Ο Ζαχαρίας Μανουράς από τα Σείσαρχα Μυλοποτάμου με τη γυναίκα του Μαρία, απέκτησαν πολυμελή οικογένεια με έξι παιδιά. Τον Ανδρέα, τον Εμμανουήλ, τον Γιώργο, τον Γιάννη, τον Ευγένιο και τη Ρωξάνη. Ο Ανδρέας γεννήθηκε το 1911. Με τρεις ακόμη αδελφούς του, (Γιάννη, Μανόλη και Γιώργο), πήραν μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Από το μέτωπο επέστρεψαν στην Κρήτη ο Ανδρέας, ο Μανόλης και ο Γιώργος. Ο Γιάννης είχε τραυματιστεί στις μάχες με τους Ιταλούς και παρέμεινε για αποθεραπεία στην Αθήνα λόγω του τραύματός του.
Το 1987, η κρατική τηλεόραση ΕΡΤ, (σκηνοθεσία και σενάριο των Αντώνη Βογιάζου και Πέτρου Ανταίου), παρουσίασε αφήγηση του Ανδρέα Μανουρά για τη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης. Ο Ανδρέας Μανουράς πολέμησε τους αλεξιπτωτιστές με τον αδελφό του Μανόλη στον τομέα του Ρεθύμνου, στην περιοχή ΒΙΟ στα Περιβόλια. Χειριστής πολυβόλου, τραυματίστηκε στη διάρκεια των μαχών και ο αδελφός του Μανόλης σκοτώθηκε.
Ο άλλος του αδελφός Γιάννης, συνελήφθηκε από τους Γερμανούς τον Νοέμβριο του 1943 στην Αθήνα λόγω της αντιστασιακής του δράσης και εκτελέστηκε μαζί με άλλους ενενήντα πατριώτες στις 16 Μαΐου 1944 έξω από τη Θήβα.
Οι θυσίες για την πατρίδα της οικογένειας του Ζαχαρία Μανουρά, συμπληρώνονται με την εκτέλεση και του μικρότερου γιου Ευγένιου, (δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμη), διακόσια μέτρα έξω από τα Σείσαρχα, τον Αύγουστο του 1944 που οι Γερμανοί πυρπόλησαν και λεηλάτησαν τα Ανώγεια.
Βαρύ το φορτίο αίματος της οικογένειας του Ζαχαρία Μανουρά για την πατρίδα. Τρία παιδιά, τρεις αδελφοί νεκροί, (Μανόλης, Γιάννης και Ευγένιος) και ένας τραυματίας (Ανδρέας), της Μάχης της Κρήτης. Έτσι ποτίζεται διαχρονικά το δέντρο της λευτεριάς στην Κρήτη.
Γιατί οι λέξεις ελευθερία και Κρητικός, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.Η συγκλονιστική αφήγηση του Ανδρέα Μανουρά στην κρατική τηλεόραση για τη Μάχη της Κρήτης, έχει ως εξής :
«Είμεθα πέντε αδερφοί. Κατά την κήρυξη του πολέμου ο τέταρτος υπηρετούσε τη θητεία του στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Παρά το ότι ο νόμος μας παρείχε προνόμια-εξαιρέσεις και ο πρώτος κατετάγη εθελοντής και κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο βρεθήκαμε και οι τέσσερις στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Αφού επήλθε η κατάρρευσις βρεθήκαμε στις πρώτες του Μάη οι τρεις, ο πρώτος ο δεύτερος και ο τέταρτος στην Κρήτη ύστερα από πολλές περιπέτειες. Γύρω στις 10 του Μάη, εβγήκε μια διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης και καλούσε όσοι είχανε διεκπεραιωθεί στην Κρήτη να παρουσιασθούν.
Ο τέταρτος ο Μανόλης ο οποίος υπηρετούσε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα ήτο δυο μέρες που είχε κατέβει. Βρεθήκαμε οι τρεις αδερφοί στο χωριό κι αποφασίσαμε να πάμε να παρουσιαστούμε στο Σύνταγμά μας στο Ρέθυμνο.
Παράκλησίς μας όλων ήτο ο Μανόλης ο οποίος είχαμε δυόμισι χρόνια να τον δούμε, να καθίσει δυο-τρεις μέρες στο χωριό για να τον δούνε οι γονείς του. Το ηρνήθη κατηγορηματικά αυτό το πράγμα διότι το θεώρησε ταπείνωση αυτές τις στιγμές να απουσιάζει από το καθήκον.
Σε παράκληση της μάνας ιδιαίτερα, απήντησε ότι μάνα έχω κι άλλη μάνα και αυτή η οποία κινδυνεύει και αυτήν πρέπει να κοιτάξομε τώρα και αφού τη σώσομε θα’μαι δικός σου. Πήγαμε στο Ρέθυμνο. Κατετάγημεν σε διαφορετικό λόχο καθένας.
Πολύς κόσμος είχε παρουσιασθεί, όσοι είχαν έρθει από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο από πάνω. Έλλειψις και πειθαρχία εννοείται αλλά το σπουδαιότερο έλλειψις οπλισμού.
Έγινε μία εκκαθάρισις και φύγανε πάρα πολλοί, άρρωστοι, οι τραυματίες με κρυοπαγήματα και ήρθε διαταγή τα τμήματα τα στρατιωτικά που ήτανε μες στο Ρέθυμνο να βγούνε σε διάφορα επίκαιρα σημεία. Επειδή ο λόχος μου ο οποίος είχε αρχικώς εξακόσιους δύναμη, είχανε φύγει περίπου οι 350 ή 360 αν ενθυμούμαι καλά, με άδεια με μια επιτροπή που εδημιουργήθηκε υγειονομική τόνε δώκανε άδεια.
Οι υπόλοιποι ήρθε διαταγή και εβγήκε ο λόχος έξω από το Ρέθυμνο σε μια περιοχή γύρω στα οχτώ εννιά χιλιόμετρα έξω νοτιοανατολικά της πόλεως στου Αλμπάνη το μετόχι. Σε άλλα σημεία πήγανε όλα τα άλλα τμήματα και κατά την πτώσιν των αλεξιπτωτιστών η πόλις της Ρεθύμνης δεν είχε μέσα τμήματα στρατιωτικά, μονάχα τη Σχολή Χωροφυλακής.
Στις 20 του Μάη που πέσανε οι αλεξιπτωτισταί, εγώ βρέθηκα ως επιλοχεύων του λόχου για να τακτοποιήσω τα βιβλία και ορισμένες υποθέσεις μέσα στο Ρέθυμνο ενώ ο λόχος μου ήτο έξω. Ήμουνα μαζί με το σιτιστή του λόχου κάποιο Ψυχαράκη κι ένα στρατιώτη τον οποίο μου’χανε στείλει εκεί να με βοηθήσει να τακτοποιήσομε και να βγούμε έξω. Κατά τις 2.30 η ώρα στις 20 του Μάη που χτύπησε ο συναγερμός και διεδόθη αστραπιαία ότι η πτώσις άρχισε των αλεξιπτωτιστών, άοπλοι εμείς, βγήκαμε με το σιτιστή Ψυχαράκη και το στρατιώτη, αναζητήσαμε όπλα, δε βρίσκαμε.
Σπάσαμε μάλιστα και αποθήκη που μας είχανε υποδείξει, αλλά δε βρήκαμε τίποτε. Πήγαμε στα γραφεία Συντάγματος με Διοικητή κάποιο Νικολακάκη, Ταγματάρχης αν δεν απατώμαι ήτο, μας λέει παιδιά δεν έχω τίποτε να σας δώσω. Το μόνο που υπάρχει στην πόλη της Ρεθύμνης είναι ένα πολυβόλο το οποίο είναι στο φρούριο απάνω της Φορτέτσας και προορίζεται για την αντιαεροπορική άμυνα.
Του είπαμε ότι θα το πάρομε, δεν έφερε αντίρρηση, φύγαμε οι τρεις μαζί, πήγαμε πήραμε το πολυβόλο και κατευθυνθήκαμε προς την ανατολική είσοδο της πόλεως διότι προς την περιοχή αυτή, την περιοχή των Περβολίων έπεφταν οι αλεξιπτωτισταί.
Επιλέξαμε ένα σημείο, επίκαιρο, κατάλληλο, πάνω από τη ΒΙΟ για την τοποθέτηση του πολυβόλου σε κάτι σπαρτά πεζούλες ήταν εκεί, το οποίο εδέσποζε από τα Καστελλάκια, ένα ύψωμα, μέχρι την αμμουδιά την παραλία κάτω.
Ήτο ομολογουμένως ιδανική η θέσις για την προστασία της πόλεως. Δεν πέρασε αρκετή ώρα, να σας πω εν τω μεταξύ ότι τα πυρομαχικά ήτανε λίγα και ο Ψυχαράκης μου λέει ότι πυρομαχικά του πολυβόλου υπάρχουν, ήτο Ρεθύμνιος αυτός και ήξερε.
Πράγματι υπήρχανε, συνεννοηθήκαμε, γύρισε πίσω στην πόλη, βρήκε πυρομαχικά, σε ένα ημιφορτηγάκι παλιό αυτοκίνητο μου έστειλε. Κατά την διαδρομή όμως αφού πήραμε το πολυβόλο πηγαίνοντας προς την κατεύθυνσιν αυτή προσκολλήθηκε στην παρέα ένας πιτσιρίκος γύρω στα δώδεκα, δώδεκα χρόνων.
Ο Ψυχαράκης εχρησιμοποιήθη σε άλλη υπηρεσία και δεν εμφανίστηκε. Ο στρατιώτης επίσης είχε κάποια αποστολή και έφυγε και έμεινα με τον πιτσιρίκο των δώδεκα ετών, το Γιωργάκη. Επεσήμανα την περιοχή όλη και ειδικώς μια στροφή του δρόμου του αμαξητού που ήτο δίπλα στη ΒΙΟ, όπως μας είχανε πει υπήρχε περίπτωσις με ταχυκίνητες μονάδες με τους αμαξητούς να προχωρήσουν. Πράγματι στη στροφή αυτή του δρόμου ενεμφανίσθη η πρώτη ομάδα των Γερμανών οι οποίοι ήτανε γύρω στους έξι εφτά.
Θα’ταν γύρω στις τέσσερις η ώρα και από κείνη την ώρα άρχισε η μάχη. Η πρώτη ταινία ερίχθη σε αυτούς με άριστα αποτελέσματα. Και κατόπιν λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω άλλοι Γερμανοί, το πολυβόλο ελειτούργησε άριστα και ήτο αδύνατον, λόγω της θέσεως που κατείχε όπως είπαμε ήτο πράγματι προνομιούχος και πολύ καλή, και ήτο αδύνατον να προχωρήσουνε οι Γερμανοί.
Αυτή η κατάστασις, όσο περνούσε η ώρα η επίθεσις εντείνετο, η αντίδρασις και τα αποτελέσματα του πολυβόλου ήταν άριστα. Είπαμε ότι μες στο Ρέθυμνο δεν υπήρχαν τμήματα στρατιωτικά μόνον η Στρατιωτική Σχολή, η οποία για ποιο λόγο δεν ξέρω, άργησε να κινηθεί.
Οι βομβαρδισμοί και οι πολυβολισμοί, όσο παρείρχετο η ώρα εντείνοντο και εζούσαμε πραγματικά μια κόλαση πυρός. Εκράτησε όλη αυτή η κατάστασις και η δράσις του πολυβόλου δεν επέτρεψε να προχωρήσουν οι Γερμανοί και έτσι η πόλις εσώθη. Κατά την διαδρομήν από Ρέθυμνον προς την ΒΙΟ για να τοποθετήσομε το πολυβόλο, προσκολλήθηκε μαζί μας ένας πιτσιρίκος, γύρω στα δώδεκα, ίσως δεκατριών ετών.
Αφού ετοποθετήθη το πολυβόλον και ο σιτιστής μαζί με τον στρατιώτη πήγανε σε άλλες αποστολές, μαζί μου έμεινε ο πιτσιρίκος στον οποίο είχα δείξει πώς να μου γεμίζει ταινίες αφού μας είχανε στείλει πυρομαχικά εν τω μεταξύ και τα αποτελέσματα που ήρθανε εν πολλοίς οφείλονται στην τροφοδοσία του πολυβόλου από τον πιτσιρίκο ο οποίος με πολύ δραστηριότητα και ταχύτητα ετροφοδοτούσε το πολυβόλο το οποίο διαρκώς ελειτούργη μέχρι το βράδυ που σκοτείνιασε και ηρέμησε κάπως η κατάστασις.
Ήρθε τότε ο Επιτελάρχης του Συντάγματος ο Τζιφάκης και ο Φρούραρχος ο Νικολακάκης, με βρήκανε, μου είπανε αρκετά πράγματα και κολακευτικά.
Πέρασε η νύχτα και μόλις ξημέρωσε άρχισε σφοδρότερος ο βομβαρδισμός και ο πολυβολισμός, μια πραγματική κόλασις πυρός. Εν τω μεταξύ είχανε έρθει ελεύθεροι σκοπευτές, πολίτες, και γέρο είδα ψαρό, δεν ξέρω αν ήταν εβδομήντα η ογδόντα ετών με ένα παλιοντούφεκο, πολύ ενθουσιασμένο μεταξύ των άλλων, είχε αναπτυχθεί και η Σχολή Χωροφυλακής και ύστερα από κανένα δυο ώρες άρχισε πλέον από την άμυνα μπήκαμε στην επίθεση.
Άρχισε η εκκαθάρισις με την υποστήριξη του πολυβόλου, το οποίο, επαναλαμβάνω ήτο το μοναδικό αυτόματο όπλο μέσα στην πόλη του Ρεθύμνου. Άρχισε η εκκαθάρισις της περιοχής. Όπως είπαμε άρχισε η αντεπίθεσις με πρόχειρους βέβαια προγραμματισμούς με τα τμήματα της Χωροφυλακής και τους ελεύθερους σκοπευτές και φθάσαμε το απόγευμα αφού όλη τη μέρα με πολύ σφοδρούς βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς σιγά σιγά η εκκαθάρισις συντελείτο στην περιοχή και το απόγευμα κατά τις εφτά η ώρα είχαμε καθαρίσει όλη την περιοχή και η μόνη αντίστασις η οποία απέμενε ήτο σε μια εκκλησία πάνω από τα Περβόλια νοτίως των Περβολίων στον Άγιο Γεώργιο ο οποίος είχε περίβολο γύρου γύρου είχαν ταμπουρωθεί οι Γερμανοί οι οποίοι είχαν εναπομείνει.
Σκοτωμένοι βέβαια αρκετοί και αιχμάλωτοι και η εξουδετέρωσις της αντιστάσεως αυτής ήτο προβληματική διότι εχρειάζοντο όπλα καμπύλης τροχιάς που λένε, είτε όλμους είτε χειροβομβίδες τα οποία έλειπαν παντελώς. Σε πρόχειρη σύσκεψη εκεί με αξιωματικούς της Χωροφυλακής γίνεται η πρότασις με δραστικά πυρά του πολυβόλου να καθηλωθούνε οι Γερμανοί και να γίνει μια έφοδος διότι ήτο η απόστασις από τις γραμμές που είχαμε εμείς γύρω στα διακόσια μέτρα υπολογίζω. Ήτο σπανό το έδαφος και ήτο η επιχείρησις πάρα πολύ επικίνδυνη να’χουμε πολλές απώλειες χωρίς αποτέλεσμα.
Στη διάρκεια αυτή, τη στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Μανόλης ο αδερφός μου ο μικρότερος από τους τέσσερις, ο οποίος γνώριζα ότι ήτο άοπλος και κρατούσε ένα παλιοτούφεκο. Περνούσε κατά σύμπτωση εκείνη την ώρα ένα υδροπλάνο πολύ χαμηλά, από την ανατολή προς τη δύση κατευθυνόμενο στην πόλη του Ρεθέμνου, του έριξα μια ταινία, του άδειασα μια ταινία, κάνει μια βόλτα πάνω από την πόλη του Ρεθέμνου και επιστρέφει.
Επιστρέφοντας του ρίχνω και δεύτερη ταινία. Έχασε την ευστάθειά του κι έπεσε με τα μούτρα στα ρηχά της αμμουδιάς της θάλασσας στα Περιβόλια. Ήτο το δεύτερο αεροπλάνο που εχτυπούσε το πολυβόλο. Ο αδελφός μου ο οποίος ήτο ενθουσιώδης τύπος, ενθουσιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Είχε υπόψη του τη συζήτηση την οποία εκάναμε για επίθεση από το χαράκωμα, δηλαδή τράφος εκεί.
-Πετάτε παιδιά τους φάγαμε ! φώναξε. Παρέσυρε ορισμένους, μπήκανε στο ακάλυπτο έδαφος για να καβαλικέψουνε τους Γερμανούς να εξουδετερώσουνε την αντίσταση, τα πυρά όμως των Γερμανών ήτανε δραστικά και δυστυχώς τους θερίσανε. Είχαμε πει τότε ότι εάν η αντίστασις αυτή δεν εξουδετερωθεί απόψε, τη νύχτα θα διαρρεύσουν ή θα’ρθουν ενισχύσεις με αλεξίπτωτα και την επομένη θα’χομε προβλήματα.
Πάση θυσία έπρεπε να την εξουδετερώσομε το βράδυ εκείνο. Από το σημείο αυτό της καταρρίψεως του υδροπλάνου, της εφόδου που εκάνανε ο αδερφός μου με κάτι άλλους τους οποίους παρέσυρε, δεν μεσολάβησαν δέκα λεπτά ή ένα τέταρτο και δέχομαι κι εγώ μια σφαίρα στο γόνατο, τραυματίζομαι. Υπολογίζω ότι, ο αδερφός μου δεν ήξερα ότι είχε σκοτωθεί αλλά όπως εξακριβώνεται εκ των υστέρων έτσι ήτο. Δυστυχώς με τον τραυματισμό μου ακινητοποιείται το πολυβόλο, αδρανεί και η ευκαιρία για να εξουδετερώσομε την τελευταία αντίσταση των Γερμανών που έμεναν εκεί, εχάθη.
Με πήρανε, με πήγανε στο Νοσοκομείο. Από εκεί είχαμε περιπλάνηση σε διάφορα χωριά, κατέληξα στο Σπήλι, που ήρθε ο πατέρας μου από το χωριό με μουλάρι, πέρασε από τις γερμανικές γραμμές, με πήρε και με μια διαδρομή από το Σπήλι με πρώτο σταθμό το Μοναστήρι του Αρκαδίου που διανυκτέρευσα την πρώτη βραδιά περάσαμε τους πρόποδες του Ψηλορείτη. Διανυκτέρευσα άλλη μια. Πολύ κουραστική και επίπονη διαδρομή διότι το τραύμα μου ήτο νωπό, φτάξαμε στο χωριό.
Ξεχνώ να σας πω ότι τη βραδιά που τραυματίστηκα ο μεγάλος μου αδερφός ήρθε στο νοσοκομείο και τον είδα. Τον αρώτησα για τον αδερφό μου λέει ότι δεν τον είδα δεν ξέρω. Για μένα αμφιβολία δεν υπήρχε αφού πέρασε μάλιστα και η νύχτα και δεν είχε φανεί, είχα υπόψη μου και το περιστατικό, αμφιβολία δεν υπήρχε. Πήγα στο χωριό. Κατά τη διαδρομή αυτή στον πατέρα μου δεν είπα τίποτε, αυτός το έμαθε άμα ήρθε κάτω, ούτε αυτός δεν μου είπε τίποτε. Το αποκρύψαμε και στην αδελφή μου και στη μάνα μου όταν πήγαμε στο χωριό, βεβαίως αργότερα το μάθανε.
Εγώ έφτασα στο χωριό στις 29 του Μάη, την ημέρα που η Κρήτη ολοκληρώνονταν η κατάληψίς της με τελευταία την πτώση του Ρεθέμνου από τμήματα που έρχονταν από τα Χανιά και από το Ηράκλειο. Μετά από δέκα μήνες περίπου έκανα μια βόλτα στο Ρέθεμνο για να προσκυνήσω το μέρος που είχε σκοτωθεί ο αδερφός μου και βαδίζοντας στη προκυμαία είδα τον πιτσιρίκο, ή μάλλον δεν τον είδα αυτός με είδε.
Με ένα κασελάκι ακολουθώντας πίσω μου φώναζε κυρ Λοχία, κυρ Λοχία ! Στρέφομαι τον βλέπω. Εμένα φωνάζεις παιδί μου ; Λέει ναι. Υπέθεσα ότι ήθελε να μου βάψει τα παπούτσια. Δε θέλω βάψιμο, λέει δε με γνωρίζεις, λέω όχι. Είμαι το Γιωργιό που σου γέμιζα τις ταινίες. Ομολογώ ότι συγκινήθηκα και έκλαψα κι αυτό έκλαψε. Αγκαλιαστήκαμε. Μου λέει βλέπεις πως κατήντησα ; Κάνω το λούστρο για να ζήσω. Δεν είναι ντροπή παιδί μου πως κάνεις το λούστρο. Κάθε τίμια δουλειά να βγάζεις το ψωμί σου δεν είναι ντροπή. Αρκεί να μη γίνεις κακός άνθρωπος, να μη κλέψεις.
Έτσι έληξε η Μάχη της Κρήτης και αυτά τα αποτελέσματα είχε. Συνολικά στην περίοδο αυτή από τα πέντε αδέλφια, ο Μανόλης ο τέταρτος σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Κρήτης στο Ρέθεμνο όπου κι εγώ τραυματίστηκα.
Κατά την καταστροφή του χωριού οι Γερμανοί πιάσανε τον τελευταίο τον Ευγένιο ο οποίος, ήτο ανήλικος τον οποίον εξετέλεσαν διακόσια μέτρα έξω από το χωριό και μάλιστα η μάνα μου το πληροφορήθηκε την τρίτη ημέρα κατάφερε να πάει να τον τυλίξει σε ένα σεντόνι να σκάψει η ίδια να τον θάψει και ο τρίτος ο Γιάννης ο οποίος ήτο στην Αλβανία, είχε τραυματιστεί, ήτο στην Αθήνα είχε αναμιχθεί κι αυτός στην Εθνική Αντίσταση με αξιόλογο δράση κατά την ομολογία των συνεργατών του, τον συνέλαβαν στις 30 του Νοέμβρη του 43 τον κλείσανε στο Χαϊδάρι και από κει κατά μία πληροφορία ύστερα από τις ενέργειες που έκανα μέσω Ερυθρού Σταυρού μου είπαν ότι πιθανόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των ενενήντα εκτελεσθέντων έξωθεν των Θηβών την 16ην Μαΐου του 44 σε συρμό που τους πηγαίνανε στη Γερμανία σε αντίποινα ύστερα από σαμποτάζ που έκαναν λέει αντάρτες στο συρμό.
Η μάνα μου κατά το διάστημα της καταστροφής του χωριού έμενε όλες τις μέρες στο χωριό προστατεύοντας το βιος της, κακοποιούμενη και προπηλακιζόμενη από τους Γερμανούς, η οποία προσπαθούσε να τους διώξει, βρίζοντάς τους μη ανεχόμενη τη λεηλασία και τη διαρπαγή και τελικά το αποτέλεσμα είναι αυτό που σας είπα. ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ».
Ο Μάρκος Γ. Πολιουδάκης, στο βιβλίο του “Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο”, Α΄ τόμος, Β΄ έκδοση, Ρέθυμνο 1993, στη σελίδα 165 αποκαλύπτει το όνομα του δωδεκάχρονου παιδιού που τροφοδοτούσε με σφαίρες το πολυβόλο του Ανδρέα Μανουρά, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αφήγησή του. Συγκεκριμένα ο Μάρκος Πολιουδάκης σημειώνει :
´Επίσης ο Ιωάννης Μουρέλλος στο βιβλίο του “Η μάχη της Κρήτης”, γράφει, πως την πρώτη μέρα της μάχης πολεμούσαν στα Περιβόλια τρία αδέρφια Μανουρά του Ζαχαρία από τα Σείσαρχα, μα την πρώτη νύχτα έχασε ο ένας τον άλλο κι ο Ανδρέας έμεινε μόνος με τη συντροφιά ενός παιδιού 12 χρονών.
Το παιδί αυτό έμεινε κοντά στο πολυβόλο του Μανουρά 28 ώρες γεμίζοντάς του τις ταινίες. Σαν ξημέρωσε δέχτηκαν τα επίγεια και εναέρια πυρά των Γερμανών και ο Ανδρέας Μανουράς κατόρθωσε να ρίξει ένα αεροπλάνο που είχε κατεβεί χαμηλά και πολυβολούσε. Το παιδί αυτό λεγότανε Γιώργης Βεράκης από το Ρέθυμνο».