Έχουμε την τύχη να ζούμε ως Έλληνες σε μια χώρα με έναν ιδιαίτερο πολιτισμό και μια μοναδική ιστορία στο πέρασμα των χρόνων.
Αυτή η ιστορία και ο πολιτισμός, αποτελούν και τον πλούτο μας. Ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της ιστορίας, είναι ότι γράφεται από δρώντες ανθρώπους, από όλους όσους αγαπούν τη χώρα τους, από όλους εκείνους που ζυμώθηκαν με τις ιδέες της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.
Σήμερα, αποχαιρετούμε την Ριρίκα, την πρώτη κόρη του Στεφανογιάννη, του Ανωγειανού Αρχηγού της Αντίστασης.
Σήμερα, κύκλοι και ομάδες Πανεπιστημιακών, προσπαθούν με περίτεχνο τρόπο να αναθεωρήσουν την κατοχική ιστορία και να μας παρουσιάσουν έναν κατακτητή ήπιο, με αισθήματα ανθρωπισμού, παραβλέποντας τα εγκλήματα που διέπραξε ο φασιστικός στρατός στην Κρήτη.
Και ακριβώς, μέτοχοι της αντίστασης της Κρήτης όπως η Ριρίκα, οι λιγοστοί άντρες και γυναίκες που βρίσκονται ακόμη στη ζωή, στέκονται μπροστά στους αναθεωρητές ως κυματοθραύστες, καταρρακώνοντας τα κακόβουλα σχέδιά τους.
Θέλω να μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας μία σκηνή. Ξημερώνει Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 1944 και οι καμπάνες στ’Ανώγεια χτυπούν όχι όπως κάθε Κυριακή, αλλά επίμονα με έναν διαφορετικό τρόπο. Οι χωριανοί αλαφιασμένοι βγαίνουν στις αυλές. Από την προηγούμενη, πυκνό χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα.
Και αντικρίζουν εκατοντάδες Γερμανούς να έχουν κυκλώσει το χωριό, τα σπίτια, τις πλατείες, τα μαγαζιά. Με διαπεραστικές κραυγές, συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην αυλή του σχολείου. Μαζί με τους χωριανούς, πηγαίνει και η δεκατριάχρονη Ριρίκα και ο δωδεκάχρονος Ζαχαρίας. Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά του Αρχηγού Στεφανογιάννη.
Ο ίδιος έχει διανυκτερεύσει σε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού. Προσπαθώντας να διαφύγει από τον κλοιό, πέφτει στα χέρια των Γερμανών. Δένεται πισθάγκωνα και μεταφέρεται στο σχολειό μαζί με τους άλλους.
Οι κατακτητές δεν γνωρίζουν ακόμη την ταυτότητά του. Περνά δεμένος μπροστά από τους συγχωριανούς και τα παιδιά του. Ακούγονται φωνές απογοήτευσης από όλους. Δεν πίστευαν ότι οι Γερμανοί θα συλλάμβαναν τον Αρχηγό τους. Ο Ζαχαρίας και η Ριρίκα τον βλέπουν δεμένο και το αγόρι τρέχει κοντά του.
Ο Στεφανογιάννης με μια δυνατή φωνή και μια κλωτσιά τον διώχνει. Δεν θέλει οι Ούννοι να καταλάβουν ότι είναι γιος του και να του κάνουν κακό. Το παιδί απομακρύνεται απογοητευμένο.
Ο Στεφανογιάννης αποκαλύπτει ο ίδιος την ταυτότητά του και ζητά να μην τον εκτελέσουν μπροστά στους χωριανούς του, αλλά λίγο πιο πέρα. Ο Ζαχαρίας και η Ριρίκα στέκονται αμήχανοι. Βλέπουν τον πατέρα τους να οδηγείται δυο δρόμους πιο πέρα. Τον κοιτάζουν ώσπου τον χάνουν από τα μάτια τους. Σε λίγο ακούγονται πυκνοί πυροβολισμοί. Όλοι καταλαβαίνουν. Τα παιδιά τρέχουν να δουν τι έχει συμβεί. Βλέπουν τον πατέρα τους πεσμένο μπρούμυτα στο χιόνι. Το αίμα του έχει σχηματίσει ένα μικρό κόκκινο ρυάκι.
Τρέχουν δίπλα του. Τον αγκαλιάζουν. Ίσως να τους είδε για λίγα δευτερόλεπτα, αφηγείται ο Ζαχαρίας. Και τα παιδιά του κλείνουν τα μάτια. Αγκαλιάζονται και κλαίνε.
Αυτή τη σκηνή, ποια βιβλία τη γράφουν στην ύλη της ιστορίας που διδάσκουμε στα σχολεία μας ; Αυτή η σκηνή σβήνει ποτέ από τη μνήμη; Αυτή η σκηνή ακολουθούσε τη Ριρίκα σε όλη της τη ζωή.
Η Ριρίκα, δεν φοβήθηκε τους κατακτητές. Έτσι διδάχτηκε από τον πατέρα της. Κουβαλούσε μηνύματα στους αντάρτες στον Ψηλορείτη. Κουβαλούσε εφόδια, φάρμακα και ψωμιά στους μικρούς παιδικούς της ώμους. Για τον πατέρα της τον Αρχηγό και τους άντρες του. Για την τιμή της Ελλάδας.
Τώρα τον αντικρίζει νεκρό. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους της.
Η μητέρα της η Χαρίκλεια και τα άλλα πέντε αδέλφια της, ο Ζαχαρίας, ο Γιώργης, η Στέλλα, η Μαρία και η Αγγλία, έχουν να τραβήξουν έναν ανηφορικό δρόμο. Αυτά είναι τα άλλα, τα σιωπηρά εγκλήματα των Γερμανών στην κατοχή.
Γιατί όταν οι άντρες της Βέρμαχτ εκτελούσαν τους πατριώτες, άφηναν πίσω τους γυναίκες χήρες, μαυροφορεμένες και ορφανά παιδιά, με αβέβαιο μέλλον.
Η Ριρίκα ακολούθησε την πορεία του ιστορικού χωριού της έξι μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα της, τον Αύγουστο του 1944 στο ολοκαύτωμα των Ανωγείων.
Στα δεκατρία της χρόνια πήρε στους ώμους της τον τρίχρονο αδερφό της Γιώργο στους δρόμους της προσφυγιάς. Για να καταλήξουν στο Μετόχι Αγάκου, στο σπίτι της αγαπημένης θείας Όλγας Κεφαλογιάννη, αδελφής του πατέρα της.
Μετά την κατοχή, κάθεται για δέκα χρόνια σε αργαλειό και υφαίνει όμορφα Ανωγειανά υφαντά, ώστε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της.
Το 1955, σε ηλικία 24 ετών, παντρεύεται τον Γιώργη Σκουλά, γιο του πρώτου αντάρτη παπά αλεξιπτωτιστή στον κόσμο, του παπά Γιάννη Σκουλά. Δημιουργούν οικογένεια και μεγαλώνουν τα παιδιά τους με αρχές και αξίες, ήθος και αξιοπρέπεια.
Ο Θεός θέλησε το 2012 η Ριρίκα να ζήσει και τον θάνατο της κόρης της Μαρίας.
Αείμνηστη Ριρίκα Σκουλά – Δραμουντάνη
Σήμερα σε τιμούμε ως μία από τις τελευταίες γυναίκες της Αντίστασης της Κρήτης. Σε αποχαιρετούμε με σεβασμό ως μια γυναίκα αρχόντισσα, λεβέντισσα, με ήθος, αξίες και ιδανικά. Όλα αυτά τα μεταλαμπάδευσες μαζί με τον σύζυγό σου Γιώργη Σκουλά στα παιδιά σου.
Γιάννη και Κάλλια
Σήμερα, οι οικογένειες των Σκουλάδων και των Δραμουντάνηδων, οι συγχωριανοί σας Ανωγειανοί, οι Ηρακλειώτες, οι φίλοι, οι μέτοχοι της κατοχικής ιστορίας της Κρήτης, όλοι μαζί, όλοι, τιμούν και αποχαιρετούν τη μητέρα σας.
Γιατί η μητέρα σας με τη στάση της ζωή της, απομακρύνει τη λήθη.
Γιατί η μητέρα σας είναι ένα κομμάτι της μεγάλης και αδίδακτης Ελληνικής ιστορίας.
Γιατί της αξίζει αυτή η τιμή.
Καλό ταξίδι!