Η Ζωή Αγιομυργιανάκη γεννήθηκε το έτος 1908 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα 6 παιδιά του Ιωάννη Νικ. Αγιομυργιανάκη από τις Άνω Ασίτες και της Μαρίας Πατακάκη από τα Κύθηρα, αλλά κρητικής καταγωγής. Σε ηλικία 8 ετών έμεινε ορφανή από πατέρα και η οικογένειά της βυθίστηκε στη δίνη των δοκιμασιών και των συνεπειών της απώλειάς του.
Είχε όμως ισχυρή θέληση και μεγάλη έφεση για μάθηση και κατάφερε να σπουδάσει δασκάλα. Στο Γυμνάσιο, μάλιστα, έκαμε χρήση της ευχέρειας που παρέχονταν τότε στους καλούς μαθητές και συντόμευσε τη διάρκεια φοίτησής της, περνώντας ορισμένες τάξεις ανά δύο μαζί σε ένα χρόνο, μετά, βέβαια από επιτυχία στις σχετικές εξετάσεις. Φοίτησε στο Αρσάκειο Διδασκαλείο και στη συνέχεια στο Μαράσλειο, το οποίο τελείωσε το έτος 1925 σε ηλικία μόλις 16,5 ετών.
Δασκάλα πρωτοδιορίστηκε προσωρινά στο χωριό Γαλιά Καινουργίου, σύντομα όμως τοποθετήθηκε στο χωριό της καταγωγής της, στις Άνω Ασίτες, όπου δίδαξε συνεχώς μέχρι το Μάιο του 1942.
Το έτος 1931 παντρεύτηκε τον συγχωριανό της κτηματία Χρήστο Ζαχ. Μπαντουβά, που, όπως είναι γνωστό, τόσο κατά τη Μάχη της Κρήτης όσο και κατά την κατοχή αλλά και μετέπειτα, διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στο χώρο της Εθνικής Αντίστασης.
Δασκάλα ασκούσε το λειτούργημά της με πραγματική αφοσίωση, με αυταπάρνηση και ζήλο και, προπαντός, με απεριόριστη αγάπη για τους μαθητές της. Προσπάθειά της ήταν, όχι μόνο η απόκτηση γνώσεων από τα παιδιά, αλλά και η γενικότερη ψυχοπνευματική τους καλλιέργεια και η κοινωνική αναβάθμισή τους.
Χωρίς εποπτικά μέσα ή άλλα εκπαιδευτικά βοηθήματα, αλλά με πίστη στην αποστολή της και επαινετή θεληματικότητα, αξιοποιούσε κάθε δυνατότητα για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των μαθητών, καθώς και για την ανάπτυξη στους μεγαλύτερης ηλικίας νέους, ωφέλιμων δεξιοτήτων και για τον εφοδιασμό τους με πρόσθετα στοιχεία, χρήσιμα, στην καθημερινή ζωή του χωριού.
Για το σκοπό αυτό, τις ελεύθερες βραδινές ώρες, διοργάνωνε ομάδες κοριτσιών στα οποία δίδασκε κέντημα και ράψιμο καθώς και μαγειρική. Επίσης στα μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου, αλλά και σε πιο μεγάλα που επιθυμούσαν παρέδιδε μαθήματα πρώτων βοηθειών, ενώ η ίδια πρόσφερε αφιλοκερδώς βέβαια ανάλογες υπηρεσίες στους χωριανούς, όταν τις χρειάζονταν. Πολλές φορές έτρεχε και τη νύχτα από σπίτι σε σπίτι, για να περάσει ενέσεις σε αρρώστους ή για να τους δώσει κάποια άλλη βοήθεια που είχαν ανάγκη.
Ακόμη, διοργάνωνε χοροεσπερίδες και άλλες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις στο χωριό και χρησιμοποιούσε τις εισπράξεις τους για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας του σχολείου και διαβίωσης των μαθητών. Μπόρεσε έτσι να αντικαταστήσει με πλακάκια, (που σώζονται ακόμη), το ξύλινο δάπεδο του σχολείου που είχε καταστραφεί, να αγοράσει σόμπα για να ζεσταίνονται τα παιδιά το χειμώνα, να καλύψει τα έξοδα για την επισκευή της στέγης και το άσπρισμα του σχολείου και γενικά, να αντιμετωπίζει κάθε είδους τρέχουσες ανάγκες.
Ήταν φλογερή πατριώτισσα και διαπνεόταν από αγνά ιδανικά που μεταλαμπάδευε όχι μόνο στους μαθητές της, αλλά και στην κοινωνία του χωριού και στο ευρύτερο περιβάλλον της. Πραγματοποιούσε γι’ αυτό μαθητικές εκδρομές και επισκέψεις στο μουσείο του Ηρακλείου, στην Κνωσό και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους, για να διδάσκονται και να ωφελούνται τα παιδιά και να τονώνεται το φρόνημά τους.
Όταν το 1940 κηρύχθηκε ο πόλεμος, έκαμε έρανο στο χωριό και μάζεψε πάνω από 50 πατανίες που παρέδωσε στις αρμόδιες αρχές και στάλθηκαν στο μέτωπο. Επίσης διοργάνωσε ομάδες από γυναίκες και κορίτσια του χωριού, που καθημερινά τις βραδινές ώρες έπλεκαν φανέλες, γάντια και κάλτσες για τους φαντάρους.
Τα Χριστούγεννα του ’40, περιήλθε το χωριό με τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα σχετικά με τον πόλεμο στην Αλβανία και μάζεψαν το σημαντικό για την εποχή εκείνη ποσό των 500 δραχμών, το οποίο μοίρασαν από 50 δραχμές στον καθένα, στους 10 συγχωριανούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στο μέτωπο. Ήταν πάντα υπέρμαχος των Εθνικών Ιδεωδών και δεν έπαυσε ποτέ να εμπνέει και τα παιδιά και το ευρύτερο περιβάλλον της.
Ιδιαίτερα σημαντική και αξιόλογη υπήρξε η ανάμιξη και η εν γένει δράση της στην Εθνική Αντίσταση. Στο αγωνιστικό προσκήνιο βρέθηκε από τις πρώτες ημέρες της κατοχής και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της μέχρι την απελευθέρωση, ενώ στη μετακατοχική περίοδο ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική και ανθρωπιστική δραστηριότητα, για την επούλωση των πληγών από τον πόλεμο και την ανακούφιση του πληθυσμού.
Η εμπλοκή της στην Εθνική Αντίσταση, ξεκίνησε με αφετηρία τη συμμετοχή του συζύγου της Χρήστου Ζαχ. Μπαντουβά στη Μάχη της Κρήτης ως επικεφαλής Ομάδας Αγωνιστών που συγκρότησε ο ίδιος. Ακολούθησε αμέσως, μετά την επικράτηση των Γερμανών, η δημιουργία στην περιοχή Άνω Ασιτών του πρώτου πυρήνα Εθνικής Αντίστασης, από τον Εμμανουήλ Γεωργ. Μπαντουβά με τη σύμπραξη μελών της Οικογενείας, (Χρήστος Ζαχ. Μπαντουβάς, Κωνσταντίνος Ζαχ. Μπαντουβάς, Ιωάννης Γεωργ. Μπαντουβάς κ.λ.π.) καθώς και άλλων ένθερμων πατριωτών- φίλων τους.
Στην πρώτη αυτή αντιστασιακή Οργάνωση συμμετείχε και η δασκάλα Ζωή Μπαντουβά, που ανέλαβε τον ευαίσθητο τομέα της ενημέρωσης. Λάμβανε μέρος στους σχεδιασμούς που γίνονταν και στις αποφάσεις που παίρνονταν, γνώριζε τις εξελίξεις και οι απόψεις και γνώμες της μετρούσαν σοβαρά.
Μηνύματα, σήματα και δελτία ειδήσεων από και προς την Οργάνωση, γράφονταν και αντιγράφονταν από την ίδια, σε όσα αντίτυπα χρειάζονταν για να προωθηθούν με αγγελιοφόρους στους κατά περίπτωση παραλήπτες τους. Ασχολήθηκε επίσης με την κατασκευή πλαστών ταυτοτήτων, που χορηγούνταν σε αντάρτες, ιδιαίτερα κατά την εκτέλεση σοβαρών και επικινδύνων αποστολών, για να προστατεύονται και να μην αποκαλύπτονται σε περίπτωση σύλληψής τους.
Την άνοιξη του 1942, μαζί με το σύζυγό της Χρήστο Ζαχ. Μπαντουβά, άρπαξαν κυριολεκτικά από τα χέρια των χωροφυλάκων που τον είχαν συλλάβει και αφοπλίσει, το Γιάννη Ποδιά, τον οποίο και απελευθέρωσαν. Είχε αναγνωρισθεί από τους χωροφύλακες, σε μία μετάβαση του στον Άγιο Μύρωνα, όπου, ως αγγελιοφόρος της Οργάνωσης, μετέφερε σοβαρό μήνυμα.
Για το περιστατικό αυτό και για την όλη αντιστασιακή της δράση, η Ζωή Μπαντουβά επικηρύχθηκε από τους Γερμανούς το Μάιο του 1942 και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να φυγοδικήσει. Νωρίτερα είχε επικηρυχθεί και ο σύζυγός της που, άλλωστε, βρισκόταν στο βουνό.
Με την εννιάχρονη τότε κόρη της, συνεχίζοντας την αντιστασιακή της δράση, εγκαταστάθηκε στο Μετόχι Βωρού των Μπαντουβάδων, που ο αδελφός του συζύγου της Εθνομάρτυρας Κωνσταντίνος Ζαχ. Μπαντουβάς είχε μεταβάλει σε Κέντρο Εφοδιασμού των ανταρτών, με τρόφιμα και οπλισμό, καθώς και σε χώρο φιλοξενίας και φυγάδευσης συμμάχων πολεμιστών.
Όμως, στις 27/ 6/ 1942, σε μπλόκο των Γερμανών πιάστηκε ο Κων/ντίνος Μπαντουβάς και την επομένη εκτελέστηκε στην Αυγενική, με φρικτά βασανιστήρια, ενώ το Μετόχι Βωρού καταστράφηκε συθέμελα.
Το αντάρτικο την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, λόγω των εχθροπραξιών που έλαβαν χώρα (εκτελέσεις προδοτών κ. λ. π. ) και είχε αποσυρθεί προς τον Ψηλορείτη, αναζητώντας περισσότερο πρόσφορα και ασφαλέστερα λημέρια.
Ο Χρήστος Μπαντουβάς, που στο μεταξύ είχε κατεβεί από το λημέρι του Ψηλορείτη, πήρε τη σύζυγο και το παιδί του προσπαθώντας να τους βρει καταφύγιο και να επανέλθει στο λημέρι. Περπατώντας μόνο τη νύχτα και με πολύ δύσκολες συνθήκες, καθώς και με κίνδυνο να συλληφθούν, πέρασαν τα χωριά της Μεσαράς, (Ακάμωτος, Βαγιωνιά, Λούκια, Καπετανιανά, Στέρνες, Χάρακας κ. λ. π.), διέσχισαν τα Αστερούσια, και μετά από περίπου 20 ημέρες, κατάφεραν να φθάσουν στο χωριό Μαχαιρά και από εκεί στην Έμπαρο, όπου και φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του Ιωάννη Μαντζαβάκη.
Στην Έμπαρο, η Ζωή Μπαντουβά με το παιδί της έμεινε περίπου έξι μήνες. Ασχολήθηκε και πάλι με την οργάνωση των κατοίκων, ενώ ο σύζυγός της Χρήστος Ζαχ. Μπαντουβάς ανέβηκε στα Λασιθιώτικα Βουνά, (στο όρος Δίκτη), όπου με τη συμπαράσταση πολλών ενθέρμων και αγνών πατριωτών, κυρίως κτηνοτρόφων, δημιούργησε νέο πυρήνα Αντίστασης και διαμόρφωσε κατάλληλες συνθήκες για να μεταφερθεί αργότερα στην περιοχή το κύριο σώμα της Οργάνωσης με τον Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά.
Για λόγους ασφαλείας και προστασίας, αλλά και για να διευρύνει τις αντιστασιακές της δραστηριότητες, κρίθηκε αναγκαία η μετακίνησή της από την Έμπαρο. Πήγε αρχικά στο χωριό Μηλιαράδω και μετά, για λίγες μέρες, στη Μάρθα. Τελικά, το Φεβρουάριο του 1943, κατέληξε στο Σκινιά και εγκταστάθηκε στο σπίτι του αντιστασιακού Γιάννη Σημισακού.
Στο Σκινιά σχηματίσθηκε από το γιατρό Εμμανουήλ Παπαδημητρόπουλο και τη σύζυγό του Μαρία, τον Ανδρέα Γαλανάκη, τον Γιάννη Σημισακό, τον Μιχάλη Χαμαλάκη, τον Γιώργο Μιζεράκη, τον Αριστόδημο Χαλαμπαλάκη και άλλους πατριώτες, αξιόλογο αντιστασιακό δίκτυο. Μέσω της Ζωής Μπαντουβά υπήρχε άμεση επικοινωνία με το λημέρι των ανταρτών, όπου στέλνονταν χρήσιμες για τον αγώνα πληροφορίες, καθώς και τρόφιμα και ό,τι άλλο χρειάζονταν.
Τον Αύγουστο του 1943 μετακινήθηκε και πάλι. Από το Σκινιά πήγε στο χωριό Αμιρά και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γεωργ. Μπαριτάκη. Βρίσκονταν έτσι πιο κοντά στο λημέρι, αλλά και στον σύζυγό της, που είχε τραυματισθεί στο κεφάλι και νοσηλευόταν από τον πατριώτη γιατρό Εμμαν. Σπανάκη.
Μετά τη νικηφόρα Μάχη της Σύμης, με επικεφαλής των ανταρτών τον Καπετάν Χρήστο Μπαντουβά και το ολοκαύτωμα της Επαρχίας Βιάννου, φυγαδεύθηκε με το παιδί της και πάλι στο Σκινιά και από εκεί στο χωριό Μαχαιρά στο σπίτι της Γεωργίας Γ. Κορνηλάκη, χήρας του αλβανικού μετώπου. Στη Μαχαιρά έμειναν από το Σεπτέμβριο του 1943, ως τον Οκτώβριο του 1944, που απελευθερώθηκε η Κρήτη
. Επειδή την εποχή εκείνη είχαν διαμορφωθεί πολύ δυσμενείς συνθήκες για τους ανθρώπους της Αντίστασης, τους πρώτους έξι μήνες στη Μαχαιρά, μάνα και κόρη έμεναν κλεισμένες στο σπίτι, μέρα και νύχτα, χωρίς καμιά επικοινωνία με κατοίκους του χωριού.
Όμως οι ίδιοι οι κάτοικοι, που αντιλαμβάνονταν την παρουσία καθώς και την ταυτότητά τους, εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να βοηθήσουν και τις προέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο χωριό, όπως και έγινε τους επόμενους εφτά μήνες παραμονής τους εκεί.
Η Μαχαιρά, έγινε την εποχή εκείνη επίκεντρο του Αγώνα. Οι κάτοικοι, φιλόξενοι και θερμοί πατριώτες, απετέλεσαν πυρήνα Αντίστασης, χάριν της παρουσίας της Ζωής Μπαντουβά, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην οργάνωσή τους. Δημιουργήθηκε στην περιοχή πρόσφορο έδαφος, για να εδραιωθεί εκεί η ομάδα του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά, μετά την αναχώρηση στη Μέση Ανατολή του Αρχηγού Εμμανουήλ Μπαντουβά και του Χρήστου Μπαντουβά.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, η Ζωή Μπαντουβά, μαζί με την Ειρήνη Μπαντουβά, σύζυγο του Καπετάν Μανώλη, συγκρότησαν Ομάδα γυναικών, που είχε έργο τη συγκέντρωση ρουχισμού και άλλων ειδών, τη δεματοποίησή τους και τη διανομή σε θύματα και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και σε άλλες οικογένειες που υπέφεραν περισσότερο.
Τα πιο πολλά είδη έρχονταν από το εξωτερικό και κυρίως από την Αίγυπτο, από όπου στέλνονταν με μέριμνα της τότε πριγκίπισσας Φρειδερίκης. Για τη διανομή τους, περιήλθαν επανειλημμένα ολόκληρη την Κρήτη, από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία.
Ωστόσο, η Ζωή Χρ. Μπαντουβά, τοποθετήθηκε ως δασκάλα στο Μποδοσάκειο, από όπου σύντομα συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα, γιατί η υγεία της είχε κλονισθεί από τις κακουχίες του πολέμου και της κατοχής. Αλλά και πάλι συνέχισε την κοινωνική της προσφορά, τόσο μέσω του Φιλοπτώχου Ταμείου της Ενορίας της, όσο και μέσω της Χριστιανικής Ένωσης «Απόστολος Παύλος», των οποίων ήταν μέλος και διακεκριμένο στέλεχος μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Ζωή Ιωάννου Αγιομυργιανάκη, σύζυγος Χρήστου Μπαντουβά, πέθανε ήρεμα στο Ηράκλειο στις 18 Ιανουαρίου 1993, σε ηλικία 85 ετών. Πάντα σεμνή και αθόρυβη, βίωνε τα προβλήματα του συνανθρώπου και έκανε ό,τι μπορούσε για την αντιμετώπισή τους. Στην καρδιά της είχε πάντοτε το Σχολείο των Άνω Ασιτών, όπου πρωτοδίδαξε, καθώς και τους μαθητές της σ’ όλο το διάστημα που υπηρέτησε εκεί, τους οποίους θυμόταν με τα μικρά τους ονόματα και για τους οποίους έτρεφε τρυφερά αισθήματα».1
1 Χειρόγραφο σημείωμα, Ηράκλειο 20 Αυγούστου 2010, αρχείο Σωματείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Ομάδες Μπαντουβάδων
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος