Το Αβδού Πεδιάδος ως χωριό αναφέρεται από το έτος 1381. Η ιστορία του απλώνεται διαχρονικά σε όλες τις ιστορικές περιόδους, από την Ενετοκρατία ως σήμερα. Το αίμα των ανθρώπων του πότισε το δέντρο της λευτεριάς, αφού οι κάτοικοι μετείχαν σε όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης (ενετοκρατία, τουρκοκρατία, Μακεδονικό Αγώνα, Βαλκανικούς πολέμους, Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, Μικρασιατική Εκστρατεία, Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, Κατοχή).
Προσεγγίζοντας τη Μάχη της Κρήτης, συναντούμε δυο παλικάρια από το Αβδού που έδωσαν τη ζωή τους στα πάτρια εδάφη, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους.
Ο Ιωάννης Κανάκης του Σταύρου, υπηρετούσε στο 4ο Τάγμα Πεζικού που υπερασπίζονταν το μικρό αεροδρόμιο που βρίσκονταν στον Πηγιανό κάμπο του Ρεθύμνου. Την τρίτη ημέρα της μάχης, στις 22 Μαΐου 1941, σκοτώθηκε δυτικά του αεροδρομίου.
Ο Κωνσταντίνος Γουβιανάκης του Ιωάννου σκοτώθηκε την πρώτη ημέρα της μάχης στην Αγυιά Χανίων από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ο λαϊκός ποιητής συνέθεσε τραγούδι για τον Κώστα Γουβιανάκη στο οποίο εμπεριέχονται οι παρακάτω ηρωικοί στίχοι:
…δεν εσκοτώθη στην κλεψά ούτε σε κακούς τόπους
να ντρέπεται ο πατέρας του να μη θωρεί ανθρώπους…
Το τραγούδι για τον Κώστα Γουβιανάκη, είναι το εξής:
“ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΣΟΝΤΑ ΗΡΩΑ ΚΩΣΤΗ ΓΟΥΒΙΑΝΑΚΗ
Αχ πως θα βάλω την αρχή και που θα βρω το τέλος
που δε βαστά η καρδούλα μου να γράψω αυτό που θέλω.
Θα κάνω πέτρινη καρδιά σκληρή για να βαστάξω
και για το Γουβιανοκωστή δυο λόγια να συντάξω.
Που ’χε χάρες αξέχαστες που δε θα ξεχαστούνε
τι κι αν αυτός απέθανε οι χάρες του θα ζούνε.
22 ’τανε χρονώ κι όλοι στη γειτονιά του
πολύ τον αγαπούσανε για τα φερσίματά του.
Τους χωριανούς εσέβονταν φίλους γνωστούς και ξένους
πιστεύω όλοι να ’κλαψαν αυτοί όπου τον ξέρουν.
Μα τώρα όλα μάταια, σαν όνειρα λογούνται
απέθανε μα οι χάρες του δε θα λησμονηθούνε.
Λουλούδια μην ανθίσετε, πουλιά μην κελαηδήτε
το θάνατο του ήρωα μονάχα αιστανθήτε.
Μανάδες κλάψετε πικρά γι ’αυτό τον Γουβιανάκη
όπου ετάφη στα Χανιά σας έρημο πουλάκι.
Χύσετε όλοι δάκρυα γιατί ’ταν παλικάρι
γιατ ’έπεσε αντρόπιαστα για της Ελλάς τη χάρη.
Δεν εσκοτώθη στην κλεψά ούτε σε κακούς τόπους
να ντρέπεται ο πατέρας του να μη θωρεί ανθρώπους.
Μον ’έπεσε αντρίστικα παλικαράς κι αντάρτης
για την πατρίδα τη γλυκειά επήγεν εθνομάρτυς.
Επροσπαθούσε για να δει μεγάλη την Ελλάδα
και πήγε εις τους ουρανούς ολόφωτη λαμπάδα.
Κώστα μας και ποιος βρέθηκε την ώρα αυτή κοντά σου
ποιος έρανε και έβρεξε κολώνια τα μαλλιά σου;
Ποιος σε μοιρολογήθηκε ποιος σου ’πενε τραγούδια
καθώς όπως σου πρέπανε ποιος σου ’ριξε λουλούδια;
Την τελευταία σου στιγμή Κώστα και ποιον εζήτας
σαν φανταράκι ηρωικό που μοναχό σ ’αφήκαν.
Ποιος σου ’γρανε τα χείλη σου την υστερνή σου ώρα
οπού ’δωσες γλυκιά ζωή για τη δική μας χώρα.
Κώστα, που ’ναι τα νιάτα σου και που ’ναι η λεβεντιά σου
και ποιος σε στόλισε γαμπρό την ώρα της χαράς σου;
Ποιος ήταν ο κουμπάρος σου με τόση περηφάνια
που σε δαφνοστεφάνωσε μ ’ηρωικά στεφάνια;
Ο Διάκος Αθανάσιος κι ο Ρήγας ο Φεραίος
γαμπρός κουμπάροι ήρωες θα ’ταν γάμος ωραίος.
Με στέφανα ολόχρυσα Κώστα εστεφανώθης,
πήρες τη Δόξα σύζυγο κι όνομα πατριώτης.
Σε σας λουλούδια αξίζουνε κι αμάραντα στεφάνια
που τη ζωή σας δίνεται με τόση περηφάνια.
Σε σας ανήκουν στέφανα δάκρυα δεν ταιριάζουν
μαζί η Δόξα κι η Τιμή με δάφνες σας σκεπάζουν.
Όχι για τέτοιους ήρωες να κλαίτε κάθε μέρα
που πέσαν με χαμόγελο για τη γλυκιά μητέρα.
Κώστα λεβέντη μερακλή, απού ’σουν παλικάρι
ο χάρος πώς σε νίκησε σε πήρε εις τον άδη;
Και σε δαφνοστεφάνωσαν ένδοξοι προπατόροι
και σύζυγο εζήτησες την ακριβή των κόρη.
Τη Δόξα την ηρωική τη μυρτοστολισμένη
και γίνατε ανδρόγυνο και θα ’στε ξακουσμένοι.
Το όνομά σου το τρανό αθάνατο θα μένει
τη λέξη Κώστας ήρωας θα την καταλαβαίνει.
Μα εμείς ποτέ δε θέλαμε τέτοια υπερηφάνεια
να στεφανώνεσαι κρυφά με λαμπερά στεφάνια.
Μα τώρα τι να κάνουμε αφού ο Θεός το θέλει
και στεφανώθηκες κρυφά εις των Χανιών τα μέρη.
Τώρα έπρεπε να χαίρεσαι την ακριβή ζωή σου
και όχι να σε κλαίγουνε με πόνο οι συγγενείς σου.
Μα ο κόσμος είναι ένα μηδέν μηδέν κι η ύπαρξή του
μηδέν είναι κι οι άνθρωποι μηδέν και η ζωή του.
Απ ’τη ζωή να χαίρεσαι απότομα εμαράνθης
και πήγανε τα νιάτα σου σαν ένας κλώνος δάφνης.
Ω χάρε απονόλατρε, εχθρέ της ανθρωπότης
θανατηφόρε τύραννε αλύπητε προδότη.
Άραγε δεν εβρέθηκε γιατρός εις την πληγή του
να δώσει μια βοήθεια να σώσει το κορμί του.
Ο χάρος και ο πόλεμος γίναν για σε θηρία
και σ ’αφαιρέσαν τη ζωή σε τέτοια ηλικία.
Και βγάζουν δάκρυα πικρά στο σπίτι της μαμάς σου
πως έχασαν τέτοιον υιό από την αγκαλιά τους.
Και τι πως βγάζουν δάκρυα ανώφελο ματαίως
γιατί ο νεκρός δεν ξαναζεί όσο κι να είναι νέος.
Μον΄πρέπει υπερήφανη να ’ναι η δική του μάνα
που έδωσε τέτοιο βλαστό για τη γλυκιά Ελλάδα.
Από τους πόνους τους πολλούς κι απ ’τις πολλές ζαλάδες
με γέλιο εξεψύχησε κι έλεγε μαντινάδες.
Μα έτσι ειν ’οι ήρωες και πρέπει έτσι να ’ναι
με μαντινάδες ξεψυχούν όσο και αν πονάνε.
Χύσετε δάκρυα πικρά ξένοι και συγγενείς του
γιατ ’έπεσε ηρωικά στην Κρήτη το κορμί του».
Ο Γεώργιος Χανιωτάκης του Ιωάννου, (1918-2005) από το Αβδού Πεδιάδος, πολέμησε στην Αλβανία τους εισβολείς Ιταλούς και στη συνέχεια υπηρέτησε την Εθνική Αντίσταση στα βουνά της Κρήτης. Η κόρη του Φανή Γιαλυτάκη, σε χειρόγραφο σημείωμα που μας παρέδωσε, θυμάται για τον πατέρα της:
«Κάποτε αρώτησα τον πατέρα μου να μου πει που τον πλήγωσε σαν αντάρτης. Ποτέ δεν τον αρωτούσα γιατί ήξερα από άλλα πρόσωπα τι είχε τραβήξει και δεν ήθελε να θυμάται και να στεναχωριέται. Μου απάντησε λοιπόν: Οι κακουχίες παιδί μου τα βάσανα και τα βάσανα όλων των ανθρώπων. Αυτά με πονούσανε.
Εντάξει, αλλά πες μου κάτι που πόνεσες πολύ. Πολλά… πολλά ήταν αυτά που μας πονούσαν όλους. Εγώ όμως τώρα θα σου πω επειδή γνωρίζεις πρόσωπα: Ήμουνα στο λημέρι με πολλά παλικάρια. Αρρώστησα, είχα πνευμονία και φάρμακα πού;
Οι σύντροφοι μου με παρότρυναν να φύγω να πάω κάπου, να κάνω κάτι να σωθώ. Όταν είδα ότι τα πράγματα σκουραίνανε, αποφάσισα να κατέβω κοντά στο χωριό να ειδοποιήσω την αδελφή μου την Καλλιόπη με κάποιο χωριανό που θα έβλεπα για να έρθει να δούμε πως μπορούσε να με βοηθήσει να μου πέσει ο πυρετός που με κεντούσε. Έφτασα λοιπόν 2 η ώρα τα μεσάνυχτα στα Καβουσανά και ξάπλωσα μέσα σε μια βάγκα (χαντάκι) τελείως χαμένος. Το πρωί που ξημέρωσε, ακούω την καμπάνα της εκκλησίας μας να χτυπά πένθιμα. Είπα, ω Θεέ μου και ποιος να πέθανε πάλι.
Τώρα είχα διπλή αγωνία. Να μάθω ποιος πέθανε και ο υψηλός πυρετός που με βασάνιζε και άνθρωπος δεν περνούσε. Κατά το μεσημέρι ακούω κάποιον που μιλούσε στα ζώα του. Σηκώνω το κεφάλι μου από τη βάγκα και βλέπω το συγχωριανό μου τον Ψημάκη να σέρνει τα ζώα του. Του φωνάζω με σιγανή φωνή: Μπάρμπα, μπάρμπα, εκείνος γυρίζει και με βλέπει και μένει κόκκαλο! Μου λέει ο γέρος: Γιώργη ήντα γυρεύεις επαέ και ηντά ΄χεις, αρρωστάρης είσαι; Ω Παναγία μου και είναι οι Γερμανοί στον Αφέντη Χριστό. Μην κουνηθείς από παέ. Ο γέρος τρελάθηκε γιατί ενόμισε ότι κατέβηκα για την κηδεία της μάνας μου, γιατί η καμπάνα που κτυπούσε από το πρωί ήταν για τη μάνα μου.
Του λέω: Για ποιον χτυπά η καμπάνα; Ο γέρος, πήρε στροφές το μυαλό του γιατί κατάλαβα ότι δεν ήξερα τίποτα για τη μάνα μου, και με τη γλώσσα καταπιωμένη μου λέει έναν άνθρωπο που είχε πεθάνει πριν τρεις μέρες.
Ο γέρος όμως σκέφτηκε να μου πει ψέματα γιατί αν μου έλεγε την αλήθεια δεν θα σκεφτόμουν τη ζωή μου που θα με σκότωναν οι Γερμανοί μόλις με έβλεπαν αλλά θα σκεφτόμουν ότι έπρεπε να αποχαιρετήσω τη μάνα μου και να τη δω για τελευταία φορά.
Ο γέρο Ψημάκης με κοίταζε σαν χαμένος γιατί με έβλεπε πολύ άρρωστο και σκεφτόταν ότι θα φύγω εγώ μετά τη μάνα μου. Γιώργη μου λέει, ήντα θες να σου κάμω, είσαι αρρωστάρης και το θωρώ. Τότε του λέω: Πήγαινε μπάρμπα να πεις στην αδερφή μου την Καλλιόπη να πάρει πετρέλαιο, δυο, τρία ποτήρια χοντρά, ξυδόνερο και ένα πανί να έρθει να μου κάμει κοφτές βεντούζες γιατί θα ποθάνω.
Δένει ο γέρος τα ζώα του και φεύγει κατευθείαν για το χωριό. Πάει και ασπάζεται τη νεκρή μάνα μου και προσπαθεί με τρόπο να πει στην αδερφή μου που έκλεγε τη μάνα μας ότι ο Γιώργης είναι στην τάδε βάγκα στα Καβουσανά και σε περιμένει. Να πάρεις αυτά και αυτά να πας αλλά να προσέξεις να μη σε δούνε οι Γερμανοί.
Μόλις έθαψε τη μάνα μας, έφυγε η αδελφή μου και ήλθε, πως ήρθε δεν ήξερα, δεν την αρώτησα γιατί ψηνόμουν στον πυρετό. Μου έκοψε βεντούζες, μαύρο αίμα βγάνανε. Έφυγε και έμεινα μόνος. Έβαζα ξυδόνερο για τον πυρετό για να πέφτει λίγο. Και φαγητό αρώτησα τον πατέρα μου τι έτρωγες; Είπε: Μου κρατούσε ένα μπουκάλι γάλα. Ήμουνα μέρες νηστικός.
Το έπινα γουλιά γουλιά μόνο για ζωή. Ερχότανε δυο- τρεις μέρες η αδελφή μου, έγινα λίγο καλά και έφυγα για το λημέρι. Αυτή η πνευμονία με τραυμάτισε για όλη τη ζωή μου παιδί μου. Βλέπεις τι παθαίνω μόλις κρυώσω. Αλλά πιο πολύ με πλήγωσε όταν ήλθα στο χωριό και μου είπαν ότι την ημέρα που ήμουν άρρωστος στα Καβουσανά είχε πεθάνει η μάνα μου και ήμουν τόσο κοντά και δεν την φίλησα να φύγει… Η μητέρα μου (και σύζυγός του Ελένη) μου είπε ότι όταν γύρισε από το αντάρτικο ήταν άρρωστος και έμοιαζε ζητιάνος».1
Για τις ανάγκες θέρμανσης και καύσιμης ύλης, (λειτουργία μαγειρείων κλπ.), στα χρόνια της κατοχής συντελέστηκε ένα ακόμη έγκλημα στην Κρήτη από τις γερμανοϊταλικές δυνάμεις. Εκατοντάδες αιωνόβια δέντρα, κυρίως βελανιδιές πλάτανοι και ελιές, κόπηκαν από τους εργάτες καταναγκαστικής εργασίας.
Δέντρα που δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ στην Κρήτη. Σε κάποια μέρη (Κασταμονίτσα, Αμαριανό, Αβδού, κ.ά.), διακρίνονται ακόμη και σήμερα τα αποτυπώματα των κομμένων κορμών, υπερβολικών διαστάσεων, που καταδεικνύουν και το μέγεθος του δέντρου. Το Αβδού με τα πολλά ποτάμια και νερά, διέθετε πλούτο από πλατάνια τα οποία συχνά επισκέπτονταν γερμανικά καμιόνια για υλοτομία. Με εργάτες κυρίως Ρώσους αιχμάλωτους, κόπηκαν τα χρόνια της κατοχής πλήθος πλατάνων από τις κοίτες των Αβδιώτικων ποταμών. Χωρίς να ειδοποιούν τον Πρόεδρο της Κοινότητας όπως οι ίδιοι τόνιζαν στις διαταγές τους. Αυτό ανάγκασε τον Πρόεδρο του Αβδού, στις 20 Ιανουαρίου 1943, να αποτανθεί στον Νομάρχη Ηρακλείου και να του αναφέρει τα παρακάτω:
«Εν Αβδού τη 20 Ιανουαρίου 1943
Προς την Σεβ. Νομαρχίαν Ηρακλείου εις Ηράκλειον
Λαμβάνω την τιμήν ν ’αναφέρω τα επόμενα
Στην περιφέρειαν του χωρίου μας έρχονται καθημερινά αυτοκίνητα του γερμανικού Στρατού και παραλαμβάνουν ξύλα δια τας ανάγκας του στρατού κατοχής. Επί το πλείστον παραλαμβάνουν τα ξύλα τα οποία ουχί μόνον δεν πληρόνουν αλλά ούτε καμίαν απόδειξιν ή σχετικόν έγγραφον μας παραδίδουν και εκ τούτου τα περισσότερα ξύλα μένουν απλήρωτα και πολλά δικαίως παραπονούνται οι κάτοικοι. Παρακαλούμεν όθεν υμάς ευσεβάστως κ. Νομάρχα όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσετε τα δέοντα εις την αρμοδίαν Γερμανικήν υπηρεσίαν και σταματίσει τούτο. Ευπειθέστατος ο Πρόεδρος της Κοινότητος».2
Ο διορισμένος από τις αρχές κατοχής Νομάρχης Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκης, αντί να στηρίξει τον Πρόεδρο στις λεηλασίες των Γερμανών, του απαντά ζητώντας στοιχεία των μονάδων του γερμανικού στρατού που παραλαμβάνουν τα ξύλα, για να τα θέσει υπόψιν του γερμανικού φρουραρχείου. Το έγγραφο του Νομάρχη αναφέρει:
“Ηράκλειον 15-2-43
Προς τον Πρόεδρον της Κοινότητος Αβδού Πεδ.
Εις απάντησιν υμίν της υπ. αριθ. 20-1 αναφοράς παρακαλούμεν όπως μας γνωρίσητε εάν κατέχητε στοιχεία διαπιστώσεως των παραλαμβανόντων αυθαιρέτως καυσόξυλα μονάδων, ίνα θέσωμεν ταύτα υπόψιν του Γερμανικού Φρουραρχείου
Ο Νομάρχης Εμμανουήλ Ξανθάκηςª.3
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας του Αβδού, δεν βρίσκει το θάρρος να μαρτυρήσει τους αριθμούς των αυτοκινήτων και τις μονάδες που ανήκουν οι στρατιώτες του βάρβαρου κατοχικού στρατού, αναλογιζόμενος τις επιπτώσεις στην οικογένειά του. Δίδει στον Νομάρχη Ηρακλείου απάντηση χωρίς στοιχεία. Συγκεκριμένα, στο έγγραφό του, ο Πρόεδρος λέει τα εξής:
«Εν Αβδού τη 3η Μαρτίου 1943
Προς την Σεβ. Νομαρχίαν Ηρακλείου εις Ηράκλειον
Λαμβάνω την τιμήν ν ’αναφέρω υμίν εις απάντησιν της υπ. αριθ. 96 και χρονολογίαν 15-2-43 εγγράφου διαταγής ότι τα γερμανικά αυτοκίνητα τα παραλαμβάνοντα αυθαιρέτως καυσόξυλα σταματούν ένα ή δύο χιλιόμετρα μακράν του χωρίου κόβουν τα ξύλα πλατάνια ή δρυς χωρίς να ειδοποιήσουν την υπηρεσίαν της Κοινότητος. Μετά την αναχώρησίν των λαμβάνομε γνώσιν της αυθαιρεσίας και επομένως μόνον μάρτυρας κατοίκους της Κοινότητος έχομεν διότι δεν προλαμβάνωμεν να πάρωμεν τους αριθμούς των αυτοκινήτων
Ο Πρόεδρος της Κοινότητοςª.4
Μια τέτοια κοπή δέντρων από Ρώσους αιχμάλωτους και Κρήτες εργάτες καταναγκαστικής εργασίας, στη θέση «Αγία Παρακευή» Αβδού, στον Αγιοργιώτη ποταμό, παρακολουθούσε η Γαρεφαλλάκη Ευθαλία του Γεωργίου από το Αβδού. Ένας μεγάλος πλάτανος κόπηκε, η Ευθαλία δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί και την καταπλάκωσε σκοτώνοντάς την. Για να προστεθεί και η Ευθαλία Γαρεφαλλάκη στο βιβλίο των χιλιάδων θυμάτων της Κρήτης, του γερμανοϊταλικού φασισμού.
1 Φανή Γιαλυτάκη – Χανιωτάκη, κόρη του Γεωργίου Χανιωτάκη, χειρόγραφο σημείωμα, 1 Αυγούστου 2018
2 Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, ΓΑΚ Χανίων
3 Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, ΓΑΚ Χανίων
4 Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, ΓΑΚ Χανίων, αλληλογραφία του Προέδρου της Κοινότητας Αβδού με τον Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.