Η δίκη του γερμανού υπαξιωματικού Φριτς Σούμπερτ, ξεκίνησε στην Αθήνα και στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου στο Αρσάκειο Μέγαρο, στις 28 Ιουλίου 1947. Ο βάρβαρος και αδίστακτος Σούμπερτ ήταν ίσως το πιο μισητό πρόσωπο για τους Κρητικούς τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής της Κρήτης.
Η δράση του στην Κρήτη και τη Μακεδονία, συνδέθηκε με εκατοντάδες νεκρούς. Πολλοί πατριώτες στα χέρια του βασανίστηκαν και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπόσταση δεν είχε γι’αυτόν καμιά σημασία. Πιάστηκε στον Πειραιά από έναν χωροφύλακα μετά την Κατοχή.
Ο Σούμπερτ είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, άγνωστο το γιατί, και η παρατηρητικότητα του χωροφύλακα έστειλε έναν σκληρό εγκληματία πολέμου στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ώστε να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.
Ο Φριτς Σούμπερτ δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στις 5 Αυγούστου 1947 και ο Σούμπερτ εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947.
Η απόφαση του Ειδικού Στρατοδικείου Αθηνών για τον Επιλοχία Σούμπερτ βρίσκεται σε αρχείο της πόλης του Ηρακλείου και αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΟ ΕΙΔΙΚΟΝ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ
Συγκείμενον εκ των δικαστών Παπαγεωργίου Φιλλίπου, Γεν. Στρατ. Δικ. Συμβ. Α΄ Τάξεως, Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ως προέδρου, Οικονομοπούλου Σπυρίδωνος Αντ/ρχου Πυρ/κού και Βάζα Σπυρίδωνος Αντ/ρχου Πεζικού ως μελών, παρουσία του Βασ. Επιτρόπου Δημακοπούλου Γεωργίου Εφ. Στρατ. Δικ. Συμβ. Γ΄ Τάξεως, (αναπληρούντος τον κωλυόμενον τακτικόν Βασιλικόν Επίτροπον και του γραμματέως Κουταβά Γερασίμου Υπολοχαγού Στρατ. Δικ/σύνης (αναπληρούντος τον κωλυόμενον τακτικόν Γραμματέα).
Συνεδριάσαν δημοσία εν τω συμφώνως τω Νόμω (Συντακτ. Πράξις 90/45) ορισθέντι υπό του Υπουργού της Δικαιοσύνης δια της υπ’αριθ. 56889/27-8-1947 διαταγής αυτού ως καταστήματος συνεδριάσεων αυτού (μεγάλη αίθουσα του Εφετείου Αθηνών) εν Αθήναις σήμερον την 28η του μηνός Ιουλίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εβδόμου (1947) έτους, ημέραν Δευτέραν και ώραν 9ην π.μ. ίνα δικάση επί της υποθέσεως του εν προφυλακίσει τελούντος κατηγορουμένου,Φριτς Σούμπερτ του Σπυρίδωνος, παραπεμφθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δια των υπ. αριθμ. 1 και 16 (1946) βουλευμάτων του κατά το άρθ. 6 της Συντ. Πράξεως 73/1945 Συμβουλίου, όπως δικασθή δια τας εν τω διατακτικώ αυτών αναερομένας πράξεις φόνων, εμπρησμών, κλοπών, βιασμού, κ.λ.π. παρόντος, νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθέντος ως εμφαίνηται εκ των από 2ας Ιουλίου 1947, αποδεικτικών επιδόσεων δικογράφων και υπερασπιζομένου υπό των υπό του Προέδρου διορισθέντων αυτώ ως εξ επαγγέλματος συνηγόρων Δικηγόρων Φραγγή και Τσίμπου Δημητρίου επί τη απουσία των δε ομοίως των υπό του Προέδρου ως εξ επαγγέλματος διορισθέντων συμφώνως τη υπ. αριθμ. 75/1945 Συντακτική Πράξει ως αύτη συνεπληρώθη δια της υπ. αριθμ. 90/1945 ομοίας ως και του Α.Ν.1080/46 ευρεθέντων παρόντων δικηγόρων Παπανικολάου Π. και Σεργοπούλου Γ. δηλωσάντων ότι θέλουσι υπερασπισθή τούτον, εκτελούντες πιστώς και ευσεινηδήτως το ανατεθέν αυτοίς έργον.
Ο Πρόεδρος εξεφώνησε τον κατάλογον των υπό του Προέδρου κλητευθέντων μαρτύρων, εξ ων ευρέθησαν παρόντες οι
1) Δασκαλάκης Δημήτριος
2) Τριανταφυλλίδης Στέφανος 3) Βουρδάκης Γ. 4) Γαλιτσάνος Ιωάννης
5) Μάνος Μιχ., απόντες δε οι 1) Καραγεωργάκης Απόστ. 2) Δαριβιανάκης
3) Μανουσάκης 4) Χαλκιαδάκης και 5) Μαντζανά Ντίνα.
Ο Βασ. Επίτροπος επί τη απουσία των ως άνω μαρτύρων προέτεινε την πρόοδον της δίκης και την εν καιρώ ανάγνωσιν των ενόρκων καταθέσεων μη κλητευθέντων μηδέ γνωστοποιηθέντων μαρτύρων, ων η ανάγνωσις ήθελε κριθή αναγκαία. Της υπερασπίσεως συμφωνησάσης.
Το Δικαστήριον διασκεφθέν μυστικώς επί των εδρών του, εξέδωκε την επομένην απόφασίν του, δημοσία υπό του Προέδρου απαγγελθείσαν, έχουσαν ούτω :
Επειδή το Δικαστήριον δεν κρίνει προς πλήρη μόρφωσιν της πεποιθήσεώς του επί της προκειμένης υποθέσεως ουσιωδώς αναγκαίαν την επ’ακροατηρίω παράστασιν και εξέτασιν των απόντων μαρτύρων.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Διατάσσει την πρόοδον της δίκης και την εν καιρώ ανάγνωσιν των ενόρκων καταθέσεων των κατά την ανάκρισιν εξετασθέντων μαρτύρων, κλητευθέντων και μη ων ήθελε κρίνει αναγκαίαν την ανάγνωσιν.
Μεθ’ό το Δικαστήριον ηκροάσατο του παρόντος μάρτυρος της κατηγορίας
1) Δασκαλάκη Δημ. Όστις επί τη δηλώσει του ότι είναι Χριστιανός Ορθόδοξος ορκισθείς επί του Ιερού Ευαγγελίου κατά τα άρθρα 85 της Στρατ. Νομοθεσίας και 121 και 391 της Κοιν. Ποιν. Δικονομίας, κατέθεσε τα εν τοις πρακτικοίς της παρούσης αναφερόμενα την ένορκον κατάθεσιν του μάρτυρος αναγνωσθείσαν εντολή του Προέδρου υπό του Γραμματέως.
Ενταύθα εμφανισθέντος του Δικηγόρου Τσίμπου Δ. δηλώσαντος ότι αποδέχεται τον εξ επαγγέλματος διορισμόν του ως συνηγόρου και παρίσταται του Προέδρου αποδεχθέντος την δήλωσιν ταύτην και απαλλάξαντος τον Παπανικολάου Παν.
Εις το σημείον τούτο οι συνήγοροι του κατηγορουμένου υπέβαλλαν τω Προέδρω κατάλογον μαρτύρων υπερασπίσεως προς κλήτευσιν.
Του Βασ. Επιτρόπου λαβόντος τον λόγον και προτείναντος την αποδοχήν της αιτήσεως της υπερασπίσεως και την κλήτευσιν των αυτής προταθέντων μαρτύρων.
Το δικαστήριον διασκεφθέν μυστικώς επί των εδρών του, δι αποφάσεώς του παμψηφεί ληφθείσης και παραχρήμα υπό του Προέδρου δημοσία απαγγελθείσης εξέδωκε την επομένην απόφασίν του.
Επειδή το Δικαστήριον κρίνει νόμιμον την περί κλητεύσεως μαρτύρων υπερασπίσεως αίτησιν της υπερασπίσεως
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την πρότασιν της υπερασπίσεως και διατάσσει την κλήτευσιν των υπ’αυτής προταθέντων μαρτύρων
1) Χαρ. Δελημπασάκη 2) Γεωργίου Καρέλη 3) Γεωργίου Μαραβελάκη 4) Στυλιανού Καραπατάκη 5) Μιχαήλ Παναγιωτάκη 6) Σταύρου Συντιχάκη και 7) Αντωνίου Δαριβιανάκη μεθ’ό το Δικαστήριον ηκροάσατο τους παρόντας μάρτυρας κατηγορίας Τριανταφυλλίδην Στέφανον, Βουρδάκη Κων/νον, Γαλιτσάνον Ιωάννην, Μάνον Μιχαήλ και Μανουσάκη Εμμανουήλ, οίτινες επί τη δηλώσει των ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ορκισθέντες επί του Ιερού Ευαγγελίου κατά το άρθρον 85 της Σ.Η. Νομοθ. 121 και 391 της Κοιν. Ποιν. Δικονομίας, εξετασθέντες δε κατά τον νόμον κατέθεσαν όσα εν τοις πρακτικοίς της παρούσης αναγράφονται.
Μεθ’ό το Δικαστήριον ηκροάσατο την υπό του Γραμματέως ανάγνωσιν κατά διαταγήν του Προέδρου και κατόπιν αποφάσεως του Δικαστηρίου των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας
1) Καστρινογιάννη Άριστ., 2) Βασιλικής χήρας Μάντακα, 3) Παπαχαραλάμπου Τσουγκράκη του Ευαγγέλου, 4) Κων/νου Ευσταθίου Δαμουλάκη, 5) Κοτσίφη Γεωργίου του Νικολάου, 6) Γεωργίου Βασιλείου Βεριβάκη, 7) Στρατιδάκη Νικολάου του Αναγνώστου, 8) Ψυλάκη Ανδρέου, 9) Γεωργίου Μανούσου Μανουσέλη, 10) Ανδρουλάκη Εμμ. του Ιωάννου, 11) Μαραγκάκη Μιχ. του Ιωάννου, 12) Κρομυδάκη Μιχ. του Ιωάν. 13) Κοκκίνη Εμμ. του Νικ., 14) Παγκάλου Γεωργίου του Πέτρου, 15) Ξυδάκη Αντωνίου του Βασιλείου, 16) Ξενικάκη Βασιλείου του Βασίλ., 17) Βασιλάκη Χαραλάμπους του Γεωργίου, 18) Αστρινάκη Βασιλείου του Γεωργίου, 19) Παπαγεωργίου Συφακάκη 20) Ψυχουντάκη Ιωάννου του Πέτρου, 21) Γύπαρη Ανδρ. του Μάρκου, 22) Μακράκη Ιπποκράτους του Ιωάννου.
Το Δικαστήριον μη υπαρχόντων ετέρων μαρτύρων κατηγορίας, ηκροάσατο των παρόντων μαρτύρων της υπερασπίσεως 1) Καραπατάκη Στυλιανού του Γεωργίου, 2) Παναγιωτάκη Μιχαήλ του Ανδρέου, 3) Μαραβελάκη Γεωργίου του Ιωάννου, 4) Συντιχάκη Μιχαήλ, 5) Δεληπασάκη Χαριλάου του Αντωνίου, οίτινες επί τη δηλώσει των ότι είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και ότι έχουσι καταδικασθή άπαντες επί κακουργήματι κατά το άρθρον 122 της Κοιν. Ποιν. Δικονομίας, ανωμοτί εξετασθέντες κατά Νόμον κατέθεσαν όσα εν τοις πρακτικοίς της παρούσης αναγράφονται.
Εις το σημείον τούτο ο κατηγορούμενος δια των συνηγόρων του αιτησάμενος την άδειαν του Δικαστηρίου, εκφράζει παράπονα ήτοι :
1) ότι δεν διωρίσθη αυτώ συνήγορος Γερμανός Δικηγόρος και 2) ότι δεν εκλητεύθησαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως ανώτεροι Γερμανοί Αξιωματικοί, υπό τας αμέσους διαταγάς των οποίων υπηρέτησε και αιτείται την αναβολήν της δίκης δι’υστέραν δικάσιμον, επί τω τέλει όπως κατά ταύτην παραστή προς υπεράσπισίν του Γερμανός Δικηγόρος όστις ήθελε διορισθή αυτώ ως συνήγορος, υπό της Κυβερνήσεώς του επί τη αιτήσει του ην ήδη υπέβαλε αυτή (Γερμανική Κυβερνήσει) και όπως κληθούν και εξετασθούν επ’ακροατηρίω οι Ανώτεροι Γερμανοί Αξιωματικοί, υπό τας αμέσους διαταγάς των οποίων υπηρέτησεν, ήδη κρατούμενοι εις τα διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αιχμαλώτων, Άγγλων και Αμερικανών, εν αδυναμία δε όπως προσέλθουν ούτοι επ’ακροατηρίω ληφθώσι κατά παραγγελίαν αι καταθέσεις αυτών.
Του Βασ. Επιτρόπου αντικρούσαντος τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και προτείναντος την απόρριψιν της περί αναβολής αιτήσεως τούτου.
Του Δικαστηρίου επιφυλαχθέντος να εκδώση την επί της αιτήσεως ταύτης απόφασίν του εν καιρώ.
Μεθ’ό το Δικαστήριον ηκροάσατο των υπό του Επιτρόπου προταθέντων μαρτύρων των παρουσιασθέντων κατά την διάρκειαν της δίκης Χαλκιαδάκη Αλέξανδρου εκ Κρήτης και Σταμπουλίδη Αθανασίου εκ Ν. Μαλγάρων Μακεδονίας.
Ακροασαμένου του Γραμματέως μετ’απόφασιν του Δικαστηρίου και κατ’εντολήν του Προέδρου, αναγνόντος τας ενόρκους καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας
1) Κομματοπούλου Λαζάρου, 2) Γιάννογλου Σταύρου, 3) Φαναριώτου Νικ., 4) Χατζηκωνσταντίνου Ανέστη, 5) Δαμασκηνής θυγατρός Κων/νου Καζάκη και 6) Πασχαλίδη Λεωνίδου, ως και τας μαρτυρικάς καταθέσεις των εν τοις πρακτικοίς της δίκης Μύλλερ, Μπρόγερ των μαρτύρων 1) Ταμιολάκη Ευαγγ. 2) Δρύμη Ευαγ. 3) Νικολακάκη Πέτρου, 4) Πολυχρονάκη Κων/νου, 5) Μητσοτάκη Κων/νου, 6) Πίκουλα Νικολάου και 7) Πλεύρη Ματθαίου ως και την απολογίαν του κατηγορουμένου Μπρόγερ.
Εις το σημείον τούτο ο Πρόεδρος απήγγειλε δημοσία την υπό του Δικαστηρίου παμψηφεί ληφθείσαν απόφασιν επί της περί αναβολής της δίκης αιτήσεως του κατηγορουμένου έχουσαν ούτω:
Επειδή το Δικαστήριον προς πλήρη μόρφωσιν της πεποιθήσεώς του επί της προκειμένης υποθέσεως, δεν κρίνει λυσιτελήν κλήτευσιν και εξέτασιν των προτεινομένων μαρτύρων της υπερασπίσεως.
Επειδή το Δικαστήριον κατά την κρίσιν του εξεπλήρωσε τον Νόμον, διορίσαν τω κατηγορουμένω δύο εξ επαγγέλματος συνηγόρους επί τη δηλώσει του ότι δεν έχει τοιούτους
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει ως αβάσιμον την περί αναβολής αίτησιν του κατηγορουμένου.
Του κατηγορουμένου αρνηθέντος μεν κατ’αρχάς να απολογηθή δια τους εν τοις πρακτικοίς της παρούσης αναφερομένους λόγους, δεχθέντος όμως και απαντήσαντος εις τας υπό του Προέδρου υποβληθείσας αυτώ ερωτήσεις ως εν τοις πρακτικοίς της παρούσης εκτίθεται.
Του Βασ. Επιτρόπου προτείναντος την ενοχήν του κατηγορουμένου, ως εν τοις πρακτικοίς.
Των συνηγόρων του κατηγορουμένου λαβόντων αλληλοδιαδόχως τον λόγον και αιτησαμένων την επιείκιαν του Δικαστηρίου δια τους εν τοις πρακτικοίς της παρούσης αναφερομένους λόγους.
Ο κατηγορούμενος ερωτηθείς εάν έχει άλλο τι να προσθέση προς υπεράσπισίν του προσέθεσεν τα εν τοις πρακτικοίς αναγραφόμενα.
Μεθ’ό του Προέδρου κηρύξαντος περαιωμένην την συζήτησιν, το Δικαστήριον απεσύρθη εις το επί τούτω δωμάτιον των διασκέψεων το ένθα εν απουσία του Βασ. Επιτρόπου διεσκέφθη και εξέδωσε την επομένην απόφασίν του ην επανελθόντος του Δικαστηρίου εις την αίθουσαν των συνεδριάσεών του, εν απουσία του κατηγορουμένου, ο Πρόεδρος απήγγειλε δημοσία και έχουσα ούτω:
Ι) Επειδή Διεθνείς κανόνες οίοι διελαμβάνονται εν τη συμβάσει της Χάγης, εκδηλούντες την κοινήν συνείδισιν της πεπολιτισμένης ανθρωπότητος καθώρισαν περιοριστικά τινά όρια εις τον τρόπον διεξαγωγής του πολέμου, και ειδικώτερον εις την συμπεριφοράν των εμπολέμων έναντι των αμάχων πληθυσμών.
Ούτω εν τη εισαγωγή της συμβάσεως ταύτης ορίζεται ότι εις τας περιπτώσεις αίτινες δεν καθωρίσθησαν δια διεθνών συμβάσεων οι πληθυσμοί μένουσιν υπό την προστασίαν και το Κράτος των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, οίαι αύται πηγάζουσιν εκ των Διεθνών εθίμων, των νόμων της φιλανθρωπίας και των απαιτήσεων της δημοσίας συνειδήσεως.
Εις δε το άρθρον 48 του Κανονισμού αυτής ρητώς διαλαμβάνητε ότι η ζωή των ατόμων και της ιδιοκτησίας αυτών είναι σεβαστή.
Και δεν καθωρίσθησαν μεν δια των Διεθνών συμβάσεων κυρώσεις των παραβάσεων τούτων ώστε βάσει τούτων να λογοδοτώσι οι παραβαίνοντες τους κανόνας διεξαγωγής του πολέμου, παρέπεται όμως ότι εφ’όσον υπό της Διεθνούς συνειδήσεως ούτω εκδηλωθείσης, απεδοκιμάσθησαν αι τοιαύται πράξεις, δεν υφίσταται εκ των Δικαστηρίων των καθ’έκαστον Κρατών, εάν και εφ’όσον παραβαίνοντες τους διεθνείς τούτους κανόνας παρεβίασαν και τους Ποινικούς Νόμους των Κρατών τούτων.
Και η από 13 Ιανουαρίου 1942 διακήρυξις των Ηνωμένων Εθνών ορίζουσα ότι οι παραβάται των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου θέλουσι τιμωρηθή εκ μέρους της οργανωμένης διακαιοσύνης των πεπολιτισμένων Εθνών, αποτελεί μίαν εκδήλωσιν της Διεθνούς συνειδήσεως, και απαρτίζει κανόνα δικονομικού τουλάχιστον περιεχομένου ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εκάστου των υπό του Άξονος καταληφθέντων κρατών.
Κατά ταύτα, εφ’όσον ο κατηγορούμενος Φριτς Σούμπερτ κατηγορείται δια πράξεις τελεσθείσας εντός της Ελληνικής Επικρατείας κατά την διάρκειαν του Πολέμου 1939-1945, καθ’όν χρόνον υπηρέτει ως υπαξιωματικός εις τον Γερμανικόν Στρατόν, και χαρακτηριζομένας ως εγκλήματα πολέμου, νομίμως και εν αρμονία προς τους Διεθνείς Κανόνας ήχθη ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, βάσει το άρθρου 1 της Ποιν. Δικονομίας, αρμοδίως δε εισάγεται εις το Δικαστήριον τούτο βάσει της υπ’αριθμ. 73/45 Συντακτικής πράξεως.
ΙΙ) Επειδή εκ των καταθέσεων των επ’ακροατηρίω εξετασθέντων μαρτύρων, των ενόρκων καταθέσεων των εν τη προδικασία ληφθεισών και ήδη αναγνωσθεισών των επίσης αναγνωσθέντων πρακτικών της υπ. αριθμ. 3/1945 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου περί των συγκατηγορουμένων Μπρόγερ-Μύλλερ κ.λ.π. επισήμων εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου τούτου Φριτς Σούμπερτ κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου προέκυψαν τα εξής περιστατικά.
Βεβαίως και μετά την κατάληψιν της χώρας υπό του εχθρού δεν εμειώθη η εθνική συνείδησις των Ελλήνων, ουδέ ο πόθος αυτών δια την ελευθερίαν.
Ο εχθρός εν τη προσπαθεία αυτού όπως κάμψη την εθνικήν αντίστασιν εχρησιμοποίησε μέσα ανηλεή και απάνθρωπα, ενέχοντα πλήρη περιφρόνησιν προς τα ανθρώπινα αισθήματα και προς τας απαιτήσεις της δημοσίας διεθνούς συνειδήσεως. Εν τη εκδηλώσει των μέσων τούτων εχρησιμοποιήθη παρά της Γερμανικής Διοικήσεως και ο παρών κατηγορούμενος.
Ο Βασ. Επίτροπος λαβών τον λόγον ανεφέρθη εις τας εν τη αγορεύσει του προταθείσας ποινάς.
Επειδή αι πράξεις δι’ας εκηρύχθη ένοχος ο κατηγορούμενος προβλέπονται και τιμωρούνται υπό των άρθρων 56, 57, 59, παρ. 2, 109, 110, 273, παρ. 3, 237, 258, 370, εν συν/σμώ προς το 363/371, 374 παρ. 4, 405 παρ. 3, εν συνδ. προς το 109 παρ. 2, 3, 5, Νόμο
Καταδικάζει τον κηρυχθέντα ένοχον Φριτς Σούμπερτ
1. Δι’εκάστην των πράξεων των φόνων εις την ποινήν του θανάτου
2. Δι’εκάστην πράξιν εμπρησμών εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών είκοσι (20) ετών.
3. Δι’εκάστην πράξιν κλοπών, εις την ποινήν ειρκτής δέκα (10) ετών.
4. Δια την δήωσιν της χώρας εις την ποινήν των προσκαίρων δεσμών δεκαπέντε (15) ετών και
5. Δια τον βιασμόν εις την ποινήν της ειρκτής δέκα (10) ετών.
Συγχωνεύει απάσας τας ποινάς εις την μείζονα ποινήν του θανάτου, μη επιτεινομένην και ορίζει τόπον εκτελέσεως της επιβληθείσης θανατικής ποινής την περιοχήν των Αθηνών.
Και επιβάλλει εις βάρος αυτού την δικαστικήν δαπάνην».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου