Αν θα επιχειρούσαμε να περιγράψουμε τη γυναίκα της Κρήτης στη Μάχη Κρήτης και την Εθνική Αντίσταση που ακολούθησε, θα λέγαμε ότι η γυναίκα της Κρήτης και της Αντίστασης είναι:
Η γυναίκα που πήρε μέρος στις μάχες που έδωσαν οι Κρητικοί με τους αλεξιπτωτιστές στη Μάχη της Κρήτης και τα στρατεύματα κατοχής στη συνέχεια.
Η γυναίκα που έχασε στον πόλεμο το παιδί της, τον σύζυγο, τον πατέρα, τα αδέρφια, τους συγγενείς. Είναι αυτή που έκλαψε και μοιρολογήθηκε το παλικάρι της, τον αρραβωνιαστικό της, εκείνους που εκτέλεσαν οι γερμανοί τα πέντε πέτρινα χρόνια της σκλαβιάς 1941-1945.
Είναι αυτή που ζύμωσε, που έπλυνε, που φρόντισε τους άντρες που είχαν καταφύγει στα βουνά και πολεμούσαν τις κατοχικές δυνάμεις. Εκείνη που έψηνε τα καλιτσούνια και τα μοίραζε στους αντάρτες με τα κοφίνια.
Είναι η γυναίκα που έχασε το σπίτι της, (δεκάδες σπίτια έκαψαν και κατάστρεψαν, αφού τα λεηλάτησαν οι γερμανοϊταλοί), η γυναίκα που προσπάθησε να μαζέψει τις στάχτες και να ορθώσει πάλι το ανάστημά της.
Είναι η γυναίκα που τραγούδησε με στίχους τους ηρωισμούς και τον θάνατο των Κρητικών παλικαριών. Η γυναίκα που μάζεψε τους εκτελεσμένους πάνω σε πόρτες και παράθυρα θάβοντάς τους στο κοιμητήριο του χωριού της. Η γυναίκα που πετάχτηκε στις φλόγες πυρπολημένων σπιτιών.
Η γυναίκα που κατέφυγε στη Μέση Ανατολή για να προστατευτούν οι δικοί της από το μίσος του κατακτητή. Η γυναίκα που ζήτησε από τους συμμάχους, ως αντάλλαγμα της προσφοράς της, μόνο καφέ και ζάχαρη. Η γυναίκα που έφτυσε κατάστηθα τον κατακτητή, η γυναίκα που εκτελέστηκε πισώπλατα. Η γυναίκα που βοήθησε τη λευτεριά με τον δικό της τρόπο δολιοφθοράς, βάζοντας περισσότερο αλάτι στις πατάτες που έτρωγαν τα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική.
Η γυναίκα που βασανίστηκε για να μαρτυρήσει, η γυναίκα που σκοτώθηκε από ηλεκτροφόρα καλώδια και νάρκες παγιδευμένων στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Η γυναίκα της καταναγκαστικής εργασίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η γυναίκα διερμηνέας και διπλή πράκτορας, η γυναίκα που κλείστηκε στις φυλακές της Αγυιάς, η γυναίκα που στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η γυναίκα που μοιρολογήθηκε με τρεις χιλιάδες μαντινάδες τον σκοτωμένο γιο της.
Είναι η γυναίκα που ντύθηκε στα μαύρα και περίμενε υπομονετικά να ξαστερώσει.
Από την Τρίτη 14 (ανήμερα του Τιμίου Σταυρού) ως την Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 1943, ο βάρβαρος κατοχικός στρατός, μετά από διαταγή του Διοικητή Φρουρίου Κρήτης Στρατηγού Μπρόγερ, κατέστρεψε τα χωριά της επαρχίας Βιάννου και εκτέλεσε 401 κατοίκους. Πολλά από τα θύματα ήταν γυναίκες.
Και στον τελικό δραματικό απολογισμό, διαπιστώνουμε ότι οι «ηρωικοί» στρατιώτες της Βέρμαχτ, δεν σεβάστηκαν ούτε τις ανάπηρες και ανήμπορες γυναίκες, ούτε τις εγκύους, ούτε τα μικρά κορίτσια, ούτε τις όμορφες κοπελιές, ούτε τις ώριμες και ηλικιωμένες. Για τους εκτελεστές υπήρχαν μόνο οι αριθμοί των εκτελεσμένων. «Έπρεπε», να σκοτωθεί ένας ορισμένος αριθμός κατοίκων των χωριών, ανεξάρτητα από τις ηλικίες και το φύλλο των θυμάτων.
Έτσι, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 στην Άνω Βιάννο, όπως μας πληροφορεί ο Γεώργιος Χρηστάκης στο βιβλίο του «Επαρχία Βιάννου 1940-1945», οι Γερμανοί σκότωσαν την Ευπραξία Αθουσάκη, που ήταν άρρωστη με ημιπληγία στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να σηκωθεί να πάει στην πλατεία μαζί με τους άλλους κατοίκους.
Ο δάσκαλος Χαράλαμπος Παπαδημητρόπουλος ήταν από το χωριό Πεύκος Βιάννου. Μαζί με άλλους συγχωριανούς, του είχαν καταφύγει στην περιοχή Λυγιάς Βιάννου. Μετά τη μάχη της Σύμης, στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, ο δάσκαλος είχε φροντίσει ένα τραυματία γερμανό στρατιώτη.
Ο γερμανός του είχε δώσει ένα ευχαριστήριο σημείωμα. Την ώρα της εκτέλεσής του στη Λυγιά Βιάννου το έδειξε στον αξιωματικό, αλλά αυτό δεν τον έσωσε. Μαζί με το δάσκαλο εκτέλεσαν και την κόρη του Μαρία Παπαδημητροπούλου.
«…δίπλα στη γραμμή, στεκόταν και η 17χρονη κόρη του Μαρία, μαθήτρια στο Λύκειο ‘Ο Κοραής’ του Ηρακλείου. Τη βλέπει κι αναστενάζει:
-Αχ παιδί μου, σε πήρα στο λαιμό μου, (την είχε πάρει από το χωριό μαζί του με τη σκέψη να διαφύγουν προς τη Μεσαρά). Και η Μαρία τον βλέπει δακρυσμένο και τον παρηγορεί:
-Δεν πειράζει μπαμπά. Για την πατρίδα πεθαίνουμε…»
Στην περιοχή του Αμυγδαλόλακου της Λυγιάς, τα κατοχικά στρατεύματα προχώρησαν σε σοβαρά εγκλήματα κατά γυναικών και παιδιών. Σκότωσαν τα παιδιά του Γεωργίου Βερβελάκη αφού τα βασάνισαν, την Ευαγγελία 8 χρονών, τη Μαρία 12 χρονών και τον Στυλιανό 15 χρονών. Σκότωσαν ακόμη την Ελένη Μαρή και τον εφτάχρονο γιο της Μιχάλη
Η εντεκάχρονη Ελπίδα, κόρη του δασκάλου Νικολάου Τζαγκαράκη, περιγράφει τις εκτελέσεις των Βιαννιτών και του πατέρα της, με τα παρακάτω λόγια:
´”…ζούσα στο χωριό Αμιρά. Γερμανική κατοχή. Ο πατέρας μου είχε γυρίσει από τον Αλβανικό πόλεμο. Προσπαθούσαμε λοιπόν μέσα από φοβερές συνθήκες να επιβιώσουμε.
Αθουσάκη Ήμουν 11 χρονών και μπορούσα να θυμάμαι καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το φοβερό Σεπτέμβρη του ’43, το μήνα που σημάδεψε τη ζωή μου ολόκληρη. 14 του Σεπτέμβρη, το ξημέρωμα που θα θυμάμαι με πόνο για πάντα, γιατί έχασα ό,τι πιο ακριβό είχα στη ζωή μου, τον πατέρα μου…
…οι άνδρες φρόντισαν να κρυφτούν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Οι Γερμανοί όμως που αντιλήφτηκαν τον πανικό των κατοίκων όλης της περιοχής κατάφεραν με τεχνάσματα να τους ξεγελάσουν, για να τους πείσουν να επιστρέψουν στα χωριά τους.
Πήγαν λοιπόν στο χωριό Άγιος Βασίλειος και άρχισαν να δίνουν υποσχέσεις στους κατοίκους, ότι, αν οι άνδρες γυρίσουν πίσω, δεν θα διατρέχουν κανένα κίνδυνο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να κρύβονται. Είπαν ότι αυτοί που έφταιξαν για τα γεγονότα της Σύμης είχαν βρεθεί και θα τιμωρούνταν. Επομένως όλοι ήταν ελεύθεροι να γυρίσουν στα σπίτια τους χωρίς κανένα φόβο…
…ο πατέρας μου, πριν φύγει απ’ το σπίτι, ήπιε μια φασκομηλιά, παίρνοντας μαζί του ένα κουλουράκι, που μετά βρέθηκε στην τσέπη του, ενώ τον είχαν εκτελέσει. Τι τραγική ειρωνεία! Ένα άρτιο κουλουράκι, αφάγωτο στην τσέπη ενός νεκρού, διαμελισμένου απ’ το ναζιστικό πυροβόλο…
…ο πατέρας μου λοιπόν κατέβηκε προς τα κάτω και με το θάρρος που πάντα τον διέκρινε άρχισε να φωνάζει προς όλους: «Οι Έλληνες δεν σκοτώνονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν πυροβολούνται πισώπλατα, αλλά ορθώνουν τα στήθη τους στο θάνατο. Οι Έλληνες πατριώτες πεθαίνουν όρθιοι, σαν ήρωες, αφήνοντας πίσω ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, γυναίκες, παιδιά, μανάδες, πατεράδες και παιδιά που τώρα θα γεννηθούν. Αδέρφια, δείξτε θάρρος, γιατί έτσι πρέπει. Ας κάνουμε κι εμείς αυτό που ο Σολωμός λέει:
«Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς να πλημμυρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο.
Ζήτω η Ελλάδα, Ζήτω η Πατρίδα».
Και τα πολυβόλα τον γάζωσαν, τον κομμάτιασαν μ’ όλη τους τη μανία. Μόνος, ολομόναχος δέχτηκε τα βόλια που του άνοιξαν το στήθος και του πήραν το κεφάλι. Ακολούθησαν και οι άλλοι, ώσπου τα πολυβόλα σίγησαν και η ατμόσφαιρα πλημμύρισε απ’ τη μυρωδιά της ανυπέρβλητης θυσίας. Το αεράκι που φύσαγε, γέμισε τα στήθη μας και μας έδωσε λίγο κουράγιο, για να τρέξομε και ν’ αντικρύσομε την φρικτή εικόνα του θανάτου, τη σκληρή πραγματικότητα του χαμού. Πώς αντέξαμε, Θεέ μου!! Πού βρήκαμε τη δύναμη…!
…κι εγώ 11 χρονών να αντικρίζω ένα πατέρα κομματιασμένο με την καρδιά να φαίνεται στο στήθος του και το κεφάλι του διαλυμένο – τα μυαλά να έχουν εκσφενδονιστεί πολλά μέτρα πιο πέρα- ένιωσα να φτάνω στα όρια της τρέλας, ένιωσα να σπαράζω σαν ζώο πληγωμένο. Έναν πατέρα που δεν μπορούσα να αντικρίσω και μια μάνα που ήθελε να πεθάνει μαζί του.
Οι Γερμανοί δεν σταμάτησαν να ουρλιάζουν και με τα αυτόματά τους να σκορπίζουν παντού το φόβο.
Η μάνα μου με υποχρέωσε να γυρίσω στο σπίτι να φέρω ένα υφαντό σεντόνι και μια μεταξωτή πετσέτα, για να τυλίξουμε το σώμα του πατέρα μου.
Ο φόβος με διαπερνούσε, αλλά δεν μπορούσα να της αρνηθώ, γιατί έβλεπα στη ματιά της ζωγραφισμένη την απελπισία και τον καημό για ό,τι έχανε κείνη την ώρα. Επέστρεψα στον τόπο των εκτελέσεων, κρατώντας το σεντόνι και την πετσέτα. Την στρώσαμε καταγής με την γιαγιά μου, σηκώσαμε τον άτυχο γιο αυτής της γης (τη μάνα του πατέρα μου την κρατούσαν όμηρο στη Βιάννο), σαν άχραντα μυστήρια και τον βάλαμε πάνω στο σεντόνι.
Προσπάθησα να μαζέψω όσα μυαλά γινόταν από δω κι από εκεί, και με μια πετσέτα δέσαμε όσο κεφάλι είχε απομείνει απ’ τον αγαπημένο μου πατέρα. Η θέα της καρδιάς του, που δεν κτυπούσε πια, μ’ έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Έπρεπε όμως να συνέλθω και να σταθώ, γιατί, οι Γερμανοί δεν άφηναν εκδηλώσεις συναισθηματικές. Τον δέσαμε λοιπόν στο σεντόνι, τον φορτώσαμε στο γαϊδούρι και κινήσαμε προς το νεκροταφείο. Όταν φτάσαμε εκεί, ο θρήνος είχε πάρει άλλες διαστάσεις.
Έπρεπε να βρεθούν μνήματα για όλους. Ο πατέρας μου, ο λατρευτός μου πατέρας, που θα εύρισκε ανάπαυση; Ξεκινά λοιπόν ένας μαραθώνιος, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η γιαγιά μου άρχισε να σκάβει κι εγώ με το φουστάνι μου έβγαζα τα χώματα απ’ έξω. Η μάνα μου δίπλα στον πατέρα μου να οδύρεται και να βγάζει τα μαλλιά της. Τέλειωσε η ταφή του πατέρα μου, φυσικά χωρίς παπά, χωρίς ψαλμωδία, χωρίς καμιά διαδικασία…”.
(Ελπίδα Τζαγκαράκη, κόρη του δασκάλου Νικολάου Τζαγκαράκη, από το βιβλίο του Γεωργίου Χρηστάκη «Επαρχία Βιάννου 1940-1945»)
Ο Γεώργιος Χρηστάκης, στο βιβλίο του «Επαρχία Βιάννου 1940-1945» περιγράφει τον φριχτό και απάνθρωπο τρόπο του θανάτου της εγκύου Αικατερίνης, συζύγου του δικηγόρου Θανάση Παπαδημητρόπουλου. Στην περιοχή της Λυγιάς, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, κινούνταν μια ομάδα δεκαπέντε ατόμων για να αποφύγουν τους Γερμανούς. Ήταν απόγευμα αλλά συνάντησαν τελικά ένα γερμανικό απόσπασμα.
Οι Γερμανοί άρχισαν να τους πυροβολούν όλοι μαζί. Η Αικατερίνη, επειδή ήταν έγκυος, ήταν ανεβασμένη πάνω σε ένα άλογο. Το άλογο χτυπήθηκε στα πόδια και έπεσε κάτω, παρασύροντας μαζί του την έγκυο. Οι Γερμανοί τρέχοντας, πρόλαβαν τους πατριώτες και άρχισαν να τους εκτελούν. Ένας Γερμανός, με βάρβαρα ένστικτα, έβγαλε μία ξιφολόγχη και άνοιξε την κοιλιά της Αικατερίνης. Βρίσκονταν στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης.
Τράβηξε το μωρό και το άφησε δίπλα της. Η Αικατερίνη μέσα στα αίματα, αγκάλιασε το μωρό της και πέθαναν μαζί. Στην περίπτωση της Αικατερίνης, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κάποιος αυτό το έγκλημα και αυτούς τους υπανθρώπους του Γερμανικού τακτικού στρατού.
Το τελευταίοι θύμα της επαρχίας Βιάννου στη διάρκεια της κατοχής, ήταν γυναίκα. Η Αικατερίνη Μανετάκη από το χωριό Χόνδρος. Οι Γερμανοί, τον Σεπτέμβριο του 1943 άρχισαν να εγκαταλείπουν τον νομό Λασιθίου, την ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου και να συμπτύσσονται στην πόλη του Ηρακλείου. Στον Χόνδρο, μια ομάδα Γερμανών στις αρχές Σεπτεμβρίου, ζητούσε από τους κατοίκους τρόφιμα.
Από την Αικατερίνη Μανετάκη, μας πληροφορεί στο βιβλίο του «Επαρχία Βιάννου 1940-45» ο Γεώργιος Χρηστάκης, ζήτησαν νερό. Όταν τέλειωσε το νερό του σταμνιού, η Αικατερίνη πήγε σε ένα διπλανό πηγάδι να το ξαναγεμίσει. Εκεί την βρήκε μια σφαίρα των κατακτητών, που είχαν αρχίσει να πυροβολούν για να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι στην πλατεία. Έτσι, το τελευταίο θύμα της επαρχίας Βιάννου στη διάρκεια της κατοχής, ήταν γυναίκα, η Αικατερίνη Μανετάκη από το χωριό Χόνδρος.
Αρκεί ένα έγγραφο του διορισμένου Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1943, ένα μήνα μετά τις εκτελέσεις και την καταστροφή της επαρχίας Βιάννου, για να καταλάβουμε την ένδεια και την ανέχεια που ακολούθησε της γερμανικής επέλασης.
Το έγγραφο στέλνεται στην Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Βιάννου. Ο γερμανόφιλος Νομάρχης εκθειάζει τον εαυτό του ως υπαίτιο δήθεν, της άδειας των γερμανικών αρχών στους κατοίκους, για την παραλαβή του οικιακού εξοπλισμού τους. Στο κείμενό του όμως παραδέχεται ότι οι Βιαννίτες στα σπίτια τους δεν θα βρουν τίποτα αφού χρησιμοποιεί τις φράσεις «να παραλάβουν τα τυχόν παραμένοντα σκεύη και τρόφιμα».
Ούτε ο ίδιος πιστεύει ότι μέσα στα κατεστραμμένα σπίτια της νεκρής ζώνης θα βρεθεί τίποτα. Για πληρέστερη αντίληψη του περιεχομένου, παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο του εγγράφου:
«Ηράκλειον, 25 /10/1943
Επείγον Προς την Υποδιοίκησιν Χωροφυλακής Βιάννου
Κοινοποιούμεν κατωτέρω το από 23/10/43 έγγραφον του Γερμανικού Φρουραρχείου Ηρακλείου, δι ου γνωρίζεται υμών ότι κατόπιν των προσπαθειών ημών και της Μητροπόλεως, επετράπη εις τον πληθυσμόν της απηγορευμένης ζώνης της επαρχίας Βιάννου όπως μέχρι της 6ης Νοεμβρίου 1943 παραλάβουν από τα εκκενωθέντα χωρία του, τα τυχόν παραμένοντα σκεύη και τρόφιμα.
Παρακαλούμεν όπως δώσητε ευρείαν δημοσιότητα εις την παρούσαν και επιστήσητε την προσοχήν των πολιτών δια την ακριβή συμμόρφωσιν προς αποφυγήν δυστυχήματος
Ο Νομάρχης Εμμανουήλ Ξανθάκης».
Η γυναίκα της Βιάννου, εκτός του θρήνου και της απώλειας των αγαπημένων της προσώπων που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, έμεινε χωρίς σπίτι και οικοσκευή, προσπαθώντας να μεγαλώσει τα παιδιά της.
Τα μαύρα ρούχα τη συνόδευαν από τότε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Σήκωσε τον μοναχικό σταυρό του μαρτυρίου. Όμως η Βιαννίτισσα δεν το έβαλε κάτω. Ξανάστησε το σπιτικό της, μεγάλωσε τα παιδιά της διδάσκοντάς τους ήθος και αξίες και τα απέδωσε ως σωστούς πολίτες στην κοινωνία.
Ο φασισμός και ο ναζισμός που χτύπησε αλύπητα την επαρχία Βιάννου και ολοκαύτωσε τα χωριά της, δεν πρόσθεσε μίσος στην καρδιά της Βιαννίτισσας γυναίκας. Σμίλεψε μέσα στην ψυχή της τις ιδέες της Ειρήνης, της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης.
Αξίζει να της αφιερώσουμε μερικούς στίχους από το ποίημα με τίτλο «η γυναίκα του σκοτωμένου» του Κωνσταντίνου Καργάκη, γιου του Γεωργίου Καργάκη ή Ψαρογιώργη, αντάρτη του Πετρακογιώργη. Γράφει ο Κωνσταντίνος Καργάκης:
Παίρνει το πλάι του καημού, του Γολγοθά το δρόμο
με το στεφάνι, τα καρφιά και το σταυρό στον ώμο.
Παίρνει τη νύχτα, τη βροχή, τον πόνο και το δάκρυ
να στέσει σπίτι ορφανό στου φεγγαριού την άκρη.
Μέρες την ψάχνει ο Θεός μέσα στη σιωπή της,
μουδέ η κατάρα ακούγεται μουδέ η προσευχή της.
Τα χηρεμένα νιάτα της τύλιξε στο μαντήλι
για να καούν σιγά σιγά στου πένθους το καντήλι.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος