Αναμφισβήτητα, η χρονική περίοδος 1941-1945 που η Κρήτη βρισκόταν υπό την κατοχή του γερμανοϊταλικού φασιστικού στρατού, θεωρείται ως μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στην ιστορία της. Πολλές βαρβαρότητες και εγκλήματα πολέμου του κατοχικού στρατού, καταγράφηκαν τα τέσσερα αυτά χρόνια. Αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού, σχηματίστηκαν οι πρώτες αντιστασιακές Οργανώσεις που έδρασαν στην γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
Η Εθνική Αντίσταση της Κρήτης, λάμπρυνε με τη δράση των κατοίκων που δεν προσκύνησαν τον κατακτητή, τις σελίδες του βιβλίου της Κρητικής Ιστορίας. Χιλιάδες ήταν τα παλικάρια της περιόδου εκείνης, που έδωσαν τη ζωή τους για την λευτεριά. Αυτοί που στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, που «χάθηκαν» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δολοφονήθηκαν πισώπλατα, που «εξαφανίστηκαν» από τους αξιωματούχους και στρατιώτες της Βέρμαχτ. Πολλών παλικαριών η δράση και τα ονόματά τους μένουν ως σήμερα άγνωστα, περιμένοντας τους ιστορικούς ερευνητές να τα αποκαλύψουν.
Επισκεφτήκαμε τα μνημεία πεσόντων δύο χωριών, του Θραψανού και του Μουχτάρου (Ευαγγελισμού), αναζητώντας το όνομα του Γιάννη Δαργάκη, ενός νέου από τον Μουχτάρω που έμενε την κατοχή στο Θραψανό και δολοφονήθηκε άνανδρα και πισώπλατα από έναν Γερμανό, μια ξάστερη καλοκαιρινή νύχτα στα σοκάκια του Θραψανού. Το όνομα του παλικαριού δεν αναγράφεται ούτε στο μνημείο του Θραψανού, ούτε στο μνημείο του Μουχτάρου.
Ο Γιάννης Δαργάκης ήταν γιος του Μανόλη Δαργάκη και της Βιτώριας Ρεμιγιάκη. Γεννήθηκε στο χωριό Μουχτάρω (Ευαγγελισμός) Πεδιάδος το έτος 1902. Τα άλλα του αδέλφια ήταν η Δέσποινα, η Ελένη, η Μαρία και ο Γιώργος. Στην έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιάννης Δαργάκης ήταν 38 ετών.
Η αδελφή του Μαρία, είχε νυμφευτεί τον Γιάννη Κουκλάκη και μετοικήσει στο χωριό Θραψανό. Στη διάρκεια της κατοχής, και η άλλη αδελφή του Γιάννη η Ελένη, νυμφεύθηκε τον Μανόλη Κυριακάκη και κατοίκησε κι αυτή στο Θραψανό.
Τα χρόνια της κατοχής, ο Γιάννης Δαργάκης άνοιξε ένα μαγαζί – σωμαράδικο, δίπλα από το σπίτι της αδελφής του Μαρίας και ασκούσε το επάγγελμα του σαγματοποιού (σωμαρά). Το επάγγελμά του, ήταν αυτό που του έδωσε και το προσωνύμιο Σωμαράς.
Ο Γιάννης Δαργάκης οργανώθηκε από την πρώτη στιγμή στην Αντίσταση και ήταν προσωπικός φίλος του Θραψανιώτη Γεωργίου Νιργιανού. Ο Νιργιανός, ήταν μέλος της Οργάνωσης του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και είχε αναπτύξει μεγάλη δράση στον αντιστασιακό αγώνα.
Ένα βράδυ στις αρχές Αυγούστου του 1943, ο Γιάννης Δαργάκης επιστρέφοντας στο μαγαζί του από ένα φιλικό σπίτι, παραβιάζοντας τη διαταγή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Αντρέ για την ώρα κυκλοφορίας που ήταν από τις πέντε το πρωί ως τις εφτά το απόγευμα, ένας Γερμανός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε.
Η συνεργασία του Γιάννη Δαργάκη (Σωμαρά) με τον Αντιστασιακό Γεώργιο Νιργιανό, καταγράφεται στο παρακάτω έγγραφο – επιστολή του Νιργιανού προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, στις αρχές του Αυγούστου το έτος 1943. Το έγγραφο βρίσκεται στο αρχείο του «Μουσείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Ομάδες Μπαντουβάδων» στο Ηράκλειο. Το δημοσιεύουμε, διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου:
«Αγαπητέ Μανώλη
έστηλα το Μανώλη τον αδελφόν μου με τον Σωμαρά εις το Ηράκλειον διά να πουσουνίση αλά αποντάθησαν και τας δύο επιτροπάς και χρίματα δεν τους έδωσε καμία η επιτροπή φένετε του Πελοπίδα δεν είνε καθόλου τίποτα παρά απλώς μια πρόφασι εμινίσανε του Αστρινού και εμπίκε εις το Ηράκλειον αλά ούτε αυτός δεν κατόρθωσε να κάμη τίποτα Λοιπόν χρήματα δεν επίραμε από πουθενά Εντέλει διέθεσε ο Κώστας ο Γαλατάς 2 εκατομίρια έως ότου πάρομεν τα χρήματα και επίρανε μερικά λάστηχα και σας στέλνω 20 ζεύγη όπου γράφετε και κρατήζω εδώ 8 ζεύγη επίσης σας στέλνω 24 οκάδες αλάτη το οποίον διαθέτη ο Κώστας ο Γαλατάς
στέλνω επίσης εις το Μηλιαράδω του χαρίλαου 41 οκάδες αλεύρι και μερικά φίλα καρμπόν τα οποία χρισιμεύουν για το πολύγραφο τα στέλνη ο Γιατρός που έστιλε και το χαρτί επίσης στέλνη και τα υγρά
Αδελφέ μανόλη
τη χάλια τη κακό είνε αυτή η επιτροπή επιτέλους δεν ημπορούμε να ιδρίσομε μίαν επιτροπή να προσφέρη κάτη τη υπιρεσία τόσο ακριβά είνε τα νιάτα τους μου φένετε πως πρέπει να το κυτάξομε κάπως αλλιώς Αλά αυτό το αποδύνω εις τους αξιοματικούς Η διαφονία Πελοπίδα και Πατρίκιου είνε που φέρη τους περισπασμούς Λοιπόν όπος εσυμφονίσαμεν να βγούνε απάνω πρέπει όπος όπος να βγούνε γρήγορα για να δρομολοήση Η Δουλιά.
Εμίνησα εις τον Γιακουμάκην να ετοιμαστή και είπε εις τον σύνδεσμον ότι πρέπη να τον διατάξη ο Πελοπίδας διλαδή βάζω αρχή να πιστέβω του Πατρικού τα λόγια
Η επιστολή η ανώνυμος είνε του Γιατρού του ιδικού μας Αγαπητέ Μανώλη
θα στήλω να πουσουνίσουνε βερεσέ, να βάλουνε μπροστά τα άρβηλα έως ότου κανονίσουμε τα χρίματα επίσης για τα σακάκια και τα παντελόνια θα πάρομε ύφασμα διότι δεν ευβρίσκομε έτοιμα και αν ημπορέσω να πάρω το ύφασμα να τα βάλω και αυτά μπροστά
Χερετισμούς εις όλην την Μπαρέα
Χερετώ Γιώργος.
Σας στέλνω το σειμίωμα του Κυρίου Γιακουμάκη».
Επεξήγηση επιστολής Γεωργίου Νιργιανού. Ο Θραψανιώτης Γεώργιος Νιργιανός, σημαντικό στέλεχος της Κρητικής Αντίστασης και ενταγμένος στην Οργάνωση του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, ενημερώνει τον Αρχηγό του για τα εξής:
Α) Ότι στέλνει τον αδερφό του Μανόλη με τον Γιάννη Δαργάκη (Σωμαρά) από το Θραψανό στο Ηράκλειο, για να αγοράσουν εφόδια απαραίτητα για τους αντάρτες στο λημέρι του Χαμέτη. Τον ενημερώνει ότι οι δύο απεσταλμένοι του, Μανόλης Νιργιανός και Γιάννης Δαργάκης, απευθύνθηκαν στην Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ Ηρακλείου) που την ονομάζει επιτροπή και ζήτησαν τα χρήματα των αγορών, αλλά χρήματα δεν τους δόθηκαν.
Β) Ο Νικόλαος Πλεύρης (Πελοπίδας) ειδοποίησε τον αντάρτη αγγελιοφόρο του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά Αστρινό Ιατράκη από τις Ασίτες, αλλά ούτε σ’αυτόν κατάφεραν να δώσουν χρήματα. Ο μόνος που τους βοήθησε, γράφει ο Γεώργιος Νιργιανός, ήταν ο Κώστας ο Γαλατάς.
Γ) Τον ενημερώνει ότι ο γιατρός Στυλιανός Γιαμαλάκης στέλνει στους αντάρτες 41 οκάδες αλεύρι και φύλλα καρμπόν για τον πολύγραφο της Οργάνωσης. Το αλεύρι ο Γεώργιος Νιργιανός φροντίζει να φτάσει στα χέρια του Χαρίλαου στο χωριό Μηλιαράδω, ώστε να ζυμώσουν και να ψήσουν οι γυναίκες του χωριού ψωμιά και να τα στείλουν στους αντάρτες.
Δ) Ασκεί σκληρή κριτική στη λειτουργία της Επιτροπής (ΕΟΚ Ηρακλείου) και στον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των ηγετών της Νικολάου Πλεύρη (Πελοπίδα) και Αντωνίου Μπετεινάκη (Πατρίκιου).
Ε) Ο Ταγματάρχης Μανόλης Γιακουμάκης από τον Μοχό, μέλος κι αυτός της ΕΟΚ Ηρακλείου, τον ενημερώνει ότι για να ανεβεί στο λημέρι, αρκεί η διαταγή του Νικολάου Πλεύρη (Πελοπίδα).
ΣΤ) Ο Γεώργιος Νιργιανός αναφέρει στον Καπετάν Μανόλη ότι έδωσε εντολή να αγοραστούν τα εφόδια «βερεσέ». Αυτή η αγορά, αφορά δέρματα για άρβυλα και υφάσματα για σακάκια και παντελόνια. Αυτά είναι απαραίτητα στον Καπετάν Μανόλη και στους άντρες που θα ανέβουν στο λημέρι μετά το κάλεσμά του.
Είναι γνωστό, ότι ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς κάλεσε σε επιστράτευση τους άντρες του νομού Ηρακλείου το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1943, πιστεύοντας τις φήμες και διαδόσεις των Βρετανών αξιωματικών Συνδέσμων, ότι επίκειται απόβαση στην Κρήτη για την απελευθέρωσή της.
Ήταν αυτές οι διαδόσεις που διοχέτευε σκόπιμα το Συμμαχικό Στρατηγείο, ώστε να παραπλανηθεί η γερμανική αντικατασκοπία και να πιστέψουν και οι ίδιοι οι Γερμανοί ότι θα γίνει απόβαση στην Κρήτη. Ο Γεώργιος Νιργιανός αποκαλύπτει το κάλεσμα σε επιστράτευση του Καπετάν Μανόλη με την παρακάτω φράση στην επιστολή του: «…λοιπόν όπος εσυμφονίσαμεν να βγούνε απάνω πρέπει όπος όπος να βγούνε γρήγορα για να δρομολοήση Η Δουλιά…».
Ο Χριστόφορος Κυριακάκης, γιος της Ελένης (αδελφής του Γιάννη Δαργάκη) και του Μανόλη Κυριακάκη, γεννήθηκε το έτος 1944 στο Θραψανό. Σήμερα, ο Χριστόφορος ζει στο Ηράκλειο, είναι 79 χρονών και αφηγείται για τον αδικοχαμένο θείο του Γιάννη Δαργάκη:
«…ο μπάρμπας μου ο Γιάννης δεν επήγε στον πόλεμο τε τσι Ιταλούς γιατί ήτανε προστάτης τση οικογένειας. Εμείς, η καταγωγή μας είναι από το Μουχτάρω. Μια αδερφή του θείου μου του Γιάννη, η Μαρία, είχε παντρευτεί στο Θραψανό το Γιάννη το Κουκλάκη. Οι Θραψανιώτες εκάνανε πιθαρικά, σταμνιά, εκάνανε «βεντέμες» κι επηγαίνανε σ’όλη τη Κρήτη και είχανε δυνατά οζά. Γαϊδούρια δυνατά και νέας ηλικίας.
Ο μπάρμπας μου ήτανε σωμαράς. Το 1942, τον είχανε προδώσει στσι Γερμανούς στο Μουχτάρω ότι εδούλευγε για την αντίσταση και οι Γερμανοί τόνε κυνηγήσανε και τόνε τραυματίσανε με πιστόλι και τόνε πιάσανε. Η μάνα μου η Ελένη μου’λεγε ότι τραυματίστηκε ο αδερφός τση και τόνε συλλάβανε οι Γερμανοί. Είχε βαφτίσει η μάνα μου, που ήτανε αδερφή του Γιάννη, ένα κοπέλι του Δράκου του Αντρουλάκη από το Μουχτάρω.
Ο Δράκος εκάτεχε λίγα γερμανικά και εμεσολάβησε και τόνε αφήκανε οι Γερμανοί ελεύτερο. Άμα ήφυγε από τα χέρια τω Γερμανώ ο θείος μου ο Γιάννης, εσκέφτηκε και επήγε κι ήκατσε στο Θραψανό, εκειά είχε παντρευτεί η αδερφή του η Μαρία το Γιάννη το Κουκλάκη.
Και δίπλα από τση Μαρίας το σπίτι, ήνοιξε ένα μαγαζί κι έσαζε σωμάρια. Πολλά οζά ο Θραψανός, πολλή δουλειά ο θείος μου ο Γιάννης. Μαζί με τα σωμάρια, αρχίνηξε και πάλι να δουλεύγει για την αντίσταση. Στο Θραψανό, εσυνεργάστηκε με το Γιώργη το Νιργιανό.
Ο μπάρμπας μου ήτανε καλός μάστορας κι είχε πολλούς πελάτες. Στο μαγαζί, ένα δωμάτιο εδά, είχε στρασούρια για τα σωμάρια και ξύλα για τσι σπάθες τω σωμαριώ. Τα ξύλα ήτανε συνήθως πλατανένια. Οι Γερμανοί τόνε είχανε βάλει στο αμάτι, τον είχανε ξαναπροδώσει πάλι φαίνεται και εβάλανε ένα Γερμανό το Βάλτερ και τόνε παρακολουθούσε. Πολλές φορές ο Γερμανός αυτός επήγαινε κι εκάθουντανε με τσ’ώρες στο σωμαράδικο του θείου μου και επίνανε και μαζί ρακές.
Τη δουλειά τσ’Αντίστασης ο θείος μου την κατάσταινε με τα στρασούρια τω σωμαριώ. Εξήλωνε τα στρασούρια κι έβαζε μέσα τα μηνύματα για τσ’αντάρτες και για το Νιργιανό. Έστελνε τα στρασούρια στο λημέρι, εβγάνανε τα μυνήματα και ύστερα δα του τα γυρίζανε οπίσω.
Μια μέρα ένας Θραψανιώτης, ο Κουτσολευτέρης, επαράγγειλε του θείου μου ένα σωμάρι του γαϊδάρου του. Επήγε ο θείος μου στο σπίτι του Κουτσολευτέρη να πάρει το αξαμάρι του γαιδάρου, τα μέτρα δηλαδή του σωμαριού. Και είχενε ψημένα κουκιά ο Κουτσολευτέρης και είχε κάνει σαλάτες με αγγούρια και ντομάτες από το κήπο του και είχε και μια τηγανιά χοχλιούς. Εκάτσανε κι επίνανε και τρώγανε. Κατέχεις εδά ότι οι Θραψανιώτες έχουνε πια καλά τα κουκιά από το κρέας.
Ο μπάρμπας μου ο Γιάννης ήτανε ρέχτης και καλλίφωνος κι αρχίξανε και τα τραγούδια. Και άργησε να φύγει. Τη νύχτα, οι Γερμανοί απαγορεύανε τη κυκλοφορία και τα φώτα από τσι λύχνους.
Ο θείος μου, όντεν ήφυγε από του Κουτσολευτέρη, επήγαινε προσεχτικά τοίχο τοίχο κι έφταξε μετά από λίγη ώρα στην αυλή του μαγαζιού ντου. Ήξερε για τη νυχτερινή απαγόρεψη τω Γερμανώ κι επρόσεχε.
Όταν έφτασε στην πόρτα τσ’αυλής, ο Γερμανός ο Βάλτερ που ήτανε απέναντι, στη γωνιά του σπιθιού τση Κουδουνάρενας, του φωνιάζει αλτ! Ο θείος μου δεν εστάθηκε αλλά επήγε να περάσει την αυλόπορτα και ο Γερμανός τόνε πυροβόλησε. Κι έπεσε ο θείος μου ο μισός μέσα στην αυλή κι ο μισός απ’όξω.
Ο Γερμανός τόνε πυροβόλησε πισώπλατα. Άκουσε η θεια μου η Μαρία η αδερφή του τσι πυροβολισμούς και επρόβαλε στην αυλή.
Και βλέπει τον αδερφό τση μέσα στα αίματα πεσμένο χάμε και το Γερμανό να στέκει από πάνω ντου. Και χωρίς να φοβηθεί, του επιτέθηκε και τόνε χτυπούσε. Μωρέ κερατά, του’λεγε, σε ταΐζομε, σε ποτίζομε, κι εσύ εσκότωσες το Γιάννη;
Και τόνε χτύπανε στο στήθος. Ο Γερμανός δεν έβγαζε μιλιά. Έτσι επήγε ο θείος μου ο Γιάννης. Τόνε σκοτώσανε οι Γερμανοί πισώπλατα. Γιατί εγύρισε στο σπίτι ντου τη νύχτα.
Το δε άλλο χρόνο, λίγο πριν φύγουνε οι Γερμανοί από το τόπο μας, εβρέθηκε η μάνα μου η Ελένη σε μια τοποθεσία που τη λέμε οι Θραψανιώτες Αη Γιώργης ο Βαθειώτης. Μια χαλέπα είναι. Παλιά τήνε σπέρνανε με τη σκαλίδα. Η μάνα μου είχε πάει εκεί μια κατσίκα και ένα γουρούνι και τα’βοσκε. Εμάζωνε και χαρούπια και βελάνια. Από τη χαλέπα επερνούσε ένα καλώδιο τηλεφωνικό και ήφτανε μέχρι το φυλάκιο του χωριού, εκειά που ξωμένανε οι Γερμανοί.
Γιατί στο Θραψανό εστρατοπέδευε ένας γερμανικός λόχος. Επειδή οι Γερμανοί είχανε σκοτώσει το προηγούμενο χρόνο τον αδερφό τση, η μάνα μου για εκδίκηση τος ήκοψε το καλώδιο. Και το μάζωξε και το’θαψε σε μια μπάντα. Και εμετάδεσε το χοίρο εκειά που’κρυψε το καλώδιο.
Δεν επέρασε πολύ ώρα και φτάξανε οι Γερμανοί. Εχάσανε πρέπει την επαφή κι εψάχνανε να δούνε. Ερωτήξανε τη μάνα μου για το καλώδιο μ’αυτή τος είπε πως δεν είδε πράμα. Ο χοίρος εσκάλιζε το χώμα από πάνω από το καλώδιο, αυτοί δεν εκακοβάλανε και εφύγανε…».
Ο θάνατος του Γιάννη Δαργάκη, οφείλεται στη διαταγή που εξέδωσε στις 20 Μαΐου 1942 ο Διοικητής Κρήτης Στρατηγός Αντρέ. Η αυστηρή διαταγή του Αντρέ, καθόριζε τις ώρες ελεύθερης κυκλοφορίας των υπόδουλων Κρητών που ήταν από τις πέντε το πρωί ως τις εφτά το απόγευμα. Εκδόθηκε μετά τις εκτελέσεις από άντρες της Κρητικής Αντίστασης διαφόρων συνεγατών των Γερμανών, στις αρχές Μαΐου 1942. Συγκεκριμένα, το κείμενο της διαταγής ήταν:
«Ένεκα του λόγου του νέου φόνου καθορίζω υπό άμεσον ισχύν (Τετάρτη 20-5-42) τας ώρας κυκλοφορίας καθ’άπαντα τον Νομόν και την πόλιν Ηρακλείου δι’άπαντας τους πολίτας έστω και αν είχον μέχρι τούδε αδείας κυκλοφορίας ως εξής:
5η πρωινή μέχρις 7ης εσπερινής. Παν άτομον κυκλοφορούν πέραν της 7ης εσπερινής και προ της 5ης πρωινής διατρέχει τον κίνδυνον να πυροβοληθή υπό των περιπόλων.
Επιφυλάσσομαι να λάβω και άλλα μέτρα».
Τη διαταγή του Αντρέ, ακολούθησε και δεύτερη με ημερομηνία 31 Μαΐου 1942, όπου εκτός της απαγόρευσης, επιβλήθηκαν αυστηρά πρόστιμα στους κατοίκους της πόλης του Ηρακλείου αλλά και των χωριών της υπαίθρου. Συγχρόνως, με τη νέα του διαταγή, ο Αντρέ κλείνει εντελώς και τα νυχτερινά μαγαζιά του νομού, δηλαδή τα καφενεία, τα εστιατόρια, τα οινομαγειρεία και τις λέσχες. Συγκεκριμένα, η νέα διαταγή του Στρατηγού Αντρέ που δημοσιοποιεί στον πληθυσμό ο Φρούραρχος Ηρακλείου μέσω της εφημερίδας Κρητικός Κήρυξ, ανέφερε:
«Επειδή κατά την νύκτα της 28ης προς την 29η Μαΐου άγνωστοι επυρπόλησαν αυτοκίνητον Γερμανικής υπηρεσίας εις την πόλιν του Ηρακλείου, τιμωρώ κατόπιν διαταγής του κ. Διοικητού του Φρουρίου Κρήτης ολόκληρον τον νομόν ως εξής:
1ον) Ώρας ελευθέρας κυκλοφορίας καθορίζω από σήμερον καθ’άπαντα τον Νομόν και την πόλιν την 5ην πρωινήν μέχρι της 7ης εσπερινής.
2ον) Εντός 24 ωρών η πόλις του Ηρακλείου δέον να πληρώση εις το Φρουραρχείον πρόστιμον 100. 000 μάρκων.
3ον) Εντός 14 ημερών το σύνολον των χωρίων του νομού Ηρακλείου δέον να παραδώσουν 100 τόννους ελαιολάδου εις το Φρουραρχείον.
4ον) Άπαντα τα καφενεία, εστιατόρια, οινομαγειρεία και Λέσχαι θα κλείσουν εντελώς.
5ον) Όστις κυκλοφορεί εις τας οδούς προ της 5ης πρωινής και μετά την 7ην εσπερινήν κινδυνεύει να πυροβοληθή.
Η μη ακριβής συμμόρφωσις προς τα ανωτέρω συνεπάγεται την εφαρμογήν αυστηροτέρων διαταγών εκ μέρους του Φρουρίου Κρήτης».
Ο Στρατηγός του Φρουρίου Κρήτης Αντρέ, δεν αρκέστηκε στην αυστηρότητα των πιο πάνω διαταγών. Εξέδωσε και τρίτη διαταγή με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1942, την οποία και πάλι δημοσιοποίησε στους Ηρακλειώτες ο Φρούραρχος Ηρακλείου από τα φύλλα της εφημερίδας Κρητικός Κήρυξ:
«Κατόπιν Διαταγής του Φρουρίου Κρήτης απηγορεύθη αυστηρότατα πάσα μετακίνησις προσώπων από χωρίου εις χωρίον και από της πόλεως εις χωρίον και τ’ανάπαλιν, μετά την δύσιν του ηλίου. Οι παραβάται θα υφίστανται σοβαροτάτας ποινάς κινδυνεύοντες να πυροβοληθούν υπό των σκοπών».
Οι τρεις παραπάνω διαταγές του Στρατηγού Αντρέ, διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την αντικατάστασή του από τον Στρατηγό Μπρόγερ ως το καλοκαίρι του 1944. Ήταν η αφορμή και το «άλοθι» του Γερμανού στρατιώτη, που δολοφόνησε σε ένα σοκάκι του Θραψανού τον Γιάννη Εμμανουήλ Δαργάκη.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.