Το χωριό Σάτα Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου είναι το χωριό των Βοσκάκηδων και των Παραδεισανών. Οι Βοσκάκηδες κατάγονται από τη Νίθαυρη Αμαρίου αλλά στη Σάτα είχαν περιουσίες και σπίτια. Στη διάρκεια της κατοχής, η Σάτα ήταν το χωριό που έβρισκαν καταφύγιο οι άντρες της Αντίστασης αλλά και οι Βρετανοί αξιωματικοί Σύνδεσμοι.
Στην περιοχή «Καλοθιανά», φιλοξενήθηκε κατά διαστήματα ένας από τους συμμαχικούς ασυρμάτους. Ο Γιώργης Βοσκάκης ή Μηναδογιώργης, με τα αδέρφια του Μηνά, Τηλέμαχο, Μανόλη, Δημόκριτο, Γιάννη και Περίανδρο, εντάχτηκαν από την πρώτη στιγμή της κατάληψης της Κρήτης στην Αντίσταση.
Ο Δημόκριτος Βοσκάκης ή Κριτός, ανέλαβε καθήκοντα αγγελιοφόρου. Κι ήταν τόσο γοργοπόδαρος, ώστε οι Βρετανοί αξιωματικοί Σύνδεσμοι να τον ονομάσουν Αετό. Ο Δημόκριτος προδόθηκε, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί στη Σάτα στις 6 Δεκεμβρίου 1942 και τον εκτέλεσαν στην Αγυιά στις 13 Απριλίου 1943. Άλλος ένας αδερφός, ο Γιάννης Βοσκάκης, σκοτώθηκε στη διάρκεια της κατοχής, όταν εκπυρσοκρότησε ένα πιστόλι σε φιλικό του σπίτι.
Το έτος 2007, επισκεφτήκαμε τη Σάτα Αμαρίου. Στο χωριό συναντήσαμε δυο γυναίκες.
Η μία ήταν η Μαρία, γυναίκα του Γιώργη Βοσκάκη ή Μηναδογιώργη, από την οικογένεια των Τυράκηδων. Με έναν αδερφό, τον Γιώργη Τυράκη εκτελεσμένο από τους γερμανούς.
Η διήγησή της για τον συμμαχικό ασύρματο, τον άντρα της το Μηναδογιώργη, τον Δημόκριτο Βοσκάκη, τον αδερφό της Γιώργη Τυράκη, αλλά και πολλά γεγονότα της κατοχής, ήταν συγκλονιστική:
«Εγώ είμαι γυναίκα του Γιώργη Βοσκάκη ή Μηναδογιώργη. Οι Βοσκάκηδες κατάγουνται από τη Νίθαυρη. Ο πεθερός μου επήγε στην Αμερική, με τα χρήματα που ’φερε εγόρασε τη περιουσία εδώ στη Σάτα. Ο Μιχάλης Βοσκάκης ήτονε ο πεθερός μου. Με τα λεφτά που ’φερε εγόρασε επαέ χωράφια..
Εγώ εγεννήθηκα το είκοσι και παντρεύτηκα τον άντρα μου το 1933. Δεκατριώ χρονώ ήμουνε. Ο Μηναδογιώργης επήγε και πολέμησε τσι Ιταλούς στην Αλβανία. Εγώ έμενα εδώ στη Σάτα. Ο άντρας μου ήτονε εφτά αδέρφια. Όλα αγόρια. Ο Μηνάς, ο Γιώργης, ο Τηλέμαχος, ο Μανόλης, ο Δημόκριτος, ο Γιάννης και ο Περίανδρος.
Το Δημόκριτο τόνε σκοτώσανε οι Γερμανοί. Επροδοθήκαμε κι ήρθανε εδώ οι Γερμανοί. Αυτός ήρθε από την υπηρεσία. Ήτανε στ’ Ανώγεια σε τανά τα μέρη. Και κατέβηκε κι ήρθενε και δε το ’ξερε ότι ήσανε οι Γερμανοί εδώ.
Εξανάρχουντανε Γερμανοί δυο-τρεις μα δεν ήρχουντανε για κείνη τη δουλειά. Εθέλανε να βγούνε στη Σάτα, να τόνε δώσουνε πράμα να το πάρουνε, κάτι τέτοιο. Οι άλλοι απου ’ρθανε γι’ αυτή τη δουλειά, δε το ξέραμε. Τον είχανε προδώσει. Οι Γερμανοί ήρθανε στο σπίτι μας.
Ο Δημόκριτος όταν ήρθε από την υπηρεσία επήγε στο σπίτι τω Παραδεισανώ. Για να πει τα καθέκαστα. Ο προδότης εκάτεχε το σπίτι μας. Οι Γερμανοί ήρθανε κατευθείαν στο σπίτι μας. Ο πεθερός μου ήτανε και κείνος στω Παραδεισανώ. Και φεύγει. Και το φεύγα του ήρθε εδώ. Και ήσανε μέσα οι Γερμανοί και τα ’χανε με τη πεθερά μου. Εφώνιαζε αυτή κι’ είχε να γενεί.
Να’θελα γυρίσει πίσω ο πεθερός μου να τόνε πει έτσι κι έτσι γίνεται φασαρία στο σπίτι μόνο λάβετε τα μέτρα σας, ίσως να μην τον επιάνανε το Δημόκριτο. Μόνο μπαίνει μέσα να ξεμπερδέψει τη γρε του. Και βρίχνει η πεθερά μου ευκαιρία και φεύγει να των το πει. Γιατί κάτεχε πως ήτανε εκιά. Και παίρνει να των το πει και τση παντίχνει στα πόδια τση ο Δημόκριτος. Και τον έσπρωχνε, τον έσπρωχνε και δεν έπαιρνε χαμπάρι. Αυτός σου λέει φοβάται μα οι Γερμανοί που ’ναι επαδέ δεν είναι για κακό. Κι απής εκατάλαβε το κακό, πετά το πιστόλι που κράθιε στα κλαδιά.
Και παίρνει τα φυσέκια στη χέρα του. Και τα κράθιε. Βάνουντον μέσα και τόνε δένουνε αμέσως. Τσι σφαίρες τσι κράθιενε. Τόνε δένουνε τάξε πως ήτονε κιανένα θεριό. Ο Δημόκριτος ήτονε μια γροθέ, πολύ αδύνατος. Τόνε καθηλώσανε στο καναπέ. Καθώς εκαθότανε και είχε τσι σφαίρες στη χέρα του και τον είχανε δέσει με τα χέρια οπίσω, τσι μόλαρε από πίσω στο καναπέ.
Αλλά τίνος θα το πει δα πως το’κανε αυτό να μη τσι βρούνε μετά οι Γερμανοί; Είχε έρθει αυτή τη μέρα η μάνα μου να δει ήντα κάνω. Ήτανε τ’ Αγίου Νικολάου το βράδυ. Γιατί το σπερνό του Αγίου Νικολάου είμαστε στου πατέρα μου το σπίτι για τον αδερφό μου δα το Νικολή που γιόρταζε και εσάζαμε λουκουμάδες. Και τη καθηλώσανε κι αυτή οι Γερμανοί. Και γροικά την εμιλιά τση ο Δημόκριτος. Και τση λέει συμπεθέρα έλα να μου βάλεις νερό να πιω. Ήθελε να τση πει για τσι σφαίρες.
Και όταν του πήγε το νερό τση λέει εδά που θα με πάρουνε να φύγω, έχω τσι σφαίρες αφημένες από πίσω στο καναπέ. Και να τσι πάρετε να μη τσι βρούνε οι Γερμανοί. Και έτσι πραγματικώς έγινε. Εγώ κοιμούμαι με τα παιδιά μου γιατί την παραμπρός βραδιά αγρύπνησα με το να καθόμαστε στου πατέρα να σάζομε λουκουμάδες και να ετοιμάζομε την εορτή, ήμουνε αγρυπνισμένη και ψόφησα για μιας.
Και δεν επήρα χαμπάρι. Οι Γερμανοί ήρθανε εδώ ότι και βράδιαζε. Όλα αυτά που σου λέω εγίνανε σκοτεινιασμένα, με φώτα. Το Δημόκριτο τον επρόδωσε ένας που λέγανε ότι ήτανε Αρμένης, δηλαδή δικός μας ήτανε. Από πού ήτανε η καταγωγή του δεν κατέχω μόνο τόνε κουβαλήσανε επαδά οι Γερμανοί κρυφά και μάθαινε τα καθέκαστα. Την Κατοχή δεν έμενε στη Σάτα αλλά έκανε βόλτα και έκανε την υπηρεσία και κείνος απου ’κανε. Και έτυχε και ήρθε επαδέ και έμαθε τα καθέκαστα. Και επρόδωσε το Δημόκριτο.
Απήτι τόνε πήρανε το Δημόκριτο και φύγανε, ήρθε η πεθερά μου με τη μάνα μου. Οι Γερμανοί τον επήγανε πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στα Χανιά. Εκειά τον είχανε. Επήρανε ύστερα και τον αδερφό του το Μανόλη και το Μηνά από τη Νίθαυρη.
Αυτός εβάστανε κιάλια και του τα βρήκανε οι Γερμανοί. Τσι πήγανε κι αυτούς στα Χανιά. Ύστερα ήρθανε και πήρανε και τη πεθερά μου. Και την επήγανε ίσαμε τσι Μοίρες. Επειδή ήτανε η μάνα του. Αλλά ύστερα τη φήκανε από τσι Μοίρες. Και τότες εφοβήθηκα κι εγώ κι έφυγα. Και πήρα τα παιδιά και πήγα στο Φουρφουρά. Κι έκαμα εκεί έξε μήνες.
Ο Δημόκριτος επήρε τα βάρητα και εμολάρανε τσ’άλλους. Ο Μηνάς του υποσχέθηκε ότι θα του πάει σαρακάκια να κόψει τα σίντερα τση φυλακής να φύγει. Μ’ αυτό τον τρόπο χωρίσανε από τη φυλακή.
Τη πεθερά μου την είχανε εκειά στα Χανιά ξαργατού. Ξαργατού για να πάει τα σαρακάκια. Και του πήγαινε κάθε μέρα φαΐ. Κι όμως πάει τη μια, πάει την άλλη, δεν τα κατάφερε ο Μηνάς να του βάλει τα σαρακάκια.
Και κάνει λέει μια μέρα ο Δημόκριτος το κρίμα μου να ’χει ο Μηνάς. Γιατί δεν έκαμε αυτό που υποσχέθηκε. Γιατί του πήγαινε τα πράματα η μάνα του, τα ’ψαχνε μα δεν εύρισκε τίποτα.
Η μάνα του Δημόκριτου, η Φωτεινιώ, δεν εκάτεχε για ήντα τη πέμπανε εκειά. Η Φωτεινιώ η πεθερά μου ήτανε από τσι Μπικάκηδες από τη Νίθαυρη. Και εκτελέσανε ύστερα οι Γερμανοί το Δημόκριτο.
Επαδέ ύστερα στη Σάτα το Γιώργη τον αδερφό μου τόνε τραυματίσανε οι Γερμανοί και τόνε πήρανε οι Γερμανοί τραυματισμένο. Πρώτα επιάσανε το Δημόκριτο και μετά κάμποσο καιρό ετραυματίσανε τον αδερφό μου. Τον αδερφό μου τόνε τραυματίσανε γιατί άμα είδε τσι Γερμανούς έτρεξε να φύγει. Νύχτα ήρθανε οι Γερμανοί και ζώσανε το μέρος.
Ο αδερφός μου ελεγόντανε Γιώργης Τυράκης. Εγεννήθηκε το 1911. Οι Γερμανοί τόνε πήρανε τραυματισμένο. Τόνε γιάνανε κι ύστερα τον εκτελέσανε σα και τσ’ άλλους. Στα Χανιά στην Αγυιά. Ο αδερφός μου στην υπηρεσία που τον είχανε τόνε διώξανε. Ήτανε στη Σχολή στην Αθήνα για να γενεί αξιωματικός. Και στο Πόλεμο δεν ήτονε. Του δώκαν τη στολή του αξιωματικού, φορεί τηνε και στη φωτογραφία, κι όμως ύστερα δεν τον επήρανε στο πόλεμο. Ήρθε στη Κρήτη.
Άλλος ένας αδερφός του άντρα μου ο Γιάννης εσκοτώθηκε τη Κατοχή. Αυτός επήγε με τσι φίλους του με ένα όπλο που ’χε. Το ’χε πάρει από τσι Γερμανούς στη Μάχη τση Κρήτης. Κειονά το όπλο ήθελε να το δώσει αλλονών. Και κεια που κάθουντανε επαρουσιάστηκε κανείς και του φώνιαζε του Γιάννη απ’ όξω από το δρόμο. Και επήγε στο παράθυρο. Και κεινιά την ώρα που οι άλλοι εκάθουντανε στο καναπέ και εκρατούσανε το όπλο επήρε φωθιά. Και επήρε τη σφαίρα ο Γιάννης στη καρδιά. Κι έκανε δυο κύκλους κι έπεσε κάτω. Και σκοτώθηκε ο Γιάννης.
Όταν άρχιξε η Μάχη τση Κρήτης μας είπανε μια μέρα πως ήθελα βγούνε επαέ οι Γερμανοί στο Πύργο το λέμε το μέρος. Και επήρε μας ο άντρας μου και φύγαμε και επήγαμε στο Ψηλορείτη ψηλά. Και εξομείναμε εκειά δυο βράδια. Και μας εφέρανε από το Βαθιακό φαΐ και φάγαμε και τίποτα δεν εγίνηκε.
Μετά από λίγο καιρό ήρθανε δυο Άγγλοι στη Σάτα. Ο ένας ήτανε μελαχρινός και τόνε λέγανε Τομ, ο άλλος ξανθής. Εδώ στο χωριό τσ’ ήφερε ο Μηναδογιώργης. Είχανε κι ένα ασύρματο. Ο Μηναδογιώργης ο άντρας μου επήρε μας και πήγαμε, εμένα και την αδερφή μου τη Χρυσώ, στον ασύρματο. Ο ασύρματος ήτανε επαέ πάνω πάνω από το χωριό στ’ αμπέλια. Το μέρος εκεί το λέμε Καλοθιανά.
Ο τόπος ήτανε κατάλληλος. Δεν ήτανε γκρεμοί, δεν ήτανε δάσος. Ετότες που επήγαμε στον ασύρματο ήτανε το Στάλιγκραντ. Το τι γίνουντανε μη ρωτάς. Ήτονε κειδά κάποιος που ήξερε και έγραφε το τι ήλεγε ο ασύρματος. Ο Κωστής ο Παραδεισανός ήτανε στην υπηρεσία του ασυρμάτου. Δεν ήταν πάντως κι ο Μηναδογιώργης για δεν ήτονε δουλειά του. Δεν εκάτεχε και να γράφει αυτά που’ λεγε ο ασύρματος. Φαγητό επηγαίναμε πότε η μια και πότε η άλλη οικογένεια. Αυτοί που ήτανε στον ασύρματο δεν εκοιμούντονε επαέ στο χωριό. Μόνο εκεί στα Καλοθιανά.
Στο άλλο Μετόχι απέναντι, Ρίζικα το λένε, εκεί είναι ένας χάρακας και μπαίνουνε αθρώποι και ποσκιάζει. Και μου πήρε μια φορά στην αρχή τση Κατοχής ο Μηναδογιώργης το μπουγαδοτσίκαλο, απου’χανε μια φορά οι νυφάδες, το μεγάλο τσικάλι, και το πήρα κεια και ψήνανε φαΐ ογδόντα νομάτοι. Τόνε δίνανε από τα χωριά και ψήνανε. Ό,τι ήθελα βρούνε. Ογδόντα Εγγλέζοι. Εθέλανε να φύγουνε να πάνε στον τόπο τονε. Ο Μηναδογιώργης τσι κατέστεσε και τσι πήγε στην παραλία και πραγματικά εφύγανε μετά λίγες μέρες.
Τότες εσκέφτηκε να φύγει και ο αδερφός μου μαζί ντως. Και του λέει του Μηναδογιώργη όντε τσι περάσεις από δω, νύχτα βέβαια, θα μου φωνάξεις να ’ρθω κι εγώ. Και φώναξέ του πραγματικώς αλλά μέχρι να του το πει το μετάνιωσε και του λέει δεν έρχομαι. Τσι πήγε τσι ξένους σ’ ένα αλώνι και ύστερα τοσε λέει μια στιγμή γιατί ’χω δουλειά. Και ήρθε και του φώναξε κι όμως του ’πε πως εμετάνιωσε. Αφού του ’πε πως εμετάνιωσε εσυνεχίσανε αυτοί. Και πήγανε στη παραλία στα Τρυπητά. Αν έφευγε ο αδερφός μου ετότες δεν ήθελα σκοτωθεί μετά από τσι Γερμανούς.
Το δε άλλο καλοκαίρι ήρθανε εδώ στο χωριό άλλοι Εγγλέζοι. Ο Μηναδογιώργης τσ’ ήφερε κι αυτούς. Αυτοί οι Εγγλέζοι Μαρία, μου’πε ο άντρας μου, θα πάνε να κάψουνε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Θυμούμαι όντεν ήρθανε οι Εγγλέζοι ήρθε κι ένας χωροφύλακας Ανωγειανός μαζί ντως. Όχι χωροφύλακας, πρέπει να ’χε βαθμό τση Χωροφυλακής. Βασίλη1 τόνε λέγανε. Κι επήγανε εκεί που ’τονε ο ασύρματος.
Θυμούμαι πως τόνε χάσανε τον αξιωματικό τον Εγγλέζο απής τόνε φέρανε επαέ. Και είπανε αμάν ήντα πάθαμε. Κι αυτός επήγε όθε το αεροδρόμιο, στο Ξερόκαμπο που λέμε, στο Τυμπάκι, κι ήσα και στρατιώτες κι εσίμωσε λέει κοντά ντως και πήρε φωτογραφίες. Αυτός δίχως να πει κανενός τίποτα και σου λέει πάει, ήντα γίνηκε; Κι αυτός είχε το σκοπό κειονά να βγάλει φωτογραφίες. Θυμούμαι πως τον εγύρευγε ο Ανωγειανός ο Βασίλης. Μετά εφύγανε κι επήγανε για τη δουλειά στο Καστέλλι.
Θυμούμαι τσι Εγγλέζους που παίζανε και το μποξ. Και βγάζε τα δόντια ντως μωρέ παιδί μου. Για δες ένα παιχνίδι το κάνανε. Μια φορά ένας Εγγλέζος επαέ ήθελε να το παίξει το μποξ με το Μηναδογιώργη. Όμως αυτός εκάτεχε πως εβγάνανε ο γεις τ’ αλλού τα δόντια και πιάνει τη βέργα και του θάφτει μια γερή και ο Εγγλέζος ελούφαξε. Το παιγνίδι τονε ήτανε κειονά.
Θυμούμαι μια φορά, Δεκαπεντάρης ήτανε, κι ήρθανε επαέ οι Γερμανοί. Η μάνα μου κι ο πατέρα μου ήτανε παωμένοι στα Χανιά. Στο γιατρό για τα μάθια τση η μάνα μου. Και ήμουνε μόνη στο σπίτι. Στη Κατοχή, στο χωριό μας τη Σάτα, ήτανε ερχομένοι Τυμπακιανοί και κάτσανε σε όλα τα σπίθια. Και βρήκε αυγά ένας Τυμπακιανός και ήρθε στου πατέρα μου το σπίτι που ήτανε οι Γερμανοί. Και είχε ο πατέρας μου μια κρεβατίνα ωραία. Και τα σταφύλια εκρέμουντανε. Και φέρνει τα αυγά ο Τυμπακιανός και τα ψήνομε τω Γερμανώ. Και τα προσφέραμε, στη κρεβατίνα αποκάτω και φάγανε.
Και κρατούσανε ένα από κιονά που’χει ποδαράκια, πολυβόλο. Και το θέκαν χάμε και το στέσανε κι απόης εκάτσα και φάγανε και ξανοίγαν τα σταφύλια. Αν ήτανε δικοί μας ήθελα να μη φάμε σταφύλια εμείς. Όταν ήθελα φύγουνε οι Γερμανοί μου δείξανε με το χέρι ντως ένα σταφύλι και με ρωτήξανε να το κόψουνε. Δεν το κόψαν μοναχοί ντως. Και το βάλανε στο κράνος και φύγανε.
Ο άντρας μου έφυγε ύστερα κι αυτός κι επήγε στη Μέση Ανατολή. Ήρθανε μια φορά κι απόης εφύγαν πάλι με Άγγλους και κάμανε κατασκοπία κι απόης εξαναφύγανε. Ύστερα δα τη τελευταία φορά που ’ρθε έληξε ο πόλεμος.
Μετά που εμπήκαμε στον άλλο πόλεμο ο Μηναδογιώργης δεν ανεκατώθηκε σε κειονά το πόλεμο. Γροικώ και λένε πως εβάλανε τη τσίτα του πολέμου οι Εγγλέζοι. Βεντζελικός ήτανε ο άντρας μου. Και εβάλανέ τονε φυλακή μετά το πόλεμο. Κι έκαμε είκοσι δυο μέρες.
Σήμερα εδώ στη Σάτα μένομε δυο γυναίκες. Το χωριό μας άδειασε. Εγώ και μια Αργυρώ Μαραγκάκη μένομε εδώ…».2
Από τη φυλακή της Αγυιάς, ο Δημόκριτος Βοσκάκης έστειλε ένα γράμμα στη μητέρα του. Με εννέα μαντινάδες αποχαιρετά και τη μητέρα και τους φίλους του.
Μάνα μου βρίσκεσαι μακριά και πώς να σου μιλήσω
να ‘φτάνε το χεράκι μου να σ’ αποχαιρετήσω.
Να έπαιρνα με την ευχή κι ένα φιλί στο στόμα
να το βαστώ συμβόλαιο στο μαυρισμένο χώμα.
Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου πως βρίσκομαι μακριά σου
για δε θα ξανασμίξομε μόνο στα όνειρά σου.
Μια χάρη μάνα σου ζητώ κι αν θέλεις την εκάμε,
το γάλα που μου τάισες χαλάλι μου το κάμε.
Άλλοι ζητούν απ τους γονείς αμπέλια και περβόλια
κι εγώ ζητάω μίαν ευχή απ’ τους γονείς μου τώρα.
Όλοι που με γνωρίζετε, φίλοι που μ’ αγαπάτε
πως θα με τουφεκίσουνε δε θέλω να λυπάστε.
Μόνο γλεντάτε το ντουνιά τη σφαίρα την αθλία
και πλούτη μη γυρεύετε σ’ αυτή τη κοινωνία.
Μέσα έχω πόνο και πονώ μα κάτι με γιατρεύει,
πως τ’ όνομά μου αθάνατο σ’ αυτό τον κόσμο μένει.
Έχω το μέτωπο ψηλά, το χάρο δε φοβούμαι,
έκαμα το καθήκον μου και δε στεναχωρούμαι.
1 Βασίλης Δραμουντάνης ή Κοζωνοβασίλης από τα Ανώγεια.
2 Μαρία Βοσκάκη – Τυράκη, Σάτα Αμαρίου, Σάββατο 12 Μαΐου 2007.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.