Γεννήθηκα στην Ξάνθη! Μα η Κρήτη κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου!

Ίσως ήταν η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυία της Ελλάδας…

Ο ίδιος θα γράψει στη βιογραφία του: «Γεννήθηκα στην Ξάνθη! Μα η Κρήτη κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου! Ακούω τις φωνές της, νοιώθω το πέλαγος να δέρνεται και να βογγά στα βράχια της, μυρίζομαι το χώμα της, τα περιβόλια της, χιμά ολοένα η ψυχή μου απάνω της να ρουφήξει δύναμη και ομορφιά.»

“Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού.” Mάνος Χατζιδάκις

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου  του 1925, στην Ξάνθη. Στη αυτοβιογραφία του και σε κάποιες συνεντεύξεις του έλεγε πως ήταν Κρητικός και μόνο!

Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί και το ακορντεόν.

«Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία…»

Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.

Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά”, από την ταινία του Ζυλ Ντασέν “Ποτέ την Κυριακή”. Η βράβευση αυτή του δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του.

Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον “Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις” στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες. Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη “Μήδεια” του Ευριπίδη (1958), το “Παραμύθι χωρίς όνομα”, του Ι. Καμπανέλλη (1959) το “Ο κύκλος με την κιμωλία” του Μπρεχτ, η “Οδός ονείρων” (1962), αλλά και “Το χαμόγελο της Τζοκόντα” – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

«Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπον», ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και το κλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή…Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.»

Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών “Reflections” σε συνεργασία με το συγκρότημα “New York Rock and Roll Ensemble”, ενώ ηχογραφεί και “Το Χαμόγελο της Τζοκόντα”, στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή. Παράλληλα συνεχίζει την συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η “Ρυθμολογία” (έργο για πιάνο) και η “Αμοργός” (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.

Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στον χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά κορυφώνονται την περίοδο αυτή. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -ίσως- την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.

Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις “Μουσικές Γιορτές” στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον “Μουσικό Αύγουστο” στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 – 1982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.

Το 1985 παρουσιάζει το πολιτιστικό περιοδικό “Το Τέταρτο” (1985 – 1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης, δημιουργεί την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία “Σείριος”, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα, παρουσιάζει επιλεγμένα έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ “Σείριος” (Ζουμ).

Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των χρωμάτων, προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασσικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα των χρωμάτων μέχρι το τέλος της ζωής, του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργανώνει τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».

Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά, κατά την περίοδο αυτή, αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι “Η εποχή της Μελισσάνθης”, έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών “Τα παράλογα” (1978), “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1983), η μουσική παράσταση “Πορνογραφία” (1982) σε δική του σκηνοθεσία, η “Σκοτεινή μητέρα” και “Τα τραγούδια της αμαρτίας”.

Μια όχι και τόσο γνωστή  συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι, δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 26 Αυγούστου 1960, στην ελληνική εφημερίδα «Αίγυπτος (Ταχυδρόμος)» της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς, το όνομα του δημοσιογράφου, που συνομίλησε με τον Χατζιδάκι και απέδωσε τόσο γλαφυρά τα λεγόμενα αλλά και την εικόνα του Μάνου, δεν αναγράφεται στο φύλλο της εφημερίδας:

Είναι  33 χρονών ο Χατζιδάκις. Παχύς και στο ανάστημα μέτριος. Το δέρμα του είναι σκούρο και μελαχρινό και κατάμαυρα τα μάτια του. Γλυκεία και απαλή η φωνή του, πειθαρχημένη κυλά και βγαίνει απ΄τα χείλη του, μα όταν υποστηρίζει κάτι, όταν υπογραμμίζει μία φράση, γίνεται σκληρή, βαριά σαν χτύπος καμπάνας και τα μάτια του πετούν αστραπές σαν το ατσάλι!

Για ένα που ξέρει να βλέπει, ο Χατζιδάκις, συμπληρώνει τον τέλειο χαρακτήρα του Κρητικού!

-Γεννήθηκα στην Ξάνθη! λέει ο ίδιος. Μα η Κρήτη κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου! Ακούω τις φωνές της, νοιώθω το πέλαγος να δέρνεται και να βογγά στα βράχια της, μυρίζομαι το χώμα της, τα περιβόλια της, χιμά ολοένα η ψυχή μου απάνω της να ρουφήξει δύναμη και ομορφιά…

Ο πατέρας του Χατζιδάκι, ανήσυχη ψυχή σαν όλους τους Κρητικούς, ξεκίνησε μια μέρα να πραγματοποιήσει ένα όνειρο. Να πλουτίσει εμπορευόμενος καπνά! Καλή η εποχή, έξυπνος έμπορος ήταν, είχε πείσμα και καρδιά και περίσσεια περηφάνια, δεν μπορούσε παρά να κερδίσει στο πάλεμα με τη ζωή. Τι Κρητικός ήταν;

Οι άνθρωποι τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν, ήταν μεγάλη η καρδιά του και το μυαλό του σπίθιζε. Γέννησε κι η γυναίκα του, του δωσε αγόρι, το βάφτισαν, μπήκε στους Χατζιδάκιδες, ένας Μανώλης ακόμη!

-Να πω πως τον ζήλεψε ο Χάρος; Πως πέρασε κάποια φορά έξω από το σπίτι μας άκουσε το κακαριστό  γέλιο του, έσκυψε και είδε την ευτυχία μας και μπήκε; Η συμφορά έπεσε απροσδόκητα, γκρέμισε το σπίτι μας, και μεις, η μητέρα μου κι εγώ, μια σταλιά παιδί, θάψαμε τον πατέρα μου, τα μαζέψαμε και ήρθαμε στην Αθήνα… Το χρυσό όνειρο είχε τελειώσει, η ζωή δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο την ξέραμε ως τότε. Η βιοπάλη άρχιζε. Δούλευα και σπούδαζα, κι οι δυσκολίες με πεισμάτωσαν! Τούτα τα προσόντα του Κρητικού, δεν τα ήξερα ποτέ. Κυνηγούσα τα δύσκολα, τα παραπάνω από μένα και τις δυνάμεις μου. Χιλιάδες πρόγονοι που βλάστησαν και τάφηκαν στα χώματα της Κρήτης, ξυπνούσαν μέσα μου και φώναζαν. Δεν ξεκαθάριζα τις πεθυμιές τους, δεν είχα ο ίδιος κατασταλάξει πάνω στη γή, δεν μπορούσα ακόμη να δω και να ξεχωρίσω τους δρόμους…

Μεγάλη η γενιά των Χατζιδάκιδων στην Κρήτη, απλώνεται και πιάνει το νησί από τις τέσσερις άκρες του! Κισσαμίτες, Σφακιανοί, Αποκορωνιώτες, Ρεθυμιώτες, Καστρινοί, Μεραμπελιώτες και Γεραπετρίτες, πλούσιοι, φτωχοί, επιστήμονες, στρατιωτικοί. Μια φλέβα που κόπηκε με τον καιρό κομμάτια-κομμάτια κι άλλη θέλουν το «άκης» με «ήττα» κι άλλοι με «γιώτα» να χωρίζουν μεταξύ τους!

-Δέκα πέντε χρονών, κατέβηκα στην Κρήτη, κάθισα καιρό, ντύθηκε η ψυχή μου με τα χρώματά της… Μελέτησα τους ανθρώπους της, το φως της, ένοιωσα τη φοβερή δύναμη αφομοιώσεως που έχει σ’ αυτούς που πρωτοστατούν επάνω της, δέθηκα οριστικά μαζί της! Από παιδί μ’ άρεσε η μουσική, με είχαν μάθει κι έπαιζα πιάνο, μα μόνο σαν πάτησα στην Κρήτη η ψυχή μου κατάλαβε το νόημά της. Άρχισα να συνθέτω, να δημιουργώ, παράξενα συναισθήματα με πλημμύριζαν. Ένα θαύμα είχε γίνει μέσα μου…

-Μεγάλη είναι η Κρήτη, έχει Χατζιδάκιδες πολλούς. Ποια η δική σας φύτρα;

-Ηρακλειώτης!… Καστρινός, όπως συνηθίζουν να τους λένε, επειδή παλιά, Μεγάλο Κάστρο, έλεγαν το Ηράκλειο… Το δικό μας σόι, έχει πολλούς επιστήμονας και καθηγητάς. Ανθρώπους που ασχολιούνται με την λογοτεχνία και την ποίησι. Απ΄ό,τι έμαθα, δεν είχαμε άλλον μουσικόν.

Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.

 

ΠΗΓΕΣ:

Sanshmera.gr

Wikipedia.gr

afmarx.wordpress.com