδηγός των πράξεών μου και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου.
Η Θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήση επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου αν ίσως και λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευχτος τιμωρία του αμαρτήματός μου δια να μη μολύνω την αγνότητα της Οργανώσεως με την συμμετοχήν μου».
*O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού