Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος και ο Γιάννης Εφταμηνιτάκης από το χωριό Πλάτανος Αμαρίου
Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος. Με τον Δανό Υπολοχαγό Anters Lassen επιχείρησαν το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου 1943. Και ο Γιάννης Εφταμηνιτάκης από το χωριό Πλάτανος Αμαρίου. Σκοτώθηκε στις 11 Ιουλίου 1943 από τους Γερμανούς, που τον πυροβόλησαν από απόσταση 800 μέτρων.

Τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου 1943, πραγματοποιήθηκε σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου από τον Υπολοχαγό Anders Lassen, τον Καστελλιανό Κίμωνα Ζωγραφάκη και ομάδα Άγγλων κομάντος, σαμποτάζ στις αποθήκες καυσίμων των Πεζών από τον Ιωάννη Ανδρουλάκη, τον Βρετανό Υπολοχαγό Kenneth Lamonby και ομάδα Άγγλων κομάντος, καθώς επίσης και απόπειρα σαμποτάζ του αεροδρομίου Τυμπακίου από την ομάδα του Υπολοχαγού Ronnie Rovve και του Γιώργη Βοσκάκη ή Μηναδογιώργη.

Μετά τις επιχειρήσεις, όλοι οι σαμποτέρ κατευθύνθηκαν στο φαράγγι του Αγίου Σάββα (Τρυπητή), όπου είχε παραμείνει Άγγλος ασυρματιστής με τον Ταγματάρχη Sutherland. Στο φαράγγι είχαν καταφθάσει και Κρήτες πατριώτες με σκοπό την διαφυγή τους στη Μέση Ανατολή.

 Ο όρμος της Τρυπητής στην έξοδο του φαραγγιού του Αγίου Σάββα. Τόπος προσέγγισης και διαφυγής των επιχειρήσεων της 4ης Ιουλίου 1943.
Ο όρμος της Τρυπητής στην έξοδο του φαραγγιού του Αγίου Σάββα. Τόπος προσέγγισης και διαφυγής των επιχειρήσεων της 4ης Ιουλίου 1943.

Ο Sutherland έδωσε σήμα στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής για την αποστολή σκάφους, την παραλαβή των δολιοφθορέων και την μετάβασή τους στο λιμάνι της Μάσα Ματρούχ.

Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Ιουλίου 1943. Το μεσημέρι είχε περάσει και οι περισσότεροι κοιμούνταν από την υπερβολική ζέστη. Είχαν τοποθετήσει φρουρούς, γιατί κοντά τους υπήρχαν γερμανικά φυλάκια στις ακτές, όπως και η ίδια η περιοχή είχε κηρυχθεί από τους Γερμανούς νεκρή ζώνη.

 

Αυτό όμως που ήθελαν να αποφύγουν, τελικά δεν το απέφυγαν. Έγιναν αντιληπτοί από μια γερμανική περίπολο και ακολούθησε συμπλοκή. Τη μάχη με τους Γερμανούς περιγράφει ο Κίμωνας Ζωγραφάκης:

´…είχαμε βάλει για κάθε ενδεχόμενο σκοπούς. Τον Παπαδάκη Μιχάλη από τα Καπετανιανά, τον Καρτσωνάκη Γιάννη από το Φουρνοφάραγγο και τον Λευτέρη Τσικνάκη από την Κουμάσα. Οι σκοποί αυτοί, όπως και όλοι μας κοιμηθήκαμε. Ήταν Ιούλης μήνας και μεσημέρι. Είχε πάει η ώρα τρεις. Εγώ πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα και την έψηνα στη φωτιά.

Ξαφνικά ένα παιδί, δεκαπέντε χρονών, δεν θυμάμαι το όνομά του, μου χτυπά το πόδι και μου λέει σιγά:

-Θείε, Γερμανοί!

Πετάχτηκα πάνω κι έβαλα τη ζώνη με τα πιστόλια. Πήρα το πιστόλι στο χέρι. Κοίταξα και δεν είδα τίποτα. Όπως ήμουν έτοιμος να του δώσω μια σφαλιάρα και να του πω ότι είναι ντροπή να με κοροϊδεύει, τους είδα κάτω από τα πόδια μου. Εγώ ήμουν πίσω από ένα βράχο κι αυτοί ανηφορίζανε προς εμένα. Οι Γερμανοί ήταν τέσσερις. Οι δυο μόλις με είδαν έφυγαν τρέχοντας. Πήδηξα μια συκιά και προτείνοντας το όπλο μου τους είπα να παραδοθούνε. Ένας υπολοχαγός από την ομάδα Αντρουλάκη, πήρε κυνήγι τους Γερμανούς που έφυγαν. Οι άλλοι Γερμανοί δεν πετούσαν τα όπλα τους. Οι υπόλοιποι στο μεταξύ είχαν σηκωθεί. Φώναξα στον Κωνιό και στον Μπαντουβογιάννη να ρίξουν μια ριπή στα πόδια τους. Έτσι κι έγινε. Παραδοθήκανε αμέσως. Αρχίσαμε να τους ανακρίνουμε. Σκεφτήκαμε μήπως είχαν πάρει μυρωδιά τα φυλάκιά τους στην ακτή. Οι Γερμανοί δεν μιλούσαν. Ακούσαμε πυροβολισμούς στην έξοδο του φαραγγιού και τρέξαμε. Δεν βρήκαμε όμως κανένα. Ούτε Γερμανό ούτε τον δικό μας υπολοχαγό. Αργότερα, όταν φτάσαμε στη Μάσα Ματρούχ, μάθαμε ότι σκοτώθηκε και ο υπολοχαγός και ένας Γερμανός. Αυτοπυροβολήθηκαν και οι δυο. Οι σύντροφοί μου πρότειναν να σκοτώσομε τους Γερμανούς. Εγώ αρνήθηκα. Είπαμε να τους πάρομε μαζί μας.

Την νύχτα κατεβήκαμε στην παραλία και κάναμε τα σήματα με τον φακό. Απάντηση δεν παίρναμε. Συνεχίσαμε να κάνουμε τα σήματα, ο Νίκος ο Σουρής, κατά διαστήματα. Απάντηση δεν παίρναμε. Πήγε 12 η ώρα. Πήγε 1 η ώρα τίποτα. Απογοητευτήκαμε. Έπρεπε κάτι να κάνομε. Το πρωί οι Γερμανοί θα έψαχναν τους δικούς τους και θα μας κύκλωναν.

Αποφασίσαμε να φύγουν οι πολίτες προς τα Πέντε Πηγάδια. Εμείς οι σαμποτέρ να σκοτώναμε με τα στιλέτα τους Γερμανούς και να τους ρίχναμε σε μια σχισμή της ακτής. Θα βάζαμε ύστερα τα σωσίβιά μας και παραλία-παραλία να πηγαίναμε σε μια ακτή στον Τσούτσουρο να κρυφτούμε.

Είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσομε το σχέδιό μας όταν διακρίναμε φως στο πέλαγος. Επιτέλους το σκάφος πλησίαζε και απαντούσαν στα σήματά μας. Κρυφτήκαμε στα βράχια της ακτής. Βγήκε μια βάρκα στην παραλία. Κάποιος από τη βάρκα φώναξε στα αγγλικά:

-Where is my friends ? ( δηλαδή: -Πού είναι οι φίλοι μου ; )

Καταλάβαμε ότι είναι δικοί μας. Μπήκαμε στη βάρκα και ανεβήκαμε στο σκάφος…”.

Η μάχη της 10ης Ιουλίου 1943 ήταν η αιτία θανάτου του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιάννη Εφταμηνιτάκη από τον Πλάτανο Αμαρίου. Είχε πάρει έγγραφα από τον Λη Φέρμορ να παραδοθούν στον κυβερνήτη του σκάφους για τη Μέση Ανατολή και μαζί με τον Γιώργη τον Τυράκη ξεκίνησαν το απόγευμα της 10ης Ιουλίου από τον Πλάτανο για τον Άγιο Σάββα και την παραλία της Τρυπητής. Στη διαδρομή πήγαιναν με γρήγορο ρυθμό για να προλάβουν την προσέγγιση του σκάφους. Ο Γιάννης Εφταμηνιτάκης κουράστηκε από την πεζοπορία και σταμάτησε. Ο Γιώργης Τυράκης συνέχισε μόνος του. Την επόμενη ημέρα, 11 Ιουλίου 1943, στην επιστροφή του στον Πλάτανο Αμαρίου, ο Γιάννης Εφταμηνιτάκης πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από τους Γερμανούς που είχαν καταφτάσει στην περιοχή.

Ο γιος του, Γρηγόρης Εφταμηνιτάκης, αφηγείται για εκείνες τις δυο μέρες 10 και 11 Ιούλη που σημάδεψαν τη ζωή του και τη ζωή του πατέρα του.

«…Στσι 10 του Ιούλη επέρασε από ‘δω ( από τον Πλάτανο ), ο Τυράκης με τον πατέρα μου. Ο αγγλικός ασύρματος ήτανε ‘δω από πάνω από το χωριό μας σε μια τοποθεσία που το λέμε Βαρσάμι. Ήτανε μια σπηλιά κι ήτονε μέσα ο ασύρματος. Ο πατέρας μου πήρε από τον ασύρματο τα χαρθιά και έπρεπε να τα δώσει στο καράβι να πάνε τα χαρθιά στην Αίγυπτο. Μαζί με τον Τυράκη. Κυριακή μέρα μεσημέρι, μια-δυο η ώρα.

Εκάτσανε ‘δω και φάγανε και μετά φύγανε για την παραλία.

Αριστερά ο Δανός Υπολοχαγός Anters Lassen, επικεφαλής του σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου και δεξιά ο Υπολοχαγός Kenneth Lamonby, επικεφαλής του σαμποτάζ των καυσίμων των Πεζών.
Αριστερά ο Δανός Υπολοχαγός Anters Lassen, επικεφαλής του σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου. Δεξιά ο Υπολοχαγός Kenneth Lamonby, επικεφαλής του σαμποτάζ των καυσίμων των Πεζών. Ο Kenneth Lamonby σκοτώθηκε το απόγευμα της 10ης Ιουλίου 1943 στην παραλία της Τρυπητής. (Ανέκδοτη φωτογραφία, λήφθηκε δύο ώρες πριν τη συμπλοκή).

Οι σαμποτέρ που είχαν’ερθει στο Καστέλλι για να κάνουνε το σαμποτάζ, είχανε φτάσει στην Τρυπητή και επεριμένανε το μέσον να φύγουνε. Στην κορφή του Λέντα είχανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Οι δικοί μας είχανε πιάσει μια χαράδρα και είχανε σκοπούς στη κορφή και παρατηρούσανε τους Γερμανούς μήπως κινηθούνε, μήπως τσοι πάρουνε είδηση. Οι Γερμανοί πήρανε χαμπάρι τσοι δικούς μας και φεύγουνε τέσσερις Γερμανοί και κατεβαίνουνε στη χαράδρα να πάνε να δούνε τι συμβαίνει. Εκεί ήτανε απαγορευμένη ζώνη. Τσοι βλέπουνε οι σκοποί απάνω οι εδικοί μας, ειδοποιούνε τον επικεφαλής:

-Γερμανοί έρχονται προς τα δω!

Πιάνουνε θέσεις, τσοι φήνουνε και μπαίνουνε στη χαράδρα μέσα και τους φωνάζουνε να παραδοθούνε. Παραδίδουνται δυο και οι άλλοι το βάνουνε στα πόδια. Ένας Εγγλέζος υπολοχαγός κυνηγά ένα Γερμανό και πυροβολούνται μαζί και σκοτώνουνται κι οι δυο. Τον άλλο Γερμανό είπε ο επικεφαλής να τον αφήσουνε να φύγει να πει πως είδε αντάρτες να μην κακοποιήσουνε τα χωριά γύρω-γύρω. Τα ξημερώματα ο Γερμανός επήγε στην Πόμπια και ειδοποίησε τσ’έδικούς του.

Λοιπόν πάει από δω ο πατέρας μου με τον Τυράκη, αυτοί δεν ξέρουνε τίποτα για τη μάχη στην Τρυπητή. Όταν εφτάσανε σ’ένα σημείο που το λένε Αγία Παρασκευή, εκεί κοντά είναι ένα νερό. Έχουνε πειράξει τον πατέρα μου τα υποδήματα και λέει του Τυράκη:

-Γιώργη πάρε τα χαρθιά, πήγαινε στο καράβι για να μην καθυστερεί να θέλει να φύγει. Εγώ θα κάτσω εδώ να συνέλθω και ή πιο βράδυ θα’ρθω ή πρωί-πρωί. Αυτοί δεν ξέρουνε βέβαια για τη συμπλοκή τίποτα. Παίρνει ο Τυράκης τα χαρθιά, πάει, είναι επιβιβασμένοι όλοι οι σαμποτέρ στο καράβι και περιμένουνε τον πατέρα μου. Βλέπουνε τον Τυράκη και φτάνει.

-Πού’ναι ο Εφταμηνίτης;

Ο Τυράκης είπε ότι τον πειράξανε τα υποδήματα και θα’ρθει σε μια ώρα ή πρωί-πρωί.

Επικεφαλής της αποστολής ήτανε κάποιος Γιάννης Ανδρουλάκης.

Φωνάζει τον Σκουτελογιώργη και του λέει:

-Εσύ θα φύγεις που ξέρεις τα μέρη να βρεις τον Εφταμηνίτη. Θα σας περιμένομε δυο ώρες. Αν δεν προλάβετε, ξέρετε τα μέρη να φύγετε πίσω. Όμως ο Σκουτελογιώργης μπήκε τελικά στο καράβι και επόμεινε ο πατέρας μου πίσω. Όλοι που ήτανε εκείνη τη βραδιά στην παραλία εφύγανε με το μέσον.

Ο πατέρας μου τώρα το πρωί είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να έχει λάβει μέτρα να προφυλαχτεί. Αμέριμνιος έβγαινε προς τα πάνω και τον είδανε οι Γερμανοί από 800 μέτρα με τα κιάλια. Έτυχε κι ένας χωροφύλακας εκεί ο οποίος τον εγνώριζε. Λέει των Γερμανών:

-Αυτός δεν πιάνεται, μόνο να ξεγνοιάσετε. Του ρίξανε οι Γερμανοί από 800 μέτρα και τον εσκοτώσανε. Έμεινε εκεί. Δεν επιτρέπανε ύστερα ούτε να πάμε να τονε πάρομε.

Αυτά γίνονται τη Δευτέρα. Εγώ είμαι απάνω στον ασύρματο. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήθελε να πάει στην παραλία και να γυρίσει πίσω. Τη Δευτέρα δεν εφάνηκε. Την Τρίτη ήμαστε πέντε έξι εκεί, ήτανε ο Άγγλος ασυρματιστής, Χάρη τον ελέγανε, ήτανε ένας Τυράκης Μανόλης από τα Σφακιά, ήτανε ο Κωστής ο Κουτελιδάκης από το Γερακάρι, εγώ, ο Γιώργης επαδέ, ένας χωριανός μου. Το απόγεμα τση Τρίτης άμα ήθελε να κουβεντιάζουνε δυο να σιμώσω, ήθελα να σταματήσουνε τη κουβέντα. Μπήκανε ψύλλοι εμένα στ’αυτιά μου. Στα τελευταία τώσε λέω:

-Κάτι μου κρύβετε. Τι συμβαίνει; Ο πατέρας μου ήτανε να γυρίσει πίσω. Δεν εφάνηκε.

Δεν είχανε πώς να το κάνουνε και μου λένε ότι κάτι έγινε εκεί, συμπλακήκανε οι δικοί μας με τσοι Γερμανούς, ο πατέρας σου είναι αγνοούμενος, δεν ξέρομε τι έγινε.

Εντωμεταξύ οι Γερμανοί έχουνε περικυκλώσει όλα τα βουνά και δεν ξέρομε τίποτα.

Είχα μια βούργια και την παίρνω και τώσε λέω πάω να μάθω τι γίνηκε. Πάω στο Φουρνοφάραγγο. Εκεί ήτανε μια αδερφή του πατέρα μου παντρεμένη. Είχε πάρει ένα Καραταράκη Γιώργη. Ο Χάρης ο ασυρματιστής και ο Μανόλης λένε του Κουτελιδάκη του Κωστή να έρθει μαζί μου να μην πάω μοναχός μου. Φεύγομε και πάμε. Όταν πιάσαμε τσ’Αγίους Δέκα, ο κάμπος γεμάτος Γερμανούς. Μας ελέγχανε εδώ, μας ελέγχανε εκεί. Φτάνουμε στο Φουρνοφάραγγο. Μόλις φτάξαμε στο χωριό, μας σταματούνε πάλι οι Γερμανοί να μας κάνουνε έλεγχο. Βλέπουνε τα χαρθιά μας και μας αφήνουνε. Πάμε στση θείας μου το σπίτι. Μόλις φτάξαμε βλέπουμε το Σούμπερτ πάνω σε άλογο να βαδίζει προς τα κάτω του δρόμου. Μας είδε η θεια μου η Βαγγελιώ και μας λέει πού πάμε μέσα στσοι Γερμανούς. Ρωτώ τη θεία μου:

-Μπρε συ θεια ο πατέρας μου φάνηκε εδώ, έδωσε σήμα ζωής από πουθενά;

-Δεν ξέρω, μου λέει, τίποτα.

Δεν εξέραμε και τι να κάνομε και πού να πάμε.

Μια στιγμή φτάνει στο σπίτι τση θειας μου ένας ενωματάρχης Κλέαρχος Πανούσης λεγόταν, και τον ρωτώ αν ξέρει πράμα για τον πατέρα μου. “Δεν ξέρω, μου λέει κι αυτός, αλλά θα ψάξω να μάθω. Περάσανε κάνα δυο ώρες κι έρχεται και μας λέει:

-Ένας εβρέθηκε σκοτωμένος στην Αγία Παρασκευή και φορούσε κόκκινα υποδήματα. Μαύρη κυλότα, μαύρο ποκάμισο κι εκρατούσε και τρεις ταυτότητες, μια Κατσιφάρης, μια Μανόλης Τρουλινός από τον Πλάτανο (εγώ την είχα πάρει από μια γυναίκα που σκοτώσανε τον άντρα της εδώ, με είχε στείλει ο πατέρας μου) και μια από τα Σφακιά.

Άρχισα εγώ τα κλάματα και λέω τση θειας μου:

-Θεία, ο πατέρας μου είναι !

Φεύγω κι έκατσε ο Κουτελιδάκης να πάει να ρωτήξει στα χωριά να δει. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε να τόνε πάρομε.

Ύστερα από δυο μήνες αφήκανε τη θεια μου κι επήγε και τον έθαψε. Μεσολάβησε και ο ενωματάρχης ο Πανούσης και πήγανε και τον θάψανε στο σημείο που είχε πέσει.

Μετά την απελευθέρωση επήγανε από δω από το χωριό μια ομάδα χωριανών και πήρανε τα οστά του και τα φέρανε στο Βροντήσι. Ο Πετρακογιώργης τότε είπε να κάνουνε ένα ηρώο να βάλουνε τσοι αντάρτες που πέσανε στο Τραχήλι στο Βροντήσι. Εβάλανε και τον πατέρα μου εκεί. Αργότερα έφτιαξα το άγαλμα του πατέρα μου, που το’δες εδώ έξω στην πλατεία του χωριού”.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.