Ο ρόλος της γυναίκας της Κρήτης στην Αντίσταση τα χρόνια 1941-1945 δεν έχει μέχρι σήμερα μελετηθεί με πληρότητα. Η γυναίκα της Κρήτης, την περίοδο της κατοχής, δεν έχει πάρει τη θέση που της αξίζει στο πάνθεον των ηρώων.
Η γυναίκα της Αντίστασης είναι αυτή που έχασε στον πόλεμο το παιδί της, τον σύζυγο, τον πατέρα, τα αδέρφια, τους συγγενείς. Είναι αυτή που έκλαψε και μοιρολογήθηκε το παλικάρι της, τον αρραβωνιαστικό της, εκείνους που εκτέλεσαν οι Γερμανοί τα πέντε πέτρινα χρόνια της σκλαβιάς 1941-1945.
Είναι αυτή που ζύμωσε, που έπλυνε, που φρόντισε τους άντρες που είχαν καταφύγει στα βουνά και πολεμούσαν τις κατοχικές δυνάμεις. Εκείνη που έψηνε τα καλιτσούνια και τα μοίραζε στους αντάρτες με τα κοφίνια.
Είναι η γυναίκα της Κρήτης που έχασε το σπίτι της (εκατοντάδες σπίτια έκαψαν και κατάστρεψαν οι Γερμανοϊταλοί), η γυναίκα που προσπάθησε να μαζέψει τις στάχτες και να ορθώσει πάλι το ανάστημά της.
Είναι η γυναίκα που τραγούδησε με στίχους τους ηρωισμούς και τον θάνατο των κρητικών παλικαριών. Η γυναίκα που μάζεψε τους εκτελεσμένους πάνω σε πόρτες και παράθυρα, θάβοντάς τους στο κοιμητήριο του χωριού. Η γυναίκα της Κρήτης που πετάχτηκε στις φλόγες πυρπολημένων σπιτιών. Η γυναίκα που κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να προστατευτούν οι δικοί της από το μίσος του κατακτητή. Η γυναίκα που ζήτησε από τους συμμάχους, ως αντάλλαγμα της προσφοράς της, μόνο καφέ και ζάχαρη. Η γυναίκα που έφτυσε κατάστηθα τον κατακτητή, η γυναίκα που εκτελέστηκε πισώπλατα. Η γυναίκα που βοήθησε τη λευτεριά με τον δικό της τρόπο δολιοφθοράς, βάζοντας περισσότερο αλάτι στις πατάτες που έτρωγαν τα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική.
Η γυναίκα που πήρε μέρος στις μάχες που έδωσαν οι Κρητικοί με τους αλεξιπτωτιστές στη Μάχη της Κρήτης και τα στρατεύματα κατοχής στη συνέχεια.
Η γυναίκα που βασανίστηκε για να μαρτυρήσει, η γυναίκα που σκοτώθηκε από ηλεκτροφόρα καλώδια και νάρκες παγιδευμένων στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η γυναίκα της καταναγκαστικής εργασίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η γυναίκα διερμηνέας και διπλή πράκτορας, η γυναίκα που κλείστηκε στις φυλακές της Αγυιάς, η γυναίκα που στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η γυναίκα που μοιρολογήθηκε με τρεις χιλιάδες μαντινάδες τον σκοτωμένο γιο της, είναι η γυναίκα που ντύθηκε στα μαύρα. Αυτή είναι η γυναίκα της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ της Κρήτης.
Παράδειγμα αυτοθυσίας και προσφοράς στην πατρίδα, η Στυλλιανή (Στέλλα) Γιαμαλάκη – Χονδράκη. Γεννήθηκε στη Μουσούτα Μονοφατσίου και ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας, του Γιαμαλοκωνσταντή και της Ειρήνης (Μουρτζάκη). Με έναν από τους αδερφούς της, τον Αντώνη, μορφωμένο και κάτοχο τριών ξένων γλωσσών, να εκτελείται από τα στρατεύματα κατοχής. Ο Αντώνης βρέθηκε στις γερμανικές υπηρεσίες ως διερμηνέας, αφού γνώριζε τα γερμανικά. Λίγο πριν αναχωρήσουν από το Ηράκλειο οι Γερμανοί (στις 11 Οκτωβρίου 1944), μετά από προδοσία τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν στην Αγυιά Χανίων.
Η αδελφή του Αντώνη Γιαμαλάκη Στυλιανή, σε τρία χειρόγραφα σημειώματα περιγράφει τη σύλληψη και τον θάνατο του αδερφού της στην Αγυιά Χανίων, καθώς και την δική της συμμετοχή στην Αντίσταση. Όλα τα γεγονότα των χειρογράφων επιβεβαιώνονται ιστορικά και μόνο κάποιες ημερομηνίες δεν είναι ακριβείς, αφού γράφτηκαν όταν η Στυλιανή Γιαμαλάκη ήταν μεγάλη σε ηλικία. Στα χειρόγραφα δεν αναφέρεται το όνομα του Αμερικανού Ταγματάρχη Μπίλ Ρόυς, στην ομάδα του οποίου εντάχθηκε ο Αντώνης Γιαμαλάκης το καλοκαίρι του 1944, με αποστολή τη διάβρωση του ηθικού των Γερμανοϊταλών και την αυτομόλησή τους στις τάξεις των ανταρτών.
Α΄ σημείωμα:
«Παραμονές του Αλβανικού πολέμου χάνω τον αδελφό μου Απόστολο. Αυτή ήταν η πρώτη σφαίρα που με πλήγωσε. Ο αδελφός μου ήταν 24 χρονών και εγώ ήμουν τότε 17 χρονών. Έρχεται η κατοχή από τους Γερμανούς και γράφομαι στην Οργάνωση όπου έγινε στο σπίτι του πατέρα μου η συγκέντρωση και δώσαμε την υπόσχεση να καταπολεμίσωμε τους Γερμανούς. Στα 18 χρόνια μου άρχισε το μαρτύριο του πολέμου. Ερχόμενος και ο αδερφός μου Αντώνης από Ηράκλειο γράφεται στην Οργάνωση. Επειδή ήξερε την γερμανική γλώσσα προσλήφθηκε ως Διερμηνεύς. Έκλεβε όλες τις κινήσεις των Γερμανών κι εγώ νύχτα της πήγαινα στους συνδέσμους. Μια νύχτας εκεί που ήθελα να κάνω την καθημερινή αποστολή μου για να πάω στη Χανδρού ακούω ένα απόσπασμα των Γερμανών. Πρόλαβα ενώ ήτον εκεί μία βάγκα και εκεί εξημερώθηκα σχεδόν λιγωμένη. Τράβηξα για το σπίτι μας χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα. Τότε έπαθα αυτό που συνεχίζει και τώρα ακόμα να με πιάνει η ζάλη και χάνω τον κόσμο για ένα λεφτό. Δεν έπαψα από τότε και δεν φοβήθηκα να συνεχίσω τον αγώνα κατά των Γερμανών ώσπου ήλθε ο πόλεμος της Βιάννου, καλά πηγαίναμε. Τον Αντώνη τον προδίδουν όταν έγινε η καταστροφή της Βιάννου ότι έστελνε όλα τα μυστικά των Γερμανών με σύνδεσμο όπου ήμουν εγώ αλλά δεν μαρτύρησε εμένα. Τον έβαλαν δύο μήνες στην φυλακή, στου Πλεύρη τότε τις φυλακές.
Τον έπιασαν τον αδερφό μου το 1943, 7 Δεκεμβρίου με ένα κομμάτι άρτο όπου βαστούσε σε μια τσάντα και έτρωγε κάθε μέρα ένα κομμάτι σαν το αντίδωρο. Με τη βοήθεια του Θεού και με λίγη ευστροφία του πνεύματός μου τον αποφυλάκισαν οι Γερμανοί για την αθωότητά του. Τον έβγαλαν για λίγο αλά δεν έπαψαν να τον παρακολουθούν. Δυστυχώς πάλι τον βάζουν και για δεύτερη φορά φυλακή. Εγώ δεν παρατώ τον αγώνα, συνεχίζω να τρέχω για να τον βγάλω και πάλι από τη φυλακή. Τότε του όρισαν να περάσει από δίκη να τον δικάσουν. Μόλις λοιπόν πληροφορούμαι εκεί που θα γινόταν το δικαστήριο, μαζί με τη μητέρα μου κρυμμένη στον κορμό ενός δέντρου, τον βλέπω με τις αλυσίδες δεμένο τον αδερφό μου τον Αντώνη και να τον ανεβάζουν σε μια πανύψηλη σκάλα και να βλέπω το Γερμανό απ’έξω. Τότε θολώνει το μυαλό μου και μη ξέροντας τι έκανα ανεβαίνω τόσο γρήγορα τη σκάλα σαν αστραπή βλέποντάς τον σαν το τον μεγαλύτερο εγκληματία. Τον αγκαλιάζω φωνάζοντας σπαραχτικά ότι είναι αθώος. Εμένα να δικάσετε κι όχι τον αδερφό μου. Οι δικαστές με πίστεψαν δια φώτιση Θεού και τον δίκασαν τότε 200 εκατομμύρια. Τότε προσφέρθηκαν οι Κοινότητες Αρκαλοχωρίου, Μαχαιράς και πολλές άλλες και δώσαμε το ποσόν αυτό και τον άφησαν ελεύθερο.
Νιώθουμε τόση πίκρα με τον αδερφό μου τον Αντώνη που πέφτομε με περισσότερη μανία στον αγώνα. Επειδή ήταν πια επισημασμένος φεύγει για τον Τσούτσουρο και από κει για το Κάιρο. Ο Εγγλέζος δεν τον αφήνει να φύγει διότι δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με άλλους.
Και τότε αρχίζει ο Μεγάλος και πάλι αγώνας, αντί να επιστρέψει στο χωριό μας βαδίζουν προς Ψηλορείτη. Οι Γερμανοί φοβήθηκαν τη ζωή τους και έβαλαν φωτιά στα σπίτια και κοίταξαν να βάλουν φωτιά και στα βουνά. Κατέβηκαν με χίλιες προφυλάξεις. Κρυμμένος τη μέρα και τη νύχτα περπατούσαν. Ύστερα από τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστη ήλθε στις 27 Αυγούστου καταρρακωμένος με την προϋπόθεση να καθίσει να ξεκουραστεί δια τα δεινά που υπέστη. Μου τα είπε όλα, παρόλα αυτά αδελφή μου δεν πρέπει να σταματήσωμε τον αγώνα.
Δεν πρόλαβε να ξεκουραστεί για λίγο. Ήλθε τότε και αυτός ο σύνδεσμος λεγόμενος Στρατής Σφακιανάκης από τις Μελέσσες και τον πήρε να συνεχίσει τον αγώνα. Εκεί άρχισε και έβαζε κάθε μέρα και άλλη ενδυμασία. Στο διάστημα αυτό έβγαλε – 12 – αυτοκίνητα γεμάτα Γερμανούς και τους έδιωχναν στη Μέση Ανατολή. Τότε ένας από Ηράκλειο λεγόμενος Νίβας του είπε ότι στο σπίτι του καθόταν ο Μεγάλος των Γερμανών Διευθυντής της Κεσταμπός. Και πάλι μεταμφιεσμένος ο αδελφός μου Αντώνης έχουν ορίσει τη συνάντηση στον κήπο στις Τρεις Καμάρες. Αντί όμως να τον ακολουθήσουν αυτοί τον έπιασαν αμέσως, τον πήραν μαζί τους και συνάμα χαλούσαν και τις γέφυρες βαδίζοντας προς Χανιά. Μόλις μας ήλθε η είδηση ότι τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον πήραν μαζί τους, πήγανε και δυο κυρίες όπου λεγόταν … οποίες οι κόρες τους ήταν και αυτές διερμηνείς των Γερμανών και καθώς μάθαμε εκ των υστέρων αυτές τον πρόδωσαν στους Γερμανούς. Τις πήραν μαζί τους οι Γερμανοί γιατί φοβήθηκαν να μην τις ανακαλύψουν και τις σκοτώσουν οι αντάρτες.
Πηγαίνοντας προς τα Χανιά, είχαν χαλάσει τη γέφυρα στα Κούμνια, νομίζοντας πως δεν θα την είχαν χαλάσει. Επιστρέφομε και πάλι εις Ηράκλειο και φεύγω με Αγγλική υπηρεσία για να μπορέσω να περάσομε εις Χανιά. Η γέφυρα στο Γενή Γκαβέ ήταν και αυτή χαλασμένη. Βάδισα με τα πόδια και φτάσαμε στο Πέραμα. Από κει ήλθε σύνδεσμος και φτάσαμε στο Ρέθυμνο. Πήγαμε στο στρατηγείο το Εγγλέζικο για να μας δώσουν βοήθεια για να φτάσομε εις Χανιά. Μου λέγουν δεν μπορείτε να πάτε εκτός από τα βουνά.
-Είναι τόσο οργισμένοι που θα σε σκοτώσουν κι εσένα, μου έλεγαν.
Εκείνη την νύχτια άνοιξαν τα πόδια μου και έτρεχαν από τη στενοχώρια μου πληγές. Επιστρέφομε και πάλι εις Ηράκλειο και με ετοιμάζουν να με στείλουν δια θαλάσσης μεταμφιεσμένη ως νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού. Πρέπει να διαθέσωμε τα πάντα να τον γλιτώσωμε, δεν προλάβαμε όμως. Μια Χανιώτικη εφημερίδα έγραψε ότι τον σκότωσαν μαζί με τον Νίβα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί βρήκαν στον τοίχο γραμμένο με το νύχι του ότι κατεδικάστηκα εις θάνατο 22 Οκτωβρίου, έκανα αίτηση χάριτος, ο Θεός να με βοηθήσει”.
Β΄ σημείωμα:
«Ο Αντώνης Κ. Γιαμαλάκης εις την υπηρεσίαν των Γερμανών προσελήφθη ως διερμηνέας το 1942 τον Ιούνιο με τον σκοπό να μεταδίνει όλες τις μετακινήσεις των Γερμανών στους αντάρτες με σύνδεσμο την αδελφή του Στέλλα Γιαμαλάκη τα οποία τα έδινε στον ξάδελφό της Κωνσταντίνο Μουρτζάκη και τους αδελφούς του και αυτοί τα μετέφεραν στον προορισμό τους.
Στις 6 Δεκεμβρίου το 1943 εορτή του Αγίου Νικολάου πήγαν με τους Γερμανούς στη Ζήντα όπου ήταν πανηγύρι και του έδωσαν μια φέτα άρτο. Την έβαλε στην τσάντα. Την επαύριο 7 Δεκεμβρίου τον παίρνουν και τον κλείνουν στις φυλακές του Πλεύρη. Εκεί μέσα βρισκόταν ένας αξιωματικός Μπετεινάκης από τις Αρχάνες. Μια νύχτα από αυτές του φώναξαν το όνομα του Μπετεινάκη και τότε αυτός κατάλαβε ότι έφτασε το τέλος. Σταματήστε τους λέει και λέει αυτήν την μαντινάδα:
Της μέρας παίρνω δανεικούς τση ώρας διακονούμαι κοντό θα σμίξωμε ποθές να φάμε και να πιούμε
Τον φίλησε τον Αντώνη τον Γιαμαλάκη και το ίδιο βράδυ τον σκότωσαν. Το άλλο βράδυ μπήκαν πάλι οι Γερμανοί, φωνάζουν τα ονόματα όπου ήθελαν να σκοτώσουν. Εκείνο το βράδυ τότε φώναξαν και τον Γεώργιο Μαυρόκωστα από το Καλό Χωριό Μονοφατσίου και η τελευταία του λέξη ήταν ήντα με θέλουν, να με σκοτώσουν φαίνεται. Ο Αντώνης Γιαμαλάκης περιμένει κι αυτός τη σειρά του. Τότε γίνεται σαν κάποιο θαύμα και μετατρέπει το όνομά του σε Γιαλεσάκης ότι δήθεν ήταν ο προκάτοχος ενώ αυτόν τον έλεγαν Γιαμαλάκη. Με την ταλάντευση αποφυλακίζεται στις 17 Φεβρουαρίου. Δεν τον αφήνουν όμως για να έλθει στο σπίτι του. Τις μέρες που βρισκόταν φυλακισμένος δεν του δίνουν τίποτα φαγητό. Από τον άρτο έτρωε ένα κομματάκι σαν το αντίδωρο. Ήταν πολύ εξαντλημένος, τον άφησαν για δύο μέρες να έλθει στο σπίτι μας και τότε μου είπε όλες τις λεπτομέρειες που γράφω παραπάνω και πολλά άλλα.
Τον παίρνουν και πάλι με το ζόρι και συνεχίζει το έργο του. Τις πρώτες Μαΐου αντιλαμβάνεται ότι θα κάνουν μεγάλες συλλήψεις και τότε στέλνουν ένα γράμμα από ένα χωριό για να σκοτώσουν 40 άτομα. Το μετρατρέπει ότι δήθεν ζητούν μαντζαρία. Ένας γερμανός λεγόμενος Κοπ το αγνοεί. Ο γερμανός επιστρέφει, ζητά το γράμμα. Θυμώνει, πάλι δεν του έχουν εμπιστοσύνη, τον βάζουν και πάλι φυλακή στις 20 Μαΐου 1944.Φόβος και τρόμος, τώρα έφτασε το τέλος. Όμως ένας διερμηνέας λεγόμενος Τσακίρης μας είπε ότι θα περνούσε από δίκη στις 20 Ιουνίου. Κατόρθωσε η αδελφή του Στέλλα Γιαμαλάκη, εισχώρησε μέσα στο δικαστήριο, τον είχαν δέσει σαν το μεγαλύτερο κατάδικο, τον αγκάλιασε, έκλαψε, τους είπε ότι είναι αθώος και καλύτερα εμένα να δικάσουν. Φαίνεται με λυπήθηκαν και του έβαλαν την ποινή 200 εκατομμύρια. Εβοήθησαν οι Κοινότητες Αρκαλοχωρίου, Μαχαιράς και πολλές άλλες. Τότε έφυγε από την υπηρεσία των Γερμανών με τον σκοπό να φύγει για τη Μέση Ανατολή. Δεν τον αφήνουν όμως να φύγει διότι τον είχαν ανάγκη, τότε φεύγουν όλοι μαζί με τους αντάρτες».
Γ΄ σημείωμα:
´Ο Αντώνης Γιαμαλάκης και το Εγγλέζικο επιτελείο εγκαταστήνονται στον Ψηλορείτη των Ανωγείων. Οι Γερμανοί το έμαθαν πως βρισκόταν οι αντάρτες μαζί με τους Εγγλέζους στον Ψηλορείτη και τότε άρχισαν να κάβουν τα Ανώγεια. Τότε κατέβηκαν από τον Ψηλορείτη, βάδιζαν τη νύχτα και την μέρα κρυβόταν ώσπου μια νύχτα ήλθε ο αδελφός μου σε ελεεινή κατάσταση. Μου είπε όλες τις λεπτομέρειες, δεν τον αφήνουν όμως, μας χρειάζεσαι, θέλουμε την βοήθειά σου για να ελευθερώσωμε πιο γρήγορα το Ηράκλειο. Άρχισε κι έβγαλε 12 αυτοκίνητα Γερμανούς μέχρι το Αλάγνι και τους φυγάδευσαν από τον Τσούτσουρο. Κάθε μέρα ο Αντώνης Γιαμαλάκης μεταμφιεσμένος γυρνούσε το Ηράκλειο. Τον βρήκε τότε ένας Νίβας όπου ο Μεγάλος Διοικητής των Γερμανών του Ηρακλείου έμενε στο σπίτι του. Θα τον πάρεις αυτόν και θα ελευθερωθεί πιο γρήγορα το Ηράκλειο. Ως διερμηνείς ο Διοικητής είχε δύο κοπέλες. Αυτές μόλις είδαν τον Γιαμαλάκη τον έδειξαν των Γερμανών και αντί να πάρουν τον Διοικητή της Γκεσταμπός τον έπιασαν. Οι αντάρτες που ήταν εκεί γύρω και που θα τον παράδινε αμέσως έφυγαν φοβούμενοι μην τους πιάσουν και αυτούς. Μόλις το πληροφορούμεθα εγώ η αδελφή του και ο αδελφός μου Γιώργος Γιαμαλάκης, μπήκαμε τη βραδιά που σκότωσαν τον Μπουτζαλή σ’ένα φορτηγό αυτοκίνητο και παίρνομε και τις δύο μαμάδες… για να τις έχομε ως όμηρους για να πάμε στα Χανιά πλην όμως οι γέφυρες ήταν χαλασμένες.
Μόλις πήραν τον Γιαμαλάκη κι έφευγαν οι Γερμανοί για να εγκατασταθούν όλοι μαζί στα Χανιά, χαλούσαν τις γέφυρες. Είχαν πολύ φοβηθεί στο Ηράκλειο βλέποντας κάθε μέρα να λείπουν οι δικοί τους.
Πήγαμε από τη μεριά των Μοιρών για να εισχωρήσωμε στα Χανιά αλλά τα πάντα ήταν χαλασμένα, παθαίνομε πολλά. Στην επιστροφή μας στο Ηράκλειο εγώ δεν παρετώ, επιμένω. Μας δίνουν τότε μια Αγγλική υπηρεσία και φτάνομε στο Γενή Γκαβέ. Χαλασμένη η γέφυρα. Πηγαίνομε με τα πόδια και ερχόταν άλλα αυτοκίνητα και συνεχίζομε. Για να πάμε όμως στα Χανιά έπρεπε να βαδίσωμε στα βουνά. Η Αγγλική υπηρεσία δεν δέχονταν να μας ακολουθήσουν και πάλι επιστρέφομε εις Ηράκλειο. Τότε η λύση ήταν να με βάλουν στον Ερυθρό Σταυρό ως νοσοκόμα και τότε έκοψα τα μαλλιά μου με το κόλπο να πέσω και πάλι στα πόδια των Γερμανών για να ελευθερώσω τον αδερφό μου. Στις 22 Οκτωβρίου ήλθε μια εφημερίδα Χανιώτικη και έγραφε πως εκτέλεσαν τον Αντώνιο Γιαμαλάκη γράφοντας οι Γερμανοί ότι επί τρία χρόνια έδινε τις κινήσεις των Γερμανών στους αντάρτες και γι’αυτό δεν πρέπει να μείνει στην Ελλάδα τέτοιο μυαλό».
Ο αδερφός της Στυλιανής Γιαμαλάκη – Χονδράκη Αντώνης Γιαμαλάκης, τρεις μήνες πριν την εκτέλεσή του στην Αγυιά Χανίων από τα στρατεύματα κατοχής, αφιερώνει ένα ποίημα στην αδερφή του με τίτλο: «Σκέψεις – Όνειρα – Πόθοι». Το ποίημα αποτελείται από οχτώ δίστιχα και ένα σχόλιο του Αντώνη Γιαμαλάκη στο τέλος.
Σκέψεις – Όνειρα – Πόθοι
- Είμαι μια κόρη ζηλεμένη, στην άχαρη αυτή ζωή
και η ψυχή πάντα θλιμμένη, βαδίζει με υπομονήν!
- Δόξες, χαρές και μεγαλεία ο Πλάστης τα καθυστερεί
και μόνο θλίψεις και βασάνους σπεύδει για να μου χορηγή!
- Εικοσιδύο τώρα έτη, στενάζω μέσα στη ζωή
χωρίς να παύω να ελπίζω την κάποτε μεταβολήν!
- Μα τώρα πια δεν υποφέρω, έχασα κάθε υπομονήν
και αύθις θα αναζητήσω μια ολικήν απαλλαγήν!
- Για όλες τούτες τις αξίες, θ’αναχωρήσω απ’εδώ
κι ελευθερία θα ζητήσω για να ημπορώ να ευτυχώ!
- Και πριν να σας εγκαταλείψω μια χάρη μόνο απαιτώ
να λέτε σ’όλους τους ανθρώπους πως είχα δίκιο αρκετό!
- Στο μέρος όπου θα υπάγω, θα είναι πλούτη και καλά
και με ανθρώπους μορφωμένους ο βίος μου ήσυχα θα κυλά.
- Θ’αναζητήσω όμως αμέσως, νερό της λησμονιάς να πιω
για να ξεχάσω όλους εκείνους που έκαμαν τον βίον μου πικρό!
Το παρόν γραφέν τη 25η Ιουλίου 1944, αφιερούται τη αγαπητή Αδελφή Δίδα Στέλλα Γιαμαλάκη προκειμένου να εκδηλώση και δια της ποιήσεως ακόμη το φλογερόν αίσθημα το οποίον επί πλείστα έτη εν τη ψυχή αυτής δημιουργήθη.
Πιστός στην αδελφικήν αγάπην
Αντώνης1.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Σαν σήμερα, 12 Αυγούστου 2009 πέθανε η Στυλιανή Γιαμαλάκη- Χονδράκη. Ας είναι αιωνία της η μνήμη.
1 Αρχείο οικογένειας Χονδράκη
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος