Από τον Ιανουάριο του 1941, ενώ μαίνονταν ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας, οι σύμμαχοι αποφασίζουν να κατασκευάσουν ένα αεροδρόμιο στον κάμπο του Καστελλίου ώστε να το χρησιμοποιήσουν για την άμυνα της Κρήτης από εχθρική επίθεση. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι πίστευαν, και δεν διαψεύστηκαν, ότι αν καταληφθεί η ηπειρωτική Ελλάδα, οι Γερμανοί θα στραφούν και στην Κρήτη, όπως πράγματι έγινε.
Οι σύμμαχοι είχαν μελετήσει πολύ καλά το έδαφος και την τοπογραφία της περιοχής του Καστελλίου και ξεκίνησαν το έργο της κατασκευής. Δεν το ολοκλήρωσαν, γιατί τους πρόλαβε η επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941. Αμέσως οι Βρετανοί μηχανικοί, στον ημιτελή διάδρομο που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν, άνοιξαν με τις μπουλντόζες μεγάλους λάκκους και τοποθέτησαν τεράστιους κορμούς δέντρων, ώστε με τον τρόπο αυτό να τον αχρηστεύσουν.
Η επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1941. Μετά από έντεκα ημέρες σκληρών μαχών, το νησί βρέθηκε στην κυριαρχία των Γερμανοϊταλών. Τον νομό Λασιθίου κράτησαν οι Ιταλοί, τους νομούς Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων οι Γερμανοί.
Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου 1941, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές με μοτοσυκλέτες και έναν ανώτερο αξιωματικό, φτάνουν στο Καστέλλι. Με τα κατασκοπευτικά αεροπλάνα τους, είχαν φωτογραφήσει το αεροδρόμιο που κατασκεύαζαν οι Βρετανοί στον κάμπο. Στην πλατεία του χωριού συγκέντρωσαν τους Καστελλιανούς και ζήτησαν τον Πρόεδρο (Γεώργιο Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη). Τους ανακοίνωσαν ότι το νησί βρίσκεται πλέον στην κατοχή τους και σκοπεύουν να επισκεφτούν το αεροδρόμιο στον κάμπο. Πήραν τον Πρόεδρο μαζί τους και έκαναν αυτοψία στο ημιτελές έργο.
Διαπιστώνοντας κι αυτοί την καταλληλότητα του τόπου, αποφασίζουν να το κατασκευάσουν. Έτσι η περιοχή του Καστελλίου, από τον Ιούλιο του 1941 ως τον Μάρτιο του 1942, γίνεται τόπος μαρτυρίου χιλιάδων καταναγκαστικών εργατών. Καθημερινά, δουλεύοντας από τα ξημερώματα ως τη νύχτα, οι εργάτες των δεκαπενταμεριών κατάφεραν κάτω από δύσκολες και απάνθρωπες συνθήκες, να τελειώσουν το αεροδρόμιο. Στις αρχές του Απριλίου 1942, πραγματοποιήθηκε η πρώτη προσγείωση γερμανικού αεροπλάνου στο αεροδρόμιο του Καστελλίου. Την περιοχή μετά απ’αυτό, κατέκλυσαν χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες, (ο αριθμός τους ποτέ δεν μειώθηκε κάτω των 2.500 οπλιτών).
Η μεγάλη κινητικότητα στρατευμάτων και αεροπλάνων στην ευρύτερη περιοχή του Καστελλίου, οι δεκάδες καθημερινές αποστολές στα μέτωπα του πολέμου από γερμανικά και ιταλικά αεροπλάνα, ο ικανός αριθμός γερμανών στρατιωτών, υπαξιωματικών και αξιωματικών, η δημιουργία οχυρωματικών έργων, οι χιλιάδες καταναγκαστικοί εργάτες, απαιτούσαν τη σύσταση και λειτουργία ενός μικρού νοσοκομείου στην περιοχή.
Για την υγειονομική περίθαλψη των στρατευμάτων κατοχής, επιτάχθηκε ένα νεόδμητο κτήριο στο κέντρο της πόλεως του Καστελλίου και στελεχώθηκε από γιατρούς και νοσοκόμες. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, συγχρόνως με τη λειτουργία του Υγειονομικού σταθμού στο Καστέλλι, προχώρησαν στην επίταξη του σπιτιού του γιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη στην Κασταμονίτσα. Το μετέτρεψαν σε αναρρωτήριο των ανδρών του κατοχικού στρατού αλλά και των στρατιωτών τους που πολεμούσαν στο μέτωπο της Αφρικής.
Στην Κασταμονίτσα λοιπόν και στο επιταγμένο σπίτι του γιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη, λειτουργούσε τα χρόνια 1942-1944 αναρρωτήριο με γερμανούς στρατιώτες να αναρρώνουν, νοσοκόμες και γιατρούς. Υπεύθυνος γιατρός του αναρρωτηρίου, ήταν ο αρχίατρος Muck. Επειδή οι γερμανοί που εξυπηρετούσε το αναρρωτήριο Κασταμονίτσας βρίσκονταν στο στάδιο της ανάρρωσης, κυκλοφορούσαν συνεχώς οπλισμένοι στους δρόμους του χωριού, πολλές φορές έμπαιναν στα καφενεία και στα σπίτια, χωρίς προειδοποίηση.
Μια εικόνα από τις άσκοπες περιηγήσεις των Γερμανών στρατιωτών που νοσηλεύονταν στο αναρρωτήριο της Κασταμονίτσας, μας δίδει ο Κίμωνας Ζωγραφάκης περιγράφοντας τη βραδιά της Ανάστασης στις 15-16 Απριλίου 1944. Η διήγηση αφορά τους συντρόφους του και την επιχείρηση της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε, τον εκκλησιασμό τους στον ναό της Αγίας Κυριακής και όσα ακολούθησαν. Συγκεκριμένα, ο Κίμωνας Ζωγραφάκης αφηγείται:
«…το βράδυ τσ’Ανάστασης επήγαμε στην εκκλησία, στην Αγία Κυριακή. Είχαμε δώσει ένα ρασίδι στο Μος. Ο Φιλεντέμ δεν ήτανε στο χωριό. Είχε πάει στο Ηράκλειο με τον Ακουμιανό κι έλειπε κάμποσες μέρες. Επήγαμε όλοι στην εκκλησία. Μετά εσταθήκαμε και στον Ιούδα. Από νωρίς όμως εμείς επίναμε στο σπίτι μας και είχαμε έρθει στο κέφι.
Την ώρα που εκαίγουντανε ο Ιούδας, ήβγαλε ο Παπαλεωνίδας και ο Τυράκης το πιστόλι και ερίξανε πυροβολισμούς. Όχι στον αέρα αλλά χάμω στη γη. Οι σφαίρες εκαρφώνανε στο χώμα. Ο Μος τον είδα και δεν του’ρθε. Μας επήρε κι εφύγαμε. Είδα κι ένα νοσοκόμο γερμανό που τον ελέγαμε Παπα-Γιάννη και εκατάλαβα πως μας αντιλήφτηκε. Αυτός ήτανε και νοσοκόμος και παπάς °καθολικός. Εμάς όμως τσι Κρητικούς μας εσυμπαθούσε. Δεν εμίλησε…».
Αυτό το περιστατικό έγινε τη βραδιά της Ανάστασης 15-16 Απριλίου 1944 και λόγω της συνήθειας των Κρητικών, να πυροβολούν όταν καίγεται ο Ιούδας, οι γερμανοί που παρευρίσκονταν στην εκκλησία και στο κάψιμό του στην πλατεία (στο προαύλιο της Αγίας Κυριακής), δεν έδωσαν σημασία. Εξάλλου οι πιτσιρίκοι της Κασταμονίτσας έφτιαχναν πολλά «πλακατζίκια» που έσκαγαν την ώρα της Ανάστασης και ο θόρυβος απ’αυτά «σκέπαζε» τους πυροβολισμούς.
Το καλοκαίρι του 2003, στο εξοχικό του σπίτι στις Γούβες, ο αντιστασιακός Κίμωνας Ζωγραφάκης, σε διήγησή του αναφέρεται στην Κασταμονίτσα και στο αναρρωτήριο που διατηρούσαν οι Γερμανοί λίγο έξω από το χωριό, στο σπίτι του γιατρού Εμμανουήλ Μανουσάκη:
«…είχα κάνει έγγραφο για να της δώσουνε παράσημο. Στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Να παρασημοφορήσουνε το χωριό την Κασταμονίτσα.
Ότι και να πω για την Κασταμονίτσα είναι λίγο, διότι τα τόσα που γινότανε εκεί και ένας δεν βρέθηκε να πάει να μας καταγγείλει στους Γερμανούς. Μας αγαπούσανε οι χωριανοί, μας προσέχανε σαν τα μάτια τους. Τι να πω γι’αυτό το χωριό. Ότι και να πω είναι λίγα. Λοιπόν είχα κάνει μια αίτηση στο Γενικό Επιτελείο Στρατού να δοθεί ένα παράσημο στην Κασταμονίτσα. Δυστυχώς δεν το δώσανε. Και λυπάμαι. Έπρεπε να πάρει η Κασταμονίτσα παράσημο. Είχα κάνει την αίτηση αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1946. Ακόμη θα είναι η αίτησή μου στο πρωτόκολλο, αν ψάξει κανείς μπορεί να τη βρει.
Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιάννης ο Σηφογιάννης, αυτός δεν παλευότανε στην ανθρωπιά του, στην αξιοπρέπειά του, στην παλικαριά του, ήτανε σ’όλα του άντρας. Μας πρόσεχε όλο το διάστημα της Κατοχής. Από κει περνούσε κι ο Μπαντουβάς με τσ’αντάρτες του, από κει περνούσε ο Ποδιάς με τσ’αντάρτες του, εβρίσκαμε όλοι που περνούσαμε από κει καταφύγιο, στου Σηφογιάννη τη μάντρα.
Τον ασύρματο τον είχαμε στο Βατονερό. Οι Άγγλοι να δεις μωρέ παιδί μου του’χανε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πιο πολύ εμπιστεύονταν τον Σηφογιάννη παρά εμάς τους ανθρώπους του ασυρμάτου. Τον ασυρματιστή τόνε λέγανε Μαθιό. Ήτανε κι ο Αλέξης (Ρέντελ).
Στην Κασταμονίτσα ήτανε όλοι πατριώτες. Ποιο να ξεχωρίσω ; Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα. Θυμούμαι τον Ρουσογιάννη, τους Ανδριανάκηδες, τον Δημήτρη, τον Κωστή, τον Νίκο, τον Πασά, τους Ψυλλάκηδες, τον Γιώργη και τον
Δημήτρη, τον Κασογιάννη και τον Τσούλουκα που τους είχαμε μεταφορείς στο λημέρι, τον Κιρλίμπα, τον Μπαλτζή, τον Κοντομανόλη, τον Σταματογιώργη, τον Κασαντώνη και τον Νιόνιο που μια φορά μου δώσανε μια γερμανική σημαία, όλοι μα όλοι σου λέω ήτανε πατριώτες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα.
Η Κασταμονίτσα ήτανε ένα χωριό από τα λίγα χωριά της Κρήτης. Δεν υπήρχε δεύτερο χωριό. Να’μαστε μες στσι Γερμανούς και να μη μιλεί κανείς.
Υπήρχε και το αναρρωτήριο. Γεμάτο Γερμανούς. Από τη Ρωσία τσι φέρνανε. Δεν ήταν τραυματίες αλλά είχε σαλέψει το μυαλό τους από τον πόλεμο. Ότι ώρα θέλαμε το καίγαμε και τσι σκοτώναμε όλους. Αλλά τα αντίποινα μετά ; Θα σκοτώνανε οι Γερμανοί όλους τους χωριανούς μετά. Όλη τη ρίζα που μας υπόθαλπε. Σαν τα μάτια μας το προσέχαμε το αναρρωτήριο να μην το πειράξει κανείς. Τα σπίτια στην Κασταμονίτσα ήτανε όλα δικά μας. Μπαίναμε και μας περιποιούντανε όλοι. Η Κασταμονίτσα και ο Σηφογιάννης. Ήτανε από τους λίγους ανθρώπους. Άντρας μωρέ παιδί μου…».
Αναφορά στο αναρρωτήριο της Κασταμονίτσας, συναντούμε και στο βιβλίο “Αν σ’αγαπά ο τόπος σου σε θέλει ο κόσμος όλος” στη σελίδα 385, σε άρθρο του παπά Μανόλη Καλαϊτζάκη με τίτλο ο ΤΟΤΟΛΗΣ:
´Μόλις ήρθαν οι Γερμανοί στο χωργιό (Κασταμονίτσα), επιτάξανε του Γιατρού το σπίτι». (Μια πολυτελής έπαυλη με περιφραγμένο μεγάλο ελαιώνα, που βρίσκεται 1000 μέτρα έξω και Β/Ανατολικά από το χωριό). ´Ένας Κασταμονιτσανός ήκλεψε από’κεια τη μανάρα (τσεκούρι) των Γερμανών, που εσκίζανε τα ξύλα. Ένας Γερμανός αναζήτηξε και βρήκε το Ντελάλη του χωριού, τον Τοτόλη.
Τον ε-πήγε στο διερμηνέα, που του είπε να ντελαλήσει για την κλεψιά τση μανάρας. Κι όποιος την επήρε να την-ε φέρει πίσω στσι Γερμανούς. Ένας Γερμανός στρατιώτης, που δεν ήξερε καθόλου ελληνικά, ακολουθούσε το ντελάλη σ’ όλο το χωριό, για να σιγουρευτεί ότι ο τελευταίος θα κάμει σωστά τη δουλειά του. Ο αθεόφοβος, όμως, ο ντελάλης ήλεγε:
Όποιος ήπηρε του Γερμανού τη μανάρα,
να’χει αρνάρα και κατάρα.
Και να μη του τη-νε δώσει
γιατί’ναι ο Γερμανός κακός
και δα το-νε σκοτώσει!!!
Ο Γερμανός, χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν, γελούσε κι αυτός μαζί με τσι Κασταμονιτσανούς. Και κάθε φορά που τέλειωνε το… ντελάλισμα ο Τοτόλης, ο Γερμανός τον-ε χτυπούσε χαϊδευτικά στον ώμο και του’λεγε: Για…, για… Για…, για… Για…, για…!!!ª.
Σήμερα, πολλοί κάτοικοι της Κασταμονίτσας θυμούνται το γερμανικό αναρρωτήριο στο χωριό τους. Καταγράψαμε πολλές αφηγήσεις και παρουσιάζουμε ενδεικτικά τις παρακάτω:
«…μου έλεγε η μητέρα μου η Βιργινία Νικολάου Δηλαβεράκη, πως αν ήθελα να περάσουνε οι κοπελιές της Κασταμονίτσας ή ακόμη και γυναίκες του χωριού απ’έξω από το αναρρωτήριο για να πάνε στα χωράφια στις περιοχές Αστυριακιά, Πάνω Λιβάδια, Μεσάρμι και Γαρδελιανά, εβάζανε τζεμπέρια και κρύβανε σχεδόν τα πρόσωπά τους και φορούσανε ρούχα παλιά και φθαρμένα. Δεν θέλανε να τις βλέπουνε οι Γερμανοί. Γιατί τότε υπήρχε φόβος, μην πειράξουνε ή ενοχλήσουνε κάποια απ’αυτές.
Στο αναρρωτήριο του χωριού εκτός από τους γιατρούς, υπήρχαν και μερικοί στρατιώτες που το φρουρούσανε. Εγώ εγεννήθηκα το 1947, τρία χρόνια μετά που φύγανε οι Γερμανοί από την Κρήτη. Όλες τις ιστορίες με τους Γερμανούς εδώ στο χωριό, μου τις διηγούνταν η μητέρα μου. Και μου έλεγε ότι στο αναρρωτήριο υπήρχαν δύο Γερμανοί γιατροί, ο Άντζυ και ο Παπα Γιάννης. Έτσι τον λέγανε, Παπα Γιάννη, αλλά δεν ήταν παπάς, ήταν γιατρός.
Οι οικογένειες του χωριού, με τη σειρά η καθεμιά, τους έπαιρνε κάθε μέρα και τους έκανε το τραπέζι. Έτσι είχανε συμφωνήσει οι χωριανοί. Και καθένας τώρα ήθελε να τους μαγειρέψει κάτι καλό. Της μητέρας μου έτυχε να είναι η Μεγάλη Πέμπτη η σειρά του σπιτιού μας. Και ήρθαν στο σπίτι μας και τους έψησε βρουβόπιττες. Πολλές βρουβόπιττες. Με τα δικά μας άγρια χόρτα της Κασταμονίτσας.
Και τους αρέσανε πολύ. Αφού φάγανε, τους είπε η μάνα μου να πάνε και στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη που βγάνει ο παπάς τον σταυρωμένο Χριστό. Μετά που εμάζωξε η μητέρα μου το τραπέζι και καθάρισε κι έπλυνε και τα πιάτα, επήγε στην εκκλησία, στην Αγία Κυριακή. Και είδε τους γιατρούς εκεί. Την ακούσανε τη μάνα μου κι ας ήτανε καθολικοί. Και πήγανε στην εκκλησία. Ο Άντζυς και ο Παπα Γιάννης…
(Φωτεινή Ανδριανάκη – Παπαδοκωστάκη, Κασταμονίτσα, Απρίλιος 2023)
´…το 1928 εγεννήθηκα στη Κασταμονίτσα. Όντεν εκάμαμε τον πόλεμο με τσι Ιταλούς ήμουνε 12 χρονών. Όντεν εφύγανε οι Γερμανοί από τη Κρήτη ήμουνε στα 17. Ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό και επιτάξανε το σπίτι του γιατρού του Μανουσάκη. Και το κάνανε ιατρείο. Οι Εγγλέζοι με το ανταρτικό ήτανε στου Χαυγά. Ανέ θέλανε οι Εγγλέζοι κι οι αντάρτες ήθελα να τσι πιάσουνε όλους τσι γιατρούς και τσι στρατιώτες που ήσανε στο ιατρείο. Δεν εθέλανε όμως. Μια μέρα που επροπάτουνα στο χωριό, με βλέπει ένας Γερμανός γιατρός και μου φωνιάζει.
Είχα βγάλει ένα μαλάθρακα στο γκαφά. Και μου λέει να πάω την άλλη μέρα στο αναρρωτήριο να μου τόνε βγάλει. Εγώ εφοβήθηκα και δεν επήγα. Αυτός αφού δεν επήγα, την άλλη μέρα με γύρευγε. Και με θωρεί με την αελιά του σπιθιού μας από κάτω από δω σε ένα χωράφι. Έρχεται και με παίρνει. Σέρνω την αελιά και πάμε στο σπίτι. Με βάνει σε μια καρέκλα και εκράθιε εργαλεία. Και μου βγάνει το μαλάθρακα. Εγώ ήθελα μετά να τον ευχαριστήσω και βγαίνω απάνω στο σπίτι και είχε ο πατέρας μου αθότυρους. Πιάνω ένα αθότυρο και του τόνε δίνω. Αυτός μου λέει όχι. Γιάντα δεν τόνε παίρνεις ; του λέω. Γιατί είναι τα χέρα σου λερωμένα, μου’πε. Και δεν επήρε τον αθότυρο.
Τσι γυναίκες οι γιατροί και οι νοσοκόμοι του ιατρείου εδώ, δε τσι πειράζανε, ούτε τος εσιμώνανε. Άμα εθέλανε να ζητήξουνε πράμα φαγητό, τόσε μιλούσανε από μακριά. Αυτοί εσυνηθίζανε να γυρεύγουνε πατάτες, κρομμύδια και αυγά. Αυτά επαίρνανε…ª.
(Μανόλης Σηφάκης του Ιωάννου, Κασταμονίτσα, Απρίλιος 2023)
«…εδώ στη Κασταμονίτσα ο Σηφογιάννης είχε τσ’Εγγλέζους και τσ’αντάρτες στο Αρκαλονερό και στο Βατονερό. Και τον ακούγανε. Ο Σηφογιάννης επροστάτεψε τσι Γερμανούς στο αναρρωτήριο, γιατί σου λέει άμα τσι καταλύσουνε, μετά θα καεί η Κασταμονίτσα. Και όσο καιρό εκάνανε εδώ, δεν τσι πείραξε κανείς. Ένα τον ελέγανε Παπά Γιάννη μα ήτανε γιατρός, δεν ήτανε παπάς. Και οι γιατροί στο αναρρωτήριο, όποιος ήθελε να πάει να ζητήξει ιατρική βοήθεια, του τη δίνανε. Εγιατρεύανε όλους τσι χωριανούς. Δεν ήτανε κακοί οι γιατροί στο αναρρωτήριο.
Θυμούμαι μια μέρα και μ’έβαλε η μάνα μου στη καπούλα του γαιδάρου να πάμε στο κήπο που είχαμε στο Λιχένι. Και όντεν επερνούσαμε από το αναρρωτήριο, ένας Γερμανός φωνιάζει τση μάνας μου να σταθεί. Στένει αυτή το γάιδαρο και μπαίνει ο Γερμανός στο αναρρωτήριο. Εγώ εγεννήθηκα το 1940 και ήμουνε τεσσάρω χρονών. Ίσα ίσα που τσι θυμούμαι τσι Γερμανούς. Και βγαίνει αυτός και κρατεί μια σοκολάτα μεγάλη, όσο μάκρος είχε ένα σαπούνι εκείνη την εποχή. Και μου τη δίνει. Η χαρά που επήρα δε λέγεται…ª».
(Μανόλης Ψαράκης του Φώτη, Κασταμονίτσα, Απρίλιος 2023)
«…ο αδερφός μου ο Μιχάλης ο Ανδριανάκης εγεννήθηκε το 1926. Εγώ εγεννήθηκα το 1934. Ο Μιχάλης μια φορά στο σχολείο σε ένα θέατρο έκανε ένα τούρκο πασά. Και από τότε όλοι τόνε λέγανε Πασά. Οι Γερμανοί στο αναρρωτήριο επήρανε το Μιχάλη και δούλευε. Στη κουζίνα περισσότερο.
Δε του δίνανε λεφτά, αλλά καμιά κονσέρβα, γάλα, ψωμί και τυρί. Και τα’φερνε και στο σπίτι μας. Ο Μιχάλης ήτανε τότε δεκάξι χρονών παλικαράκι. Και εσυνδέθηκε και με το Σηφογιάννη και τσ’αντάρτες. Και του λέγανε οι Εγγλέζοι να φρουκάται το ραδιόφωνο που βάνουνε οι Γερμανοί στο αναρρωτήριο και να τόσε λέει ότι ακούει. Και το’κανε ο Μιχάλης. Εδούλεψε δυο χρόνια στο αναρρωτήριο, τη τρίτη χρονιά εβγήκε με τσ’αντάρτες στο βουνό.
Ένας γιατρός που τόνε λέγανε Παπα Γιάννη, όντεν εθέλανε να βγούνε οι Γερμανοί στη Κασταμονίτσα να κάνουνε έρευνες, έλεγε κρυφά του Μιχάλη να πάει να ειδοποιήσει τσ’άντρες να κρυφτούνε. Αυτός ο παπα Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος. Και επήγαινε ο Μιχάλης πόρτα πόρτα και έλεγε των χωριανών ότι οι Γερμανοί θα’ρθούνε αύριο μόνο να φύγετε. Και φεύγανε οι χωριανοί και δεν τσι πιάνανε οι Γερμανοί.
Γιατί ελέγανε οι Γερμανοί ότι εσείς στη Κασταμονίτσα κρύβετε Εγγλέζους, κρύβετε ασύρματο, κρύβετε αντάρτες. Και ανεβαίνανε πολλές φορές και κάνανε έρευνες…».
(Μαρία Πιτσούλη – Ανδριανάκη του Γεωργίου, Κασταμονίτσα, Απρίλιος 2023)
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος