Στις 5 Ιουλίου 1943 τα ξημερώματα, πραγματοποιείται στο αεροδρόμιο Καστελλίου σαμποτάζ από Άγγλους και Έλληνες δολιοφθορείς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Δανός Λοχαγός Άντερς Λάσσεν και ο Καστελλιανός σμηνίας, μέλος της Φορς 133 Κίμωνας Ζωγραφάκης. Την επόμενη ημέρα, 6 Ιουλίου 1943, οι Γερμανοί με απόφαση του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Μπρόγερ, εκτέλεσαν στον Ξηροπόταμο Ηρακλείου 19 πατριώτες με το αφήγημα των αντιποίνων.
Μεταξύ των εκτελεσθέντων βρίσκονταν και ο Καστελλιανός Μιχάλης Σταυρακάκης, που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Ο Μιχάλης Σταυρακάκης, την ώρα του σαμποτάζ στο αεροδρόμιο, ήταν στην ταράτσα του πατρικού του σπιτιού και πανηγύριζε τις εκρήξεις και τις καταστροφές των γερμανικών αεροπλάνων. Προδόθηκε γι’αυτή του την πράξη στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί θεώρησαν τον Μιχάλη γνώστη του σαμποτάζ, (αφού είχε βγει στην ταράτσα και περίμενε να δει και να ακούσει τις εκρήξεις), αυτός ήταν και ο λόγος της εκτέλεσής του.
Η οικογένεια του Μιχάλη αποτελούνταν από τρεις αδερφές και δύο αδερφούς. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν την Κατοχή. Μετά την εκτέλεση, οι αδερφές του Μιχάλη (Μαρία, Γεωργία, Λιλίκα), μαζί με την μητέρα τους Αικατερίνη, εκτοπίστηκαν από το Καστέλλι. Η Λιλίκα ήταν δασκάλα και υπηρετούσε στο χωριό Πατσός Ρεθύμνου. Η μητέρα με τις κόρες πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Πατσό.
Στη συνέχεια οι Γερμανοί έχτισαν με πέτρες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, το σπίτι παρέμεινε κλειστό. Αν σήμερα κοιτάξει κάποιος το σπίτι (που δεν κατοικείται) από την ανατολική του πλευρά θα δει ακόμη τις πέτρες που είχαν χτιστεί τα παράθυρα και ένα μέρος του παραθύρου που έχει παραμείνει χτισμένο από τα χρόνια της Κατοχής.
Τα άλλα αγόρια της οικογένειας ήταν ο Σοφοκλής και ο Ιάσονας. Ο Σοφοκλής βρίσκονταν στην Αθήνα και σπούδαζε γιατρός και ο Ιάσονας στο Καστέλλι.
Ο Διοικητής του Καστελλίου Ταγματάρχης Τροστ, αναζήτησε τον Ιάσονα, (μετά την εκτέλεση του Μιχάλη).
Ο Ιάσονας κατάφερε να διαφύγει και να ανέβει στα Λασιθιώτικα βουνά στη μάντρα του Σηφογιάννη, κοντά στο συμμαχικό κλιμάκιο του ασυρμάτου. Στη συνέχεια στην ομάδα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.
Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και αφού οι Γερμανοί τον είχαν επικηρύξει, οι σύμμαχοι φυγαδεύουν τον Ιάσονα στη Μέση Ανατολή.
Για την εκτέλεση του Μιχάλη Σταυρακάκη, στη συνείδηση των Καστελλιανών ενοχοποιείται η διερμηνέας του Φρουράρχου Τροστ Γεωργία Μπαλτζάκη –Μόνικα. Είναι τα πρώτα σύννεφα που σκιάζουν το πρόσωπό της. Ακόμη και σήμερα πολλοί απ’ αυτούς που έζησαν τα γεγονότα, το πιστεύουν.
Το ίδιο πίστευε τότε και η οικογένεια του Μιχάλη Σταυρακάκη. Γι’αυτό και ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, συγκαλεί στρατοδικείο στο βουνό για τη Γεωργία Μπαλτζάκη.
Η ίδια ήταν απούσα από το στρατοδικείο. Η απόφαση για τη Γεωργία ήταν καταδικαστική και ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς διατάζει την εκτέλεσή της.
Την απόφαση καλούνται να υλοποιήσουν ο αδερφός του Μιχάλη Σταυρακάκη Ιάσονας και ο Καπετάν Γρηγόρης Χναράκης.
……………………………….
Μετά την Κατοχή, ο αδερφός του Μιχάλη Σταυρακάκη Ιάσονας ξενιτεύτηκε. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική κοντά στον θείο του γιατρό Στυλιανό Σακόρραφο, αδελφό της μητέρας του και σπούδασε. Ο Ιάσονας έγινε λαμπρός επιστήμονας. Θήτευσε και διευθυντής της πολυεθνικής εταιρείας IBM στην Ελλάδα. Το 1999 έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Απειλή και Αντίσταση», όπου περιγράφει πώς βίωσε τα γεγονότα της Κατοχής. Τη διαφυγή του από το Καστέλλι μετά την εκτέλεση του αδερφού του, την υπηρεσία του στο συμμαχικό κλιμάκιο, τις αποστολές που ανέλαβε, τη φυγή του στη Μέση Ανατολή κ.α.
Τα πρόσωπα του βιβλίου του είναι όλα πραγματικά, αλλά ο Ιάσονας χρησιμοποιεί ψευδώνυμα. Έτσι τον Γρηγόρη Χναράκη τον ονομάζει Λευτέρη, τον εαυτό του Κρίτωνα, τη Γεωργία Μπαλτζάκη Μιράντα, τον Καπετάν Σηφογιάννη Μαυρογιάννη, τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά Γενοβά, τον Άγγλο Πάτρικ Λη Φέρμορ Ίκαρο κλπ.
Στο βιβλίο του ο Ιάσονας περιγράφει την αποστολή που ανέλαβαν μαζί με τον Γρηγόρη Χναράκη από τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, την εκτέλεση δηλαδή της Γεωργίας Μπαλτζάκη-Μόνικα. Ο ίδιος ο Ιάσονας δεν είχε πιστέψει ποτέ πως η συμμαθήτριά του στο σχολείο Γεωργία πρόδωσε τον αδερφό του και γι’αυτό ανέλαβε την αποστολή με βαριά καρδιά. Από το βιβλίο του Ιάσονα Σταυρακάκη διαβάζουμε:
«…σε τρεις μέρες ξαναγύρισε ο Λευτέρης. Με τη χαρακτηριστική του εχεμύθεια πήρε τον Κρίτωνα ιδιαιτέρως και του είπε.
-Έχομε μια καινούρια αποστολή.
-Λέγε καπετάνιο, απάντησε ο Κρίτωνας.
-Θα πάμε να εκτελέσομε τη Μιράντα, τη διερμηνέα στην κομμαντατούρα του Καστελλιού, αυτήν που πρόδωσε τον αδερφό σου κι άλλους τρεις από τους δεκαπέντε που εκτελέσανε οι Γερμανοί.
Ο Κρίτωνας κατάπιε το σάλιο του.
-Πέρασε από στρατοδικείο; ρώτησε ξερά.
-Ε, έγινε συζήτηση, μερικές μαρτυρίες από το Καστέλλι και τα περίχωρα λένε πως κάνει ζημιά. Κι ύστερα, το στρατοδικείο θέλει να δώσει ένα παράδειγμα σε μια πολύ ευαίσθητη περιοχή.
-Και πιο είναι το σχέδιο, Λευτέρη;
-Άκουσε, αύριο είναι πανηγύρι που γιορτάζεται στη Μυρτιά. Αυτή πάει συχνά εκεί, γιατί έχει συγγενείς. Η πληροφορία μας είναι ότι θα βρίσκεται σ’αυτό το χωριό αύριο. Εσύ θα φύγεις αμέσως τώρα και θα κοιμηθείς στου Μαυρογιάννη τη μάντρα. Από κει σε δυο ώρες είσαι στη Μυρτιά. Εγώ θα φύγω αύριο το πρωί και θα σε περιμένω στου Προκόπη το σπίτι. Μόλις μπεις στο χωριό θα πας στο σπίτι του Θόδωρου και μαζί θα βολιδοσκοπήσετε την κατάσταση. Είναι εκεί, δεν είναι, τι ώρα φεύγει, ποιος τη συνοδεύει, όσες λεπτομέρειες μπορείτε. Κι ύστερα θα’ρθεις στου Προκόπη να κάνομε σχέδιο. Εγώ δεν μπορώ να περάσω από τη Μυρτιά, γιατί με γνωρίζουνε πολλοί. Α! πρόσθεσε σε λίγο, εσύ πάρε μόνο τη μπερέτα σου. Εγώ θα κρατώ τα όπλα.
Ο Κρίτωνας ετοιμάστηκε σε λίγα λεπτά και πήρε το μονοπάτι προς τη κατεύθυνση της μάντρας. Δεν ήταν όμως καθόλου ήρεμος ψυχικά. Πρώτ’ απ’ όλα η «δίκη» δεν του φαινότανε πως βασιζότανε σε μια σοβαρή ανάκριση. «Δεν δικάζει κανείς έναν άνθρωπο σε θάνατο με μια τέτοια προχειρότητα», έλεγε μέσα του. Μα αυτό που τον ενοχλούσε πραγματικά ήτανε ότι γνώριζε πολύ τη Μιράντα. Περάσανε έξι χρόνια μαζί στο Δημοτικό Σχολείο κι άλλα έξι στο Γυμνάσιο. Πάντα στην ίδια τάξη. Αν και δεν ήτανε ποτέ στενοί φίλοι, είχανε ζήσει μαζί τις σχολικές γιορτές, τις σχολικές άμιλλες και μοιραστήκανε το ίδιο περιβάλλον της παιδικής ζωής. «Είναι σαν να σκοτώνεις λίγο από τον εαυτό σου, σαν να απότυχε κάτι από το δικό σου κόσμο», έλεγε μέσα του.
Βουτηγμένος σ’αυτές τις σκέψεις δεν αντιλήφθηκε πως είχε μπει μέσα σε μια περιοχή καλυμμένη από σύννεφα. Για λίγα λεπτά έχασε το μονοπάτι. Άρχισε να βαδίζει αριστερά και δεξιά και να ψηλαφίζει το μονοπάτι με τα πόδια του και το βεργάλι, ώσπου ξαναμπήκε στο σωστό δρόμο. Όταν έφτασε στη μάντρα του Μαυρογιάννη, κοιμήθηκε αμέσως, χωρίς πολλές κουβέντες.
Ο Κρίτωνας ξεκίνησε την άλλη μέρα το πρωί για τη Μυρτιά. Έφθασε κατά τις δέκα η ώρα. Για να πάει στο σπίτι του Θόδωρου έπρεπε να περάσει από την κεντρική πλατεία και να διασχίσει το χωριό. Όταν όμως έφθασε στην πλατεία, είδε ότι ήτανε γεμάτη Γερμανούς. Θα’τανε μια τριανταριά χαρούμενοι στρατιώτες που χειρονομούσανε και μιλούσανε δυνατά.
Μερικοί τραγουδούσανε λίγο τσουγγρισμένοι, γιατί την ημέρα του πανηγυριού αυτού οι χωρικοί ανοίγουν τα βαρέλια της χρονιάς και κερνούν όσους περνούν από τα σπίτια τους. Ο Κρίτωνας έστριψε προς τον πιο κοντινό δρόμο και μπήκε στο πρώτο σπίτι που κέρναγε κρασί. Πρωί-πρωί και λίγο ξιδάτο, μα τι να κάνεις, μια και κάτω. Ύστερα γλίστρησε έξω πιτήδεια και πήρε τον πρώτο δρόμο για να παρακάμψει την πλατεία. Δεν είχε κάνει όμως δυο βήματα και βρέθηκε μπροστά του η Μιράντα. Πέντε μέτρα μακριά. Η Μιράντα τον κοίταξε κατάπληκτη για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα χύθηκε απάνω του.
-Τι γυρεύεις εσύ εδώ, του είπε και τον αγκάλιασε. Άκουσε, του ψιθύρισε, είσαι ο εξάδελφός μου. Έχεις ταυτότητα;
-Όχι, απάντησε ο Κρίτωνας, κατάπληκτος κι αυτός.
Τρεις Γερμανοί περάσανε γεμάτοι χαμόγελα.
-Αχ σο! Μιράντα, είπανε κοροϊδευτικά και μπήκανε στο σπίτι, απ’όπου μόλις είχε βγει ο Κρίτωνας.
-Κι ασφαλώς θα οπλοφορείς, ξαναρώτησε η Μιράντα.
-Ναι, είπε ο Κρίτωνας.
-Πρόσεξε, γιατί είναι δυο γκεσταπίτες στην παρέα. Έχε μου εμπιστοσύνη, Κρίτωνα, εγώ θα σε βγάλω από δω μέσα.
Ο Κρίτωνας έστεκε αποχαυνωμένος. Το όλο σενάριο της αποστολής του πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του. «Να που το θύμα σώζει το φονιά», σκέφτηκε. Ελπίζω Μιράντα να μη δεις στα μάτια μου το σάρακα που φορώ».
-Μην είσαι τόσο σοβαρός, είπε εκείνη. Χαμογέλασε λίγο, είναι γιορτή, και θα σε υποψιαστούνε. Δεν είσαι χαρούμενος που με βλέπεις; Προσποιήσου το τουλάχιστο. Σε παρακαλώ, Κρίτωνα, είπε με μια ανήσυχη επιμονή.
Ο Κρίτωνας πήρε την απόφασή του.
-Τι προτείνεις, Μιράντα; τη ρώτησε.
-Θα πάμε στο σπίτι του θείου μου. Εκεί είναι η Μαρία, η αδελφή μου, που θα με βοηθήσει να σε φυγαδέψομε.
-Σ’ευχαριστώ πολύ Μιράντα. Πάμε τότε.
-Για μια στιγμή, νόμισα πως μου κακίζεις ακόμη, γιατί σε ξεπερνούσα πολλές φορές στα Αρχαία Ελληνικά, είπε και κοκκίνισε λίγο.
Ο Κρίτωνας χαλάρωσε λίγο μ’ένα χαμόγελο.
Σε λίγα λεπτά είχανε φθάσει στο σπίτι του θείου της Μιράντας. Μόλις είδε την αδελφή της είπε:
-Μαρία, πάρε τον Κρίτωνα κάτω στο υπόγειο. Εκεί πάρε το μπιστόλι του και κρύψε το στη τσάντα σου. Από κει να φύγετε μαζί από το πίσω σοκάκι. Όταν είσαστε μακριά από το χωριό, να του δώσεις πίσω το πιστόλι και να γυρίσεις.
Η Μαρία την κοίταζε κατάπληκτη και συγχυσμένη και είπε:
-Μα ξέρεις τι κάνεις Μιράντα;
-Ναι, ξέρω πολύ καλά Μαρία, μόνο μην το συζητάς τώρα, σε παρακαλώ, ο χρόνος είναι πολύτιμος. Αν συναντήσετε Γερμανούς να τους πεις πως ο Κρίτωνας είναι εξάδελφός μας κι ήρθε κι αυτός στο χωριό για το πανηγύρι. Μην φοβάσαι Μαρία, εγώ θα σας κρυφοκοιτάζω από το μπαλκόνι κι αν δω δυσκολία θα επέμβω. Τότε γύρισε προς τον Κρίτωνα και του’πε:
-Πήγαινε στο καλό, Κρίτωνα, κι ο Θεός μαζί σου.
Τα πράγματα γίνανε ακριβώς όπως είπε η Μιράντα χωρίς κανένα επεισόδιο.
-Ευχαριστώ, Μαρία, της είπε ο Κρίτωνας χαιρετώντας την, είσαστε κι οι δυο πραγματικοί φίλοι.
-Ο Θεός μαζί σου Κρίτωνα. Δεν θα το καταλάβεις αυτό, ίσως, μα είμαστε όλοι πολύ υπερήφανοι για σένα.
Δυο χιλιόμετρα έξω από το χωριό είδε κάποιο πάνω σ’ένα μουλάρι να έρχεται από τη μεριά του χωριού. Κρύφτηκε πίσω από έναν τράφο και τον άφησε να πλησιάσει, για να βεβαιωθεί πως δεν ήταν ύποπτος. Όταν πλησίασε είδε πως ήταν ένας χωριανός του και πολύ φίλος του μάλιστα. Κάθισε πάνω στον τράφο και τον περίμενε.
-Μνήσθητί μου Κύριε! Ο Κρίτωνας είσαι;
-Γεια σου Γιώργο, που με το καλό;
Για δουλειές πάω, εδώ κι εκεί, όπως συνήθως.
-Και μήπως έχεις τίποτα νέα από τους δικούς μου;
-Όχι Κρίτωνα. Λένε πως η αδελφή σου έγραψε λέει στη θεία σου την Άρτεμη κι είναι όλοι τους καλά. Ζητούσανε κι αυτές νέα από σένα. Εσύ που πας; Μην πας και περάσεις από τη Μυρτιά! Είναι γεμάτη Γερμανούς λόγω του πανηγυριού.
-Από κεια έρχομαι, απάντησε ο Κρίτωνας. Και του διηγήθηκε την ιστορία της Μιράντας, χωρίς να του πει βέβαια για το λόγο που βρέθηκε εκεί.
-Εμένα δε μου κάνει έκπληξη αυτό Κρίτωνα. Ξέρεις η Μιράντα ήτανε από μικρή ένα κορίτσι ματαιόδοξο και φιλόδοξο κι είχε κι ένα πολύ αυστηρό πατέρα. Όταν ήρθανε λοιπόν οι Γερμανοί βρήκε την ευκαιρία να κάμει κι αυτή το κομμάτι της. Αξιοκατάκριτη δε λέω. Μπήκε σ’ένα φαύλο κύκλο και ντρόπιασε το χωριό. Μα κακό έκανε μόνο στον εαυτό της. Δεν πρόδωσε κανένα. Κανείς δε βγήκε να πει κάτι συγκεκριμένο. Μόνο φήμες και εικασίες. Να, για μέρες λέγανε πως αυτή πρόδωσε τον αδελφό σου και τσ’άλλους. Τώρα όλο το Καστέλλι ξέρει πως τη βρωμιά την έκανε η Κουρήνα, η μαυρούκα.
-Τι λες βρε Γιώργο, είπε ο Κρίτωνας ξαφνιασμένος, δεν το’χα ακούσει εγώ αυτό.
-Ευχαριστώ Γιώργο γι αυτήν την πληροφορία, δεν ξέρεις πόσο με βοήθησες. Τώρα όμως πρέπει να φύγω. Χαιρετισμούς σ’όλους τους φίλους, είπε κι έφυγε βιαστικά.
-Πώς τα πήγες; τον ρώτησε ο Λευτέρης μόλις τον είδε.
Ο Κρίτωνας άρχισε την ιστορία της Μιράντας και της Μαρίας.
–Μη μου το λες! έλεγε ο Λευτέρης με γουρλωμένα μάτια!
Όταν τελείωσε η ιστορία, ο Λευτέρης ήτανε φανερά προβληματισμένος. Κοίταξε τον Κρίτωνα με κατανόηση και του είπε:
-Θα’ναι δύσκολο για σένα να λάβεις μέρος σ’αυτήν την εκτέλεση. Θα πάω μόνος μου. Πες μου τι ώρα φεύγει και με ποιον.
-Δεν έμαθα Λευτέρη.
Ο Λευτέρης πήρε τότε ένα αυστηρό ύφος, σχεδόν θυμωμένος και του είπε:
-Μα τότε δεν έκανες τη δουλειά σου, Κρίτωνα.
-Λευτέρη, απάντησε ο Κρίτωνας, εγώ αρχίζω να αμφιβάλλω αν πρέπει να την εκτελέσομε, τουλάχιστον για τώρα.
-Να μην υπακούσομε, δηλαδή, στις διαταγές του στρατοδικείου; φώναξε.
-Άκουσε Λευτέρη, δεν είμαστε ναζιστές. Επί τέλους δεν αρνούμαι να υπακούσω, αλλά λέω πως έχομε καινούριες πληροφορίες και πως έχομε το δικαίωμα, το καθήκον, μάλιστα, να ζητήσομε επανεξέταση της απόφασης.
-Και την ανάγκη για το παράδειγμα, την ξέχασες αυτή;
Αυτή τη φορά ο Κρίτωνας θύμωσε πραγματικά και φώναξε στο Λευτέρη.
-Τότε, γιατί να μη σκοτώσομε και εμείς δεκαπέντε αντί για μια; Τόσο καθυστερημένοι είμαστε;
Ο Λευτέρης κοίταζε τον Κρίτωνα κατάπληκτος. Ήταν η πρώτη φορά που του αντιμιλούσε με τέτοιο ύφος. Ο Κρίτωνας κατάλαβε πως ήταν άδικος με το Λευτέρη και συνέχισε σε πιο φιλικό τόνο.
-Άκουσε Λευτέρη, το Καστέλι έχει χίλιους διακόσους κατοίκους, κι έχουνε καμιά δεκαριά χιλιάδες ακόμη τα περίχωρα. Πόσους προδότες βγάλαμε; Δυο! Δυο στις έντεκα χιλιάδες! Αυτή είναι η Κρητική Αντίσταση, Λευτέρη. Σε ποιο θα δώσομε το παράδειγμα;…ª.
Έτσι ο Ιάσονας και ο Γρηγόρης Χναράκης δεν εκτελούν τη Γεωργία. Επιστρέφουν πίσω και αναφέρουν τα περιστατικά στον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Γίνεται ξανά στρατοδικείο με τα νέα στοιχεία που προσκόμισαν οι «εκτελεστές» και η Γεωργία Μπαλτζάκη-Μόνικα κρίνεται πανηγυρικά αθώα.
…………………………….
Τον Μιχάλη Σταυρακάκη είναι αλήθεια πως τον πρόδωσαν στους Γερμανούς. Ο Μιχάλης έμαθε σε τρεις μήνες αφ’ότου εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί στο Καστέλλι τα γερμανικά. Εντάχθηκε στη Φορς 133 και δούλευε, αν και ανάπηρος, στα έργα του αεροδρομίου. Πολλές πληροφορίες έδιδε στους συμμάχους μέσω αγγελιοφόρων. Είχε αγοράσει και μια φωτογραφική μηχανή από έναν Γερμανό και έβγαζε φωτογραφίες των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου τις οποίες προωθούσε στο συμμαχικό κλιμάκιο.
Ο Μιχάλης Σταυρακάκης ήταν ο μόνος πολίτης Καστελλιανός που γνώριζε για το σαμποτάζ που είχε οργανώσει το συμμαχικό Στρατηγείο στο αεροδρόμιο του Καστελλίου τον Ιούλιο του 1943, γιατί ήταν αυτός που εφοδίασε τους σαμποτέρ με τοπογραφικούς χάρτες και τις θέσεις των αεροπλάνων όταν αυτοί βρίσκονταν στη θέση Κεφάλα-Ατσιπαράς λίγο πριν κάνουν την επιχείρηση.
Γνωρίζοντας λοιπόν για το τι θα γινόταν το βράδυ της 4ης προς 5η Ιουλίου 1943, ο Μιχάλης ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του. Από την ταράτσα φαινόταν το αεροδρόμιο του Καστελλίου. Έτσι με τις πρώτες εκρήξεις, άρχισε να πανηγυρίζει. Αυτό έγινε γνωστό στους Γερμανούς. Ακολούθησε η σύλληψη και εκτέλεσή του.
Η αδερφή του δασκάλα Λιλίκα Σταυρακάκη-Κουμεντάκη, σε επιστολή που μας απέστειλε με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 2002, αναφέρει όλα τα γεγονότα που είχαν σχέση με την καταδίκη σε θάνατο του αδερφού της Μιχάλη. Κατονομάζει στην επιστολή τους προδότες. Αναφέρει δύο ονόματα. Όχι όμως τη Γεωργία Μπαλτζάκη – Μόνικα. Η Γεωργία Μπαλτζάκη – Μόνικα ήταν πατριώτισσα.
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος