Την Κυριακή 22 Μαΐου 2022, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου Φαιστού στις Μοίρες, παρουσιάστηκε το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καργάκη «ΤΡΑΧΗΛΙ – Βορρίζα – Κατοχή και Αντίσταση -το Ολοκαύτωμα», Β΄ έκδοση, 2021.
Το βιβλίο εκδόθηκε από τον Δήμο Φαιστού με τη συνδρομή της εφημερίδας Αντίλαλος της Μεσαράς. Το παρουσίασαν οι Διδάκτορες του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεώργιος Πατεράκης και Γεώργιος Καλογεράκης. Ακολουθεί απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου από τον Γεώργιο Α. Καλογεράκη:
«…την Τρίτη 20 Μαΐου 1941, ο πρώτος αλεξιπτωτιστής του σώματος του Αντιπτεράρχου Στούντεντ ρίχτηκε στις 6.15 το πρωί στην περιοχή του Ταυρωνίτη και του αεροδρομίου του Μάλεμε. Στις 2.15 μετά το μεσημέρι αλεξιπτωτιστές ρίχτηκαν στην πόλη του Ρεθύμνου, στο αεροδρόμιο Πηγής και στον Σταυρωμένο. Στις 3.40 το απόγευμα αλεξιπτωτιστές έπεσαν στις περιοχές του Ηρακλείου Γάζι, Τσαλικάκι Μετόχι, αεροδρόμιο και Γούβες. Ακολούθησε η ενδεκαήμερη Μάχη της Κρήτης και την 1η Ιουνίου 1941, το ηρωικό νησί έπεφτε στα χέρια των γερμανών κατακτητών.
Για τους στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ που κατέλαβαν την Κρήτη, κατά διαστήματα έχουν γραφεί πολλά. Ότι ήταν σκληροί, πειθαρχημένοι, αξιόμαχοι, ανίκητοι. «Ιππότες» τους απεκάλεσε στο βιβλίο του ο Γερμανός καθηγητής Ρίχτερ. Αν κληθούμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα:
-Τι ήταν στην πραγματικότητα ο γερμανικός στρατός που κατέλαβε την Κρήτη ; η απάντησή μας είναι ότι η δύναμη του γερμανικού στρατού που κατέλαβε την Κρήτη (στρατιώτες και αξιωματικοί), ήταν ένα σύνολο άνανδρων, εγκληματιών και βάρβαρων ορδών που το αληθινό τους πρόσωπο το αποκάλυψαν από την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης.
1η ημέρα, 20 Μαΐου 1941. Στην περιοχή Σταυρωμένος, στο 7o χιλιόμετρο Ρεθύμνου – Ηρακλείου, μόλις νύχτωσε, εκτέλεσαν εννέα (9) πατριώτες από τα χωριά Αγγελιανά (6), Σκορδίλω (1), Πρίνος (1) και Έρφοι (1). Αυτή ήταν η πρώτη ομαδική εκτέλεση αμάχων στην Κρήτη, κατά την πρώτη ημέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών.
5η ημέρα, Σάββατο 24 Μαΐου 1941. Ο Κλεόμβροτος Κουριδάκης, αποφάσισε να μεταφέρει την γυναίκα του Ελευθερία, τον τρίχρονο γιο του Μανόλη, την μητέρα του Ρουμπίνη και την αδελφή του Αικατερίνη από το χωριό του Παθιεκιανά Κισσάμου, στο σπίτι του πεθερού του Λουφαρδάκη Αντώνη στο χωριό Κακόπετρος Χανίων για να τους προφυλάξει. Το χωριό ήταν ορεινό, μακριά από τις επιχειρήσεις και πίστευε ότι εκεί οι δικοί του θα είναι ασφαλείς. Ο ίδιος επέστρεψε πίσω και πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης.
Το Σάββατο 24 Μαΐου 1941, ομάδα γερμανών που είχε πάρει μέρος στις μάχες στα Φλώρια και στην Αγριμοκεφάλα Σελίνου, οπισθοχωρεί προς τις Βουκολιές. Περνώντας από τον κεντρικό δρόμο του Κακοπέτρου, τρεις γερμανοί παραμερίζουν στο σπίτι του Λουφαρδαντώνη που βρίσκονταν κάτω από το δρόμο σε μια κατάφυτη ρεματιά.
Χωρίς λόγο και αιτία, την αποφράδα εκείνη ημέρα για τον Κλέομβροτο, στο σπίτι του πεθερού του Λουφαρδαντώνη οι γερμανοί σκοτώνουν τη γυναίκα του Ελευθερία, τον τρίχρονο γιο του Μανόλη, την μητέρα του Ρουμπίνη, την αδελφή του Αικατερίνη, την πεθερά του Αγγελικώ και την κουνιάδα του Ιωάννα. Πέντε γυναίκες και ένα παιδί. Από τους αλεξιπτωτιστές του τακτικού γερμανικού στρατού, εκτελέστηκαν χωρίς λόγο και αιτία πέντε γυναίκες και ένα τρίχρονο παιδί.
Η Ελένη Λουφαρδάκη, μετά την εκτέλεση των δύο αδελφών της Ελευθερίας και Ιωάννας και της μητέρας της Αγγελικώ, λίγο πριν το μνημόσυνο των σαράντα ημερών, πεθαίνει από τη λύπη της.
17η ημέρα κατάληψης της Κρήτης, Τρίτη 17 Ιουνίου 1941. Με διαταγή του ο πρώτος Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Αντιπτέραρχος Στούντεντ, ορίζει τους κανόνες της υποχρεωτικής εργασίας των υπόδουλων κατοίκων του νησιού. Έτσι, στην 1η παράγραφο της διαταγής, διαβάζουμε ότι υποχρέωση εργασίας έχουν όλοι οι κάτοικοι της Κρήτης ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Δηλαδή, καταναγκαστική εργασία ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν όλοι, από μικρά παιδιά ως ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες.
Συγκεκριμένα, η διαταγή του Στούντεντ αναφέρει:
ΚΡΗΤΗ τη 17 Ιουνίου 1941
Βάσει της εξουσιοδοτήσεως ήν μοι παρέσχεν ο Φύρερ και Ανώτατος Αρχηγός του Στρατού εντέλλομαι τα κάτωθι.
Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Σ Ι Σ Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ
1ον / Όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου υποχρεούνται κατά διαταγήν του Δημάρχου να προσφέρουν ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΑΝ. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως δια την συγκέντρωσιν της συγκομιδής, δι’αεροδρόμια, δρόμους και παρομοίας εργασίας…
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Από τα παραπάνω, διαφαίνεται καθαρά η εγκληματική δράση των κατακτητών, η βαρβαρότητα και η προσήλωσή τους στο δόγμα της συλλογικής ευθύνης, στις ιδέες του ναζισμού και φασισμού που πίστευαν.
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης, οργανώθηκε η Αντίσταση, δημιουργήθηκαν δίκτυα κατασκοπίας και ένοπλες ανταρτικές ομάδες στα ορεινά της Κρήτης.
Η πρώτη ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη αποτελούνταν από πέντε Βοριζανούς πατριώτες. Τον Εμμανουήλ Βεϊσάκη – Μανουσομανόλη, τον Γεώργιο Φαραγκουλιτάκη – Σκουτελογιώργη, τον Γεώργιο Καργάκη – Ψαρογιώργη, τον Διονύση Φραγκιαδάκη – Τσελεκοδιονύση και τον Γεώργιο Χαραλαμπάκη – Μπαλάσκα. Η ομάδα συμπληρώθηκε από ικανούς και γενναίους πατριώτες και κατέγραψε χρυσές σελίδες στο βιβλίο ιστορίας της κατοχικής Κρήτης.
Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και κατακτητών μετά τη Μάχη της Κρήτης, έγιναν από την ομάδα του Καπεταν Πετρακογιώργη. Οι μάχες στον Κουρουπητό στις 17 Ιουλίου 1943, στον Πόρο του Σταυρού στις 10 Αυγούστου 1943 και στο Τραχήλι στις 15 Αυγούστου 1943.
Κορμός του βιβλίου του Κωνσταντίνου Καργάκη είναι τα γεγονότα της μάχης στο Τραχήλι, (όσα προηγήθηκαν, η περιγραφή της ίδιας της μάχης αλλά και όσα ακολούθησαν), καθώς και τα αντίποινα που ξέσπασαν πάνω στα Βορρίζα, (η λεηλασία, η πυρπόληση, οι εκτελέσεις και ο βομβαρδισμός του χωριού έντεκα ημέρες μετά τη μάχη, στις 26 Αυγούστου 1943).
Μελετώντας το βιβλίο, εντοπίζουμε πολλά σημεία βαρβαρότητας και εγκληματικών ενεργειών από τον ατσάλινο; άτρωτο; γενναίο; και ιπποτικό; γερμανικό στρατό.
Συναντούμε πισώπλατες εκτελέσεις της Ελένη Ανδρουλάκη, του Χρόνη Μακριδάκη, του Βασίλη Ζαχαριουδάκη και του Στάθη Καμπουράκη. Συγκεκριμένα:
Το χωριό είναι έρημο. Οι βοσκοί έχουν φύγει, οι άνθρωποι ζουν σε άλλα χωριά. Γερμανικά μπλόκα είναι γύρω από το Ψηλορείτη και από το χωριό. Την επομένη του ολοκαυτώματος των Βορριζίων, (27 Αυγούστου 1943), επαναβεβαιώνεται η διαταγή που καθόριζε νεκρή ζώνη τις περιοχές του Ψηλορείτη και των Αστερουσίων.
Η Ελένη Ανδρουλάκη, μια ψηλή όμορφη κοπέλα, 25 χρόνων, λίγες μέρες μετά το κάψιμο του χωριού, παίρνει τον μικρό της αδερφό από τον Λαλουμά και έρχονται στο καμένο χωριό για να αναζητήσουν μέσα στα ερείπια κάποια πράγματα.
Στο επεισόδιο της εκτέλεσης της Ελένη Ανδρουλάκη, βρέθηκε η 16χρονη Μαρία Φραγκιαδάκη -Διονυσομαρία με μία πρώτη της ξαδέρφη (κόρη της αδερφής της μητέρας της). Η Διονυσομαρία αφηγείται: …στο Καμαράκι κάτω-κάτω ήτονε μια σκυλοπνιχθιά. Ήτονε 4 του Σεπτέμβρη. Εσταθήκαμε και τρώγαμε σκυλοπνίχτες.
Στο Καμαράκι, απόσταση 40-50 μέτρα, στέκανε δυο γερμανοί με τα ταχυβόλα. Μας ε κάνουνε κομ, κομ, έλα ντο. Χριστέ και Παναγία μου! Εφορούσαμε τσόκαρα ξύλινα. Ξυπολιούμαστε. Ήτονε μιαν ανηφόρα όσο τον Πόρο των Αμπελιώ, και δεν επήραμε όσο τη Βρυσίδα, αλλά ίσα πάνω που ήταν ελαιώνας, και μας εζυγώνανε και μας επαίζανε. Εμείς τάξε πως ήμαστε αεροπλάνα κι επετούσαμε. Εγροίκουνα τσι σφαίρες στα πόδια μου.
Τα χαλίκια ετσαγρίζανε. Ως το να βγούνε αυτοί στο Πόρο των Αμπελιώ, εμείς ήμαστε χυμένες πίσω στο Κεφάλι κι εγλακούσαμε να μπούμε στη κουφάλα ενός πλατάνου, που μας πηγαίνανε οι δασκάλοι εκδρομή. Και μας ε θωρεί η Ελένη η Ανδρουλάκη και μας ε λέει: Μωρή συ, ιντά `ναι μωρή οι πυροβολισμοί, κρύψου, της λέμε, και μας ε ζυγώνουνε οι γερμανοί. Και σπα αυτή τα ίσα πάνω και τση παίζανε. Εθαρούσανε ότι ήταν μια από μας. Εσύρθηκε και πήγε πάνω-πάνω κι εξεψύχησε στην Πλάκα.
Εσύρθηκε και δεν ήπεσε ντελόγο, μπροστά μας. Εσύρθηκε, εγαύγιζε σαν τον σκύλο κι εξεψύχησε. Ύστερα επεράσανε από κει που ήμαστε και ψάξανε να βρούνε και την άλλη. Εψάχνανε στη κουφάλα (του πλατάνου). Η καρδιά μου έτρεμε. Εσύρθηκε (η Ελένη), δεν ήπεσε κατευθεία. Πως άντεξε και πήγε μέσα-μέσα και ήπεσε! Αυτή ήτονε 25 χρονώ, εμείς (με την ξαδέρφη μου) ήμαστε 16. Δυο αίγες εγύριζε να πάρει, μας είπε η Ελένη, να τρώνε το γάλα κι αυτοί…», (σελ. 537-540).
Μετά το κάψιμο του χωριού, οι περισσότεροι Βορριζανοί οδηγήθηκαν στη Νύβριτο. Άλλοι διασκορπίστηκαν από κει σε άλλα χωριά, σε δικούς τους ανθρώπους, άλλοι έμειναν τουλάχιστον για λίγο καιρό στη Νύβριτο. Μεταξύ αυτών κι ο Χρόνης Μακριδάκης που, παρά την απαγορευμένη ζώνη του Ψηλορείτη, αυτός ανέβαινε στο βουνό κι εμάζευε βότανα (μαλοτίρα, δίκταμο) προφανώς να τα πουλήσει για να επιβιώσει. Ήταν μεγάλος στην ηλικία, δεν άκουγε καλά. Ο Γιάννης Φραγκιαδάκης κι ο Μίχαλος ο Ρωμάνος διηγούνται:
«…μετά που πήγανε οι Βορριζανοί στη Νύβριτο, επήγε αυτός στη μαλοτίρα στ’ αόρι, στο Γεργιανο-Νυβριθιανό αόρι, στα Σελιά το λένε. Τον είδαν οι Γερμανοί, του φωνιάξανε. Αυτός δεν εγροίκα καλά. Τον πυροβόλησαν. Εκειά τον ήβρηκε ο μικρός Φιαγκαλογιάννης που ήτανε βοσκάκι.
Ο πατέρας του Φιαγκαλογιάννη είχε μια μπατούλια πρόβατα μ’ άλλους Γεργιανούς. Του’ πανε οι άλλοι βοσκοί Γεργιανοί να πάει ν’ αλλάξει τα πρόβατα και είδε το Χρόνη που ήτανε πεσμένος σ’ ένα λακάκι μέσα…», (σελ. 540)
«…φαίνεται ότι σε κάποια στιγμή καταλήγουν στο τι θα κάνουν. Βλέπουν δυο ωραία παλικάρια, καλοντυμένα με άσπρα πουκάμισα. Οι χωριανοί θυμούνται τον Βασίλη Ζαχαριουδάκη που ήταν μπροστά στους συγκεντρωμένους με το άσπρο πουκάμισο. Του φωνάζει ο Μαγιάσης: Έλα εδώ εσύ με το άσπρο πουκάμισο. Τον έστειλαν κατά το χωριό. Ο Στάθης Καμπουράκης ήταν παρακάτω, του φώναξε κι εκείνου. Τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, όπως το’χαν συνήθεια οι Γερμανοί. Τους έλεγαν να φύγουν και τους πυροβολούσαν πισώπλατα…», (σελ. 502).
Την ημέρα της Παναγίας 15 Αυγούστου 1943 και την ώρα της μάχης, η Μαρία, κόρη ενός από τα παλικάρια του Πετρακογιώργη του Διονύση Φραγκιαδάκη – Τσελεκοδιονύση, θυμάται:
´…την ημέρα της Παναγίας, πριν παίξει την καμπάνα ο παπάς, μας εμαζώξανε και μας επήγανε στο Καύκαλο στο Γυμναστήριο. Κατά τις 9 – 10 η ώρα θωρώ στην Κατούνα, που ήταν οι αντάρτες, γιατί εγώ θυμούμαι τα μέρη, τος επήγαινα τσι μυζηθρόπιτες στο καλάθι. Θωρώ από κειε μια φωτοβολίδα, από κειε μιαν άλλη.
Και μου λέει η μάνα μου:
– Παιδί μου κι ιντά’ ναι εκεισάς οι σφαίρες που παιχτήκανε, εκειά που είναι οι αθρώποι μας. Εμάς ετσά σφαίρες δεν είναι. Και τση λέω, ε μάνα, είναι φωτοβολίδες. Τους έχουνε ζωσμένους. Είναι σημάδι πως τσοι ζώσανε. Οι φωτοβολίδες τσοι ζώσανε. Η μάνα μου ανησύχησε. Παναγιά μου τσ’ανθρώπους μας !
Ένας αξιωματικός τήνε κιάλαρε και τση λέει εξαγριωμένος, γιατί έκαμε το σταυρό της. Η μάνα μου τότε έκανε πως εχάιδενε το παιδί, το Βενεθιό και τον σιγαλιάσαμε…», (σελ.456).
Η ίδια η Μαρία Φραγκιαδάκη αφηγείται για τον άταφο πατέρα της στο Τραχήλι: «…δε βρέθηκε άθρωπος να το πει, μα θα το πω εγώ. Άθαφτοι επομείνανε. Τον πατέρα μου τον είχαν μισοφαωμένο τα όρνια. Πήγε ο μπάρμπας μου ο Τσελεκονικολής μετά από μέρες και τον εγνώρισε από τη βούργια του. Τον ήβαλε σ’ ένα ταυκάκι εκειά αποκάτω και τσ’ άλλους τσοι φάγανε τα όρνια, γιατί οι Γερμανοί εκάνανε εκειά φυλάκιο 15 μέρες.
Δεν επήγανε βοσκοί να τσοι πετρώσουνε. Η μάνα μου, που τση κρατούσανε μυστικό, το’μαθε ύστερα κι επήγε μετά σε 10 μέρες. Τσοι’χανε φάει τα όρνια, εβαστούσαμε τα μαντίλια ντος ετσέ από τη μυρωδιά. Είδε τσοι σκοτωμένους, μα τον κύρη μου δεν τον εβρήκε γιατί ο μπάρμπας μου τον είχε πετρώσει πρωτύτερα…», (σελ. 482).
Στην κύκλωση του χωριού Βορρίζα, τη λεηλασία, τις εκτελέσεις και το τελικό ολοκαύτωμα την Πέμπτη 26 Αυγούστου 1943, από το βιβλίο του Κώστα Καργάκη διαβάζουμε:
«…εκυκλώσανε το σπίτι μας. Είχαμε ένα σκύλο και τος εγαύγισε. Γυρίζει ο στρατιώτης κι επυροβόλησε το σκύλο…», (Κλεάνθη Πολύδωρου Καργάκη, σελ. 498).
«…όση ώρα κράτησε το κυνήγι των ανθρώπων μέσα στα στενά, σκηνές απερίγραπτες ξετυλίγονται. Γριές και γέροι σχεδόν ημίγυμνοι, ξυπόλυτοι σέρνονται από βάρβαρα στρατιωτάκια. Τα παιδιά κλαίνε, δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Οι μάνες γυρεύουν, μετρούν τα παιδιά τους. Οι σκύλοι ουρλιάζουν. Οι Γερμανοί πυροβολούν, σκοτώνουν ζώα, βρίζουν και σπρώχνουν κόσμο προς την εκκλησία…», (σελ. 498).
«…οι στρατιώτες βρίσκουν τα σπίτια μόνα, ανυπεράσπιστα και επιδίδονται σε μια αναίσχυντη λεηλασία, αυτό που λέμε πλιάτσικο. Αρπάζουν ότι τους αρέσει ή ότι έχει κάποια αξία, κάποιο ασημικό ή άλλο πολύτιμο, σκεύη, ρούχα, ακόμη και ομορφοκεντημένα τραπεζομάντιλα που βρέθηκαν μετά την κατοχή σε άδεια γερμανικά στρατόπεδα και συγκεκριμένα στη Γεωργική Σχολή Μεσαράς…», (σελ. 502).
«…ένας αξιωματικός άρπαξε μια ραπτομηχανή, τη φόρτωσε στην πλάτη του μικρού τότε Μανόλη (Στιβακτάκη) και την μετέφερε στη Νύβριτο κι από κει του την πήρε…», (σελ. 505).
«…είναι πια η ώρα περασμένη, περίπου 11. Οι χωριανοί είναι μαζεμένοι στου Παλμέτη τ’ Αλώνι και γύρω τους οι στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα. Υπάρχει ένας βαρύς πόνος στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ο καθένας κοιτάζει το χωριό, κοιτάζει τα σπίτια, το δικό του σπίτι. Οι καπνοί έχουν ανέβει ψηλά και μια οσμή αποπνικτική από τις εκρηκτικές ύλες κοντεύει να πλαντάξει τους ανθρώπους.
Οι στρατιώτες ανέκφραστοι προσέχουν να μη φύγει κάποιος από τον κόσμο. Συμπεριφέρονται, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, βάναυσα στις γυναίκες, τις χτυπούν με τι υποκόπανο του όπλου. Οι οικογένειες είναι μαζεμένες γύρω από τη μητέρα τους ή τους γερόντους. Γριές οδύρονται, οι μάνες κλαίνε, κρατούν σφιχτά τα παιδιά τους…», (σελ. 505).
«…λοιπόν αρπά το χωριό φωθιά. Μας είχανε ετσέ να θωρούμε. Τα σπίθια αρπούσανε, δεν ήταν μπετόν, ήταν καλάμια με δοκάρια, κυπαρισσές. Το χωριό είχε αρπάξει σε μηδέν χρόνο. Η φωθιά ήρθε στα κρεβατίνια. Αρπάξανε οι σέρπες, και σε δυο ώρες, δεν έβλεπες τίποτε, χωριό, φαράγγια, όλα ήτανε ένα μαύρο πράμα…», (Στάθης Στιβακτάκης – Σωμαροστάθης, σελ. 509-510).
Συγκλονιστική είναι και η αφήγηση της Μαρίας Καργάκη – Δαμιανάκη (Πολυδωρογιώργενας), για το κάψιμο του χωριού της, που δόθηκε το έτος 2010 σε ηλικία 82 χρονών:
«…στη κατοχή ήτρεχα στη Πέμπτη τάξη. Και ύστερα με το πόλεμο τα σχολειά εκλείσανε. Κ’ ήθελα πάω στην Έχτη τάξη. Και άμα εκαταλάβανε οι Γερμανοί τη Κρήτη επήγαμε ύστερα τον Ιούλιο ένα μήνα και κάμαμε την Έχτη τάξη…
Άμα κάψανε οι Γερμανοί το χωριό μας, ο πατέρας μου μας επήρε κι επήγαμε σ’ ένα μετόχι πιο πάνω από τσι Μοίρες που το λένε Απόλυχνο. Και πιο κάτω ήτανε ένα χωριό που το λέγανε Βρέλι κι είχε σκολειό και τρέχαμε τα παιδιά από την Απόλυχνο και κάναμε ένα μήνα την Έχτη τάξη…
Όντεν εκάψανε το χωριό εμαζώξανε τσι ανθρώπους όλους κα τσι πήγανε στην εκκλησία. Εκειά μας ετρέχανε κάθε που’ θελα να’ ρθουνε να κάνουνε οι Γερμανοί τυλιχτή και μας εβάνανε μέσα στην εκκλησία…
Και κεινιά τη χρονιά δεν ήβρεχε πουθενά, όξω μόνο επαδέ. Και ήλεγε δα η κακομοίρα η μάνα μου από την Απόλυχνο:
-Θαρρεί ο Θεός πως καίγουνται ακόμη τα Βορρίζα και βρέχει να τα σβήσει !
Εκειά κάτω που καθόμαστενε δεν ήβρεχε κι επαδέ στα Βορρίζα ήβρεχε. Και ήλεγε αυτό η μάνα μου…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διευθυντής Σχολείου Θραψανού