Ο Νικόλαος Λυγιδάκης, καθηγητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, στο βιβλίο του Στρατιωτική Γεωγραφία, περιγράφει τη μετάβαση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στην Κρήτη και τη δράση της στη μεγαλειώδη μάχη που ακολούθησε την πτώση των γερμανών αλεξιπτωτιστών από 20 ως 31 Μαΐου 1941. Τα γεγονότα της καθόδου της Σχολής Ευελπίδων στην Κρήτη, περιγράφονται με λεπτομέρειες από τον Νικόλαο Λυγιδάκη ως εξής:
«…η αυτοκτονία του αειμνήστου πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Κορυζή την 18ην Απριλίου 1941 και η ραγδαία εξέλιξις των γεγονότων εις το Μακεδονικόν μέτωπον, ήσαν αναμφισβήτητος απόδειξις ότι το ελληνογερμανικόν μέτωπον κατέρρεε. Προ της τοιαύτης εξελίξεως των γεγονότων, οι υπηρετούντες εν τη Σχολή Ευελπίδων αξιωματικοί εβολιδοσκόπησαν την διοίκησιν της Σχολής των ίνα πληροφορηθούν ποίας διαταγάς είχε λάβει και πως εσκέπτετο να χρησιμοποιήση τους 340 ευέλπιδας Ιης τάξεως οίτινες κατά την εποχήν εκείνην στελεχωμένοι από 20 ευέλπιδας ΙΙας τάξεως και 15 κατωτέρους (μέχρι του βαθμού λοχαγού) αξιωματικούς πεζικού απετέλουν το εκ δύο λόχων τάγμα Ευελπίδων, του οποίου διοικητής ήτο ο αρχαιότερος των λοχαγών Γ. Δροσόπουλος.
Επιθυμία των αξιωματικών και ευελπίδων ήταν όπως μεταβούν εις Θερμοπύλας, ως τμήμα θυσίας και πολεμήσουν εκεί τους εισβολείς Γερμανούς.
Ο Διοικητής της Σχολής Αντ/ρχης Πυρ/κού Καμαρινός Ευστάθιος – ως άλλωστε και ο στενός μετ’ αυτού συνεργαζόμενος Διοικητής τάγματος εφρόνει ότι πάσα περαιτέρω αντίστασις κατά του εχθρού θα ήτο ματαία, συμφωνών με την απόφασιν του Α.Σ.Δ.Α. στρατηγού Καβράκου, καθ’ ην οι ευέλπιδες έδει να διαφυλαχθούν και αποσταλούν εις τας οικίας των. Από της 20ης μάλιστα Απριλίου ο Διοικητής της Σχολής έδωκεν εντολήν να ετοιμασθούν τ’ απολυτήρια των ευελπίδων με ανοικτήν ημερομηνίαν, τιθεμένην όταν θα διέτασσε η Α.Σ.Δ.Α.
Κατόπιν της διαπιστώσεως ταύτης οι αξιωματικοί της Σχολής πάντες – πλην Διοικητού και Διοικητού τάγματος – γνωρίζοντες τον φλογερόν πατριωτισμόν των ευελπίδων συνεφώνησαν ν’ αντιδράσουν, εις την ετοιμαζομένην υπό της Α.Σ.Δ.Α. διάλυσιν της Σχολής, χάριν της τιμής των όπλων και της ιεράς Παραδόσεως της Σχολής.
Την 20ην Απριλίου οι εν τη Σχολή Ευελπίδων στρατωνιζόμενοι κι εκπαιδευόμενοι εις «έκτακτον Σχολήν Εφέδρων Αξιωματικών 250 έφεδροι συγκροτηθέντες εις τάγμα, στελεχωθέντες υπό 6 αξιωματικών της Σχολής και 8 ευελπίδων ΙΙας τάξεως εστέλοντο ευσπεσμένως εις Ρίον με αποστολήν ν’ απαγορεύσουν εις τον εξ Αγρινίου κατερχόμενον εχθρόν να διαπεραιωθή δια του στενού Αντιρρίου – Ρίου εις Πελοπόννησον.
Οι απομείναντες αξιωματικοί διαβλέποντες ότι πάσα ενέργεια προς αποστολήν εις Θερμοπύλας των ευελπίδων ουδεμίαν θα είχεν απήχησιν, δεδομένου ότι ως ελέχθη υπήρχεν ήδη απόφασις ειλημμένη περί της τύχης αυτών, κι επειδή μετά την συνθηκολόγησιν της στρατιάς Ηπείρου και την ταχείαν προς Ν εκ της Θεσσαλίας προέλασιν των γερμανικών μηχανοκινήτων δυνάμεων η κατάληψις των Αθηνών ήτο πλέον ζήτημα ωρών, απεφάσισαν ν’ αποτανθούν παντού όπου θα ήτο δυνατόν να εισακουσθούν: Εις το Υπουργείον Ασφαλείας, εις τον Πρίγκιπα Πέτρον (σύνδεσμον Ελληνικού και Αγγλικού Στρατηγείου) εις τον Αμερικανόν στρατιωτικόν ακόλουθον (αι ΗΠΑ ήσαν ουδέτεραι τότε).
Καίτοι όμως πάντες έδειξαν κατανόησιν και προθυμίαν να βοηθήσουν δια την αποστολήν της Σχολής εις Κρήτην εν τούτοις εδήλουν αδυναμίαν να το πραγματοποιήσουν μη διαθέτοντες τα προς τούτο μέσα.
Ούτως είχον τα πράγματα ότε αιφνιδίως την πρωίαν της 23ης Απριλίου ημέραν Τετάρτην και εορτήν του Αγίου Γεωργίου αντί των χαιρετιστηρίων βολών του Λυκαβηττού επί τη ονομαστική εορτή του Άνακτος αι Αθήναι εβομβαρδίζοντο δια του διαγγέλματος αυτού, δι’ ου ανεκοίνουν προς τον Ελληνικόν Λαόν ότι αναχωρεί μετά της Κυβερνήσεως του εις Κρήτην, ίνα εξ’ αυτής, τελευταίας Ελληνικής γης συνεχίση τον αγώνα κατά του κατακτητού.
Την πρωίαν της αυτής ημέρας η Α.Σ.Δ.Α. απέστειλε διαταγήν εις την ΣΣΕ ν’ αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα εν τη πόλει από τας απογευματινάς ώρας κι εφεξής προς πρόληψιν ταραχών τας οποίας τυχόν θα εδημιούργουν οι εκ διαλυθέντος μετώπου επιστρέφοντες εν πλήρει αταξία έφεδροι.
Η υπηρεσία αξιωματικού επιτηρητού ούσα 24ωρος ήρχιζεν από της 10ης πρωινής. Την ημέραν εκείνην αξιωματικός επιτηρητής θ’ ανελάμβανεν ο υπολοχαγός πεζικού Ι.Μ. μετά δύο ανθυπολοχαγών βοηθών του των Γ. Πανταζοπούλου και Κ. Πρασσά.
Επειδή όμως ούτος δεν ήτο μεμυημένος εις την μέχρι τότε κίνησιν των αξιωμτικών, του επροτάθη κατά πλάγιον τρόπον ν’ αντικατασταθή δια του υπολοχαγού Μηχανικού Λυγιδάκη Ν. υπηρετούντος ως Καθηγητού εν τη Σχολή. Τούτο κι εγένετο τη συγκαταθέσει του υπασπιστού της ΣΕΕ, τότε Υπολοχαγού Μαστραποστόλη.
Μετά την ανάληψιν της υπηρεσίας του ο αξιωματικός υπηρεσίας εκλήθη περί την 12ην μεσημβρινήν εις το γραφείον του Διοικητού της Σχολής όπου έλαβε γνώσιν της Διαταγής Α.Σ.Δ.Α. και την εντολήν εκ μέρους του Διοικητού να ρυθμίση την σειράν εξόδου των δύο λόχων της Σχολής εις την πόλιν κατά διμοιρίας αποστελομένας εις τον Σ.Σ. Λαρίσης.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας μετά των προαναφερθέντων δύο ανθυπολοχαγών βοηθών του συνεκέντρωσαν προ του συσσιτίου τους ευέλπιδας εις την κάτω αίθουσαν του αμφιθεάτρου και εκεί τους ανεγνώσθη από της εφημερίδος Καθημερινή το Διάγγελμα του Βασιλέως.
Οι ευέλπιδες πλήρεις συγκινήσεως ήκουσαν τούτο και τινές εξ αυτών ανεφώνησαν να πάμε κι εμείς στην Κρήτη… Τους επεβλήθη υπό των αξιωματικών σιγή και σύστασις να μη αδημονούν αλλά να έχουν εμπιστοσύνην προς τους αξιωματικούς των…
Οι παραμείναντες εν τη Σχολή αξιωματικοί υπολοχαγός Μηχανικού Λυγιδάκης Ν. και ανθυπολοχαγοί Πεζικού Πανταζόπουλος Γ., Παπαθανασίου Αχ., Πρασσάς Κ., Τσιριμώκος Κ. και Μπαϊρακτάρης Β., έχοντες την ασφαλή πληροφορίαν ότι οι Γερμανοί κατήρχοντο ήδη προελαύνοντες ανενόχλητοι, εκ της Γραβιάς προς την Λειβαδιάν, έκριναν ότι απεκλείετο πλέον πάσα σκέψις να μεταβούν οι Ευέλπιδες εις Θερμοπύλας.
Ούτως απεφασίσθη όπως σύσσωμος η Σχολή μεταβεί αμέσως εις Κρήτην προ της καταλήψεως του ισθμού υπό Γερμανών αλεξιπτωτιστών ή της καταστροφής της επ’ αυτού γεφύρας υπό των στούκας.
Την 14ην ώραν ο αξιωματικός υπηρεσίας παρουσιασθείς εις το γραφείον του Διοικητού της Σχολής του ανέφερεν ότι οι Ευέλπιδες αρνούνται ν’ αναλάβουν αστυνομικά καθήκοντα και ότι η Διαταγή Α.Σ.Δ.Α. η αφορώσα εις το θέμα τούτο έδει να θεωρείται ανεκτέλεστος.
Ο Διοικητής τον διέταξε να συγκεντρώση τους Ευέλπιδας εις την πλατείαν του Ηρώου και εμφανισθείς έξαλλος προ αυτών προέβη εις αυστηράς συστάσεις, ερωτήσας τους Ευέλπιδας τίνες αρνούνται να συμμορφωθούν. Επειδή έλαβεν ομαδικήν απάντησιν διέταξε την προφυλάκισιν δέκα οκτώ Ευελπίδων προς εκφοβισμόν των υπολοίπων.
Περί την 19.30 ώραν κατόπιν αναφοράς του Διοικητού της Σχολής εις Α.Σ.Δ.Α., έφθασεν εισελθόν εκ της βορείας πύλης, προ της κλίμακος του Διοικητηρίου κλειστόν καγκελόφρακτον αυτοκίνητον του Φρουραρχείου του οποίου επέβαινον εις λοχίας και δύο στρατιώται ένοπλοι. Κληθείς υπό του Διοικητού της Σχολής ο υπολοχαγός Λυγιδάκης διετάχθη να παραδώση υπηρεσίαν και να επιβιβασθή του αυτοκινήτου τιθέμενος υπό κράτησιν. Αλλά κατά τον χρόνον τούτον τα γεγονότα εξειλίσσοντο ραγδαίως.
Το σταθμεύον αυτοκίνητον φυλακή υπήρξε το έναυσμα εκρήξεως πατριωτικού ενθουσιασμού των νεαρών Ευελπίδων οίτινες αντιληφθέντες περί του σκοπού δι ον ήλθε τούτο εις την Σχολήν έδωσαν αμέσως το σύνθημα συναγερμού και λαβόντες τα όπλα έγιναν κύριοι της Σχολής. Οι πλέον ευέξαπτοι εξ αυτών επυροβόλουν κατά του παραθύρου του γραφείου του Διοικητού όστις επωφεληθείς του ότι αφέθη προς στιγμήν μόνος υπό του αξιωματικού υπηρεσίας, σπεύσαντος τούτου να επιβάλη την τάξιν, ανεχώρησεν ευσπεσμένως εκ της Σχολής μετά του διοικητού του τάγματος λοχαγού πεζικού Δροσοπούλου Γ.
Οι Ευέλπιδες εγκατέστησαν φυλάκια εις τα επίκαιρα σημεία της Σχολής προς άμυνάν των κατά της τυχόν εκ των έξωθεν επιχειρουμένης ενεργείας υπό της Α.Σ.Δ.Α., ενώ οι λοιποί άδοντες πατριωτικά άσματα έσπευσαν εις τους θαλάμους των, προητοίμασαν γυλιούς και οπλισμόν και με ταχύτητα καταπληκτικήν και με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν εξήρχοντο ακολούθως εις το προαύλιον της Σχολής.
Ταυτοχρόνως ομάς ωπλισμένων Ευελπίδων κατήλθεν υπό ανθυπολοχαγόν εις την λεωφόρον Αλεξάνδρας και επιτάσσουσα διερχόμενα λεωφορεία τα ωδήγει εις το προαύλιον της Σχολής.
Ο επικρατών μεταξύ των Ευελπίδων ενθουσιασμός ήτο απερίγραπτος. Έχοντες ούτοι επίγνωσιν της ιστορικής αποφάσεώς των δια της αποστολής αυτοθυσίας ην αυθορμήτως, ή ακριβέστερον επαναστατικώς επωμίζοντο από της στιγμής εκείνης, ήτις έσωζε την τιμήν της Σχολής των, αν και γνωρίζοντες τους κινδύνους της περιπετείας και στερήσεις αίτινες τους ανέμενον κατά την πορείαν των μέσω Πελοποννήσου και εν συνεχεία δια θαλάσσης μέχρι Κρήτης, ησθάνοντο εν τούτοις υπερήφανοι και πλήρεις αυτοπεποιθήσεως πιστεύοντες εαυτούς ικανούς και ωρίμους δια μίαν τοιαύτην αποστολήν.
Ουδείς ηδύνατο να μεταπείση τους ευέλπιδας να μεταβάλουν γνώμην και παραμείνουν εις Αθήνας.
Ότε δε περί την 21ην ώραν έφθασεν εις την Σχολήν ο τότε Συνταγματάρχης Πεζικού Πεντζόπουλος Θωμάς υπό την ιδιότητά του ως επιτελάρχου της Α.Σ.Δ.Α., εντεταλμένος υπό του Στρατηγού Καβράκου να ματαιώση δια της πειθούς – διότι βία ήτο αδύνατον ν’ ασκηθή κατά των Ευελπίδων – την αναχώρησίν των εις Κρήτην, ούτος εζήτησε να ομιλήση προς τους Ευέλπιδας.
Πράγματι επί αρκετήν ώραν προσεπάθει δι’ ομιλίας σχινοτενούς να τους δώση την εικόνα του ολέθρου προς τον οποίον εφέροντο άπαντες με την άκρως παρακινδυνευμένην εκείνην απόφασίν των.
Η ισχύς, τους είπε, του εχθρού είναι κολοσσιαία. Η εξόντωσις του μεγαλυτέρου μέρους της Σχολής υπό της εχθρικής αεροπορίας καθ’ οδόν εις την ξηράν θα είναι μοιραία. Αλλά και ο καταποντισμός των υπολοίπων όσοι τυχόν φθάσουν εις τα παράλια και θα πειραθούν να διαπλεύσουν το Κρητικόν πέλαγος θα πρέπει να θεωρείται πλέον ή βέβαιος. Αι απαντήσεις των Ευελπίδων ήσαν στερεότυποι. Είμεθα έτοιμοι δια κάθε θυσίαν χάριν της πατρίδος μας.
Η ψυχή και το πνεύμα του Ευέλπιδος αφυπνίσθη εις τον ομιλητήν συνταγματάρχην όστις πλήρης ενθουσιασμού συνεχάρη τους νεαρούς Ευέλπιδας δια την υπέροχον ψυχήν των και συγκεκινημένος μέχρι δακρύων εκ της διαπιστωθείσης αμετακλήτου αποφάσεως αυτοθυσίας των, υπεσχέθη να ζητήση από τον στρατηγόν Α.Σ.Δ.Α. την ευχήν και συμπαράστασίν του δια την αναχώρησίν των εις Κρήτην.
Συνοδευόμενος υπό του αξιωματικού επιτηρητού μετέβη εις το τηλέφωνον του γραφείου αξιωμτικού υπηρεσίας και επεκοινώνησε μετά του Α.Σ.Δ.Α.
Ο συνταγματάρχης Πεντζόπουλος εθλίβη διότι εκ του ετέρου ακουστικού εύρισκεν αμετάπειστον τον στρατηγόν να δώση συγκατάθεσιν αναχωρήσεως της Σχολής εις Κρήτην.
Ο στρατηγός Καβράκος εζήτησε από τον επιτελάρχην του τον αξιωματικόν επιτηρητήν εις το τηλέφωνον και του συνέστησε να εκτελέση αμέσως την προγενεστέραν διαταγήν του και να καθήση η Σχολή εις την θέσιν της.
Η απάντησις του αξιωματικού επιτηρητού ερμηνεύουσα την γνώμην και το ψυχικό σθένος των Ευελπίδων όλων ως και των αξιωματικών των, ήτο:
Στρατηγέ, ουδείς δύναται να διατάξη την Σχολήν Ευελπίδων ν’ ατιμασθή και παραδοθή εις τους Γερμανούς.
Την στιγμήν εκείνην παρενέβη εις το ακουστικόν ο συνταγματάρχης Πεντζόπουλος λέγων προς τον στρατηγόν: Είναι αδύνατον να καταπνίξη κανείς την εκδήλωσιν του πατριωτισμού των Ευελπίδων, διότι περί αυτού πρόκειται και ουχί περί απειθαρχίας ως μας είπαν άλλοι.
Τότε ο συνταγματάρχης Πεντζόπουλος κατήλθε την κλίμακα, ηυχήθη εις τους Ευέλπιδας καλήν τύχην και ανέθεσε την διοίκησιν της Σχολής από της στιγμής εκείνης, εντολή Α.Σ.Δ.Α., εις τον υπολοχαγόν Λυγιδάκην Ν.
Προ της επιβιβάσεως των Ευελπίδων επί των αναμενόντων εντός του προαυλίου αυτοκινήτων, η σημαία της Σχολής αφού εχαιρετίσθη υπό των κατά λόχους και διμοιρίας συντεταγμένων Ευελπίδων έκλινεν ευλαβικά προ του ηρώου των υπέρ της Πατρίδος πεσόντων αξιωματικών, εις ένδειξιν του ότι η ψυχή των ζώντων Ευελπίδων εικονιζομένη εις τας ιδίας πτυχάς της κυανολεύκου υπέσχετο εις την ψυχήν των αθανάτων ην εσυμβόλιζεν η μαρμαρίνη στήλη του ηρώου, ότι το παράδειγμα αυτών των ενδόξων νεκρών ώμνυον ν’ ακολουθήσουν και οι νεαροί βλαστοί της Σχολής του 1941, ενώ η σιωπή της στιγμής εκ μέρους των ως αγαλμάτων ακινητούντων Ευελπίδων δεν επεσφράγιζεν απλώς την ιερότητα της στιγμής αλλά και διαβεβαίωνε την περικοπήν του ιερού όρκου:
Υπερασπίζω με πίστιν και αφοσίωσιν τας σημαίας, να μη τας εγκαταλείπω μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ’ αυτών…
Η Σχολή ανεχώρησεν εκ του προαυλίου το μεσονύκτιον της 23ης προς την 24ην Απριλίου.
Εις Τρίπολιν συνήντησαν οι 300 Ευέλπιδες εν αδόκητον εμπόδιον. Την έντονον αντίδρασιν του Στρατιωτικού Διοικητού αυτής συνταγματάρχου πεζικού Κουδούνα, να τους επιτρέψη την συνέχισιν της πορείας των.
Παρεκάμφθη ευκόλως χάρις εις το σθένος των Ευελπίδων και τούτο.
Καθ’ όλην την διαδρομήν, λυσσαλέα ήτο η προσπάθεια της εχθρικής αεροπορίας να εξολοθρεύση την δύναμιν των 300 Ευελπίδων. Οι Ευέλπιδες επορεύοντο μόνον νύκτα. Την ημέραν εκάλυπτον τα 16 αυτοκίνητά των τα οποία ολίγου δειν και θα κατεστρέφοντο δις: Εις Κουταλάν Κορίνθου και εις Τρίπολιν, επισημαθέντα υπό της Γερμανικής αεροπορίας. Ο εντατικός βομβαρδισμός ταύτης ευτυχώς υπήρξεν άστοχος. Τμήμα εκ 50 Ευελπίδων λόγω σφοδράς θαλασσοταραχής μετά τον απόπλουν του δια μικρού βενζινοπλοίου προς Κύθηρα, ηναγκάσθη να ποδίση εις Πλύτρα (όρμον Ξυλής).
Υποστάν εντατικόν βομβαρδισμόν από Στούκας, απώλεσεν εξ αυτού το βενζινόπλοιόν του και τας λοιπάς λέμβους του όρμου. Απέμεινε μόνον μία μικρά λέμβος με πετρελαιομηχανήν επί της οποίας την επομένην νύκτα οι 50 Ευέλπιδες επέβησαν και διεπεραιώθησαν εις τον όρμον Αυλαίμονος των Κυθήρων όπου συνήντησαν και τους εταίρους συναδέλφους των καταπλεύσαντας δι εταίρου π/κ εις Αγίαν Πελαγίαν από την προτεραίαν.
Το ραδιόφωνον της γερμανοκρατουμένης πρωτευούσης Αθηνών δις εξήγγειλεν ότι η Σχολή Ευελπίδων πειραθείσα να διαπεραιωθή μέσω Πελοποννήσου εις Κρήτην, εβομβαρδίσθη υπό των υμετέρων δυνάμεων και κατεστράφη ολοσχερώς.
Μύριοι ήσαν οι κίνδυνοι ους αντιμετώπισαν και κατέβαλαν οι Ευέλπιδες καθ’ οδόν. Προερχόμενοι εξ ημετέρων, εκ του εχθρού αλλά και εκ των στοιχείων της φύσεως. Εν τούτοις ηδυνήθησαν ούτοι ν’ αποβιβασθούν σώοι την πρωίαν της 29ης Απριλίου 1941 εις Κολυμπάρι Κρήτης, διαψεύδοντας τας προσδοκίας του εχθρού…».1
1 Νικόλαος Λυγιδάκης, Στρατιωτική Γεωγραφία, τόμος Β΄, Ε.Θ.Ν.Η. (Ελλάς-Θεσσαλία-Νήσοι-Ήπειρος), Αθήνα 1957, σελ. 287-294. Στην αντιγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία και σύνταξη του βιβλίου.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος