Η γέφυρα του ποταμού Κερίτη στον Αλικιανό πριν καταρρεύσει

Τρεις είναι διαχρονικά οι ονομασίες του ποταμού που διασχίζει την κατάφυτη από οπωροφόρα κοιλάδα του χωριού Αλικιανός Χανίων. Με πηγές στα Λευκά Όρη και τις εκβολές του στη θάλασσα του Πλατανιά, στην αρχαιότητα ονομάζονταν Ιάρδανος. Επειδή πολλές φορές με τις βροχές και τα χιόνια πλημμύριζε τους χειμερινούς μήνες και κατέστρεφε τις καλλιέργειες, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής τον ονόμασαν Καιρίτη. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, την 1η Αυγούστου 1941, οι Γερμανοί εκτέλεσαν στις όχθες του 118 πατριώτες από τον Αλικιανό και τα γύρω χωριά της περιοχής. Τα θύματα τάφηκαν στις όχθες του ποταμού. Οι δικοί τους άνθρωποι, άναβαν κεριά και λαμπάδες, αφήνοντάς τα στις όχθες του. Από τα κεριά, ο ποταμός πήρε το όνομα Κερίτης.

Σ’αυτήν την εκτέλεση της 1ης Αυγούστου, ένα από τα θύματα ήταν ο Βασίλειος Δρακακάκης του Νικολάου από τον Αλικιανό.

Ο Βασίλης Δρακακάκης, από τον Αλικιανό.

Τα χρόνια της σκλαβιές, εκατοντάδες Κρητικοί στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ο Βασίλης Δρακακάκης όρθωσε το ανάστημά του στους κατακτητές δυο φορές. Δυο φορές αντίκρισε τις κρύες κάνες των γερμανικών ντουφεκιών. Στις 24 Μαΐου 1941, ενώ διαρκούσε η Μάχη της Κρήτης, σύρθηκε μαζί με άλλους έξι συγχωριανούς του στον κεντρικό δρόμο του Αλικιανού για να εκτελεστεί.

Οι σφαίρες των κατακτητών, αυτή τη φορά δεν του στέρησαν τη ζωή. Τραυματίστηκε και διασώθηκε. Την 1η Αυγούστου 1941, δυο μήνες μετά, ο Βασίλης Δρακακάκης πότισε με το αίμα του το δέντρο της λευτεριάς. Βρέθηκε και πάλι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έτσι έγινε ο μοναδικός άνθρωπος που «εκτελέστηκε» δυο φορές.

Για την εκτέλεση της 24ης Μαΐου 1941, σε έντυπο του Αλικιανού γράφτηκε: «…η πρώτη εκτέλεση έγινε στις 24 του Μάη 1941, ενώ διαρκούσαν ακόμη οι επιχειρήσεις, με θύματα έξι πολίτες του Αλικιανού.

Μια γερμανική περίπολος που είχε εισορμήσει στην κωμόπολη έπαιρνε μαζί της όσους συναντούσε στο δρόμο της, βάζοντάς τους προπέτασμα ασφάλειας απέναντι στα πυρά των προμάχων του πατρίου εδάφους.

Καθώς προχωρούσε από τα νότια – τις παρυφές του κάμπου, όπου το ευρύ πεδίο πτώσης των αλεξιπτωτιστών – προς τα βόρεια, όταν έφτασε στην ευθεία του δρόμου που περνά από τα κεντρικά καταστήματα και οδηγεί προς Βατόλακκο, νοτιοανατολικά της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού, εκεί διαπίστωσε ο επί κεφαλής ότι λόγοι προνοίας επέβαλαν στην περίπολο να αποχωρήσει. Τοποθέτησαν τότε τους έξι ομήρους στην αυλή του καφενείου Μιχ. Σπυριδάκη και τους εξετέλεσαν. Τα πυρά δεν υπήρξαν καίρια για τον ένα, το Βασίλη Δρακακάκη, ο οποίος επέζησε για να ξαναδοκιμάσει τη φοβερή αγωνία της εκτέλεσης την 1η Αυγούστου…”.ª1

Τα γεγονότα της πρώτης εκτέλεσης των εφτά Αλικιανιωτών, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλης Δρακακάκης που επέζησε, εξελίχτηκαν ως εξής: Από το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, ξεκίνησε στην Κρήτη η υπέρτατη μάχη για την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Χιλιάδες αλεξιπτωτιστές ρίχτηκαν στο Μάλεμε και τη γύρω περιοχή με σκοπό την κατάληψη του αεροδρομίου. Στην κοιλάδα του Κερίτη, έγιναν σφοδρές μάχες μεταξύ των αλεξιπτωτιστών και του ντόπιου πληθυσμού.

Το τίμημα για τους Γερμανούς ήταν βαρύ. Δεκάδες στρατιώτες και αξιωματικοί σκοτώνονταν στις αψιμαχίες σώμα με σώμα που εξελίσσονταν γύρω από τον Αλικιανό. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Μαΐου 1941, εφτά συγχωριανοί ξαπόσταιναν στο καφενείο του Δημητρίου Γκανακάκη που ήταν τυφλός. Γερμανική περίπολος προσπάθησε να εισέλθει στο χωριό. Περνώντας από το καφενείο, συνέλαβε τους εφτά χωριανούς, παίρνοντάς τους μαζί για προφύλαξη από τις σφαίρες των ελεύθερων σκοπευτών.

Το καφενείο του Δημητρίου Γκανακάκη
Το καφενείο του Δημητρίου Γκανακάκη. Εκεί συνελήφθησαν οι 7 Αλικιανιώτες, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλης Δρακακάκης, στις 24 Μαΐου 1941, και ακολούθησε η εκτέλεσή τους

Τον καφετζή, επειδή ήταν τυφλός, τον άφησαν στο καφενείο του. Προχωρώντας στον κεντρικό δρόμο του χωριού, βρέθηκαν μπροστά στο πτώμα ενός αξιωματικού τους. Τον αξιωματικό σκότωσε ο Λευτέρης Στρατουδάκης. Χωρίς αργοπορία, αμέσως έσυραν τους εφτά στην άκρη του δρόμου, στην αυλή του καφενείου του Μιχαήλ Σφυριδάκη και τους εκτέλεσαν. Ο Βασίλης Δρακακάκης έπεσε κάτω χωρίς να τον ακουμπήσουν οι εχθρικές σφαίρες.

Προσποιήθηκε τον νεκρό. Ένας Γερμανός έδωσε την χαριστική βολή στους εφτά. Στον Δημήτρη η σφαίρα πέρασε από το ένα μάγουλο και βγήκε από το άλλο, χωρίς να τον βλάψει. Ούτε τα δόντια του. Μόλις οι Γερμανοί αποχώρησαν, ο Δημήτρης Δρακακάκης σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο καφενείο του Θοδωρή Δασκαλάκη ή Δασκαλοθοδωρή. Ζήτησε οινόπνευμα και έπλυνε το τραύμα του.

Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο σπίτι του και με τη βοήθεια των δικών του ανθρώπων θεραπεύτηκε. Οι νεκροί της εκτέλεσης, ο Εμμανουήλ Βιτετζάκης, ο Γεώργιος Γεωργουδάκης, ο Επαμεινώνδας Τζουγκράκης, ο Φώτιος Ταμπάκης ή Φωτής (πρόσφυγας) και ο Ιωάννης Σινιοράκης, τάφηκαν στην αυλή του σπιτιού του γιατρού Μαραγκουδάκη Νικολάου. Μαζί τους τάφηκε και ο Γερμανός αξιωματικός.

Στη συνέχεια, η Κρήτη κυριεύτηκε από τους Γερμανοϊταλούς. Η διάσωση του Δρακακάκη έγινε γνωστή. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε από τους κατακτητές. Τον αναζητούσαν επίμονα. Ως την 1η Αυγούστου 1941, που κατέκλυσαν την κοιλάδα του Κερίτη, συγκέντρωσαν και εκτέλεσαν 118 άνδρες από τον Αλικιανό και τις γύρω περιοχές. Μεταξύ των εκτελεσμένων, ήταν και ο Βασίλης Δρακακάκης. Στην περιοδική έκδοση του Αλικιανού «Αρχείο της Μάχης της Κρήτης», η εκτέλεση του ποταμού Κερίτη περιγράφεται ως εξής:

Το μνημείο των 118 εκτελεσμένων στον ποταμό Κερίτη.
Το μνημείο των 118 εκτελεσμένων στον ποταμό Κερίτη.

´”… ξεπέρασμα κάθε ορίου τραγικότητας με το μεγάλο μπλόκο της 1ης Αυγούστου 1941 που το μεθόδευσαν και το προετοίμασαν με μεγάλη προσοχή οι Γερμανοί. Αχτίνα του ήταν όλη η ορεινή και πεδινή Κυδωνία. Η απόχη τους, άπλωσε σ’όλα τα χωριά της Ρίζας και του λεκανοπεδίου Κερίτη. Συνέλαβαν εκατοντάδες άντρες απ’όλη την περιοχή και τους μετάφεραν στα στημένα στρατοδικεία στο μικρό ύψωμα – λιόφυτο, που βρίσκεται ανατολικά της διασταύρωσης των δρόμων Αλικιανού-Σκινέ.

Εκεί με συνοπτική διαδικασία επέλεγαν τους μελλοθάνατους, τους οποίους κατά μικρές ομάδες παράδιναν σε σκληρούς συνοδούς που τους οδηγούσαν στους εκτελεστές στην κοίτη του ποταμού Κερίτη ως 200 μέτρα νότια της μεγάλης Γέφυρας. Η σφαγή διάρκεσε όλη την ημέρα. Όσους είχαν ξεχωρίσει για αγγαρεία τους οδήγησαν τότε στον τόπο του μαρτυρίου, τους έβαλαν και άνοιξαν τάφους και εναπόθεσαν τους νεκρούς. Συνέβη παιδί να θάψει τον πατέρα του, αδελφός τον αδελφό.

Το προσκλητήριο που ακολούθησε στα χωριά τις επόμενες μέρες έδειξε 108 απόντες και επικράτησε η άποψη ότι τόσοι ήταν οι εκτελεσθέντες την 1 Αυγούστου 1941 στον Κερίτη. Όταν όμως κατά το 1950 έγινε η ανακομιδή των οστών στο Μαυσωλείο που χρίστηκε ανατολικά της γέφυρας στην αφετηρία του δρόμου προς Φουρνέ, τα κρανία φανέρωσαν 118 εκτελεσθέντες. Οι παραπάνω δέκα ήσαν περαστικοί που έπεσαν συμπτωματικά μέσα στο μπλόκο..”..2

«…η κοιλάδα του ποταμού Κερίτη έγινε εστία οριακής μάχης, γιατί χωρίς την εξασφάλισή της οι Γερμανοί δεν ημπορούσαν να προχωρήσουν βήμα προς τον κεντρικό στόχο τους να καταλάβουν τα Χανιά μέσω των φυλακών Αγυιάς και του Γαλατά. Και το μεγάλο βάρος στην κοιλάδα του Κερίτη έπεσε στην ευθύνη των ελεύθερων σκοπευτών της περιοχής – του παρόχθιου κάμπου και της υπερήφανης Ρίζας. Απ’αυτό και τα πολυάριθμα θύματα και από τις δύο πλευρές.

Όλος ο παρόχθιος κάμπος από τη λοφοσειρά των Βρυσών και Πατελάρι μέχρι τη γέφυρα του Κερίτη ήταν στρωμένος από πτώματα αλεξιπτωτιστών. Ανάλογες ήταν και οι θυσίες από την πλευρά των ελεύθερων σκοπευτών…

Γνωστό ότι στον Αλικιανό έκαναν τρεις εκτελέσεις. Την πρώτη ενώ διαρκούσαν ακόμη οι επιχειρήσεις, 24 του Μάη, με θύματα 6 κατοίκους. Τη δεύτερη μελετημένη, στις 2 του Ιούνη, μόλις δηλαδή επεκράτησαν οι Γερμανοί, στην αυλή της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού με θύματα 42 κατοίκους του Αλικιανού.

Απόσπασμα της μαρμάρινης επιγραφής στον ποταμό Κερίτη, των 118 εκτελεσμένων από τους Γερμανούς

Την τρίτη και φοβερότερη την έκαμαν ύστερα από προετοιμασίες και μυστικές μεθοδεύσεις την 1η Αυγούστου 1941, δυο μήνες δηλαδή από την επικράτησή τους, με στόχο να εκδικηθούν πλατύτερα τον πληθυσμό, αλλά και να επεκτείνουν την τιμωρία στον πληθυσμό της ορεινής Κυδωνίας, της ξακουστής Ρίζας, η οποία είχε δώσει πολλούς και άξιους σκοπευτές.

Την νύχτα λοιπόν της 31 του Ιούλη προς την 1η Αυγούστου τα μπλόκα άπλωσαν με λύσσα σ’όλα τα χωριά του κάμπου και της Ρίζας και τα σφάγια οδηγούνταν μπροστά στα στρατοδικεία που είχαν τοποθετηθεί στο ελαιόφυτο ύψωμα, ανατολικά της διακλάδωσης του δρόμου Αλικιανού προς Σκινέ, και εκεί ύστερα από συνοπτικότατη διαδικασία έβγαζαν καταδικαστικές αποφάσεις κι έστελναν ομαδικά τους μελλοθάνατους στο εκτελεστικό απόσπασμα που περίμενε στην κοίτη του Κερίτη εκατόν περίπου μέτρα νότια της μεγάλης γέφυρας.

Έτσι τα χωριά Αλικιανού, Σκινές, Φουρνές, Βατόλακκος, Αγυιά, Κυρτομάδος, Κουφός, Πατελάρι, Μεσκλά, Λάκκοι, Ζούρβα, Καρρές, Καράνου, Σκαφιδάκια, Ορθούνι, Νέα Ρούματα, Πρασές και Σέμπρωνας έχασαν πολλούς από τους μαχητές τους…”.3

Στην έκθεση ενόρκου βεβαιώσεως, ο Σταθμάρχης Αλικιανού την περίοδο της Μάχης της Κρήτης Αντώνιος Φραγκονικολάκης αναφέρει:

«ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΝΟΡΚΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ

Εν Χανίοις και εν τω Ειρηνοδιακώ καταστήματι σήμερον …1951 …ημέραν …και ώραν …ενώπιον εμού του Ειρηνοδίκου Χανίων Γεωργίου Κοκούση παρούσης και της Υπογραμματέως Καλιόππης Τζιανουδάκη και κατόπιν της σχετικής προς ημάς αιτήσεως της … κατοίκου … κληθέντες παρ’αυτοίς ενεφανίσθησαν οι κάτωθι οίτινες εδήλωσαν ότι ονομάζονται ο μεν Αντώνιος Φραγκονικολάκης τέως αστυνομικός Σταθμάρχης Αλικιανού κάτοικος Φουρνέ και ητήσαντο όπως βεβαιώσωσι ενόρκως τη εν τη αιτήσει θέντες όθεν την δεξιάν επί του ιερού ευαγγελίου έδωκαν τον κάτωθι όρκον «Ομνύομεν ειδότες κάλλιστα τας εις την ψευδορκίαν επιβαλλομένας ποινάς ότι αληθές εστίν ότι, υπηρετών αστυνομικός Σταθμάρχης Αλικιανού κατά τον Μάιον του 1941 εκλήθησαν υπ’εμού προς ενίσχυσιν των μαχομένων δυνάμεων εναντίον των πιπτόντων Γερμανών Αλεξιπτωτιστών προς κατάληψιν του χωρίου Αληκιανού κατά την μάχην της Κρήτης 20 Μαΐου 1941 πολίται εκ του αμάχου πληθυσμού, σχηματίσαντες ομάδα Εθνικής Αντιστάσεως υπό την διοίκησίν μου μεταξύ των οποίων και ο Βασίλειος Νικολάου Δρακακάκης ή Λακιωτάκης τον οποίον και ο ίδιος ώπλισα και όστις συλληφθείς αιχμάλωτος κατά την ώραν της μάχης μετά Ιωάννου Σινιοράκη, Αντωνίου Καλογεράκη, Γεωργουδάκη Γεωργίου, Ταμπακάκη Φωτίου, Βιτεντζάκη Εμμανουήλ εξετελέσθησαν επί τόπου εντός του χωρίου Αληκιανού πλην ούτος μη δεχθείς θανατηφόρον βλήμα προσεκλήθη τον νεκρόν εγκαταληφθείς ως τοιούτος από των Γερμανών μετά την χαριστικήν βολήν ήτις τον ηύρεν ελαφρώς εις την δεξιάν παρειάν με έξοδον κάτωθι του αριστερού ωτός, δραπετεύσας δε άμα τη αναχωρίσει των Γερμανών ιάθη, αλλά προδοθείς ως επιζήσας της εκτελέσεως και καταδιωκόμενος συνελήφθη υπ’αυτών και εξετελέσθη τη 1 Αυγούστου 1941.

Τα ανωτέρω γνωρίζομεν εξ ιδίας αντιλήψεως. Ούτω είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον. Εφ ω συνετάγη η παρούσα και βεβαιωθείσα υπογράφεται ως έπεται.

Ο Ειρηνοδίκης, Η Υπογραμματέας, ο Ορκισθείς».

Μ’αυτόν τον τρόπο έχασε τη ζωή του ο Βασίλης Δρακακάκης. Στο κάλεσμα της Πατρίδας δήλωσε “παρών”. Εξοπλίστηκε από τον Σταθμάρχη Αλικιανού και έστησε τα στήθη του επί τέσσερις ημέρες απέναντι σε έναν βάρβαρο στρατό. Στήθηκε δυο φορές στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η δεύτερη φορά ήταν η μοιραία.

Ο Βασίλης Δρακακάκης του Νικολάου με τη γυναίκα του Σοφία απέκτησαν πέντε παιδιά. Τον Μανόλη, τη Νίκη, τη Μαρίκα, τη Δήμητρα και τον Ηλία. Η Αικατερίνη Τοπολιανάκη – Μπιρουράκη, κόρη της Νίκης και εγγονή του Βασίλη Δρακακάκη, αφηγείται για τον παππού της:

´”…η μητέρα μου η Νίκη ήταν το πρώτο παιδί του παππού μου Βασίλη Δρακακάκη. Ο παππούς μου είχε πάει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη συνέχεια στο Μικρασιατικό. Είχε μεγάλη εμπειρία από τους πολέμους. Όταν έφυγε, είχε δυο παιδιά, μετά που γύρισε απέκτησε με τη γιαγιά μου τη Σοφία άλλα δυο. Εδώ, στον Αλικιανό, προσπαθούσε με τη γη να τα βγάλει πέρα. Όταν μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο, ο παππούς μου επήγε και πολέμησε στην Αλβανία. Και από τους δυο πολέμους ο παππούς μου γύρισε σώος, δεν έπαθε τίποτα.

Και μια μέρα ακούστηκε στο χωριό ότι πέφτουνε αλεξιπτωτιστές στο Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, εδώ στο χωριό μας στη κοιλάδα του Κερίτη. Στον Αλικιανό ήταν Σταθμάρχης ο Αντώνης Φραγκονικολάκης. Και άνοιξε τις αποθήκες του Σταθμού κι έδωσε όπλα στους κατοίκους και όλοι μαζί από την πρώτη στιγμή πολεμούσαν τους Γερμανούς. Από τις 20 Μαΐου. Τις πρώτες μέρες, ο παππούς μου δέχτηκε μια σφαίρα από ένα γερμανικό αεροπλάνο, στο ποντίκι του χεριού. Δεν καρφώθηκε μέσα του, αλλά πέρασε, τον έξυσε και καρφώθηκε στο χώμα. Τον παππού μου τον πιάσανε στις 24 του Μάη στο καφενείο του Δημήτρη Γκανακάκη. Ήταν 10 η ώρα το πρωί. Πιάσανε κι άλλους έξι. Και τους πήρανε για προφύλαξη να μπούνε στο χωριό. Εκεί στον κεντρικό δρόμο, οι Γερμανοί βρήκανε ένα δικό τους σκοτωμένο. Τον είχε σκοτώσει ο Λευτέρης Στρατουδάκης. Το Λευτέρη τον σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί στην εκτέλεση της 1ης Αυγούστου στον Κερίτη. Οι Γερμανοί μόλις είδανε το δικό τους σκοτωμένο, ήταν και αξιωματικός, στήσανε στον τοίχο του καφενείου τους χωριανούς μας, μαζί και ο παππούς μου και τους θερίσανε με ριπές από τα όπλα τους. Ο παππούς μου εμπειροπόλεμος όπως ήταν, έπεσε χάμω πριν τον βρουν οι σφαίρες κι έκανε τον πεθαμένο. Η χαριστική βολή που τους έδωσε ένας Γερμανός, του διαπέρασε το πρόσωπο από τα μάγουλα. Δεν έπαθε τίποτα. Ούτε ένα δόντι δεν πείραξε η σφαίρα. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ο παππούς μου σηκώθηκε και ήρθε στο σπίτι με χίλιες προφυλάξεις. Σε ένα μήνα έγινε καλά. Δεν έμενε όμως μετά απ’αυτό στο σπίτι αλλά με προφυλάξεις στα περιβόλια έξω από το χωριό. Μαθεύτηκε ότι ο παππούς μου σώθηκε από την εκτέλεση και οι Γερμανοί τον αναζητούσαν. Όταν έκαναν την κύκλωση του χωριού, την 1η Αυγούστου 1941, τον πιάσανε μαζί με πολλούς από εδώ και τα γύρω χωριά. Τους περάσανε πρώτα από ένα στρατοδικείο και με ψεύτικες κατηγορίες τους καταδικάσανε σε θάνατο. Κατά ομάδες τους οδηγούσανε στο ρέμα του ποταμού και τους εκτελούσαν. Έτσι ο παππούς μου που πέρασε τέσσερις πολέμους, Βαλκανικό, Ευρωπαϊκό και Μικρασιατικό πόλεμο και με τους Ιταλούς στην Αλβανία, έχασε τη ζωή τους έτσι άνανδρα από έναν βάρβαρο στρατό…”ª.

Μια πέτρινη γέφυρα, μνημείο αρχιτεκτονικής, ορθώνεται από την μια και την άλλη όχθη του Κερίτη, στην είσοδο του χωριού Αλικιανός. Κάτω από τη γέφυρα, στις όχθες του ποταμού, οι κατακτητές Γερμανοί για επιβεβαίωση των ιδανικών τους στις πανανθρώπινες αξίες της συνύπαρξης και του αλληλοσεβασμού των λαών, εκτέλεσαν 118 πατριώτες. Ο Βασίλης Δρακακάκης ήταν ένας απ’αυτούς. Δυο φορές αντίκρισε τις κάνες των εχθρικών όπλων. Δυο φορές είδε να ξερνούν φωτιά. Για να τραγουδήσει ο ανώνυμος ποιητής, το παρακάτω παραδοσιακό κρητικό τραγούδι:

Φωνή και κλάημα άκουσα στη γέφυρα Κερίτη

ποιες να’ταν απού κλαίγανε και τα δεντρά μαραίναν

Δεν ήταν μια δεν ήταν δυο δεν ήταν τρεις και δέκα,

ήταν των εκατό οχτώ χαροκαημένες μάνες.

Μάνες γυναίκες κι αδερφές κακοθανατισμένων.

Η μια’κλαιγε τον άντρα της, η γι’άλλη τον υγιό τζη,

οι αδερφές τους αδερφούς, τη λεβεντιά της Κρήτης.

Σημ.: Όταν γράφτηκε αυτό το άρθρο, η γέφυρα του Κερίτη υπήρχε. Κατέρρευσε την Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019, ως αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών και της αδιαφορίας των υπευθύνων. Μαζί με τη γέφυρα κατέρρευσε και ένα μέρος της κατοχικής ιστορίας του Αλικιανού, μια ψηφίδα ιστορίες της Κρήτης.

 

1 Αρχείο της Μάχης της Κρήτης, έκδοση Πατριωτικής Ένωσης Κυδωνίας Αλικιανού Χανίων, τεύχος 1, Σεπτ. 1982, σελ. 9

2 Αρχείο της Μάχης της Κρήτης, έκδοση Πατριωτικής Ένωσης Κυδωνίας Αλικιανού Χανίων, τεύχος 1, Σεπτ. 1982, σελ. 10-11

3 Αρχείο της Μάχης της Κρήτης, έκδοση Πατριωτικής Ένωσης Κυδωνίας Αλικιανού Χανίων, τεύχος 2, Αύγ. 1983, σελ. 6-7

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος