Στις 25 Οκτωβρίου 1943, στο γερμανικό στρατοδικείο που συνεδρίαζε εντός των φυλακών της Αγυιάς Χανίων, έγινε η μεγάλη δίκη των αξιωματικών του νομού Ηρακλείου. Η κατηγορία που αντιμετώπιζαν από τους κατακτητές ήταν η σύσταση οργάνωσης Εθνική Οργάνωση Κρήτης (Ε.Ο.Κ.), η ένοπλη εξέγερση, η δημιουργία δολιοφθορών και η συμμετοχή των αξιωματικών στα γεγονότα της Βιάννου που είχαν προηγηθεί κατά ένα μήνα, (τον Σεπτέμβριο του 1943).
Η καταγωγή των περισσοτέρων αξιωματικών και των πολιτών κατηγορουμένων της δίκης, ήταν από την Επαρχία Πεδιάδος.
Οι αξιωματικοί που μετείχαν της δίκης ήταν: Αντ/ρχης Πεζικού Μπετεινάκης Αντώνιος, Αντ/χης Πεζικού Πλεύρης Νικόλαος, Ταγμ/ρχης Πεζικού Γιακουμάκης Εμμανουήλ, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής Μαραζάκης Εμμανουήλ, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής Γραμματικάκης Νικόλαος, Αντ/χης Πεζικού Καζαντζάκης Ιωάννης, Ταγμ/χης Πεζικού Κατσιρντάκης Γεώργιος, Ταγ/χης Πεζικού Σπαντιδάκης Μιχάλης, Ταγμ/χης Μηχανικού Διακάκης Μιχάλης, Λοχαγός Πεζικού Φείδης Νικόλαος, Έφεδρος Υπολ/γός Πυροβολικού Κριτσωτάκης Νικόδημος, Έφεδρος Υπολ/γός Πεζικού Μανιακουδάκης Νικόλαος, Έφεδρος Ανθ/γός Πατεριανάκης Μιχάλης, Έφεδρος Ανθ/γός Ζωγραφάκης Γιάννης, Έφεδρος Ανθ/γός Μπέρκης Παναγιώτης, Έφεδρος Ανθ/γός Μπρουλιδάκης Γεώργιος και Ταγμ/χης Κουτσουνάδης Ιωάννης.
Στη δίκη οδηγήθηκαν μαζί με τους αξιωματικούς και οι πολίτες Θεόφραστος Κοζύρης, Γεώργιος Μουλουδάκης, Σοφοκλής Δετοράκης και Γεώργιος Φαλαλάκης, ο τελευταίος από το χωριό Γεράκι.
Η ετυμηγορία των Γερμανών δικαστών, έστελνε στο απόσπασμα πέντε αξιωματικούς και αθώωνε τους υπόλοιπους κατηγορουμένους.
Στην ποινή του θανάτου καταδικάστηκαν οι Αντώνιος Μπετεινάκης από τις Αρχάνες, Εμμανουήλ Γιακουμάκης από τον Μοχό, Ιωάννης Ζωγραφάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος, Παναγιώτης Μπέρκης από το Μεταξοχώρι και Μιχάλης Πατεριανάκης από τη Βόνη.
ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ο Γιάννης Ζωγραφάκης ήταν γιος του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και της Αικατερίνης το γένος Κατζαγιαννάκη. Σπούδασε δάσκαλος και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει να υπηρετεί στο χωριό Γάλυπε Πεδιάδος. Επιστρατεύεται και με τον βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Διμοιρίτης του 1ου Λόχου, του 43ου Συντάγματος Πεζικού της V Μεραρχίας.
Στα βουνά της Αλβανίας με την Κρητική Μεραρχία έδωσε πολλές και σκληρές μάχες. Τον Φεβρουάριο του 1941 τραυματίζεται από βλήματα οβίδας πυροβολικού και λόγω του τραυματισμού του παραμένει ανάπηρος στο αριστερό χέρι και μειώνεται η όρασή του. Επέστρεψε στην Κρήτη με καΐκι μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες.
Αντίθετα, ο αδερφός του Χάρης Ζωγραφάκης, στρατιώτης κι αυτός της πέμπτης Μεραρχίας, θα αργήσει να επιστρέψει στην Κρήτη. Στην μάχη της Κρήτης, ο Γιάννης Ζωγραφάκης δεν παίρνει μέρος γιατί δεν έχει αναρρώσει ακόμη.
Ο πατέρας του Γιώργης και ο αδερφός του Κίμωνας παίρνουν ενεργά μέρος στις μάχες στην τοποθεσία Κοκκίνη Χάνι. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κρήτη και τον Ιούνιο του 1941 φτάνουν στο Καστέλλι. Στον κάμπο υπάρχει ένας διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι Άγγλοι.
Δεν τον ολοκλήρωσαν και για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών, οι Βρετανοί τον κατέστρεψαν. Οι κατακτητές, εκτιμώντας τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης του Καστελλίου και επομένως ενός αεροδρομίου, (περιβάλλεται γύρω από βουνά κάνοντάς το απόρθητο), αποφασίζουν να το κατασκευάσουν.
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου Γιώργης Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης και πατέρας του Γιάννη, παραιτείται από τη θέση του μέσα στο γραφείο του Γερμανού Ταγματάρχη Τροστ, (είχε φτάσει στο Καστέλλι επικεφαλής της Γερμανικής δύναμης), με μια υπερήφανη δήλωση.
Χωρίς φόβο, δηλώνει μια μέρα στον Ταγματάρχη Τροστ, (διοικητή μετέπειτα του αεροδρομίου Καστελλίου και των γερμανικών δυνάμεων της περιοχής), ότι: «εγώ υπηρετώ τους πολίτες της Κοινότητας Καστελλίου και όχι τους Γερμανούς».
Μετά απ’αυτήν τη δήλωση, που άφησε εμβρόνητο και αμήχανο τον Τροστ, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στο χωριό Κασταμονίτσα, νοικιάζει ένα σπίτι και ηγείται της τοπικής Αντίστασης της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου. Ο Γιάννης Ζωγραφάκης οργανώνεται αμέσως, όπως και τα αδέρφια του Κίμωνας και Χάρης, οι αδερφές του Μαρία και Ευθυμία, ακόμη και τα μικρότερα αδέρφια Παύλος, Γρηγόρης και Παντελής. Όλη η οικογένεια του Ξηρούχη στην Αντίσταση.
Στις αρχές Σεπτέμβρη 1943, ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς προσκαλεί πολλούς αντιστασιακούς, μεταξύ αυτών και τον Γιάννη Ζωγραφάκη, στο λημέρι του στα Λασιθιώτικα βουνά, πάνω από τη Σύμη. Ο Καπετάν Μανόλης πιστεύει πως η ώρα έχει φτάσει για την απελευθέρωση της Κρήτης και οι σύμμαχοι ετοιμάζουν απόβαση στο νησί. Αυτές τις πληροφορίες διέρρεαν σκόπιμα οι Άγγλοι πράκτορες για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να πιστέψουν ότι θα ακολουθήσει απόβαση στην Κρήτη. Το είχε πιστέψει κι ο ίδιος ο Καπετάν Μανόλης.
Ο Γιάννης Ζωγραφάκης αποφασίζει να πάει στο βουνό. Μαζί του πηγαίνουν και οι αντιστασιακοί Γιώργης Πολεμαρχάκης και Γιάννης Μαυραντωνάκης. Επειδή όμως ο Γιάννης Ζωγραφάκης δεν βλέπει καλά τη νύχτα, (λόγω του τραυματισμού του στην Αλβανία), ο Γιώργης Πολεμαρχάκης τον κρατάει από το μπράτσο σ’όλη τη διάρκεια της πορείας. Ο Γιώργης Πολεμαρχάκης που ζούσε μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Καστελλίου, περιγράφει αυτήν την περιπέτεια του Σεπτεμβρίου 1943 με τα παρακάτω λόγια:
«…το Σεπτέμβρη του 1943 μας στέλνουνε μήνυμα σ’όλες τις Οργανώσεις να συγκεντρωθούμε στο Προφήτη Ηλία στη Παναγιά. Εκατό άτομα συγκεντρωθήκαμε. Η εντολή είναι να φέρομε τα όπλα τα οποία διαθέτει καθένας. Ό,τι είχαμε. Πιστόλια όπλα ή ακόμη και κυνηγετικό όπλο. Εσυγκεντρωθήκαμε στη Παναγιά. Από το Καστέλλι είμαστε εγώ, ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης και ο Γιάννης ο Μαυραντώνης. Από το Καρουζανώ ήτανε οι Πιταροκοίληδες. Απ’όλα τα χωριά.
Είδα γνωστούς που ήτανε στην Οργάνωση. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, αρχίσαμε τη πορεία προς την Έμπαρο και προς τη Βιάννο μετά. Είχαμε μια γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρήσαμε. Ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης δεν έβλεπε και τόνε κρατούσα από το χέρι. Κι αυτός μ’ακουμπούσε και κρατούσε μπαστούνι. Όταν περνούσαμε το κάμπο στην Έμπαρο στ’αμπέλια μέσα εκόψαμε ένα δυο τσαμπιά σταφύλια και προχωρήσαμε. Όλη νύχτα βαδίζαμε.
Τα ξημερώματα βρεθήκαμε από πάνω από τη Βιάννο στη Σύμη. Εκείνος που μας υποδέχτηκε πρωί πρωί ήτανε ο Ποδιάς. Είμαστε όλοι μια γραμμή στη πλαγιά της κορυφογραμμής. Έρχεται ο Ποδιάς και μας εχαιρέτισε δια χειραψίας ένα ένα και με τις λέξεις «καλώς ορίσατε παλικάρια». Και φτάξαμε στο λημέρι. Μας δώσανε και φάγαμε. Είχανε ψήσει κρέας. Υπήρχανε κάτι πλακούρες μεγάλες εκεί και ήτονε δυο πέτρες απάνω σ’άλλες το οποίο ήτανε το τραπέζι.
Καθίσαμε κουρασμένοι, πεινασμένοι, εφάγαμε καλά. Νερό υπήρχε πιο πέρα, κρύο νερό και ήπιαμε. Η εντολή είχε δοθεί από το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ότι θα γινόντανε αποβιβάσεις στην Κρήτη και οι οποίες εδόθη ειδοποίηση μετά ότι αναβάλλονται. Και έπρεπε να φύγομε. Μείναμε τρεις μέρες στο λημέρι. Λέω εγώ στο Γιάννη το Μαυραντώνη, έλα να φύγομε και στο Γιάννη το Ζωγραφάκη και πήραμε κάτω τη πλαγιά κι ήρθαμε προς τη Κασταμονίτσα. Ο Μαυραντώνης δεν ήρθε. Έμεινε στο λημέρι.
Στη Κασταμονίτσα ήτανε και οι οικογένειές μας. Τότε έγινε και το γεγονός της σύλληψης του Γιάννη του Ζωγραφάκη διότι ως αξιωματικός που πολέμησε στην Αλβανία είχε εντολή από το γερμανικό στρατό να παρουσιάζεται κάθε Σαββάτο να δίδει το παρόν. Εγώ του είπα μάλιστα μη πας Γιάννη γιατί θα σε πιάσουνε. Αυτός είχε υπογράψει χαρτί μαζί με το Γιακουμάκη και άλλους αξιωματικούς να αντισταθούνε εναντίον του εχθρού και αυτό το χαρτί περιήλθε στα χέρια τω Γερμανώ, οπότε ήτανε σεσημασμένος. Και ήρθε κάτω εδώ στη Γκεσταπώ του Καστελλίου να δώσει το παρόν. Εκεί τόνε πιάσανε. Του είπανε δε φεύγεις τώρα είσαι αιχμάλωτος του γερμανικού στρατού. Τόνε πήρανε και τόνε πήγανε στην Αγυιά και εν συνεχεία εκτελέστηκε…ª.
Μετά τα γεγονότα της Βιάννου που ακολούθησαν, άρχισαν οι συλλήψεις των αξιωματικών. Η σειρά του Γιάννη Ζωγραφάκη δεν άργησε να φτάσει. Η αδερφή του Ευθυμία Ζωγραφάκη –Καρυωτάκη, βίωσε τη σύλληψη του αδερφού της στην Κασταμονίτσα που διέμενε η οικογένεια του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και την περιγράφει:
«…στη διάρκεια της Κατοχής βρισκόμαστε με την οικογένειά μου στην Κασταμονίτσα. Ο πατέρας μου, Πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου, μετά λίγο καιρό που πάτησαν οι Γερμανοί στο Καστέλλι, παραιτήθηκε και μας πήρε και μας πήγε στη Κασταμονίτσα. Τον Οκτώβρη του 1943 ειδοποίησε η Μόνικα, (Γεωργία Μπαλτζάκη), από το Καστέλλι τον πατέρα μου Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη, να κατεβάσει την αδερφή μου τη Μαρία για αγγαρεία στους Γερμανούς. Τότε οι γυναίκες των χωριών πηγαίνανε στην αγγαρεία και μαγειρεύανε των Γερμανών, τους πλύνανε τα ρούχα, κάνανε τέτοιες γυναικείες δουλειές. Η Μόνικα ήταν διερμηνέας του Φρουράρχου που εμείς οι Καστελλιανοί τόνε φωνάζαμε “Κουτσάφτη”.
Ο πατέρας μου ο Ξηρούχης δεν ήθελε να πάει η αδερφή μου η Μαρία στο Καστέλλι και την πήρε και τράβηξαν στο Λασίθι. Την πήγε στο σπίτι του αγροφύλακα Καρυωτάκη Βαγγέλη στο χωριό Γεροντομουρί. Με την οικογένεια του Καρυωτάκη είχαμε καλές οικογενειακές σχέσεις. Μετά μια μέρα, που έφυγε ο πατέρας μου με τη Μαρία στο Λασίθι, φτάνουνε στην Κασταμονίτσα δυο γερμανικά αυτοκίνητα της Γκεστάπο, πεταλάδες τσι λέγαμε. Θυμούμαι που ήταν Παρασκευή. Σταμάτησαν στο καφενείο και ζήτησαν τον αδερφό μου το Γιάννη.
Ο Γιάννης μας ήταν δάσκαλος στη Γάλυπε. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε σαν έφεδρος αξιωματικός. Τραυματίστηκε και δεν πήγαινε πια στο σχολείο, ήταν σε τιμητική διαθεσιμότητα. Και ο Γιάννης βρισκόταν μαζί με όλη την οικογένεια στην Κασταμονίτσα. Στο καφενείο του χωριού, οι Γερμανοί βρήκαν τον πρόεδρο της Κασταμονίτσας, Παπαδοκωστάκης Χαρίδημος λεγόταν, και τον ρώτησαν που είναι ο Γιάννης Ζωγραφάκης. Ο Πρόεδρος ήξερε αλλά προς τιμή του δεν είπε. Απάντησε ότι δεν είναι στο χωριό. Οι Γερμανοί έφυγαν από το καφενείο και κατευθύνθηκαν στο σπίτι που μέναμε εμείς, στην κάτω μεριά του χωριού.
Ο Χαρίδημος Παπαδοκωστάκης έστειλε γρήγορα ένα Κασταμονιτσανό και ειδοποίησε τον Γιάννη μας από ένα άλλο δρόμο. Ο Γιάννης έφυγε από το σπίτι και πήγε και κρύφτηκε σε μια τοποθεσία που λέγεται “Χαμουκαρές”. Οι Γερμανοί δεν τον βρήκαν, η μάνα μου τους είπε ότι λείπει και έφυγαν. Ο Γιάννης σε λίγη ώρα επέστρεψε στο σπίτι και ζήτησε από τη μάνα μας να του ζεστάνει νερό να λουστεί γιατί έπρεπε να πάει την άλλη μέρα που ήταν Σάββατο στο Καστέλλι να δώσει το παρόν.
Ο Γιάννης πήγαινε στο Καστέλλι κάθε δεκαπέντε μέρες το Σάββατο και έδιδε το παρόν όπως έκαναν όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί. Η μάνα μας του λέει μην πας Γιάννη, να φύγεις να κρυφτείς. Αυτός απαντά όχι μάνα θα πάω, αν δεν πάω θα’ρθούνε να συλλάβουν εσάς. Στην Κασταμονίτσα μέναμε εγώ, τα αδέρφια μου ο Παύλος, ο Γρηγόρης και η Μαρία που την είχε πάει ο πατέρας μου στο Λασίθι. Ο Κίμωνας και ο Χάρης ήτανε στη Μέση Ανατολή. Ο Κίμωνας είχε έρθει τον Ιούλιο και είχε κάνει το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Καστελλίου και έφυγε αμέσως πίσω.
Λούζεται ο αδερφός μου και την άλλη μέρα το πρωί ντύνεται με το κουστούμι του και κατεβαίνει στο Καστέλλι. Εκεί οι Γερμανοί τον συλλαμβάνουν και του περνούν χειροπέδες. Τον βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και τον φέρνουν πίσω στην Κασταμονίτσα να πάρει τα πράγματά του. Τον περνούν από το καφενείο αναζητώντας τον πατέρα μου τον Γιώργη τον Ξηρούχη και κατευθύνονται στο σπίτι. Κατεβαίνει ο Γιάννης και οι Γερμανοί πίσω του. Η μάνα μας επάγωσε μόλις είδε τις χειροπέδες και κιτρίνισε. Παρ’όλα αυτά μου λέει και τηγανίσαμε αυγά και πατάτες στους Γερμανούς, τους φέραμε και κρασί. Ο Γιάννης περιμένει, είχε πάρει λίγα ρούχα.
Οι Γερμανοί πεταλάδες τελειώσανε το φαΐ και μπήκανε στο αμάξι. Ο Γιάννης βγήκε στο δρόμο και αγκάλιασε πρώτα εμένα. Μετά τη μάνα μου. Η μάνα μου τον έσφιξε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και φύγανε. Η μάνα μου απόμεινε στην ίδια θέση μέχρι που χάθηκαν στη μεγάλη στροφή του αμαξωτού δρόμου. Από τότε δεν τον ξανάδαμε το Γιάννη. Ούτε εγώ ούτε η μάνα μου. Ο πατέρας μου εγύρισε από το Λασίθι μόλις έμαθε τα γεγονότα Θυμούμαι που έλεγε ότι δεν έπρεπε ο Γιάννης να πάει στο Καστέλλι να δώσει το παρόν.
Καταριότανε τον εαυτό του που έλειπε εκείνες τις στιγμές κι ήτανε στο Λασίθι. Πήγε στα Χανιά στη δίκη. Κρατούσε λεφτά. Οι Άγγλοι του είχανε δώσει χρυσές λίρες να σώσει τον αδερφό μου και τους άλλους κατηγορούμενους. Δικαζόταν τότε πολλοί αξιωματικοί. Τα λεφτά τα δώσανε, αλλά ο Γιάννης μας καταδικάστηκε σε θάνατο. Μαζί με το Μπετεινάκη, το Μπέρκη, το Γιακουμάκη και το Πατεργιανάκη.
Φαίνεται πως ο Γιάννης είδε τον πατέρα μας πριν την εκτέλεση και του έδωσε οδηγίες και χαιρετίσματα για μας. Μόλις εγύρισε ο πατέρας από τα Χανιά, έπεσε στο κρεβάτι. Θυμούμαι που έμεινε στο κρεβάτι ένα μήνα. Δεν εσηκώθηκε ούτε στο καφενείο να πάει. Ποτέ δε συγχώρεσε τον εαυτό του που έλειπε από το σπίτι όταν συλλάβανε οι Γερμανοί το Γιάννη. Πάντα μας έλεγε ότι αν ήταν εδώ, δεν θα τον άφηνε να πάει στο Καστέλλι αλλά θα μας έπαιρνε όλους να φεύγαμε στο βουνό. Από την εκτέλεση του αδερφού μου του Γιάννη και μετά, ο πατέρας μου άλλαξε. Δεν ήταν ο Γιώργης ο Ξηρούχης, ο δυναμικός άντρας που ξέρανε όλοι. Δε γελούσε πια, εγέρασε σε μια βραδιά.
Και η μάνα μου ποτέ δεν το ξεπέρασε. Αρρώστησε, έκλαιγε συνέχεια, έχασε τα λογικά της. Πολλές φορές μου έλεγε:
-Ευθυμία, παιδί μου, ακόμη μυρίζω τη μυρωδιά του αδερφού σου έτσι όπως τον αγκάλιασα όταν μας αποχαιρέτισε και τον πήρανε οι Γερμανοί. Δεν μου φεύγει από πάνω μου.
Και την έπαιρναν τα δάκρυα. Αυτό μου το΄λεγε μέχρι τα τελευταία της κι ας είχανε περάσει πενήντα χρόνια από εκείνο το μαύρο Σάββατο του 1943. Όταν εψυχομάχιε η μάνα μου, η τελευταία της λέξη ήτανε Γιάννη μου ! Γιάννη μου !
Έτσι εχάθηκε ο Γιάννης. Ο πιο σεμνός και ευγενικός άνθρωπος του Καστελλίου. Τραυματίστηκε στην Αλβανία από τους Ιταλούς και τον σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί. Μαζί με το Γιάννη εσκοτώσανε και όλους μας στην οικογένεια. Πήρανε ένα κομμάτι της ζωής μας. Οι Γερμανοί. Μας επικράνανε πολύ…ª.
Η εξαίρετη Χανιώτισσα γιατρός Πόπη Ντουντουλάκη, δημιούργησε ένα νεοριζίτικο τραγούδι για τη φυλακή της Αγυιάς. Στους στίχους του μεταφέρει τον πόνο και την απελπισία αλλά και τη μεγαλοσύνη των μανάδων που περιμένουν τα φοβερά νέα της εκτέλεσης των παιδιών τους από τα φασιστικά και γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Λένε οι στίχοι της Πηνελόπης Ντουντουλάκη:
Σε φυλακής ρηγόπορτα μια μαυροφόρα κλαίει.
Και σκοτεινιάζει ο ουρανός, τα σίδερα πλαντάζουν.
Κι αντιλαλούνε τα κελιά το βόγγο και το θρήνο.
Κλαίει για το αίμα πού’βαψε του Γολγοθά το χώμα.
Τα νιάτα που χαθήκανε, τα σπίτια που ορφανέψαν.
Τα βάσανα που πέρασε στης φυλακής τον τόπο:
– Θε μου, και μήτε στον εχθρό…
- Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος