Η Μονή Βωσάκου
Η Μονή Βωσάκου

Τον Χαρίτωνα Χνάρη (του Λάζαρου και της Μαρίας το γένος Πλαϊτη), συναντήσαμε το 2010 στο χωριό Δοξαρώ Μυλοποτάμου. Γεννήθηκε στα Λιβάδια και την περίοδο της Κατοχής μαζί με τον πατέρα και τ’ αδέρφια του βρίσκονταν στην περιοχή του Μοναστηριού του Βωσάκου, όπου η οικογένειά τους είχε τα χειμαδιά της. Η ίδια περιοχή ανήκει και σήμερα στην οικογένεια των Χνάρηδων.

Το Μοναστήρι του Βώσακου διαδραμάτισε ένα σπουδαίο ρόλο τα χρόνια της κατοχής. Ως τόπος απόκρυψης, περίθαλψης και τροφοδοσίας Κρητών που καταδίωκαν οι Γερμανοί, τόπος συνάντησης πατριωτών και Αρχηγών της Αντίστασης και σταθμός αγγελιοφόρων των διαφόρων Οργανώσεων της Κρήτης. Ο Χαρίτωνας Χνάρης γεννημένος το 1923, έφηβος τα χρόνια της Κατοχής, έζησε από κοντά όλα αυτά τα γεγονότα.

Τροφοδότης από τα αποθέματα της Μονής των αδελφών Αντώνη και Δημήτρη Δομαλάκη, συναρχηγών της Ανταρτικής Ομάδας Σατανά, (μετά την κατοχή οι Δομαλάκηδες με τον Χαρίτωνα Χνάρη έγιναν κουμπάροι). Ο Χαρίτωνας Χνάρης στη διήγησή του αναφέρεται στην περιπέτεια που είχε με τους Γερμανούς και τον τραυματισμό του στο Βώσακο, τη σχέση του με τους αδερφούς Αντώνη και Δημήτρη Δομαλάκη, τη συμμετοχή του χωριού του Λειβάδια στη Μάχη της Κρήτης και γεγονότα που ακολούθησαν, καθώς και την άφιξη στην Κρήτη του σταθμού ασυρμάτου του Βρετανού αξιωματικού Συνδέσμου Ραλφ Στόκμπριτζ:

«…επαδέ στη πέρα μπάντα του χωριού στο τελευταίο σπίτι είχανε αφήσει το αμάξι του Στρατηγού Κράιπε που τον είχανε αρπάξει στσι Αρχάνες. Επήγανε και το βρήκανε άλλοι, ειδοποιήσανε κι ήρθανε αμέσως οι Γερμανοί. Εγώ με τον πατέρα μου εστέκαμε στο μητάτο απέναντι από το μοναστήρι στο Βώσακο. Η περιοχή μας ελέγουντανε «Καλό Χωράφι». Και πεντακόσα εξακόσα μέτρα είδα Γερμανούς. Τότες ακούστηκε ένας πυροβολισμός.

Ο Αντώνης Δομαλάκης και ο αδερφός του Δημήτρης Δομαλάκης, συναρχηγοί της Ανταρτικής Ομάδας Σατανά
Ο Αντώνης Δομαλάκης και ο αδερφός του Δημήτρης Δομαλάκης, συναρχηγοί της Ανταρτικής Ομάδας Σατανά

Εστάνθηκα ένα κάψιμο και θωρώ και τη πέτρα που χτύπησε η σφαίρα απέναντι στο χαράκι και πήγε ψίχαλα. Θωρώ και το συχωρεμένο το πατέρα μου και φώναζε και επλακώσανε κεινιά τη στιγμή και οι Γερμανοί. Τα αίματα ετρέχανε απάνω μου, εγέμισε ο λαιμός μου αίματα. Ένας Γερμανός μου’ βαλε από τη μια και την άλλη μπάντα ένα επίδεσμο. Και μας επαίρνουνε οι Γερμανοί για το μοναστήρι που ήτονε απέναντι.

Αυτοί μας είχανε δει στο μητάτο που στέκαμε με τον πατέρα μου και μας επυροβολήσανε. Εφτάξαμε στο μοναστήρι στο Βόσακο κι ήτανε άλλοι Γερμανοί μπασμένοι μέσα. Κι είχανε στο τοίχο τση εκκλησίας και τσι τέσσερις καλογέρους, μαζί και το Γούμενο. Τσ’ είχανε στο τοίχο και τσι πιάνανε από τα γένεια και χτυπούσανε τη κεφαλή ντωνε στο τοίχο Εμένα μ’ είδε ένας Γερμανός, έρχεται κοντά και μου λέει θα σ’ αλλάξω. Και πιάνει και μ’ αλλάσει.

Με καθάρισε, μ’ έφτιαξενε και μου βάνει φελλό από τη μια μπάντα τση πληγής κι από την άλλη και μου λέει Γερμανία κακή! Εγώ Αυστρία! Τσ’ είχανε επιστρατεύσει με τη βία τσ’ Αυστριακούς. Σε μια στιγμή προβαίρνει ο Γερμανός που μ’ είχε πιάσει και του λέει αυτός που μ’ έφτιαχνε και δείχνει εμένα, αυτός καπούτ! Και του λέει ο Αυστριακός να τσ’ αφήσω να φύγουνε; Εμένα δα και τον πατέρα μου. Και λέει ο Γερμανός παρτί!

Τάξε και καλά να φύγουνε. Και μου λέει να πογείρω από τη πορτέλα πέρα, ήτανε ένας τράφος του σοχώρου. Και μου λέει τώρα εσύ παρτί τέμπο τέμπο, τράφο τράφο. Ύστερα παρτί γρήγορα, τάξε άμα πογείρεις φύγε γρήγορα. Πραγματικά φύγαμε κι ήρθαμε επαδέ κι ήτανε ένας συγγενής μου, Δασκαλομανόλης, και λέει του πατέρα μου φέρε το μουλάρι να τόνε πάμε στου γιατρού στη Δαμάστα. Τότες ήτανε στη Δαμάστα δυο γιατροί. Και εκαβαλίκευγα εγώ, αυτοί προπατούσανε και φτάσαμε στη Δαμάστα. Μόλις μπήκαμε στο χωριό εκεί ‘ ναι δυο μαγαζά και ήτανε ο ένας γιατρός.

Του λέει ο Δασκαλομανόλης μπρέ συ έλα παδέ γιατί έχομε ένα τραυματία. Λέει ποιος τόνε τραυμάτισε; Λένε Γερμανοί. Και λέει ο γιατρός δεν ανακατεύομαι εγώ. Δε θυμούμαι τ’ όνομά του. Εγώ εκαβαλίκευγα το μουλάρι και όπως εσταθήκανε αυτοί πήρα απάνω στη μέση του χωριού και εκεί ήτανε ο άλλος γιατρός. Ξανοίγει με αυτός και μ’ αλλάσει, ο Θεός να τόνε βλέπει ανε ζει, αν δεν απατώμαι Νικολουδάκη τόνε λέγανε.

Με λύνει, ξανοίγει με και μου λέει αυτό το πράμα που σου κάνανε δεν ήτανε Γερμανοί αυτός ήτανε ο Θεός που κατέβηκε και σ’ έσωσε, αυτό το πράμα δεν είναι δυνατόν να το κάνουνε οι Γερμανοί και μένα μου λες ότι σε επίδεσε Γερμανός; Και του κάνω την ιστορία πως ήτανε, γιατί παρά το τραύμα δε μου κόπηκε η φωνή, εμίλουνα. Επόμεινα ύστερα στη Δαμάστα κι έκαμα μια βδομάδα. Γιατί ήρθενε ο Κώστας ο Μαρής ο Καπαρδίκης, και λέει του πατέρα μου άφησε το κοπέλι επαδέ αφού λέει ο γιατρός να πομείνει μερικές μέρες να’ ρχεται κάθε μέρα να το αλλάσσει, κι εγώ θα το πάρω στο σπίτι. Τ

ην έβδομη μέρα, την ώρα που ξημέρωνε, γροικώ τη γυναίκα του και του λέει έχουνε τυλίξει οι Γερμανοί το χωριό και τσι λαλούνε όλους, δεν αφήνουνε μήδε μωρό κοπέλι. Και τσι πάνε κάτω. Την ώρα κεινιά ήρθανε και στο σπίτι και μας παίρνουνε. ‘Ητανε Γερμανοί κι ο Τζουλιάς ο Νικόλας μαζί ντως. Αλλά όπως επηγαίναμε στη μέση μέση του χωριού που κάνει το λαγγό, εκειά ήτανε το σπίτι του γιατρού, εκειά είχανε χτυπήσει τσι γυναίκες και κενωθήκανε δυο τρεις γυναίκες τω Γερμανώ.

Και γίνεται ένας σαματάς και ξανοίγω και θωρώ τη πόρτα του γιατρού κι είναι λίγο λίγο ανοιχτή. Και μπαίνω μέσα και κλειω τη πόρτα. Εδά ύστερα τσι κατεβάσανε κάτω, εξανοίξανε αλλά που’ ναι το Χαριθιώ; Ερώτηξε δα ο Τζουλιάς πού’ ναι ο Χαρίτος και του’ πανε πως τόνε τραυματίσανε οι Γερμανοί και τον έχουνε στη Δαμάστα στου γιατρού. Και σου λέει εδά είναι η ώρα του αλλά δε με βρήκανε. Στη τυλιξά τση Δαμάστας ήτανε κι αυτός ο γκεσταπίτης ο Τζουλιάς. Επήρανε και μερικούς Δαμαστιανούς αλλά τσι μολάρανε ύστερα…

Ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό στα Λιβάδια και όλους μικρούς μεγάλους τσι πήγανε στο σκολειό. Και τσι κατεβάζανε παρέες παρέες στο Φαραγγούλι μέσα. Ύστερα πυροβολούσανε στον αέρα και λέγανε στο σκολειό μολογάτε γιατί πα κι αυτοί. Κι ενομίζανε οι δικοί μας πως εσκοτώνανε αυτούς που επηγαίνανε στο Φαραγγούλι. Ερωτούσανε οι Γερμανοί να μολοήσουνε οι Λιβαδιώτες και για τσ’ Εγγλέζους και για τσ’ αντάρτες και για όπλα, για όλα ερωτούσανε. Και έλεγε ο Μαρής ο Παπάς, αχνιά ο τζίτζικας να μη τηνε πλερώσομε όλοι! Και δεν εμίλησε κανείς μέχρι που εφύγανε οι Γερμανοί.

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ατενίζουν το λιμάνι της Σούδας  στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης

Όντεν επέφτανε οι Γερμανοί από το χωριό μας τα Λιβάδια επήγανε και πολεμήσανε πολλοί. Όλη η νεολαία, όλοι οι ζωηροί αθρώποι επήγανε στου Λατζιμά. Εκείνη τη μέρα εκουρεύγαμε εμείς «στ’ Αμουργέλια». Ήτανε απόγευμα και θωρούμε τα αεροπλάνα κι εκατεβαίνανε κι επογυέρνανε κάτω στα Ρεθεμνιώτικα. Δεν εκακοβάλαμε. Στη κουρά ήτανε κι ο Δράκος που σκοτώθηκε μετά στη μάχη. Κι ελέγανε ήντα μωρέ συμβαίνει με τ’ αεροπλάνα;

Μόνο που δεν εγγίζανε χάμε στο χώμα, τόσο χαμηλά κατεβαίνανε. Πολλά αεροπλάνα, όχι ένα και δυο. Και φεύγουνε και κατεβαίνουνε στο χωριό. Και μόλις εκατεβήκανε στο χωριό τοσε λένε άλλοι χωριανοί ότι Γερμανοί πέφτουνε στσι Λατζιμάδες. Και φύγανε όλοι οι χωριανοί ύστερα και πήγανε. Και τότες εσκοτώθηκε και ο Κατραμπουζοδράκος.

Και ήτανε και μια άλλη περίπτωση που εγλίτωσε το χωριό από το κάψιμο. Τότε που επέφτανε οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήτανε ο Κιαγιάς ο Μανέας στα Ρεθεμνιώτικα στο Σταυρωμένο αποπάνω. Και εσκότωσε ένα Γερμανό και του πήρενε τα ρούχα που φόριενε και τα όπλα. Τα’ φερε στο σπίτι του στα Λιβάδια. Αλλά αυτή την υπόθεση με τα ρούχα και τα όπλα δεν την εκάτεχε κανείς και μπαίνανε οι Γερμανοί μέσα στα σπίτια κι ανακατώνανε και δεν αφήνανε πράμα στη θέση του.

Πιάνει η μάνα του Μανέα, μια γυναίκα δυο μέτρα στο ύψος με φορεσά κρητική. Και πιάνει και φορεί από μέσα τα ρούχα του Γερμανού και κρεμά και το ταχυβόλο στα σκέλια τσι και από πάνω τα δικά τσι ρούχα και τηνε λαλούσανε κι αυτή οι Γερμανοί στο σκολειό. Αν την ανακαλύφτανε εμπήτιζε το χωριό, δε θα’ μενε μήδε μωρό κοπέλι.

Δεν υπήρχε πιο ωραίος άθρωπος σα το Παπά στο χωριό μας στα Λιβάδια. Τη κατοχή με οργάνωσε επαδέ κι αυτός ήτανε στα Λιβάδια. Πολλές συναναστροφές δεν είχαμε. Αυτός είχε να κάνει με το Στεφανογιάννη. Πολλές φορές επήγαινε στο Αρκάδι μυνήματα, στο χωριανό μας το καλόγερο το Γαβρίλη.

Κλάδος ήτανε το επίθετό του κι ήτανε καλόγερος στο Αρκάδι. Επήγαινε και στ’ Ανώγεια, στα Σίσαρχα, στα Βορίζα, Καμάρες, σε όλα κειανά τα χωριά. Ο Παπάς ήτανε έξυπνος και γραμματιζούμενος και καλός πατριώτης. Φιλότιμος και παλικάρι. Γλεντζές και καλός τραγουδιστής. Όλα τα χαρίσματα τ’ αθρώπου τα’ χε. Κι άφησε κι όνομα κι ακούγεται ακόμη στο χωριό…

Οι Τζουλιάδες κυνηγούσανε τσι Δομαλάκηδες. Είχανε οικογενειακά μεταξύ ντωνε. Εσκοτώσανε ένα δικό ντως Τζουλιά και από τότες τσι κυνηγούσανε. Πριν πάνε στη Μέση Ανατολή ήρχουντανε στο Βώσακο και τσι ταΐζαμε. Εμένανε όξω στα βουνά. Ο Ηγούμενος εκάτεχενε πως επήγαινα το φαί στσι Δομαλάκηδες από το μοναστήρι. Ένας καλόγερος δικός μας από τα Λιβάδια εζύμωνε, Καλυβιανάκης ήτονε τ’ όνομά του. Και μια μέρα εκάθουντανε όξω στην αυλή του μοναστηριού ο Γούμενος με ένα καλόγερο το Χρύσανθο. Ο Χρύσανθος ήτανε κουραδοκονόμος, Και ρώτηξε ο Γούμενος το Χρύσανθο:

-Επήενε ο Χαρίτος το φαΐ των αθρώπω;

Και εκάθουντανε μια διακονιαρέ στην αυλή που την είχανε στείλει οι Τζουλιάδες, και το’ κουσε. Εγώ την ώρα που εβγήκα και θωρώ και κάθουντανε οι δυο, ο Γούμενος μαζί με το Χρύσανθο στη πεζούλα κι αυτή εκάθουντανε στην άλλη άκρα τση πεζούλας σα τη παραπονούμενη, σα τη ποθαμένη. Και την ε θωρώ την ώρα που πρόβαλα από τη σκάλα, την ώρα που μιλούσανε αυτοί και φρουκάζουντανε, είχε τα μάθια τσι ανοιχτά, ήντα λέγανε. Αυτή είναι πράκτορας του Τζουλιά. Δεν εμάθαμε τοτεσάς ότι την είχενε ο Τζουλιάς πεμπάτη, όξω κι επιάσανε τ’ αδέρφια μου οι Γερμανοί στην ακρογιαλιά, στο «Καλό Χωράφι». Εκειά ήτανε το μητάτο και τσι πιάσανε από κεια.

Αλλά λαλούσανε κι άλλους, από το μοναστήρι, κι εργάτες που εδουλεύγανε στ’ αλάτι. Και τσι λαλούσανε στο Ηράκλειο. Αλλά τσι μολάρανε όλους και κρατήξανε μόνο τσ’ αδερφούς μου. Μετά που είπανε στο χωριό ότι όλους τσι μολάρανε κι εκρατήξανε το Κώστα με το Γιώργη φεύγει από το χωριό ύστερα ο Γιάννης και πάει στο Ηράκλειο. Είχενε γνωστούς που εγνωρίζανε Γερμανούς, εμονοπαντήξανε στη Χώρα, τονε πάνε στη Γκεστάπο και τοσε λέει:

-Εκρατήξατε τσ’ αδερφούς μου χωρίς να υπάρχει λόγος γιάντα;

Και λέει ένας ότι κάποιος από δω μέσα, από τη παρέα τω Γερμανώ τσι κρατεί. Και πετάται ο Τζουλιάς και λέει ότι εγώ τσι κράτηξα και δα τσι σκοτώσω κιόλας.

-Εντάξει μωρέ, του λέει ο Γιάννης, να τσι σκοτώσεις αλλά να μας ε πεις το λόγο. Ποιος ο λόγος που θα τσι σκοτώσεις;

-Γιατί υποθάλπει ο αδερφός σου ο Χαρίτος τσι φονιάδες του πατέρα μου και τ’ αδερφού μου.

Τσι Δομαλάκηδες τάξε υποθάλπτω εγώ στο Βώσακο. Και τότες εκαταλάβαμε ότι αυτό μόνο η διακονιαρέ μπορεί να το μολόησε τω Γερμανώ με τη κουβέντα που ήκουσε από το Γούμενο και το Χρύσανθο. Και λέει ο Γιάννης του Τζουλιά:

-Ένα πράμα θα σε ρωτήξω. Αλλά αν είσαι άντρας και Έλληνας θα μου πεις την αλήθεια. Εγώ δε το κατέχω αυτό που λες ότι ο αδερφός μου ο Χαρίτος τροφοδοτά τσ’ εχθρούς σου. Αλλά πού γνωρίζει το κοπέλι ότι εσείς έχετε οικογενειακά; Πού γνωρίζει ότι εσκοτώσανε οι Δομαλάκηδες τον αδερφό και τον πατέρα σου; Και αν ήσουνε εσύ ο ίδιος στην περίπτωση των αλλονώ, δεν ήθελα σε υποστηρίξει το κοπέλι, δεν ήθελα κάμει το ίδιο που’ καμε στσ’ άλλους και να σε ταΐσει και να σ’ υποθάλψει από τσι Γερμανούς;

Σταματά λίγο ο Τζουλιάς κι από κειας του κάνει έχεις μωρέ δίκιο. Κάτσε επαέ να σου τσι φέρω. Και πάει και τσι βγάνει από την απομόνωση. Το Κώστα και το Γιώργη τσ’ αδερφούς μου. Μετά τη κατοχή εγενήκαμε κουμπάροι με τσι Δομαλάκηδες, αυτοί με στεφανώσανε…

Όταν ήρθε το υποβρύχιο με το Καλιτσουνάκη, τον Εγγλέζο που τόνε λέγανε «Σήφη», ένα ακόμη Εγγλέζο κι ένα δικό μας από τα Χανιώτικα, εγώ τσ’ ήβγαλα από τσι νάρκες. Το υποβρύχιο έπιασε σε μια θέση που τη λέμε εμείς «Στο Προπατούμενο». Εμένα με ειδοποιήσει να είμαι εκεί, ο Στεφανογιάννης από το Ψηλορείτη μου’ πεψε το μήνυμα. Όλη η παραλία ήτανε νάρκες πομεινάρικες. Και από τη μέσα μεριά ήτανε το λιμάνι «ο Προπατούμενος».

Εκειά’ ναι τα χειμαδιά τα δικά μας, τω Χνάρηδω. Έβγαλα ένα σύρμα εκατό πενήντα μέτρα. Κι έκαμα ένα κατσουνάκι κι επήγαινα στη κάθε σειρά που ήτονε εκατό νάρκες. Αυτές εσυνδέουντανε μεταξύ ντωνε. Με το κατσουνάκι έπιανα το σύρμα και το’ σερνα και σκούσενε όλη η σειρά. Έτσι εκαθάρισα τη παραλία. Εκειά ήτανε σκοτωμένα από τσι νάρκες μέχρι να τσι βγάλομε ίσαμε τρακόσα οζά. Ενούς Σισανού εσκοτωθήκανε μια μέρα εκατό.

Επερίμενα στην παραλία και ήρθανε με το υποβρύχιο. Τσι παραλαβαίνω και πήρα και τη βάρκα. Το σύνθημα ήτανε «ήρθαμε για τσι μέλισσες» κι εγώ τον ήλεγα «κι εγώ για το μέλι σας». Εκατεβάσαμε τον ασύραμτο, τη βάρκα απού ήτανε πορισμένοι αυτοί, και παίρνω τη βάρκα κι εκατό μέτρα πάνω πάνω είναι ένα ταυκάκι και τη ξεφούσκισα και την έριξα μέσα.

Μετά εβρήκαμε χτήματα από παδέ και επήγαμε από τη «Μούγκρη», εκεί είχαμε πάει στη τοποθεσία αυτή, από μέσα από το Βώσακο είναι, κι εφορτώσαμε τα πράματα για τον Ψηλορείτη. Ήσανε τρεις δικοί μας και δυο Εγγλέζοι. Εβαστούσανε κι ένα κλουβί και το πήρα εγώ. Είχενε μέσα δυο περιστέρια. Εκειά που πήγαμε και τοποθετηθήκαμενε, είχα ένα ζο σφαμένο και ψημένο, κρασί καλό και κάτσαμε και τρώγαμε και πίναμε.

Το κλουβί το είχα θέσει κάτω κάτω ανοιχτό και μου λέει ο Εγγλέζος μαζί με τον εδικό μας το Λευτέρη1  άμε να δεις το κλουβί, εφύγανε τα περιστέρια; και πάω και είχενε το ένα φύγει, το άλλο ήταν εκειά. Γυρίζω και του το λέω. Άρρωστο μπορεί να’ ναι, είπε ο Εγγλέζος, για να μη φύγει. Αυτά φεύγουνε μαζί.

Σε δέκα λεφτά πέμπει σήμα με τον ασύρματο και του λένε το ένα ήρθε αλλά το άλλο δεν ήρθε. Ταχυδρομικά ήτανε τα περιστέρια…

Στο χειμαδιό στο Βώσακο, από την εκκλησά και μέσα είχα αφήσει το τόπο και πέρνανε ένας μήνας πίσω δυο για να βάλω τα ζα, να βγάλει χόρτα πρώτα. Και εκατέβαινε ένας Σισανός και μόλερνε τα ζα ντου μέσα άμα θελα λείπομε και τα τάιζε. Λέω του μιαν ημέρα ξεφορτώσου με, τίποτα αυτός.

Κατεβαίνω μιαν ημέρα και τον ε βρίχνω και τόνε κάνω πεσκέσι στο ξύλο. Και σηκώνεται και πάει στο Γενή Γκαβέ και βρίχνει το Σήφη το Γερμανό. Και του λέει ένας Χνάρης είναι στο «Καλό Χωράφι» και έχει όπλα. Ότι του κατέβηκενε είπε και με κατηγόρησε. Αλλά η περίπτωση που μ’ έσωσενε ήτανε ένας Γαραζανός διερμηνέας και είμαστε εμείς γνωστοί. Μου λέει ο διερμηνέας ότι ο Σισανός έτσι κι έτσι είπε και πρέπει να κάνεις κουμάντο.

Και λέει ο διερμηνέας του Σήφη ότι αυτά που σου’ πενε είναι όλα ψέματα. Συνοριάζουνται τα ζα ντωνε κι ο άλλος, εγώ δηλαδή, είναι λίγο ζωηρός και εμαλώσανε. Δε θέλω να τόνε δικαιολογήσω μόνο σου λέω τη πραγματικότητα. και βάνει ο Σήφης το Γερμανό, εκείνος ήτανε ο φόβος και ο τρόμος των αθρώπω, ξεχνώ τ’ όνομά του, και του λέει άμε να πιάσεις αυτό που ήρθενε προ ολίγου εδώ να τονε κάνεις ασήκωτο στο ξύλο. Και πάει και τονε κάνει ψίχαλα στο ξύλο.

Και εκειά που’ ναι οι αποθήκες στο Γενή Γκαβέ εκεί τον άφηκε. Και πήγανε άλλοι και τόνε αναμαζώξανε…»2.

 

1 Λευτέρης Καλλιτσουνάκης από το χωριό Κάτω Βαλσαμόνερο Ρεθύμνου. Αποβιβάστηκε μαζί με τον Βρετανό αξιωματικό Σύνδεσμο Ραλφ Στόκμπριτζ, τον ασυρματιστή Τζων Στάνλεϋ και τον Ηρακλή Μπριλλάκη από το Βάμο Αποκορώνου.
2 Χαρίτωνας Χνάρης, Δοξαρώ Μυλοποτάμου, Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος