Στις 7 Αυγούστου 1944, ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ Ανωγείων με Αρχηγό τον Μανόλη Μανουρά – Σμαϊλομανόλη και έντεκα ακόμη αντάρτες, έδωσαν μία από τις πιο επιτυχημένες μάχες με τα κατοχικά στρατεύματα. Η μάχη δόθηκε στη θέση «Σφακάκι» Ανωγείων μεταξύ των ανταρτών και ομάδας οκτώ Γερμανοϊταλών, (έξι Γερμανών και δύο Ιταλών), με επικεφαλής τον Γερμανό Λοχία Ολενχάουερ ή Σήφη, κατά το προσωνύμιο που του έδωσαν οι Ανωγειανοί τα χρόνια της κατοχής.
Ο Λοχίας Ολενχάουερ είχε ως έδρα το χωριό Γενή Γκαβέ και αποστολή να ελέγχει με τους στρατιώτες του τον κεντρικό δρόμο από Ηράκλειο προς Ρέθυμνο.
Πολλές φορές πραγματοποιούσε εξορμήσεις στα Ανώγεια και οδηγούσε τους άντρες που συνελάμβανε στην καταναγκαστική εργασία, γιατί οι Ανωγειανοί δεν υπάκουαν στις διαταγές των Γερμανών Διοικητών της Κρήτης και δε συμμετείχαν στα οχυρωματικά έργα που εκτελούσε ο κατοχικός στρατός. Η συχνή παρουσία του στα Ανώγεια, ήταν η αιτία που οι Ανωγειανοί του είχαν δώσει το προσωνύμιο «Σήφηςª.
Στις 7 Αυγούστου, ανηφόρισε και πάλι στα Ανώγεια. Αυτή τη φορά ήθελε να τιμωρήσει την άρνηση καταναγκαστικής εργασίας των Ανωγειανών, συλλαμβάνοντας όσες γυναίκες μπορούσε. Αφού συγκέντρωσε περίπου εκατό γυναίκες, (κατά τον Γεώργιο Κάββο 70 γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους), τους οδηγούσε στο Γενή Γκαβέ.
Τότε αποφάσισαν οι άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ να χτυπήσουν. Υπό την αρχηγία του Μανόλη Μανουρά – Σμαϊλομανόλη, οι άντρες ήταν :
Ο Εμμανουήλ Νταγιαντάς – Λαμπρινομανόλης, ο Ιωάννης Πασπαράκης – Γιαννιός της Χρόνενας, ο Ελευθέριος Αεράκης – Νταρολευτέρης, ο Χαράλαμπος Φρυσάλης – Φρυσαλοχαραλάμπης, ο Μανόλης Νταγιαντάς – Νταγιαντομανόλης, ο Γεώργιος Μανουράς – Γύπαρης, ο Πέτρος Πασπαράκης – Θοδωροπέτρος, ο Γεώργιος Ξημέρης – Ξημερογιώργης, ο Κωνσταντίνος Καφατσής, ο Γεώργιος Νταγιαντάς – Περβολιός και ο Δημοσθένης Πασπαράκης.
Ειδική συμμετοχή στην επιχείρηση είχαν και οι Κωνσταντίνος Νταγιαντάς – Λαμπρινόκωστας, Κωνσταντίνος Δραμουντάνης – Λιαμόκωστας, Κωνσταντίνος Πατραμάνης και Ειρήνη Μανουρά – Ζωνογιάννενα.
Η μάχη ήταν επιτυχημένη αφού οι άνδρες του ΕΛΑΣ ελευθέρωσαν όλα τα γυναικόπαιδα χωρίς να τραυματιστεί κανείς, εξουδετέρωσαν όλους τους Γερμανοϊταλούς και ο «σκληρός» Ολενχάουερ ή Σήφης πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τη μάχη που έδωσε η εφεδρική ομάδα του ΕΛΑΣ Ανωγείων στο Σφακάκι στις 7 Αυγούστου 1944, θα παρακολουθήσουμε από δύο πηγές :
α) Από τη διήγηση ενός από τους πρωταγωνιστές της μάχης, του Λευτέρη Αεράκη – Νταρολευτέρη, που ευγενικά μας παραχώρησε από το αρχείο του ο γιος του Γεώργιος Αεράκης. (Ο Γιώργης Αεράκης μας ανέφερε πως η συνέντευξη του πατέρα του Νταρολευτέρη, δόθηκε στις 24-6-1980 στον δάσκαλο του χωριού και πρώην Δήμαρχο Ανωγείων Γεώργιο Σμπώκο) και
β) Από το βιβλίο του Γεωργίου Κάββου Γερμανοϊταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης 1941-1945, (σελ. 529-531).
Α) Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΕΡΑΚΗ – ΝΤΑΡΟΛΕΥΤΕΡΗ
«Του 1944 το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, δεν θυμούμαι ακριβώς την ημέρα, ήμαστε στο χωριό. Και ακούμε μια στιγμής, έρχονται οι Γερμανοί, ο Σήφης με το φυλάκιο πεντ’ έξε που ήσανιε.
Δεν εξέραμε τι σκοπό είχενε. Εφύγαμε εμείς και μονιάσαμε στην «Παπούρα» εγώ, ο Σμαΐλης και ο Πέτρος ο Πασπαράκης, νομίζω πως ήτονε και ο Γύπαρης και περιμέναμε να δούμε τι γύρευε.
Έβγαινε μια γυναίκα και τη ρωτούμε. Λέει μαζεύγει γυναίκες στ’ Αρμί, όποια βρει να τσι πάρει αγγαρεία. Εσκεφτήκαμε και λέμε. Τσι γυναίκες μουρέ !…θα μας σε πάρουνε να τσι καταφρονούνε…
Επήραμε (ν)το εγωιστικά. Το θεωρούσαμε προσβολή, χωρίς να ξέρομε τι γυναίκες επαίρνανε, ούτε αν ήτον η αδερφή ή η μάνα μου, όπως δεν είχανε πραγματικά κανενούς την αδερφή ή τη μάνα παρμένη. Εάν επαίρνανε άντρες αγγαρεία, δεν το παίρναμε στα σοβαρά.
Κείνη τη στιγμή βγάλαμε απόφαση εμείς, να κατεβούμε στα «Ποριά» εδά που θα τσι (οδηγούνε προς το Ρέθυμνο), να πολεμήσομε να ξεμπερδέψομε τσι γυναίκες, γιατί μεγαλύτερη προσβολή δεν εξαναγίνηκε.
Και μου λέει ο Σμαΐλης, πήγαινε να ξεχωρίσεις τα τουφέκια και του καθενούς τσι σφαίρες, να τάχεις έτοιμα, εάν βρούμε δυο τρεις ακόμη να κατεβούμε να των(ε) κάμωμε απόπειρα ίμπα τσι ξεμπερδέψομε.
Τα όπλα ήσανιε μανλιχέρια δυο τρία, ένας γκρας και δυο εγγλέζικα. Τα άλλα δε θυμούμαι. Τσι περισσότερες σφαίρες είχανε τα εγγλέζικα.
Τα άλλα είχανε πέντε, δέκα, δέκα πέντε, παραπάνω δεν ήτονε. Μόλις τάχα έτοιμα εφτάξανε και οι άλλοι και ήσανιε:
Καφατσής (Κων/νος Καφατσής ή Καφατσόκωστας), ένας, Ξημέρης ο Γιώργης (Ξημερογιώργης) δυο, Γύπαρης ο Μανουράς του Κων/νου τρεις, Σμαΐλης (Εμμανουήλ Γεωργ. Μανουράς) τέσσερις, Φρυσάλης ο Χαραλάμπης του Γεωργ. πέντε, Πέτρος Πασπαράκης (του Θεοδώρου) έξε, Λαμπρινομανώλης (Εμμανουήλ Νταγιαντάς ή Λαμπρινομανώλης) εφτά, Eμμανουήλ Νταγιαντάς (Νταγιαντομανόλης από την Παπούρα) οχτώ και εγώ εννιά.
Σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση των ανταρτών κατά της Γερμανικής περιπόλου στη θέση «Σφακάκι», έπαιξε ο Γεώργιος Νταγιαντάς ή Περβολιός. Ανέλαβε την εντολή, να φύγει για το Ψηλορείτη, προκειμένου να ενημερώσει τους αρχηγούς των αντάρτικων ομάδων, για το χτύπημα που ετοιμαζόταν και βέβαια να ζητήσει ενισχύσεις.
Όταν ξεκινήσαμε και πήραμε πέρα, ο Πέτρος του Θοδωρή λέει: Μωρέ σεις η ευθύνη είναι μεγάλη. Ίσως σκοτωθεί καμιά γυναίκα και φέρομε ευθύνη. Βέβαια δεν τόλεγε γιατί εφοβήθηκε, μόνο σκέφτηκε πιο λογικά.
Λέει τότε ο Σμαΐλης: Εμείς δεν γυρίζομε τώρα, εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη ακεραία.
Στα Ποριά εκάμαμε κουμάντο οι εννιά που ήμαστε. Ο δρόμος χωρίζει εκειά και ο (γ)εις πάει το Χώνος και ο άλλος τον Αΐμονα. Από την πάντα του Χώνους ήμουνε εγώ, ο Λαμπρινομανώλης και ο Πέτρος, στην άλλη μεριά οι άλλοι. Πιάσαμε, ακροβολισμένοι σε μεγάλη απόσταση και τσι δυο δρόμους και το «Κεφάλι» και τσ’ είχαμε μεις σε καλό σημείο. Ήτον(ε) το πιο κατάλληλο και για προστασία δική μας και για να μπορέσωμε να πάρωμε τσι γυναίκες.
Μόλις εμπήκανε αυτοί στη μέση τση λαγάρας, ερίξαμε δυο τρεις πυροβολισμούς ο καθαείς, στον αέρα βέβαια και φωνιάξαμε τω γυναικώ, όλοι μια φωνή, να φύγουνε.
Ετρομοκρατηθήκανε, ξυπόλυτες οι μισές, χάσανε τσι φελούς των(ε), τα παπούτσια των(ε), αλλά την βγάλανε καλή. Εφύγανε αμέσως, βρήκανε το δρόμο, δρόμο και πήρανε πίσω.
Ο Σήφης στσι πρώτες μπαλωθιές απού παίξαμε εμείς ετράβηξε το μπιστόλι και έριξε την πρώτη δεσμίδα. Κείνους σας τσι πυροβολισμούς έπαιξε αυτός. Και μετά έβαλε την άλλη δεσμίδα και δεν εξαναπυροβόλησε ούτε από το πλάτανο, ούτε καθόλου.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η δύναμη των ανδρών του φυλακίου Γενί Γκαβέ που έφτασε στα Ανώγεια το πρωινό της 7-8-44 ανερχόταν σε οκτώ, από τους οποίους δύο ήσαν Ιταλοί. Οι τελευταίοι είχαν έλθει σε συνεννόηση με την ομάδα του ΕΛΑΣ να αυτομολήσουν τις ημέρες εκείνες, αλλά τους πρόλαβαν τα γεγονότα.
Τέσσερις Γερμανοί με τον Σήφη, ακολουθούμενοι από τους δύο Ιταλούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν αμέσως τον οπλισμό των, προσπάθησαν να διαφύγουν, ακολουθούντες το ρεύμα του ποταμού Μάκρη προς τα δυτικά. Η κίνηση των έγινε αντιληπτή από τους αντάρτες, οι οποίοι απέκοψαν το δρόμο διαφυγής των και αναγκάστηκαν να καταφύγουν για προφύλαξη στη βάση παρακείμενου πλατάνου. Στον εντοπισμό των βοήθησε και ο Μπιομανώλης (Μαυρογιάννης), ο μοναδικός άνδρας που είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς μαζί με τις γυναίκες.
«Όταν είμασταν εκειά μου λέει ο Γύπαρης: ‘Πο πέρα στο ποταμό είνιαι μόνο το νου σας να μη σας σε σκοτώσουνε κανένα. Και να προσέχετε να μη σκοτώσετε το Σήφη.
Ξανοίγω γω τον πλάτανο που ήσανιε και θωρώ ένα μαντηλάκι και εκούνανε, αλλά δεν ήξερα τι , αυτοί επαραδίνουνταν μα γω δεν ήξερα πως ήτονε σήμα πως επαραδίνουνταν και φωνάζω του Γύπαρη, δεν του φανέρευ(γι)ε από κειά του Γύπαρη, ένα μαντηλάκι θωρώ και κουνούνε, ίντα διάολο…
Λέει αν(έ) σηκώνουνε μαντηλάκι παραδίνουνται.
Κι ως το ν ακούσω γω παραδίνουνται, λέω εδά είναι η (γι)ώρα να πάρω το μπιστόλι, γιατί εξέχασα να σου πω, όταν ξεκινήσαμε είχα το νου μου στο μπιστόλι του Σήφη. Πώς να του το πάρω. Τον είχα δει μια φορά, μικρό μπιστολάκι, λέω καλά ναι μωρέ νάχε μπορώ…
Όπως πήγα πραγματικώς, ήμουνε κειά πρώτος, πιο κοντά και πετούμαι, είχανε αυτοί μολαρισμένα τα τουφέκια και τη ζωστήρα ο Σήφης βγαρμένη μαζί με τη θήκη.
Είχε το μπιστόλι χωσμένο στον πλάτανο μέσα και του λέω πού(ν) το μπιστόλι και βγάνει το και δίδει μου το.
Οι πρώτοι που κατεβήκανε απού το χωριό εκειά ήτονε ο Σπαχομανώλης (Εμμανουήλ Κων. Σπαχής) και ο Μηλιαράς, κοπέλι (Γεώργιος Μιχ. Μανουράς), που αρπά ένα τουφέκι να σκοτώσει το Σήφη, τον είχενε λέει δαρμένο μια φορά στο χωριό.
Εξέχασα να πω και ο Γιαννιός τσι Χρόναινας (Ιωάννης Χρ. Πασπαράκης) ήτονε κειά εις του Μάκρη κι έκαμε βοήθεια μεγάλη στο πιάσιμο, άοπλος βέβαια γιατί έφυγε από το περβόλι, έβγανε πατάτες κι έσπασε κάτω το φαράγγι, γιατί τσ είδε. Έτυχε κειά από τσι πρώτους.
Λοιπόν κάνομε κουμάντο λέει, ίντα γενήκανε οι άλλοι;
Λέει δυο Γερμανοί κλουθούνε τω γυναικώ και πάνε μέσα, μόνο όποιοι έχουνε σφαίρες στα τουφέκια να γλακούνε.
Τώρα εγώ έχω σφαίρες και μας σε λέει ο Πέτρος μια σφαίρα έχω όλη κι όλη.
Ε! στάσου να πάρεις τσι Γερμανούς αιχμαλώτους, ήτονε κειά και ο Παναγιωτογιώργης (Γεώργιος Πασπαράκης), να τσι λαλείτε απάνω για να πάμε εμείς στσ’άλλους Γερμανούς.
Λέει μια σφαίρα έχω όλη κι όλη, μόνο δώσε μου το μπιστόλι που πήρες του Σήφη, γιατί θα μου φύγουνε. Λέω πάρε το μόνο μη το παραδώσεις στην ομάδα.
Είχανε ειδοποιήσει το Δημοσθένη του Λυραρογιάννη τον Πασπαράκη, κάθουντον(ε) στο Καμαριώτη, εστείλανε ένα σύνδεσμο από το χωριό, το Βλατά να τον ειδοποιήσει να πάρει το τουφέκι του και να γλακά οθέ(ν) τα Ποριά, αλλά δεν επρόλαβε ο Δημοσθένης κι είχαμε τσ’ έξε πιασμένους και πρόλαβε μόνο τσι δυο Γερμανούς.
Οντέ(ν) επρόβαλε στου Φορτωμένου το δέτη έκουσε αυτός τη μπαταρία και λέει, επαέ μουρέ κλουθούνε δυο Γερμανοί τω γυναικώ και βάνει των Γερμανών αυτός απουκεδά… σου λέει (οι Γερμανοί) από μπροστά είναι κι άλλοι και κόψανε και πήρανε απάνω οθέν το χωριό.
Και βγαίνουνε στην κορφή τση Μεσομένης και προλαβαίνουνε και παν και μπαίνουνε στη συκιά από κάτω, ήτονε ένα πηγάδι βγαρμένο κι είχε το χώμα γύρω- γύρω και καλύβονται στο χώμα.
Εβγήκαμ΄εμείς κεδά, τυλίσομε το πηγάδι, παίζαμε αλλά που να τσι βρεις. Αυτοί κάμανε κειά μια ουλιά ώρα και τε θα(ν) εβγάλανε απόφαση ο (γ)εις να πορίσει κι αν μπορεί να καλύψει τον άλλο… Κι έφυγε ο (γ)εις και μόλις επήρε το λακκί του παίξαμε κι έπεσε.
Εγώ ήμουνε από πέρα μεριά από τον ποταμό, σ ένα δάμακα κι ήρχουνταν ο άλλος Γερμανός που τη μεριά που ήμουν εγώ. Και γρίκουνα τσι σφαίρες και ρίχνουνε οθέ κεια που ήμουνε. Κρύβομαι πο κάτω στο δάμακα, λέω αν(έ) περάσει από παέ και κάτω θα του παίξω, αλλιώς δεν εμπόρουνε για θελά με σκοτώσουν οι δικοί μας. Κι ήρθε ίδια εις το δάμακα που ήμουνε και γροίκουνε γω το σκιοπίδι και πέφτει κι αυτός.
Και σηκώνομαι κι είναι φτασμένος ο Φρυσαλοχαραλάμπης και ο Μάνωλας από το Περαχώρι, ο Καλομοίρης ο Μπουγκιούκας που λένε.
Είχαμε ειδοποιήσει την ομάδα, αλλά δεν έφταξε μόνο τσι δυο Γερμανούς. Μια δεκαριά εκατεβήκανε. Ο Λαμπρινόκωστας (Κων/νος Νταγιαντάς) και ήσανιε και δυο Ρώσοι, οι άλλοι δεν ξέρω ποιοι ήσανιε.
Αυτοί βέβαια μπορούσανε να παραδοθούνε και τι θελά κάμουνε το ίδιο αποτέλεσμα… αλλά καλιά τη βγάλανε αυτοί παρά τσ’ άλλους που τσι στέσανε στο εκτελεστικό απόσπασμα, πλιά καλιά τη βγάλανε αυτοί, πιο αντρίκια.
Και παίρνομε δα απάνω, το χωριό κατεβασμένο όλο, γυναίκες, παιδιά…
Έκουσα πως ο Γαρτζόλης (Βασίλειος Εμμ. Καλλέργης) είπε στο Αρμί, εφώνιαξε στο Αρμί: Ίντα μουρέ περιμένετε, φωθιά εμπήκε, τι περιμένετε; Όποιος έχει τουφέκι να το πάρει… Πάντως όποιος είχενε τουφέκι κατέβηκε κεδά. Κοπέλια όλοι.
Μας εγκαλιάζανε και μας σε φιλούσανε, επειδή ξεμπερδέσαμε τσι γυναίκες και τα παιδιά (ν)τωνε, γιατί σου λέω έτυχε πο όλους που κατεβήκαμε κεια δεν είχανε κανενούς ούτε γυναίκα, ούτε αδερφή, ούτε τίποτα παρμένο.
Καταλαβαίνανε τον κίντυνο που διατρέχαμε, αλλά σου λέει μπράβο των, καλά το κάμανε, για να μη πάρουνε τσι γυναίκες να τσι καταφρονέψουνε…
Όλοι σταθήκανε, το χωριό εστάθηκε , το πήρε εγωιστικά, έτσι που ήπρεπε να το πάρει το πήρε το χωριό.
Το δε αύριο πήγα στο λημέρι εγώ.
Λέω του Πέτρο του Θοδωρή, δος μου μουρέ το μπιστόλι. Λέει παρέδωκα το στην ομάδα. Δε σου πα μωρέ να μη το παραδώσεις; Έδωκα το του Ποδιά. Αρχινούμε κειά και εβλαστήμουνα εγώ και γρικά ο Σμπωκογιάννης (Ιωάννης Χαρ. Σμπώκος) κι έρχεται. Ίντα διαόλους μωρέ έχετε και φαγώνεστε; Λέω τι έχομε. Το μπιστόλι του Σήφη έχω παρμένο και του’δωκα να το κρατεί στσ’αιχμαλώτους οψές απού τσ’ ήφερε και το παρέδωκε στην ομάδα. Το μπιστόλι το πήρα εγώ δεν το παραδίδω.
Ο Σμπωκογιάννης τόχει παρμένο, έκουσε τη φασαρία οντέ το’δωκε ο Πέτρος, γιατί είπε ο Ποδιάς, ό,τι πράματα έχετε πάρει από τσι Γερμανούς να τα παραδώσετε. Λέει ο Πέτρος, εγώ κρατώ ένα μπιστόλι του Σήφη, το οποίο δεν πήρα εγώ. Το πήρε ο τάδες και μου πε να μη το παραδώσω. Λέει όχι να το παραδώσεις.
Αλλά ο Σμπωκογιάννης γρικά την ιστορία, ότι ο τάδες το χει πάρει και στη φασαρία που γίνηκε, σιμώνει και μας σε λέει. Έτονε είναι το μπιστόλι του Σήφη. Πάρε το και δε θα το δώσεις κιανενούς, ούτε του Ποδιά, ούτε κιανενούς.
Εσύ το πήρες, εσύ το δικαιούσαι!».
Β) ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΣΦΑΚΑΚΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΒΒΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΊΤΑΛΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΡΗΤΗΣ 1941-1945, σελ. 529-532.
«…δεν πέρασε πολλή ώρα (ο Εμμ. Μανουράς ή Σμαϊλης) κι έμαθε ότι είχε φτάσει στα Ανώγεια ο Ολλενχάουερ. Επειδή τα Τσουνιά ήταν μακριά από το χωριό και δεν πρόφταινε να ειδοποιήσει με τον Περβολογιώργη, τον καπετάν Ιωάννη Ποδιά, αποφάσισε μόνος του ν’αναλάβει την εξόντωση των Γερμανών του φυλακίου Γενί Γκαβέ και του Σήφη. Ειδοποίησε αμέσως τους άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ Ανωγείων Γύπαρη Κ. Μανουρά ή Ζωνό, Κωνσταντίνο Καφατζή, Ελευθέριο Αεράκη, Εμμ. Νταγιαντά ή Λαμπρινομανόλη, Χαρ. Φρυσάλη, Πέτρο Πασπαράκη, Ιωάννη Χρόνη Πασπαράκη, οι οποίοι έφτασαν πολύ γρήγορα και όλοι σχεδόν μαζί πήγαν στα σύνορα των Ανωγείων και του Καμαριώτη στη θέση «Φορτωμένου το Δέτη» όπου είχαν κρύψει μερικά όπλα και τα πήραν.
Ένας από τους συναγωνιστές ρώτησε ποιος θα αναλάβει την ευθύνη των συνεπειών, εάν χτυπούσαν τους Γερμανούς. Τότε αυθόρμητα ανάλαβε ο Μανόλης Μανουράς ή Σμαϊλης όλη την ευθύνη. Προχώρησαν από εκεί στη θέση «Σφακάκι», που βρίσκεται μεταξύ Ανωγείων και Γενί Γκαβέ και εγκαταστάθηκαν σε μια υποχρεωτική διάβαση απ’όπου θα περνούσαν οι Γερμανοί. Σε λίγη ώρα είδαν μια φάλαγγα 70 γερόντων και γυναικοπαίδων, πλαισιωμένη από Γερμανούς και Ιταλούς να οδηγούνται προς το Γενί Γκαβέ.
Τα γυναικόπαιδα έκλαιγαν, τα κλάματα και οι φωνές απελπισίας έφταναν ψηλά κι έφτασαν έως τα γύρω υψώματα όπου βρίσκονταν οι άντρες. Ο Μανόλης Μανουράς ή Σμαϊλης έδωσε εντολή στο Γύπαρη Μανουρά, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη θέση που βρισκόταν, να περάσει απέναντι στην πλαγιά μαζί με έναν άλλο και να πυροβολήσει, όταν η κεφαλή της φάλαγγας θα έφτανε σε ένα ορισμένο σημείο, για να ανακόψει την πορεία της. Πραγματικά έτσι και έγινε. Με τον πρώτο πυροβολισμό αυτομάτως σκορπίστηκαν τα γυναικόπαιδα και οι Γερμανοί έμειναν μόνοι.
Ο Σήφης (Ολλενχάουερ) με τον πρώτο πυροβολισμό τράβηξε το πιστόλι του και άρχισε να πυροβολεί προς την κατεύθυνση που υπολόγισε ότι τον πυροβολούσαν. Οι δύο Ιταλοί πέταξαν τα όπλα τους, ενώ οι Γερμανοί βαλλόμενοι και από τις δυο πλευρές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τον ποταμό Μάκρη, παρακολουθούμενοι από μικρή απόσταση από τους εφεδρο-ελασίτες και πυροβολούμενοι συνεχώς, ώσπου φτάνοντας στον ποταμό βρέθηκαν εγκλωβισμένοι και δεν μπορούσαν ούτε να προχωρήσουν ούτε να υποχωρήσουν.
Ύψωσαν ένα λευκό μαντήλι, που το είδε ο Γύπαρης Μανουράς, και προχώρησε στο μέρος των Γερμανών με προσοχή και ταυτόχρονα προχωρούσε και ο Μανόλης Μανουράς, όταν αντίκρισαν το θέαμα, να είναι ο περιβόητος Φρούραρχος του Γενί Γκαβέ γονατιστός με τα χέρια ψηλά και τραυματισμένος στο μηρό, τους τέσσερις Γερμανούς και δυο Ιταλούς να είναι πεσμένοι ανάσκελα και τα χέρια ψηλά. Δύο άλλοι Γερμανοί έτρεχαν προς την κατεύθυνση των Ανωγείων.
Όταν άκουσαν τους πυροβολισμούς στα Ανώγεια οι άνδρες που είχαν επιστρέψει από τα γύρω υψώματα, μεταξύ των οποίων και ένοπλοι αντάρτες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων και άλλοι Έφεδροι Ελασίτες : οι Βασίλειος Καλλέργης ή Γαρτζόλης, Νικηφ. Βρέντζος, Μαν. Καλομοίρης, Γεώργ. Πασπαράκης, Δημοσθ. Πασπαράκης, Αντώνης Βρέντζος, Κωνστ. Νταγιαντάς έτρεξαν στην περιοχή του ποταμού Μάκρη και συνάντησαν τους δυο Γερμανούς, που είχαν διαφύγει και τους σκότωσαν. Μετά την αιχμαλωσία των Γερμανο-Ιταλών οι άνδρες του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Ανωγείων με επικεφαλής το Μανόλη Μανουρά ή Σμαϊλη τους οδήγησαν στην περιοχή των Ανωγείων…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος