Ιούλιος 1965: Οι 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα

 

Πολλά πράγματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη με το τι πραγματικά συνέβη τον Ιούλιο του 1965 στην Ελλάδα. Οι μέρες που συγκλόνισαν την χώρα. Ήταν προμελετημένο έγκλημα η Αποστασία; Έτσι δείχνουν όλα τα στοιχεία. Ήταν Ιούλιος του 1965 όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο. Αφορμή στάθηκε ότι  θέλησε να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αντί του Πέτρου Γαρουφαλιά, εκλεκτού του Παλατιού. Την ίδια ημέρα ορκίστηκε κυβέρνηση από στελέχη του κόμματός του, της Ένωσης Κέντρου, που έμειναν στην ιστορία ως «Αποστάτες». Ακολούθησε μία περίοδος έντονης πολιτικής ανωμαλίας που οδήγησε τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Μετά τις εκλογές του 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου κατήγαγαν εκλογικό θρίαμβο, λαμβάνοντας το 52,8% των ψήφων και μία άνετη πλειοψηφία 171 εδρών στη νέα Βουλή. Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε έφερε τη σφραγίδα του πρωθυπουργού, ο οποίος προσπάθησε να τηρήσει, όχι τόσο επιτυχημένα, τις εσωκομματικές ισορροπίες. Ήταν ένα εγχείρημα αρκετά δύσκολο, διότι η Ένωση Κέντρου ήταν ένας κομματικός σχηματισμός χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική συνοχή. Περιλάμβανε στις τάξεις του από φιλοβασιλικούς δεξιούς και σκληρούς αντικομουνιστές έως δημοκρατικούς σοσιαλιστές.

Στο Υπουργείο Προεδρίας τοποθετήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, κόκκινο πανί για το Παλάτι και τη Δεξιά, στο Υπουργείο Οικονομικών ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πολιτικός με ηγετικές φιλοδοξίες και ιδιαίτερες ικανότητες στο παρασκήνιο και στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, φίλος μεν του πρωθυπουργού, αλλά κυρίως πολιτικός με στενές σχέσεις με το Παλάτι. Εκτός κυβερνητικού σχήματος έμειναν στελέχη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, όπως ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο Σάββας Παπαπολίτης.

Η έλλειψη συνοχής στο κυβερνητικό στρατόπεδο φάνηκε πολύ γρήγορα. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της Βουλής, ο κυβερνητικός υποψήφιος Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας καταψηφίστηκε και χρειάστηκε δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί (19 Φεβρουαρίου 1965). Τότε ήταν που ο Γεώργιος Παπανδρέου εκστόμισε την περίφημη φράση του «Οι θριαμβευταί της 16ης Φεβρουαρίου εγίναμεν η χλεύη των ηττημένων». Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε ως «οργανωτές της συνωμοσίας» τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Σάββα Παπαπολίτη και ανακοίνωσε τη διαγραφή τους. Σύντομα, όμως, αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του. Τελικά, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στις 5 Απριλίου 1964.

Από τις πρώτες μέρες της ανόδου της στην εξουσία, η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλησε να καταθέσει το στίγμα της, παρουσιάζοντας ένα φιλολαϊκό πρόσωπο και επιδιώκοντας να ξηλώσει το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς, με σειρά μέτρων που οδηγούσαν στην αποδυνάμωση των μηχανισμών του. Σε ό,τι αφορά τον τερματισμό του εμφυλιοπολεμικού κλίματος, η κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση κομμουνιστών κρατουμένων, στην κατάργηση θεσμών αστυνόμευσης των πολιτικών απόψεων και στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όμως, με τις περιορισμένες αλλαγές που πραγματοποίησε στην ηγεσία του στρατεύματος τον Απρίλιο του 1964, φάνηκε να αναγνωρίζει το προβάδισμα των Ανακτόρων στο νευραλγικό αυτό τομέα του κρατικού μηχανισμού.

Οι δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου θα επιβεβαιώσουν την εκλογική καθίζηση της ΕΡΕ και την άνοδο των δυνάμεων της ΕΚ και της ΕΔΑ. Όλο αυτό το διάστημα ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε να αντιμετωπίσει και πιέσεις από το εξωτερικό για τη λύση του Κυπριακού, ιδιαίτερα από την Ουάσιγκτον.

Στο εσωτερικό της Ένωσης Κέντρου, η κόντρα Μητσοτάκη – Α. Παπανδρέου βάθυνε ακόμη περισσότερο, όταν στις αρχές Νοεμβρίου η εφημερίδα «Ελευθερία», που στην περίοδο του «Ανένδοτου» ήταν η πιο πιστή στον Γεώργιο Παπανδρέου και στην πολιτική του γραμμή, εξαπολύει μία άνευ προηγουμένου επίθεση στον πρωθυπουργό. Τον κατηγορεί ότι «διοικεί δικτατορικώς την Ένωσιν Κέντρου» και ότι «κατήργησε την κοινοβουλευτικήν ομάδα και το υπουργικόν συμβούλιον». Ο εκδότης της εφημερίδας, Πάνος Κόκκας, έχει στενούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του να διαδεχτεί τον Παπανδρέου στην ηγεσία του κόμματος, ενώ του προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία η ραγδαία άνοδος και ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ανδρέας Παπανδρέου – Κωνσταντίνος Μητσοτάκης

Το ανερχόμενο πολιτικό άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου ανησυχεί, όχι μόνο τον Μητσοτάκη και τη Δεξιά, αλλά και τους Αμερικανούς, που βλέπουν ότι αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία τους στην Ελλάδα. Στις 15 Νοεμβρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου υποβάλλει την παραίτησή του από την κυβέρνηση, λόγω διαφωνιών με τον πατέρα του, αλλά και των κατηγοριών μερίδας του Τύπου για χαριστικές αναθέσεις μελετών δημοσίων έργων. Στις εναντίον του επιθέσεις πρωτοστατεί η εφημερίδα «Ημέρα» του Τζώρτζη Αθανασιάδη και «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, που διατηρεί φιλικούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Οι βαθιές αντιθέσεις στους κόλπους της Ένωσης Κέντρου εκδηλώνονται για μία ακόμη φορά τον Ιανουάριο του 1966, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει να αντιμετωπίσει νέα ανταρσία από βουλευτές του κόμματος του, που θα λήξει σύντομα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου περνά στην αντεπίθεση και στις 23 Φεβρουαρίου 1965 αποκαλύπτει στη Βουλή το σχέδιο εκτροπής από την ομαλότητα με την επωνυμία «Περικλής».

Η Δεξιά δεν αφήνει την πρόκληση να πάει χαμένη και στα μέσα Μαΐου μέσω φιλικών της εφημερίδων ξεσκεπάζει μία οργάνωση στους κόλπους του στρατεύματος με την επωνυμία ΑΣΠΙΔΑ και αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Την ίδια περίοδο, ένας αντισυνταγματάρχης σε μονάδα πυροβολικού στον Έβρο, ονόματι Γεώργιος Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), καταγγέλλει κομμουνιστική συνωμοσία στη μονάδα του. Η εφημερίδα «Ελευθερία» εξακολουθεί να πρωτοστατεί στις επιθέσεις κατά του Γεωργίου Παπανδρέου και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος κάνει λόγο για ακυβερνησία.

Εν τω μεταξύ, από τον Απρίλιο του 1965 ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει επανέλθει στην κυβέρνηση του πατέρα του μετά βαίων και κλάδων, ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Όλο αυτό το διάστημα που ήταν εκτός της κυβέρνησης φρόντισε να οικοδομήσει το ηγετικό του προφίλ, με περιοδείες σε όλη τη χώρα και να αναδειχθεί ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αριστερής πτέρυγας της Ενώσεως Κέντρου.

Από την πρώτη ημέρα του Ιουλίου του 1965 η χώρα θα εισέλθει στον αστερισμό της πιο μεγάλης πολιτικής και θεσμικής κρίσης στη μετεμφυλιοπολεμική της ιστορία. Το έναυσμα θα δώσει ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, που θα ζητήσει την παραίτηση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο εκλεκτός τού Παλατιού αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς! Ως αιτιολογία προβάλλει ότι ο Παπανδρέου δεν πρέπει να αναλάβει το Υπουργείο, επειδή εκκρεμεί η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία είναι μπλεγμένος ο γιος του, Ανδρέας.

Ο 25χρονος βασιλιάς Κωνσταντίνος, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, αναμένοντας τη γέννηση του πρώτου του παιδιού (της πριγκίπισσας Αλεξίας), αρνείται να υπογράψει το διάταγμα αντικατατάστασης του Γαρουφαλιά. Οι δύο άνδρες είχαν να συναντηθούν από τις 5 Μαρτίου 1965 και η σχέση τους δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή προς τον πρωθυπουργό και τον κατηγορεί ότι «ενισχύει και υποθάλπει […] συνωμοσία μοναδικόν σκοπόν έχουσα την ανατροπήν του Συντάγματος και την επιβολήν δικτατορίας ελεεινής μορφής…». Ο πρωθυπουργός τού απαντά δύο ημέρες αργότερα με επιστολή και του τονίζει: «Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του κράτους. Δεν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα εξαιρούμενον της εξουσίας της κυβερνήσεως».

Η δεύτερη επιστολή

Ο Γεώργιος Παπανδρέου θα λάβει τη δεύτερη επιστολή του βασιλιά στις 10 Ιουλίου, όταν βρίσκεται στην Κέρκυρα για να συγχαρεί τον Κωνσταντίνο για τη νεογέννητη κόρη του Αλεξία. Ο ανώτατος άρχοντας του επισημαίνει ότι «επιδιώκει τη δημιουργία συνταγματικού θέματος εκ του μη όντος» και επιμένει στην απόφασή του να μην υπογράψει το διάταγμα αντικατάστασης του Γαρουφαλιά. Την επομένη, οι δύο άνδρες θα συναντηθούν στην Κέρκυρα για πρώτη φορά μετά τις 5 Μαρτίου και από τις δηλώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου διαφαίνεται ότι η κρίση στις σχέσεις τους τείνει να ξεπεραστεί.

Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όλοι οι παριστάμενοι συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς που είναι απών, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επομένη ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται και πάλι να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης.

Το βράδυ της 14ης Ιουλίου παραδίδεται στον Γεώργιο Παπανδρέου η τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ηγετικά στελέχη της Ένωσης Κέντρου (Μητσοτάκης, Τσιριμώκος, Αλλαμανής, Μπακατσέλος κ.ά.) ανεβαίνουν στο Καστρί και του ζητούν να μην σπρώξει τα πράγματα στο δρόμο της ρήξης με το στέμμα. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντάς του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο την παραίτησή του.

Την επομένη βασιλιάς και πρωθυπουργός θα συναντηθούν στα ανάκτορα. Θα ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος, όπως θα αποτυπωθεί στις εφημερίδες της εποχής:

Παπανδρέου: «Μεγαλειότατε αύριον θα σας υποβάλλω εγγράφως την παραίτησίν μου.»

Κωνσταντίνος: «Άκουσα τα περί παραιτήσεώς σας και τα λαμβάνω υπ’ όψιν μου.»

Παπανδρέου: «Αντιλαμβάνομαι τον λόγον δια τον οποίον επείγεσθε δια την παραίτησιν.»

Βασιλιάς: «Είναι δεδομένη η παραίτησις».

Παπανδρέου: «Καταλαβαίνω τις έχετε κατά νουν, Μεγαλειότατε.»

Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στην προφορική παραίτηση του Παπανδρέου και δεν περίμενε να του υποβληθεί εγγράφως. Λίγες ώρες αργότερα ορκίστηκε ενώπιόν του το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης των «Αποστατών», όπως ονομάστηκαν, υπό τον πρόεδρο της Βουλής, Ιωάννη Αθανασιάδη – Νόβα (Πρώτη Κυβέρνηση των «Αποστατών»).

Την επομένη χιλιάδες Αθηναίοι κατέβηκαν στους δρόμους για διαμαρτυρηθούν για το «βασιλικό πραξικόπημα». Συγκρούστηκαν με την αστυνομία, η οποία τους αντιμετώπισε με γκλομπς και δακρυγόνα. Στις 19 Ιουλίου θα γίνει η πιο εντυπωσιακή διαδήλωση υπέρ της Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, επικεφαλής μιας πομπής από 200 και πλέον αυτοκίνητα, στολισμένα με σήματα της Ένωσης Κέντρου, φοινικόκλαδα και φωτογραφίες, κατέβηκε από το Καστρί προς την Αθήνα εν μέσω του παραληρούντος πλήθους. Στο συλλαλητήριο της 21ης Ιουλίου, που μετέβαλε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σε διαδηλωτές και την Αστυνομία, θα χάσει τη ζωή του ο 22χρονος φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, στέλεχος της Αριστεράς.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση Νόβα, βαλλόμενη πανταχόθεν, δεν θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και θα υποβάλλει την παραίτησή της στις 5 Αυγούστου. Τα δύο μεγάλα κόμματα ΕΚ και ΕΡΕ ζητούν από τον βασιλιά εκλογές, αλλά αυτός δίνει διερευνητική εντολή στο ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου, Στέφανο Στεφανόπουλο, ο οποίος θα την καταθέσει λίγες ημέρες αργότερα.

Στις 18 Αυγούστου ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον παλαίμαχο σοσιαλιστή Ηλία Τσιριμώκο, στέλεχος της ΕΚ και δεινό επικριτή της πρώτης κυβέρνησης των «Αποστατών». Προς γενική έκπληξη, ο Τσιριμώκος αποδέχεται την εντολή και σχηματίζει τη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» στις 20 Αυγούστου, η οποία θα έχει την τύχη της κυβέρνησης Νόβα, αφού δεν θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 28 Αυγούστου.

 

Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων, Γεώργιος Παπανδρέου και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προτείνουν στον βασιλιά τη διενέργεια εκλογών, αλλά αυτός αναθέτει στον Στέφανο Στεφανόπουλο την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτός σχηματίζει την τρίτη κυβέρνηση των Αποστατών, η οποία θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 17 Σεπτεμβρίου 1965. Η περίοδος της «Αποστασίας» θα λήξει τυπικά με την πτώση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου στις 22 Δεκεμβρίου 1966 και την άνοδο στην εξουσία της μεταβατικής κυβέρνησης του τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου, που έχει εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου 1967…

 

Τι έχει υποστηρίξει ο Μητσοτάκης

 

Ο ίδιος ο Μητσοτάκης σε σημείωμά του είχε υποστηρίξει: «Πεποίθησή μου αποτελεί ότι η κρίση του 1965 προκλήθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, διότι δεν είχε τα περιθώρια να κάνει αντιδημοτική, αντιλαϊκή πολιτική και να αναμαζέψει την οικονομία την οποία εν τω μεταξύ την είχαμε αφήσει να πάρει τον κατήφορο. Να θυμίσω και να αποδώσω δικαιοσύνη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε πάντοτε νοικοκύρης σε όλες τις περιόδους που η κυβέρνηση δεν έκανε ποτέ λαϊκίστικη πολιτική και το ίδιο βεβαίως έκανε και μετά τη μεταπολίτευση και η κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, την οποία πολύ αναθεματίζουν. Εγώ είχα πάψει να έχω την ευθύνη της οικονομίας, ήμουν πλέον υπουργός Εξωτερικών κατά παράκληση και επιθυμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά έχω χρέος να πω ότι ναι έγιναν λάθη, τα ομολόγησε άλλωστε και ο ίδιος ο Γεώργιος Ράλλης παρά τη δική μου αντίδραση τότε, ήμουν και τότε απόλυτα αντίθετος προς αυτές τις παροχές. Αυτό που παραδώσαμε εμείς στο ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση Ράλλη του 1981, ήταν μια οικονομία, η οποία πληρούσε τα κριτήρια του Μάαστριχ στο ακέραιο με εξαίρεση τον πληθωρισμό, ο οποίος όμως και τότε ήταν διπλάσιος από τον μέσο όρο του ευρωπαϊκού πληθωρισμού και σας θυμίζω απλώς για να μην ξεχνιόμαστε ότι και σήμερα είναι και πάλι διπλάσιος ο ελληνικός πληθωρισμός, από τον ευρωπαϊκό πληθωρισμό, από το μέσο όρο. Θέλω να πω με αυτά ότι η οικονομία επηρεάζει αποφασιστικά την πολιτική πάντοτε σε όλες τις εποχές και χαίρομαι γιατί αυτό το πράγμα έγινε κατανοητό και στην Ελλάδα. Θ ήθελα να πω δύο μόνο πράγματα.

Το πρώτο είναι ότι όταν κάνεις πολιτική μπορείς να έχεις όποιες απόψεις θέλεις για την οργάνωση της οικονομίας. Ένα πράγμα όμως πρέπει να έχεις πάντα υπόψη σου ότι, όταν κάνεις πολιτική διανομής, όταν δίδεις θα πρέπει να δώσεις αυτά που έχεις. Δεν μπορείς να δώσεις αυτά που δεν έχεις, δεν μπορείς να κάνεις πολιτική υποθηκεύοντας το μέλλον, το ψωμί των παιδιών μας. Είναι μια πολύ απλή αλήθεια, την οποία όμως τον τελευταίο καιρό την έχουμε παντελώς ξεχάσει και αυτό αποτελεί και την αιτία της φούσκας, την απαρχή από το 1981 και πέρα. Στην Ελλάδα παλαιότερα ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να γίνουν δαπάνες κοινωνικές, κοινωνικές παροχές με δανεικά. Το κράτος δεν δανειζόταν, το κράτος ήταν νοικοκυρεμένο κράτος, δεν δανειζόταν ακόμα ούτε για επενδύσεις, εάν δεν ήταν συναλλαγματοφόρες, αν δεν έφερναν συνάλλαγμα. Γι΄ αυτό συνεχώς επισημαίνω ότι το πολιτικό δράμα της Ελλάδος δεν άρχισε το 1981. Απλώς κορυφώθηκε μετά το 1981. Το πολιτικό δράμα της χώρας μας άρχισε από το 1965, όταν επιχειρήθηκε να συνεχισθεί από την τότε κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχα ως υπουργός Οικονομικών, η ίδια επεκτατική οικονομική πολιτική, η οποία όμως εδικαιολογείτο από τα γεμάτα δημόσια ταμεία που μας είχε αφήσει ο πρωθυπουργός της προηγούμενης κυβέρνησης, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής».

 

ΠΗΓΕΣ

San Simera

PATRIS

TA NEA

Μηχανή του Χρόνου