ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Το 1942, από το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής αποφασίστηκε η αποστολή εγκατάστασης στην Κρήτη Ελληνικού συμμαχικού ασυρμάτου. Μέλη της αποστολής ορίστηκαν ο αξιωματικός Θωμάς Ταμιωλάκης, ο ασυρματιστής Αντώνης Αγγελικούσης και ο αστυνομικός Μανόλης Αθουσάκης. Η αποστολή, έγινε στις 12 Νοεμβρίου 1942, έφτασε ως τα παράλια της Κρήτης, (όρμο Χούσακα), αλλά η αποβίβασή τους απέτυχε. Οι άντρες της ομάδας εντοπίστηκαν από τους Γερμανούς και επέστρεψαν στο σκάφος επιφανείας.

Στην επιστροφή της η ομάδα δεν χωρίστηκε, αλλά παρέμειναν όλοι μαζί, (Θωμάς, Αντώνης και Μανόλης), στο Κάιρο. Μπήκαν σε ρυθμούς εντατικής εκπαίδευσης. Το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1942, μεταφέρθηκαν στην Καντάρα, κοντά στο Σουέζ σε Κέντρο Εκπαιδεύσεως Αλεξιπτωτιστών. Σε μια νυχτερινή ρίψη, ο Θωμάς παρασύρθηκε από τον άνεμο και τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι. Αυτή τη φορά, το συμμαχικό στρατηγείο αποφάσισε η ομάδα να μεταφερθεί στην Κρήτη στις νότιες ακτές της Σητείας. Θα πήγαιναν χωρίς μηχανήματα, θα τα έριχναν στη συνέχεια τα συμμαχικά αεροπλάνα σε προκαθορισμένη περιοχή.

Ο Σταύρος Καζαναράκης  (πρώτος από αριστερά), επικεφαλής του συμμαχικού ασυρμάτου της Σητείας από 30 Μαρτίου 1942.
Ο Σταύρος Καζαναράκης (πρώτος από αριστερά), επικεφαλής του συμμαχικού ασυρμάτου της Σητείας από 30 Μαρτίου 1942. Το λημέρι του ασυρμάτου βρισκόταν στην τοποθεσία «Σκιδάκι» της Μονής Καψά. Ο Σταύρος Καζαναράκης υποδέχτηκε την ομάδα ΕΤΟΝ, (Θωμά Ταμιωλάκη, Αντώνη Αγγελικούση, Μανόλη Αθουσάκη) κατά την αποβίβασή της στην Κρήτη την 1η Απριλίου 1943. (φωτογραφία: Εμμανουήλ Κουτσαντωνάκης, Η Εθνική Αντίσταση 1941-1944 στην Επαρχία Σητείας Κρήτης, Σητεία 2010, σελ. 396)

 

Σύμφωνα με το σχέδιο, μετά την αποβίβασή τους, ως τελικό προορισμό θα είχαν την τοποθεσία Καράς Πηγάδι, βόρεια της κορυφής Αφέντης των Λασιθιώτικων βουνών. Εκεί δημιουργείται πλάτωμα και η συμμαχική αεροπορία θα μπορούσε να ρίξει τον ασύρματο και τα πράγματα της ομάδας με αλεξίπτωτα. Στης Καράς το Πηγάδι, είχε τη μάντρα του ο φλογερός πατριώτης Σηφογιάννης που θα τους βοηθούσε. Στις 31 Μαρτίου 1943, η ομάδα μεταφέρθηκε από το Κάιρο στο Τομπρούκ και αναχώρησαν για την Κρήτη. Το πρωινό της 1ης Απριλίου 1943, το ταχύπλοο σκάφος πλησίασε τις νότιες ακτές της Σητείας.

Οι άντρες αποβιβάστηκαν με λαστιχένια βάρκα. Τους νεοαφιχθέντες υποδέχτηκαν ο Σταύρος Καζαναράκης από τους Αρμένους Σητείας και ο βοηθός του Γιάννης Παξιμαδάκης. Την επόμενη ημέρα 2 Απριλίου 1943, οι άντρες της ομάδας με οδηγό τον Γεώργιο Τερζάκη, ακολούθησαν ένα ορεινό δρομολόγιο, κατέβηκαν στον κάμπο της Ιεράπετρας και νυχτώθηκαν στους Μεσελέρους.

Η μάντρα του Καπετάν Σηφογιάννη στη θέση Καλόγερος – Καράς Πηγάδι.
Η μάντρα του Καπετάν Σηφογιάννη στη θέση Καλόγερος – Καράς Πηγάδι. Αυτός ήταν ο τελικός προορισμός της ομάδας του Ελληνικού συμμαχικού ασυρμάτου ΕΤΟΝ, (Θωμάς Ταμιωλάκης, Αντώνης Αγγελικούσης και Μανόλης Αθουσάκης) και εδώ κατέλυσαν στις 4 Απριλίου 1943

 

Συνέχισαν την πορεία τους τη νύχτα και το πρωινό της 3ης Απριλίου βρέθηκαν στο Οροπέδιο Λασιθίου. Έκαναν μια σύντομη στάση στο σπίτι του Ειρηνοδίκη Χαλκιαδάκη στο Τζερμιάδω και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο χωριό Γεροντομουρή (Άγιος Χαράλαμπος) στο σπίτι του αγροφύλακα Βαγγέλη Καρυωτάκη. Το πρωινό της 4ης Απριλίου, με οδηγό τον Βαγγέλη Καρυωτάκη, η ομάδα κατευθύνθηκε στον τελικό της προορισμό, στην τοποθεσία Καράς Πηγάδι.

Τους υποδέχτηκε ο Καπετάν Σηφογιάννης και τους υπέδειξε ένα υπαίθριο κατάλυμα. Τις επόμενες ημέρες 6,7 και 8 Απριλίου, οι άντρες άναψαν τη νύχτα φωτιές στα προκαθορισμένα σημεία, το συμμαχικό αεροπλάνο όμως που προσέγγιζε τα μεσάνυχτα την περιοχή, δεν μπορούσε να τους ρίξει τον ασύρματο και τα πράγματα.

Ο Θωμάς αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στο λημέρι του Σταύρου Καζαναράκη και από τον εκεί ασύρματο ζήτησε από το συμμαχικό στρατηγείο να ριχτούν τα μηχανήματα και τα πράγματα, σε περιοχή βόρεια της Μονής Καψά. Το συμμαχικό στρατηγείο απέστειλε αεροπλάνο DAKOTA και η ρίψη έγινε με 7 αλεξίπτωτα. Τα πράγματα περισυλλέγησαν, φορτώθηκαν σε δυο μουλάρια και μεταφέρθηκαν στη θέση Καράς Πηγάδι.

Από τους πρώτους που αναζήτησε ο Θωμάς Ταμιωλάκης μόλις έφτασε στην Κρήτη, ήταν ο φίλος του και δάσκαλος Κώστας Σακαβέλης. Ήθελε να τον εντάξει στην ομάδα του ασυρμάτου, όπως και έγινε.

Ο Κωνσταντίνος Σακαβέλης

Ο Κωνσταντίνος Σακαβέλης γεννήθηκε στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου το έτος 1919. Σπούδασε δάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου

. Στη διάρκεια της κατοχής, εντάχθηκε στην Αντίσταση και υπηρέτησε στην υπηρεσία του Ελληνικού ασυρμάτου που έστειλε το Συμμαχικό Στρατηγείο στην Κρήτη με τον αξιωματικό Θωμά Ταμιωλάκη.

Μετά την κατοχή υπηρέτησε σε σχολεία του νομού Χανίων, (Ανώπολη, Ορθούνι) και στον νομό Ηρακλείου, (Εθιά, Λευκοχώρι, Μουσούτα, Αρχάνες, Αρκαλοχώρι).

Το 1967, στην έναρξη της επτάχρονης κυριαρχίας των χουντικών, υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο της Μουσούτας Αρκαλοχωρίου. Αρνήθηκε να διαβάσει έγγραφο του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στους μαθητές, με αποτέλεσμα να του κοινοποιηθεί η απόλυσή του την ώρα που δίδασκε στην τάξη.

Χτύπησε το κουδούνι του Σχολείου, συγκέντρωσε τους μαθητές, έκανε υποστολή της σημαίας και έφυγε από το σχολείο. Με την κατάρρευση της Χούντας επανήλθε στην υπηρεσία, χαρίζοντας του μισθούς επτά ετών στο Ελληνικό Δημόσιο.

Για την περίοδο της κατοχής άφησε χειρόγραφο πολυσέλιδο σημείωμα στο οποίο περιγράφει όλες τις περιπλανήσεις και τη δράση του, καθώς επίσης και την πορεία του Ελληνικού ασυρμάτου. Ο Κωνσταντίνος Σακαβέλης πέθανε το 1996.

Ακολουθούν αποσπάσματα του χειρογράφου πολυσέλιδου σημειώματος του Κωνσταντίνου Σακαβέλη, με αναφορά στον Ελληνικό συμμαχικό ασύρματο και την Ομάδα ΕΤΟΝ:

«Ήρθε ο Θωμάς από την Μέση Ανατολή

Θα’τανε 10 η ώρα το πρωί της άλλης μέρας, καθισμένος στο σκαλοπάτι της πέτρινης έξω σκάλας του σπιτιού μας. Ξαφνικά, να τον Λευτέρη, τον αδελφό του φίλου μου του Θωμά, που τον ξέρουμε στη Μ. Ανατολή. Πρέπει, μου λέει, να πας αμέσως μεταξύ Κασσάνων και Καραβάδω. Εκεί υψώνεται ένας πελώριος βράχος – ο Κόρακας – εκεί πρέπει να πας!

Και βέβαια, κάτι για την οργάνωση θα ήταν, αλλά πώς μπορούσα να φύγω και ξαφνικά να έρθουν οι ένοπλοι κι ο κόσμος ήταν γεμάτος Γερμανούς; Τι θα γίνουν;

Δεν μπορώ! του λέω. Επέμενε ο Λευτέρης, μα σ’ ότι και να’λεγε, η απάντηση ήταν αρνητική. Είχε εντολή να μην πει γιατί και τι. Σαν είδε όμως ότι δεν πήγαινα, τότε μου ψιθυρίζει: Ήρθε ο Θωμάς! Ήρθε ο Θωμάς; Ναι, πέταξα από την χαρά μου. Παρήγγειλα στον πατέρα μου να’χει το νου του και αν με ζητήσουν, να τους κρύψει και να περιμένουν. Θα γυρίσω αμέσως. Έβαλα φτερά στα πόδια μου και σταματώ μπροστά στον πελώριο βράχο, τον Χάρακα. Στη Νοτική του μεριά βλέπω το Θωμά τον φίλο μου ζωντανό μπροστά μου, σταυροπόδι. Πετιέται , αγκαλιαστήκαμε.

Πίστεψα κάτω από τα γεγονότα που άκουσα το πρωί, πως έρχονται τα στρατά μας και τον έστειλαν ανιχνευτή. Έρχονται; του λέω. Ε! μου λέει, έρχονται, δηλ. θα’ρθουν, αλλά χρειάζεται μια προεργασία και ήρθα εγώ με έναν ασύρματο να μεταδώσουμε όσες πληροφορίες θέλουν. Λοιπόν, ξέρεις ότι λείπω δύο χρόνια. Δεν ξέρω τι γίνεται εδώ. Στηρίχτηκα σε σένα. Εσύ θα ξέρεις. Εγώ, Θωμά, ξέρω και καλοξέρω τα πάντα και τους πάντες αλλά…

Τι αλλά; Αλλά αυτή την στιγμή είμαι αντάρτης και αν βρέθηκα εδώ, είμαι αποστολή. Αύριο θα’μαι στο βουνό. Πώς θα γίνει τώρα; Θα με αφήσει να φύγω; Πρέπει να σε αφήσει. Αυτός θα’χει πιστεύω πολλούς άνδρες, εγώ όμως χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω βήμα. Έστω, τώρα πού θα συναντηθούμε; Θα’ρθεις στης Καράς το πηγάδι, ψηλά από την Κασταμονίτσα. Θα πεις του Σηφογιάννη, θέλω το Γιώργο. Φιληθήκαμε, χωρίσαμε.

Το ωραιότερο σύμπλεγμα που είδα στη ζωή μου

Ο Θωμάς έτρεχε κι αυτός συνέχεια, πότε μαζί, πότε μοναχός. Ενώ στην αρχή ζήτησε και είδε το δεύτερο αδερφό του Λευτέρη, παρακάλεσε να μην το μάθει κανείς άλλος στο σπίτι. Σιγά- σιγά δεν μπορούσε πια να βαστάξει. Ήθελε να δει τη μάνα του, τον πατέρα του και την αδελφή του.

Εγώ περνούσα τακτικά από το σπίτι τους. Έκανα τον περαστικό. Και θυμάμαι η αδελφή του, η Μελπομένη, με ρωτούσε πάντοτε αν έμαθα τίποτα για τον αδελφό της. Έλεγα βεβαίως ότι είδα έναν από τη Μ. Ανατολή και τον γνωρίζει και είναι καλά. Αλήθεια Κώστα; Σας ορκίζομαι, είναι καλά! Τι ωραία ένοιωθα, παίζοντας αυτό τον ρόλο. Τι καλόψητα κουκιά, τι ντολμάδες με το στάρι, τι τηγανητές πατάτες τι ωραίο παξιμάδι πανοκαύκαλο, τι ροδοκόκκινο κρασί και δρόμο!

Τούτη όμως τη φορά, ήμουν απαιτητικός. Μελπομένη, απόψε θέλω μια χάρη. Θα ξανάρθω το βράδυ μ’ ένα φίλο μου και θέλω, όχι για μένα, γι’ αυτόν, να σφάξεις μια κότα! Απάντηση: Να σφάξω Κώστα, γιατί να μην σφάξω; Ποιος ξέρει αν καμιά κοπέλα σφάξει και για τον αδελφό μου; Ποιος ξέρει; Και δρόμο εγώ.

Μόλις σκοτείνιασε, κτυπώ την μικρή πόρτα που είχανε από την Ανατολική μεριά του σπιτιού. Μπαίνω. Μόνος σου Κώστα; Όχι, αλλά πρωτομπήκα να σας τονίσω ότι δεν θέλω φωνές, τώρα που θα’ρθει ο άλλος. Ξέρει νέα από το Θωμά. Ήρθε από τη Μ. Ανατολή και μη μου βάλετε τις φωνές, αν σας δώσει καμιά φωτογραφία του Θωμά και μας πάρει είδηση η γειτονιά. Εντάξει Κώστα!

Ένας νέος κουκουλωμένος μ’ ένα κρητικό ρασίδι, κρυμμένο το κεφάλι και το πρόσωπο, μπαίνει μέσα και σταματά στη μέση- μέση του σπιτιού. Οι άλλοι τριγύρω. Τότε με μια απότομη κίνηση, κάνει μια και πετά το ρασίδι, (την κάπα) και φανερώνεται ο Θωμάς.

Ο αδελφός μου! Το παιδί μου! Αγκαλιαστήκανε όλοι μαζί, ώρα πολλή σ’ ένα σύμπλεγμα, που ωραιότερο δεν είδα ποτέ. Είδα κι έπαθα να τους χωρίσω. Άιντε γιατί πεινώ! Μπήκαμε στο κουζινάκι που άναβαν ροδοκόκκινα τα ξύλα, καθίσαμε και φάγαμε την κότα και χωρίς να το καταλάβουμε, το ρολόι έδειξε 4 η ώρα. Πάμε Θωμά, πριν ξυπνήσουν το χωριό οι πετεινοί! Πάμε! Φιληθήκανε και χωρίσαμε. Εγώ τους βλέπω ακόμα αγκαλιασμένους, Σ’ αυτό το ωραιότερο σύμπλεγμα που είδα ποτά στη ζωή μου.

Θα ξεφώνιζαν, θα στρίγγλιζαν, θα χαλούσαν τον κόσμο από τα χαρούμενα ξεφωνητά, αν δεν επέμενα από πριν στη σιωπή.

Τρίτη Περίοδος, ο Ασύρματος

Ο ασύρματος, τον καιρό του πολέμου είναι το τηλεσκόπιο, το μάτι που βλέπει τον αντίπαλο. Τα αεροδρόμια, οι θέσεις σ’ αυτά των αεροσκαφών, οι αποθήκες βενζίνης και πολεμικού υλικού, η δύναμη του στρατού, η θέση του, οι κινήσεις του, τα σχέδιά του, ακόμα και το ηθικό του. Γι’ αυτό οι κατάσκοποι δικάζονται σε θάνατο αν πιαστούν, παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου αν επιτύχουν και ασφαλώς βοηθούν πολύ την Πατρίδα τους.

Στο πόστο αυτό, έκαμα το κατά δύναμη και θα ιστορήσω μερικά βασικά περιστατικά που δεν μπορώ να ξεχάσω. Η ομάδα μας ήταν 1) Ο Θωμάς Ταμιωλάκης, εγγονός του ξακουστού Παπατζιρίτη, στρατιωτικός υπεύθυνος είναι ο Θωμάς ο φίλος μου, που θα φεύγαμε μαζί και όμως έφυγε εκτός προγράμματος κι έμεινα εγώ. 2) Ο Αντώνης Αγγελικούσης, ασυρματιστής από την Χίο. 3) Ο Μανώλης Αθουσάκης, χωροφύλακας, φρουρός και οικονόμος. 4) Κι εγώ, που χρειάστηκα να υποδείξω συνεργάτες και φυσικά και ο ίδιος να μεταφέρω στοιχεία χρήσιμα και κάθε άλλη βοήθεια.

Ομολογώ ότι βρέθηκα στο στοιχείο μου. Μου άρεσε πολύ να μαζεύω πληροφορίες για τον εχθρό και να τις μεταδίδω εκεί που χρειάζονται. Να παίρνεις εντολές και να τρέχεις με κρύο και με χιόνια, στο σκοτάδι, να μάθεις και να μένεις ανύποπτος, άπιαστος, φάντασμα. Μου άρεσε πολύ να βλέπω τον Αντώνη σκυμμένο με τα ακουστικά στ’αφτιά, να δίνει τα σήματα και να παίρνει σήματα. Μου μάθανε να τα αποκρυπτογραφώ. Πολλές φορές μου’δινε το ένα ακουστικό, όταν αντί για μορσικά, μιλούσε σαν τηλέφωνο. Πιο επικίνδυνη δουλειά, μα πιο αποτελεσματική.

Έζησα πολλές περιπτώσεις που απορώ πώς γλύτωσα; Π.χ. κατέβαινα το συνεχόμενο φαράγγι του Βατονερού. Μια στιγμή άρχισαν να τουφεκούν, ήταν Γερμανοί στο κυνήγι. Παρά λίγο να με πιάσουν για λαγό κάτω από ένα κλαδί. Μόλις με πλησίαζαν, έκαναν μεταβολή. Άλλη φορά, πήγα να πάρω το σχέδιο του αεροδρομίου Καστελλίου. Το ραντεβού στο Κοινοτικό Κατάστημα. Μόλις κτύπησα και άνοιξε η πόρτα, αντί του φίλου μου, ένας Γερμανός μου’χει ένα χαστούκι και μου λέει: Φύγε από δω! Λος παρτί! Νόμισε ίσως, ότι πήγα να μου υπογράψει ο Πρόεδρος καμιά απόδειξη, γιατί έσφαξα το κατσικάκι μου.

Ο Λιγνός που περπατήσαμε μια μέρα μαζί, μου’λεγε να ανάβω το τσιγάρο από τα γράμματα, ώστε αν με πιάσουν να έχουν καεί τα ξένα γράμματα, που μπορεί να με προδώσουν. Και αν με πιάσουν, γιατρέ, αυτό τι θα το κάνω; κι έβγαλα από την τσέπη μου το πακέτο γεμάτο.

 Ο Ασύρματος ήτανε στο Βατονερό

Ο αγροφύλακας Βαγγέλης Καρυωτάκης, από το χωριό Γεροντομουρή
Ο αγροφύλακας Βαγγέλης Καρυωτάκης, από το χωριό Γεροντομουρή, (Άγιος Χαράλαμπος), του Οροπεδίου Λασιθίου. Τροφοδότης του σταθμού ασυρμάτου, το διάστημα που ο Θωμάς Ταμιωλάκης και οι άντρες του βρίσκονταν στα Λασιθιώτικα βουνά

Ξέρετε με πόση μανία προσπαθούν να εντοπίσουν πού δουλεύει ένας ασύρματος με τα ραδιογωνιόμετρα; Ας έρθουν τώρα, ή τους πάω επί τόπου. Ήτανε πολύ κοντά τους, μέσα στα πόδια τους, μπρος στα μάτια τους. Λίγα χιλιόμετρα Ανατολικά από το πολεμικό τους Αεροδρόμιο του Καστελλίου, λίγο παραπάνω από την Κασταμονίτσα.

Στη ρίζα ενός απόκρημνου βράχου, που έκανε μια μεγάλη, μα ανοιχτή σπηλιά. Κόψαμε ξύλα, τα βάλαμε όρθια στην πόρτα και αφήσαμε ένα μικρό πορτάκι. Πουρνάρια μικρά και μεγάλα και άλλα αγριόκλαδα σκέπαζαν την περιοχή. Μια μικρή βρυσούλα έτρεχε νύχτα- μέρα λίγο γάργαρο νερό και μας δρόσιζε.

Έτσι ακουγόταν και ο τόπος. Απέναντι ακριβώς, Δυτικά, μια απότομη κάθετη πλαγιά από βράχο και στα μισά της μια όμορφη μεγάλη σπηλιά.

Ήτανε λέει το κρησφύγετο του Καπετάν Τρυφίτσου. Η σπηλιά του Τρυφίτσου. Δεν μπορούσα να ανακαλύψω το δρομάκι που τον οδηγούσε μέσα. Λίγο πιο πέρα του Σηφογιάννη η μάντρα και δίπλα της Καράς το Πηγάδι.

Κι εμείς σ’ εκείνον τον αγριότοπο, δουλεύαμε σα μέλισσες. Ο Βαγγέλης ο Καρυωτάκης, ο αγροφύλακας από το Γέρο-ντω-Μουρή, (Άγιος Χαράλαμπος), του Λασιθίου, μας κουβαλούσε τρόφιμα.

Και όλα πήγαιναν καλά, μόνο που το πολυκάναμε, γιατί με το πήγαινε- έλα, σα να συγκατοικούσαμε με τους Γερμανούς. Έπρεπε να περνούμε μέσα από το Καστέλλι ή από κοντά. Και ήτανε εκεί η μυρμηγκοφωλιά τους.

H καινούργια μας σπηλιά και ο γλυκύτερος ύπνος

Ώρα ήτανε, άρχισε να χαράζει και είχαμε δρόμο πολύ. Και ο δρόμος τελείωσε και εμείς πήγαμε στη καινούργια μας σπηλιά και ο Αντώνης με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, άρχισε πάλι να κτυπά το τικ-τικ, τικ-τικ και να κρυπτογραφεί και ν’ αποκρυπτογραφεί, και καθένας στο πόστο του.

Εάν θέλετε να πάτε στη σπηλιά μας, να σας οδηγήσω ξανά. Περνάμε το χωριό Σκινιά. Μόλις βγούμε από το χωριό, νοτικά, θα ακολουθήσωμε ένα αγροτικό δρόμο που οδηγεί νοτιοανατολικά και θα φθάσωμε στην τοποθεσία Βορνό. Από κει και πέρα, δεν μπορείτε να περάσετε. Είναι απότομη πλαγιά, με ψηλά χαμόκλαδα. Στη συνέχεια, αρχίζουν τα αγριοκκάρια κέδρα. Ένα μάτι βοσκού ή κυνηγού, θα ανακαλύψει ένα μονοπάτι που πότε φαίνεται, πότε σκεπάζεται από κλαδιά. Συνεχίσετε, στη νότια μεριά της πλαγιάς μια φυσική σπηλιά, μέσα στο δάσος πια. Εκεί ζήσαμε 4 μήνες. Ούτε το παλάτι του Μέγα Αλέξανδρου θα’χε τόση ζεστασιά.

Η σπηλιά έμοιαζε με μεγάλο φούρνο. Ολόκληρο δωμάτιο. Από τα μισά και μέσα, ήτανε μισό μέτρο πιο ψηλή. Ας πούμε σοφαδάκι. Αυτό το είχανε στρώσει με πολλά κλαδιά. Εκεί ξάπλωνες κουρασμένος. Αριστερά, μόλις μπαίναμε, το τζάκι. Μέρα- νύχτα άναβαν πελώρια κούτσουρα. Εκεί ο Μανώλης έψηνε τακτικά λαγό, με πολλά κρομμύδια και φύλλα δάφνης. Δεν τον ανακάτευε με κουτάλι ή πηρούνι. Σήκωνε σκεπασμένο το τσουκάλι από τ’ αυτιά, το κουνούσε δεξιά, αριστερά και έβγαζε φαγητό, να τρώει η μάνα και των παιδιών να μη δίνει.

Ο Αντώνης το τικ- τικ, ο Θωμάς να βάζει τις λέξεις ή τα γράμματα του νέου υλικού σε άλλη θέση, κρυπτογραφούσε. Εγώ έβγαζα τις αρβύλες και ξάπλωνα. Ένας ολόκληρος χειμώνας και δεν θυμούμαι να σκεπάστηκα ποτέ. Σωστός φούρνος, την ώρα που βγάζουμε το παξιμάδι. Και τι ωραίος ύπνος. Δεν πιστεύω να κοιμούνται ακόμα πιο πολύ στον παράδεισο.

Καλά είναι όμως, να πεταχτούμε πάνω ή να βάλωμε τις αρβύλες, γιατί έχουμε πολλή δουλειά, επικίνδυνη, χειρότερη από την μετακίνηση. Ο μύλος, ένας με 4 φτερά του μέτρου του Αντρέα, γύριζε και με ένα δυναμό που είχε, γέμιζε την μπαταρία, χάλασε όμως και έπρεπε να κατεβάσω από την Αγία Άννα το μοτέρ που γέμιζε τη μπαταρία. Εδώ σε θέλω πάλι»!ª

 

* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος