Ο Επιλοχίας Φριτς Σούμπερτ, ίδρυσε με διαταγή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Αντρέ και διηύθυνε ένα σώμα Κρητών δοσιλόγων γερμανόφιλων «Σουμπεριτών» και ονομάστηκε από τους Κρητικούς «Δήμιος της Κρήτης». Μετά την αντικατάσταση του Αντρέ από τον Μπρόγερ ως νέου Διοικητή Κρήτης, ο Επιλοχίας Σούμπερτ συνέχισε τη δράση του με την ανοχή του Γερμανού Στρατηγού.
Το σύνολο των “αποβρασμάτων” του ήταν από όλες σχεδόν τις περιοχές της Κρήτης. Από τα χέρια του πέρασαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν με τους πιο απίθανους βίαιους και τραγικούς τρόπους, πλήθος πατριωτών.
Δεν ξεχώριζε τους άντρες από τις γυναίκες γι’ αυτό πολλά από τα θύματά του ήταν γυναίκες. Συνήθιζε πριν τις εκτελέσεις να χτυπά με ξύλινες ράβδους τους μελλοθάνατους. Από την Κρήτη αναχώρησε στις 11 Ιανουαρίου 1944 και μετέφερε τη φονική του δράση στη Θεσσαλονίκη.
Μετά την κατοχή συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα. Ζήτησε χάρη από τον Βασιλιά αλλά δεν του δόθηκε. Εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947.
Το σώμα που ίδρυσε και διεύθυνε το ονόμασε ο ίδιος Ελληνικό Καταδιωκτικό Απόσπασμα Κακοποιών Ε.Κ.Α.Κ. ή Jacte Commando όπως αναφέρεται στην προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στη φιλογερμανική εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ στις 1 Ιανουαρίου 1944 και σε δελτίο ειδήσεων της ίδιας εφημερίδας στις 8 Νοεμβρίου 1943.
Στο άρθρο της η εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ (1.1.1944), γράφει με την υπογραφή του Σούμπερτ τα εξής: «ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΙ Του κ. Διοικητού του Ελληνικού αποσπάσματος καταδιώξεως κακοποιών ΠΡΟΣ τον Κρητικόν λαόν Κρήτες Η επί διετίαν ήδη άσκησις της ειδικής υπηρεσίας, ην εν τω πλαισίω της Κατοχής ευηρεστήθη να μοι αναθέση το Φρούριον Κρήτης, ομολογώ, ότι μοι παρέσχεν την ευκαιρίαν να έλθω εις άμεσον και στενωτέραν επαφήν μεθ’όλων εν γένει των λαϊκών στρωμάτων, και να γνωρίσω βαθύτερον τόσον τας μεγάλας αρετάς, όσον και τα μικρά ελαττώματα του Κρητικού Λαού.
Εκ τούτου δε προέκυψε και η ζωηρά μου επιθυμία προς πλήρη επιβολήν της εννόμου τάξεως, δια την ησυχίαν και την ασφάλειαν του κατά την μεγίστην αυτού πλειονότητα φιλοπόνου και νομιμόφρονος Κρητικού λαού, ούτινος άλλως τε είναι διάχυτος η επιθυμία προς τούτο.
Από της απόψεως δε ταύτης υπήρξα και παραμένω πάντοτε άοκνος μεν, αλλά και δίκαιος, ως θέλω να πιστεύω κριτής, των εις την αρμοδιότητά μου αναγομένων υποθέσεών σας, εν τη πεποιθήσει ότι ούτως εξυπηρετείται εντελέστερον το συμφέρον σας.
Επί τούτοις προσκαλώ και πάλιν πάντα εξ υμών, όστις τυχόν αισθάνεται εαυτόν αδικούμενον και συγκεκριμμένως εκβιαζόμενον προς ενέργειαν ή παράλειψιν πράξεως εις βάρος του τελουμένης υπό στρατιωτών ή βαθμοφόρων εκ των υπό την διοίκησίν μου ανδρών, όπως προσέρχηται και καταγγέλη ελευθέρως και αμελητί τούτο απ’ευθείας προς εμέ.
Προς τούτοις δε μοι καταγγέλητε ομοίως πάντα κακοποιόν, όστις θα υπέπιπτεν εις την αντίληψίν σας, ως αντιποιούμενος τα έργα και την αποστολήν των ανδρών του αποσπάσματός μου, του οποίου άλλως τε είναι γνωστά τα διακριτικά σημεία προς τούτο, δι’ο και θα με εύρητε πάντοτε διατεθειμένον και πρόθυμον.
Εν ω αντιθέτως, πάσα εκ μέρους υμών παράλειψις και τυχόν αποσιώπησις τοιούτων κολασίμων βεβαίως πράξεων, θα επισύρη αυστηροτάτας ποινάς, κατά μόνον των αμελούντων ή απισιωπώντων ταύτας πολιτών.
Τρεχούσης δε ακόμη της προθεσμίας προς παράδοσιν παντός είδους όπλων, ραδιοφώνων και εν γένει υπό των Στρατευμάτων Κατοχής απηγορευμένων ειδών, συνιστώ ενθέρμως, όπως σπεύσητε και επωφεληθήτε της ευκαιρίας, να παραδώσητε ατιμωρητί ταύτα.
Διότι μη πλανάσθε, όλα ταύτα ως και οι κάτοχοι τοιούτων ειδών μοι είναι γνωστοί και ουδείς αυτών πρόκειται να διαφύγη. Την δε περί τούτου θέλησιν της μεγίστης άλλως τε πλειονότητος του λαού, θα την επιβάλλωμεν οπωσδήποτε.
Εν τη αντιλήψει, ότι ταύτα θα εκτιμηθώσι δεόντως και θα ακουσθώσιν επωφελώς, επί τω τέλει βαθυτέρας συναδελφώσεως και συνεργασίας των υπερόχων λαών Ελληνικού και Γερμανικού, εύχομαι εις υμάς πάσαν ευτυχίαν κατά το Νέον Έτος 1944 Ο Διοικητής του Ε.Κ.Α.Κ. ΣΟΥΜΠΕΡΤ».
Αναρίθμητα είναι τα κακουργήματα και ανοσιουργήματα της ομάδας του Σούμπερτ στην Κρήτη, από την ίδρυσή της το έτος 1942, με απόφαση του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Στρατηγού Αντρέ, ως το τέλος της δράσης της (11 Ιανουαρίου 1944) που εγκατέλειψαν ο ίδιος ο Σούμπερτ αρκετά μέλη της ομάδας του το νησί.
Η δράση του Jakte Commando χαρακτηρίζεται από δολοφονίες, συλλήψεις και εκτοπίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας του Ράιχ, λεηλασίες κινητής περιουσίας πατριωτών, (αγροτικών, κτηνοτροφικών, υφαντών και άλλων προϊόντων), αρπαγή χρημάτων και τιμαλφών, πυρπολήσεις οικιών.
Η τακτική του Σούμπερτ και των δοσίλογων της ομάδας του για τη συγκέντρωση χρημάτων από τους Κρητικούς, ήταν να συλλαμβάνουν πατριώτες και να προτείνουν στους συγγενείς τους που απευθύνονταν στα γραφεία του Jakte Commando στη Χανιόπορτα, να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά για την απελευθέρωσή τους.
Οι κακούργοι πράγματι ελάμβαναν τα ποσά, αλλα δεν απελευθέρωναν τους κρατούμενους. Τις περισσότερες φορές τους εκτελούσαν ή τους έστελναν σε στρατόπεδα της Γερμανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. Από το περίσσευμα των χρημάτων που απέφεραν τα παραπάνω τεχνάσματα, o διαβόητος Σούμπερτ, χωρίς ντροπή και αιδώ, προχωρούσε και σε αγαθοεργίες.
Μία τέτοια προσφορά του στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου διαβάζουμε στην εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, με ημερομηνία 8 Νοεμβρίου 1943: «Δωρεαί Ο κ. Σούμπερ, Διευθυντής του Jakte Commando, κατέθηκεν εις το Ταμείον του Νοσοκομείου, δια τους ασθενείς του Ιδρύματος, το ποσόν των τετρακοσίων εβδομήκοντα πέντε χιλιάδων (αριθ. 475.000) δια τας ανάγκας αυτών. Το Νοσοκομείον ευχαριστεί θερμώς. (Εκ του Γραφείου του Νοσοκομείου)».
Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες αλλοίωσης της κατοχικής ιστορίας της Κρήτης. Πλήθος εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που εκτυλίχθηκαν στην Κρήτη, αποδίδονται από τους σύγχρονους αναθεωρητές της ιστορίας στους συνεργάτες των Γερμανών.
Αυτοί οι συνεργάτες κατονομάζονται άλλοτε ως δοσίλογοι, άλλοτε ως γερμανόφιλοι – γερμανόδουλοι και άλλοτε ως γκεσταπίτες που υπηρετούσαν στην ομάδα του Σούμπερτ – Ε.Κ.Α.Κ. Αυτό παρατηρείται σε πολλές εκδόσεις βιβλίων καθώς και άρθρων που δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά.
Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί, καταλήγουν και σε συμπεράσματα ότι δήθεν οι δοσίλογοι της Κρήτης ήταν περισσότεροι από τους αντιστασιακούς, ότι όλα τα δεινά της Κρήτης από τον φασιστικό και ναζιστικό στρατό οφείλονται στους προδότες, ότι τα γερμανικά αντίποινα ήταν αποτέλεσμα ενεργειών δοσιλόγων κλπ.
Ενδεικτικά αναφέρουν και παραδείγματα όπως το κάψιμο του χωριού και οι εκτελέσεις των γυναικών της Καλής Συκιάς, το ολοκαύτωμα του Καλλικράτη Χανίων, η πυρπόληση οικιών και οι εκτελέσεις στο χωριό Ροδάκινο κ.α. Ξεχνούν όμως ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι μοναδικά και αναλλοίωτα.
Αγνοούν τις δεκάδες μαρτυρίες ανδρών και γυναικών που επέζησαν των εκτελέσεων ή έγιναν μάρτυρες των ανοσιουργημάτων του κατοχικού στρατού. Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε ένα γεγονός. Ποτέ και πουθενά η ομάδα του Σούμπερτ και τα παράγωγά της δεν έδρασαν χωρίς την παρουσία τακτικού γερμανικού στρατού.
Στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Ροδάκινο και αλλού, πάντοτε το απόσπασμα του Σούμπερτ συνόδευε ένα γερμανικό τάγμα της Βέρμαχτ. Και πάντοτε ο Σούμπερτ εκτελούσε τις οδηγίες και διαταγές των επικεφαλής αξιωματικών.
Τον μύθο αυτό των εγκλημάτων των δοσίλογων, γκρέμισε με τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις του ο Θεσαλονικιός Νίκος Βαλασιάδης στις 16 Ιανουαρίου 2021, όταν έδωσε στη δημοσιότητα φωτογραφίες από την επιδρομή Γερμανών και Σουμπεριτών στην Καλή Συκιά Ρεθύμνου.
Μεταξύ των φωτογραφιών που δημοσίευσε ο Νίκος Βαλασιάδης, υπήρχαν και δύο που απεικόνιζαν τον Σούμπερτ. Στις φωτογραφίες διακρίνονται 33 Γερμανοί στρατιώτες της Βέρμαχτ να κάνουν ένα διάλειμμα μετά την πυρπόληση και τις εκτελέσεις στην Καλή Συκιά.
Έτσι καταρρίπτεται το αφήγημα των διαφόρων ιστορικών και αναθεωρητών της ιστορίας, ότι στην Καλή Συκιά έδρασε από μόνος του ο Σούμπερτ με τους στρατολογημένους άντρες του. Ποιος είναι ο Νίκος Βαλασιάδης: Διαβάζουμε: Ο Νίκος Βαλασιάδης έχει ολοκληρώσει τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη Προϊστορική Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Έχει δουλέψει ως αρχαιολόγος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας σε υπηρεσίες σχεδιασμού για έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Ειδικεύεται στις εφαρμογές οπτικής επικοινωνίας με αρχαιολογικό περιεχομένο και έχει πολλές φορές συνεργαστεί με ανασκαφικά προγράμματα και μουσεία της ημεδαπής.
Το ερευνητικό του αντικείμενο είναι η αρχαιολογία του πολέμου στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, ειδικότερα δε η τοπογραφική τεκμηρίωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μακεδονία και Κρήτηª.
Ο ίδιος ο Νίκος Βαλασιάδης, σχολιάζει και εξηγεί τις φωτογραφίες που δημοσίευσε με τον Σούμπερτ και τους άντρες του κατοχικού στρατού στην Καλή Συκιά στις 6 Οκτωβρίου 1943, γράφοντας τα εξής:
Τον Δεκέμβριο του 2020, στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με την τοπογραφική τεκμηρίωση της γερμανικής Kατοχής στην Κρήτη, εντοπίστηκαν σε αρχειακό φιλμ οι μοναδικές, μέχρι σήμερα, γνωστές φωτογραφίες του εγκληματία πολέμου Φριτς Σούμπερτ από την περίοδο του πολέμου.
Η αναγνώριση του χώρου, μάλιστα, απέδειξε πως σχετίζονται με ένα από τα πιο φρικαλέα περιστατικά της δράσης του επιλοχία Σούμπερτ και της ομάδας δοσιλόγων που διοικούσε: τις θηριωδίες στην Καλή Συκιά της επαρχίας Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνου, όπου, στις 6 Οκτώβρη 1943, κατά τη διάρκεια “εκκαθαριστικών επιχειρήσεωνî του Γερμανικού Στρατού, 17 κάτοικοι της επαρχίας (μεταξύ αυτών 12 γυναίκες) δολοφονήθηκαν βάναυσα από τους άνδρες του αποσπάσματος Σούμπερτ.
Η διαδικασία της αναγνώρισης ξεκίνησε αρχικά από τον εντοπισμό του φιλμ 101I-781-0171 στο Bundesarchiv. Οι πληροφορίες που το συνόδευαν είναι ελάχιστες, τα μόνα δεδομένα ήταν το όνομα του φωτογράφου και πως πρόκειται για Κρήτη.
Δεν υπήρχαν πιο συγκεκριμένοι προσδιορισμοί της τοποθεσίας ή άλλες τοπογραφικές επισημάνσεις. Ο χρονολογικός ορίζοντας ήταν επίσης ασαφής, αφού το μόνο που αναφέρεται είναι οι χρονολογίες 1943-’44. Η τοπογραφική ταύτιση των εικονιζόμενων τοπίων απέδειξε πως τουλάχιστον κάποιες από τις λήψεις έχουν γίνει στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου.
Η συσχέτιση άλλων φιλμ του ίδιου φωτογράφου που φαίνονταν να ανήκουν θεματικά στο ίδιο σύνολο προσδιόρισε το χρόνο λήψης στο φθινόπωρο του 1943, και συγκεκριμένα πριν τον Νοέμβριο.
Παρόλο που στις φωτογραφίες διακρίνονται ειρηνικές σκηνές γερμανικών τμημάτων να περιδιαβαίνουν διάφορα σημεία του αγροτικού κρητικού τοπίου (θα έλεγε κανείς πως μοιάζουν πιο πολύ να κάνουν εκδρομή), ο συσχετισμός χώρου και χρόνου οδήγησε στην υπόθεση πως μπορεί να αποτυπώνονται σκηνές σχετικές με τις αιματηρές θηριωδίες του Γερμανικού Στρατού που έλαβαν χώρα σε αυτό το κομμάτι του νησιού το φθινόπωρο του 1943.
Με αναφορά σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, έγινε μια πιο προσεκτική προσέγγιση συγκεκριμένων φωτογραφιών, σε μια απόπειρα αναζήτησης περισσότερων στοιχείων. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, και αφού συγκεκριμένες λήψεις μεγεθύνθηκαν ψηφιακά, ήρθε στο φως ένα στιγμιότυπο που κέντρισε την προσοχή μου.
Η εν λόγω φωτογραφία εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μια ομάδα ένοπλων Γερμανών στρατιωτών (διακρίνονται 33 άνδρες) μοιάζουν να κάνουν ένα διάλειμμα από τις επιχειρήσεις σε κάποιο άνοιγμα του κρητικού αγροτικού τοπίου, χωρίς πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Ο φωτογράφος επικεντρώνεται σε μια ομάδα 4 ατόμων που βρίσκονται κοντά στο φακό. Πρόκειται πιθανώς για τους επικεφαλής βαθμοφόρους του αποσπάσματος, όπως φαίνεται από τις στολές τους και από το γεγονός ότι δεν φορούν εξάρτυση μάχης.
Οι δύο από αυτούς κάθονται χαλαρά σε έναν ξερότοιχο στα όρια ενός δρόμου, κρατώντας στα χέρια τους στρατιωτικούς χάρτες. Οι τρεις στα δεξιά μοιάζουν να είναι αξιωματικοί. Ωστόσο το ενδιαφέρον μου στράφηκε στον άνδρα που στέκεται όρθιος απέναντί τους.
Παρόλο που το κεφάλι του κοιτά στην αντίθετη από το φακό κατεύθυνση και το πρόσωπό του είναι κρυμμένο, υπήρχε κάτι το αινιγματικά οικείο σχετικά με αυτόν τον Γερμανό στρατιωτικό. Πρόκειται για κοντό άνθρωπο, με πεταχτά αφτιά, ελαφρά καμπούρα και μάλλον σκουρόχρωμη επιδερμίδα.
Φοράει γυαλιά και ένα βαρύ δαχτυλίδι στον παράμεσο του δεξιού χεριού. Τα χέρια του και οι ρυτίδες στην επιδερμίδα του δείχνουν όχι πολύ νέο άνθρωπο. Στον ώμο του διακρίνεται με δυσκολία ο βαθμός του. Είναι υπαξιωματικός και συγκεκριμένα επιλοχίας.
Η παράθεση και μόνο της περιγραφής του μικρόσωμου αυτού ανθρώπου οδήγησε στη στιγμιαία συνειδητοποίηση πως η φιγούρα αυτή φαινόταν οικεία, γιατί την είχα ξαναδεί: σε φωτογραφίες από τη δίκη και την εκτέλεση του επιλοχία Φριτς Σούμπερτ, ενός από τους πιο αιμοσταγείς εγκληματίες πολέμου που γνώρισε η χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν γνωστές φωτογραφίες του Σούμπερτ από την Κατοχή και πολύ περισσότερο από την επιχειρησιακή του δράση. Οι γενικά λίγες φωτογραφικές αποτυπώσεις του είναι μεταπολεμικές και προέρχονται από τις δίκες του στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, καθώς και από την εκτέλεσή του το 1947.
Σε αυτές όμως διακρίνονται χαρακτηριστικά της εμφάνισής του που οδηγούν στην ταύτιση. Για παράδειγμα, το σχήμα των γυαλιών που φοράει στις μεταπολεμικές λήψεις είναι πανομοιότυπο με αυτό της φωτογραφίας του 1943.
Η αρχική ταύτιση οδήγησε στη λεπτομερειακή εξέταση και ενός δεύτερου, σχεδόν πανομοιότυπου, στιγμιότυπου, της προηγούμενης ακριβώς λήψης στο ίδιο φιλμ. Εδώ το πρόσωπο του Σούμπερτ αναγνωρίστηκε πέραν αμφιβολίας, καθώς είναι καλύτερα ορατό».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου.