Στον κάμπο του Καστελλίου Πεδιάδος, τον Ιανουάριο του 1941, οι Βρετανοί ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα πολεμικό αεροδρόμιο. Το έργο εντάσσονταν στα στρατηγικά σχέδια άμυνας του νησιού, από την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων. Δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το διάδρομο προσγείωσης, όταν η Κρήτη δέχτηκε την επίθεση των γερμανών, στις 20 Μαΐου 1941.
Οι σύμμαχοι το υπονόμευσαν, «φυτεύοντας» μεγάλους κορμούς δέντρων στον ημιτελή διάδρομο. Μετά την κατάληψη ης Κρήτης, οι γερμανοί συνέχισαν το έργο αποπεράτωσης του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου. Το Μάρτιο του 1942 ήταν έτοιμο, και πλήρως επιχειρησιακό. Για τις ανάγκες του στρατού που διέμεναν στην ευρύτερη περιοχή, (ο αριθμός τους δεν έπεσε ποτέ κάτω από 2.500 άντρες), με διαταγή του ο Φρούραρχος Ηρακλείου εκκένωσε τα χωριά Σκλαβεροχώρι και Γαλενιανώ.
Ως αιτία επικαλέστηκε τις ακαθαρσίες των χωριών και τον κίνδυνο μόλυνσης από αρρώστιες των στρατευμάτων κατοχής του αεροδρομίου. Οι κάτοικοι των παραπάνω χωριών το εγκατέλειψαν κι έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Δεν μπορούσαν να μπουν πλέον στα χωριά τους, μόνο μετά από σχετική άδεια του Διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου Ταγματάρχη Τροστ.
Οι γερμανοί ποτέ δεν γκρέμισαν τα σπίτια. Τα χρησιμοποίησαν ως αποθήκες υλικών και πυρομαχικών. Ένα κορίτσι, η Ειρήνη Δρακαντωνάκη, που επέστρεψε στο Σκλαβεροχώρι και έβοσκε την κατσίκα της οικογένειάς της, βρήκε τραγικό θάνατο στα ηλεκτροφόρα καλώδια του αεροδρομίου.
Τέσσερις άνδρες των χωριών αυτών, (Μιχάλης Δρακαντωνάκης, Γιάννης Τσιριγωτάκης, Βασίλης Τζαγκαράκης και Δημήτρης Κορνάζος), που επέστρεψαν στο χωριό τους Βαρβάρω το Σεπτέμβρη του 1944, δολοφονήθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις. Δύο άντρες του διπλανού χωριού Μουχτάρω, ο Γεώργιος Βλαστός και ο Μανόλης Κοζυράκης, που παραβίασαν τη νεκρή ζώνη, εκτελέστηκαν κι αυτοί με φριχτό τρόπο.
Η διαταγή του Φρουράρχου Ηρακλείου, που κατέστησε πρόσφυγες τους κατοίκους των χωριών Σκλαβεροχώρι και Γαλενιανώ, συνοδεύτηκε από έξι θύματα.
Τα χρόνια 1941-1944 οι κάτοικοι των γύρω του αεροδρομίου χωριών, βίωναν ένα κλίμα βίας και τρομοκρατίας, καθημερινής αγωνίας για την επιβίωσή τους, μακριά από τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Αυτό κράτησε ως τις 24 Σεπτεμβρίου 1944, όταν οι κατακτητές εγκατέλειψαν το αεροδρόμιο Καστελλίου και συμπτύχτηκαν προσωρινά στην πόλη του Ηρακλείου.
Οι Γερμανοί, το Σεπτέμβρη του 1944, χάνουν τον πόλεμο και αρχίζουν να υποχωρούν και να συμπτύσσονται. Στο δυτικό μέρος του χωριών Σκλαβεροχώρι και Βαρβάρω υπήρχαν καταλύματα γερμανικά, ξύλινες παράγκες, όπου φιλοξενούνταν οι Γερμανοί στρατιώτες που πήγαιναν στη Μέση Ανατολή με τις αποστολές από το αεροδρόμιο Καστελλίου. Ένα τάγμα από την Ιεράπετρα έχει έρθει στο Καστέλλι και οι στρατιώτες έμεναν στις παράγκες του Αρχαγγέλου. Σκοπός των Γερμανών, ήταν να συμπτυχθούν στα Χανιά.
Στρατιώτες πηγαίνουν κι έρχονται, στις παράγκες υπάρχουν όπλα, κρεβάτια, καρέκλες, διάφορα αντικείμενα μεγάλης ανάγκης για τους Κρητικούς. Οι κάτοικοι των χωριών Βαρβάρω, Σκλαβεροχώρι και Γαλενιανώ ξεθαρρεύουν, αφού γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί χάνουν τον πόλεμο. Παρά την κήρυξη της περιοχής σε νεκρή ζώνη, κάνουν επισκέψεις στις παράγκες, τις παραβιάζουν και παίρνουν χρηστικά αντικείμενα.
Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1944, εφτά και μισή η ώρα το πρωί. Αυτή η ημέρα, σημάδεψε τις οικογένειες τεσσάρων παλικαριών του χωριού Βαρβάρω (σημερινή ονομασία Αρχάγγελος Πεδιάδος).
Ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί. Κάποιοι έχουν επισκεφτεί τις παράγκες με σκοπό να τις παραβιάσουν και οι Γερμανοί τους κυνηγούν και τους πυροβολούν. Ο Μιχάλης
τρέχει να δει τι συμβαίνει. Στην άκρη του χωριού και κοντά στα σύρματα του αεροδρομίου, συναντάται με δυο Γερμανούς στρατιώτες. Οι Γερμανοί τον βλέπουν που τρέχει και τον συλλαμβάνουν.
Η Μαρία (Παράσχου), κόρη του Μιχάλη Δρακαντωνάκη, στις 20 Αυγούστου 2002 αφηγείται τον θάνατο του πατέρα της ως εξής:
´…εκείνο το πρωί κοιμόμουνα κι άκουσα φωνές: -Παναγία μου! Παναγία μου! Σηκώθηκα και βγήκα έξω. Ρωτώ ποιον σκοτώσανε. Πήγα εκεί κοντά.
Ήτανε μια αδερφή της μητέρας μου. Ρωτώ ποιον σκοτώσανε και μου λέει, το Δρακαντώνη. Ούτε και η ίδια με γνώρισε από την ταραχή της. Δεν με γνώρισε πως ήμουνα το παιδί του. Η θεία μου η Διαμάντη.
Τον είδα το Γερμανό που σκότωσε τον πατέρα μου. Με πέταλο μπροστά στο στήθος του και να κρατά το όπλο. Μαζί με έναν άλλο. Εγώ φοβήθηκα και κρύφτηκα. Γύρισα πίσω. Οι Γερμανοί προχώρησαν προς τα κάτω και έτρεξα στον πατέρα μου. Ήταν πεσμένος κάτω, μέσα στα αίματα. Από το σπίτι έφερα μια κουβέρτα και τον εσκέπασα.
Την κουβέρτα που σκέπασα το σκοτωμένο μου πατέρα, έβαλα στο νυφικό μου κρεβάτι, μετά τρία χρόνια που παντρεύτηκα. Τον πατέρα μου σκότωσαν οι Γερμανοί το 1944 και εγώ παντρεύτηκα το 1947.
Όταν τον είδα σκοτωμένο, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έπεσα κάτω και τον αγκάλιαζα, τον φιλούσα. Τον πήραμε και τον θάψαμε στη νοτική μεριά της μικρής εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Μας έμαθε καλούς τρόπους, να πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Ότι έμαθα στην ζωή μου, το έμαθα από τον πατέρα μου.
Ποτέ στην ζωή μου δεν θα ξεχάσω το πρώτο βράδυ, μετά την ταφή του πατέρα μου. Γυρίσαμε στο σπίτι τα τέσσερα αδέρφια και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Περιμέναμε να ακούσουμε τη φωνή του. Κοιτάζαμε τους τοίχους, τα πράγματα του σπιτιού, την αυλή. Άρχισε να νυχτώνει. Σε μια στιγμή αγκαλιαστήκαμε και τα τέσσερα και αρχίσαμε να κλαίμε. Κλαίγαμε, κλαίγαμε, δε ξέρω πόση ώρα, μέχρι που κοιμηθήκαμε…».
Το δεύτερο
θύμα της Κυριακής 10 Σεπτεμβρίου 1944, στην απαγορευμένη ζώνη των χωριών Σκλαβεροχώρι, Βαρβάρω και Γαλενιανώ, ήταν ο Γιάννης Τσιριγωτάκης του Εμμανουήλ, 24 ετών. Η αδελφή του Γιάννη Τσιριγωτάκη Αικατερίνη, στις 20 Αυγούστου 2002, θυμάται:
«…ερχόντανε τα αεροπλάνα στο Καστέλλι κάθε πρωί και κατεβάζανε διάφορα πράγματα. Τα πηγαίνανε οι Γερμανοί στις παράγκες. Οι χωριανοί πηγαίνανε και παίρνανε ότι βρίσκανε.
Οι πιο πολλοί παίρνανε όπλα. Πέρασε ένας γείτονας από’δω και ο Γιάννης κοιμόντανε. Του λέει: Άντε μωρέ Γιάννη και όλο το χωριό είναι εκεί. Άντε να πάρομε και’μεις κάτι, κανένα όπλο.
Εγώ είχα σηκωθεί και τον άκουσα. Δεν είχε βγει ακόμη ο ήλιος. Πολύ πρωί ήτανε. Μια στιγμή αρχινούνε οι πυροβολισμοί. Τα αυτόματα να κακαρίζουνε, πολλοί πυροβολισμοί, σαν να γίνεται πόλεμος. Εσκεφτήκαμε και είπαμε στο σπίτι:
Παναγία μου και που πάει ο Γιάννης μας και να τον -ε-σκοτώσουνε θέλει.
Τρέχαμε εμείς μετά που σταμάτησαν οι πυροβολισμοί να δούμε τι γίνηκε. Τον είδα πεσμένο σε μια ελιά από κάτω.
Ο Γιάννης μας είναι!!! Φώναζα. Άλλοι μου έλεγαν ότι δεν είναι αυτός. Εγώ όμως έβλεπα τα παπούτσια του. Ήρθα και το είπα. Ο Γιάννης είναι σκοτωμένος στους ντρυάδες κάτω. Δεν επλησίασα εκεί που ήταν πεσμένος. Φοβήθηκα.
Πήγανε οι δικοί μας και τον είδανε. Δεν μπορούσανε όμως να τον πάρουνε, γιατί έπρεπε να εξασφαλίσουνε άδεια από τους Γερμανούς. Για να σηκώσομε τα πτώματα, που εκείνη τη μέρα ήταν τέσσερις χωριανοί μας, έπρεπε να βγάλομε από τους Γερμανούς άδεια.
Τη βγάλαμε στο Καστέλλι και τον φέραμε στο σπίτι. Ο Γιάννης μας ήτανε 24 χρονών, απάντρευτος. Στις 10 του Σεπτέμβρη το 1944. Μετά από δέκα μέρες εφύγανε οι Γερμανοί από τον τόπο μας. Αδειάσανε και το αεροδρόμιο. Ο αδερφός μου ήτανε άτυχος…».
Το τρίτο θύμα του βάρβαρου κατοχικού στρατού, ήταν ο Δημήτρης Κορνάζος του Λάμπρου, 50 χρονών. Η κόρη του Στυλιανή Κορνάζου-Σμυρνάκη, στις 20 Αυγούστου 2002 αφηγείται για τον πατέρα της:
«…ο παππούς μου ο Λάμπρος ο Κορνάζος ήτανε Μικρασιάτης. Εφύγανε με την καταστροφή, καταφέρανε και μπήκανε στο πλοίο και ήρθανε στην Κρήτη. Τον πατέρα μου και γιο του Λάμπρου, Δημήτρη Κορνάζο, τον πιάσανε οι Τούρκοι αιχμάλωτο και δεν ήρθε μαζί τους. Η γιαγιά μου τον έκλαιγε και όλοι τον είχανε για πεθαμένο. Λέγανε ότι οι Τούρκοι τον σκοτώσανε. Τότε ο πατέρας μου ήταν 28 χρονών.
Μετά από οκτώ χρόνια γύρισε. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου δεν το πιστεύανε. Αργότερα ο Δημήτρης Κορνάζος παντρεύτηκε τη μάνα μου, την Κατίνα Δρακαντωνάκη. Η μητέρα μου γέννησε 7 παιδιά και όλα πέθαναν στη γέννα. Στο Καστέλλι γεννήθηκε τότε ένα παιδί, η Σοφία Γαρεφαλλάκη και η μάνα της πέθανε πάνω στη γέννα. Την ημέρα που πέθανε το παιδί της μάνας μου, που το λέγανε Βαγγελιώ, εκείνη τη μέρα γεννήθηκε και η Σοφία.
Μια θεία μου είπε τότε στη μάνα μου να της φέρνουνε την Σοφία να την θηλάσει. Η μάνα μου δέχτηκε με χαρά, σαν να της χάριζες τον κόσμο. Ο πατέρας της Σοφίας, ο Γαρέφαλλος μας την άφησε. Την είχε η μάνα μου και την μεγάλωνε. Ο Θεός, μετά από αυτό, έστειλε στη μάνα μου εμένα και τον αδερφό μου το Γιώργη.
Την κατοχή οι Γερμανοί μας είχαν διώξει από το σπίτι μας και το χρησιμοποιούσαν αυτοί. Ο πατέρας μου δούλευε στου Μπέη στους Αποστόλους. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ δύσκολα τα πράματα.
Ο πατέρας μου εδούλευε να μας ζήσει και μαζί με τον Βασίλη Τζαγγαράκη δουλεύανε τότε στους Αποστόλους. Εσμίξανε στο δισταύρι μεταξύ Γαλενιανού και Σκλαβεροχώρι, ο Βασίλης με τον πατέρα μου.
Την προηγούμενη μέρα είχαν έρθει πολλοί Γερμανοί, σα να τους βλέπω τώρα. Φορούσανε ένα φέσι μαύρο και είχανε και κρεμότανε ένα κορδόνι. Εκεί στο δισταύρι τσι πιάσανε.
Εφώναζε ο πατέρας μου, εφώναζε ο Βασίλης, τα παιδιά μας, τα παιδιά μας! Άκουσα τις φωνές και σηκώθηκα και πήγα. Επλησίασα κοντά και ήρθε ένας γερμανός και μου λέει:
-Φύγε παιδί μου, γιατί έχω κι εγώ παιδιά. Αν δε φύγεις θα σε σκοτώσω.
Μου μιλούσε στη γλώσσα μας, ήτανε απ’ αυτούς που μένανε στο χωριό. Οι άλλοι που πιάσανε τον πατέρα μου ήτανε με το μαύρο φέσι.
Τον πατέρα μου και τον Βασίλη τους έβλεπα. Είχανε σηκώσει τα χέρια επάνω κι ένας Γερμανός του’ δωσε μια στο χέρι με μια λόγχη και είδα και κρεμάστηκε το χέρι του πατέρα μου.
Εγώ έκλαιγα και φώναζα να μην σκοτώσουνε τον πατέρα μου. Ήρθε κι ένας Ιταλός και με ρώτηξε:
– Έχει η μάνα σου πολλά παιδιά;
– Έχει, του λέω, εμένα και ένα αγόρι.
-Σήκω παιδί μου, μου λέει, να πας στο σπίτι σου, γιατί οι Γερμανοί θα σκοτώσουνε τον πατέρα σου.
Εγώ εφώναζα, μη σκοτώσετε τον μπαμπά μου, μη σκοτώσετε τον μπαμπά μου! Ο πατέρας μου με είδε και μου φώναζε κι αυτός.
– Πήγαινε παιδί μου στη μάνα σου!
Και τον είδα τον πατέρα μου πρώτη φορά και έκλαψε. Ο Γερμανός με πήρε και με έφερε στο χωριό. Αλλά εγώ ξαναγύρισα. Ήθελα να ξαναδώ τον πατέρα μου. Ο Γερμανός ήρθε πάλι και με τραβούσε στο χωριό.
-Εγώ θέλω τον μπαμπά μου! Εγώ θέλω τον μπαμπά μου!
Με γύρισε πίσω δυο-τρεις φορές.
-Πήγαινε παιδί μου και τον μπαμπά σου θα τον σκοτώσουνε, μου έλεγε.
Κοίταξα και είχανε βάλει τον πατέρα μου και τον Βασίλη σε ένα λάκκο δίπλα στο δρόμο. Εκεί τον θυμάμαι τελευταία φορά. Είχαν πιαστεί με τον Βασίλη από τους ώμους και στέκανε μαζί στο λάκκο. Με κοίταξε κι αυτός.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ σ’ όλη μου την ζωή. Έφυγα κλαμένη και πήγα να βρω τη μάνα μου. Στο δρόμο άκουσα τους πυροβολισμούς. Εκείνη τη στιγμή εκατάλαβα ότι σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Προχωρούσα και δεν έβλεπα μπροστά μου. Μόνο τρέχανε τα μάθια μου δάκρυα.
Οι γυναίκες του χωριού πλύνανε τα ρούχα των Γερμανών και τους δίνανε τρόφιμα. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Πολλές γυναίκες του Βαρβάρω πλύνανε. Η Κατίνα η Λιονίνα, η Λύραινα, η Καραμουζάκαινα. Έπλυνε κι η μάνα μου. Επήγα και τη βρήκα. Πρωί-πρωί ήτανε και τσι λέω:
– Ήντα πλύνεις μάνα και κάνεις; Τον μπαμπά σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Η μάνα μου έπιασε τα μαλλιά τσι και πήρε τους δρόμους. Πού να πάει όμως; Οι Γερμανοί δεν αφήνανε να πάρομε τους σκοτωμένους. Πήραμε άδεια από το Φρούραρχο στο Καστέλλι και τον σηκώσαμε και τον φέραμε στο σπίτι. Η μάνα μου ξεπάτωνε τα μαλλιά τσι. Οι Γερμανοί είχανε σκοτώσει τον άντρα της το Δημήτρη και τον αδερφό της τον Δρακαντώνη. Ποιο να πρωτοκλάψει;…».
Το τέταρτο θύμα το πρωινό της Κυριακής στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, ήταν ο Βασίλης Τζαγκαράκης, 40 ετών. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του που αποτελούνταν από τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Ήταν χτίστης. Εκείνο το πρωί έφευγε για την δουλειά. Δεν έφτασε ποτέ. Οι Γερμανοί τον σκότωσαν, συντρίβοντάς του το κεφάλι. Άφησε τρία ορφανά παιδιά, να παλεύουν για την επιβίωση στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.
Η Αριστέα, κόρη του Βασίλη Τζαγκαράκη, στις 20 Αυγούστου 2022 μας διηγήθηκε για τον πατέρα της:
«…ο πατέρας μου είχε πάει στον πόλεμο με τσι Ιταλούς. Ένα βράδυ μετά που καταλάβανε οι Γερμανοί την Κρήτη, ακούμε χτύπους στην πόρτα. Ανοίγει η μάνα μου η Μαρία και τον βλέπει μπροστά της. Η μάνα μου δεν το πίστευε. Τον είχε για σκοτωμένο στην Αλβανία…».
Ο Γεώργιος Μαρκογιαννάκης, ορφανός από πατέρα και μητέρα, (σκοτώθηκαν σε νυχτερινό βομβαρδισμό το 1942), τριγύριζε ως παιδί στα σοκάκια των χωριών Βαρβάρω και Σκλαβεροχώρι. Όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον Δημήτρη Κορνάζο και τον Βασίλη Τζαγκαράκη, ο μικρός Γιώργος Μαρκογιαννάκης είδε τη φριχτή σκηνή. Στις 20 Αυγούστου 2002, ο ίδιος μας διηγήθηκε:
«…εγώ τριγύριζα σαν παιδί εδώ στις παράγκες των Γερμανών, τους έκανα θελήματα και μου δίδανε φαγητό. Με γνωρίζανε όλοι οι Γερμανοί. τότε είχε έρθει ένας λόχος από το Νομό Λασιθίου, αυστριακοί και φορούσανε μαύρο φέσι. Μείνανε στις παράγκες και το βράδυ πήγανε στο αεροδρόμιο για να φύγουνε. Όμως το αεροπλάνο ήρθε και αυτοί μείνανε στα λιόφυτα και το περιμένανε.
Στο χωριό διαδόθηκε ότι οι Γερμανοί φεύγουν και οι χωριανοί πήγαν στις παράγκες να πάρουν ό,τι μπορούσαν. Το πρωί οι γερμανοί γύρισαν πίσω και όταν είδαν τους Βαρβαριανούς να τρέχουν, αρχίσανε τους πυροβολισμούς. Ο Βασίλης και ο Κορνάζος περνούσαν να πάνε στη δουλειά και τους συλλάβανε. Ήτανε πολλοί Γερμανοί και θέλανε να τους σκοτώσουνε.
Ο Βασίλης γύριζε γύρω-γύρω από τον αξιωματικό και του φώναζε τα παιδιά μου, τα παιδιά μου! Δεν μπορούσαν να τον πυροβολήσουνε έτσι όπως γύριζε γύρω-γύρω και τον χτύπησαν με το υποκόπανο του όπλου και του έσπασαν το κεφάλι. Στον Κορνάζο είπαν:
– Πήγαινε στα παιδιά σου!
Όπως γύρισε και απομακρύνθηκε λίγα μέτρα, τον πυροβόλησαν πισώπλατα και τον σκότωσαν. Τον έριξαν σε ένα λάκκο στην άκρη του δρόμου…».
Κοζυράκης Μανόλης, Βλαστός Γεώργιος
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1944, οι κατοχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποχώρησή τους από την ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου Καστελλίου.
Τελικά αποχώρησαν την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1944, αφού ανατίναξαν τα πυρομαχικά του αεροδρομίου στην περιοχή «Γραμπέλλα» του χωριού Διαβαϊδέ.
Συγχρόνων υπονόμευσαν το αεροδρόμιο με εκρηκτικά, αλλά η ανατίναξη δεν έγινε, μετά από την παρέμβαση Bρετανών αξιωματικών που τα εξουδετέρωσαν.
Πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών, παρά την κήρυξη της περιοχής σε νεκρή ζώνη από τις 11 Μαΐου 1942, επέστρεψαν τις τελευταίες ημέρες της παραμονής του κατοχικού στρατού στο αεροδρόμιο.
Νομίζοντας ότι οι Γερμανοί δεν θα τους έδιδαν σημασία, πολλοί προσπαθούσαν να παραβιάσουν τις αποθήκες τους και να τις λεηλατήσουν.
Οι περισσότεροι αναζητούσαν τρόφιμα, είδη καθημερινής χρήσης, ορισμένοι και όπλα.
Δύο κάτοικοι του χωριού Μουχτάρω, (Ευαγγελισμός), ο Μανόλης Χαρ. Κοζυράκης και ο Γιώργης Ν. Βλαστός ή Βλαστάκης, αποφασίζουν να μπουν στο Σκλαβεροχώρι και να αναζητήσουν όπλα από τις αποθήκες που υπήρχαν εκεί και ήταν ακόμη φρουρούμενες.
Την Κυριακή το απόγευμα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1944 και πάνω στις προσπάθειες παραβίασης των αποθηκών, πέφτουν στην αντίληψη των σκοπών, συλλαμβάνονται και οδηγούνται αμέσως σε έναν αμπέλι στην περιοχή του χωριού Καρδουλιανώ.
Οι γερμανοί, αφού τους διέταξαν και έσκαψαν ένα μεγάλο λάκκο, πήραν τα σκαπανικά που τους είχαν δώσει για την ανόρυξη του λάκκου και μ’αυτά τους σκότωσαν.
Οι διηγήσεις των κατοίκων των γύρω χωριών αναφέρουν ότι τα δυο παλικάρια τάφηκαν ζωντανά ώσπου να ξεψυχήσουν.
Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος