Τον Αύγουστο του 1944, το ιστορικό χωριό των Ανωγείων άρχισε να παραδίδεται στις φλόγες και την καταστροφή.
Οι Γερμανοί κατακτητές με διαταγή του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Μίλερ, (Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης), θα άφηναν στο πέρασμά τους από τα Ανώγεια στάχτες και ερείπια. Επί είκοσι και πλέον ημέρες οι Γερμανοί ξέσπασαν στα μητάτα, στις στάνες, στα σύνεργα τυροκομικής στο Ανωγειανό αόρι και στα σπίτια των Ανωγειανών στο χωριό. Μ αταιοδοξία του κατακτητή, να σκέφτεται ότι καταστρέφοντάς τα, ακολουθεί η ερήμωση και η εγκατάλειψη.
Στα Ανώγεια, την καταστροφή ακολούθησε η δημιουργία και την ερήμωση διαδέχτηκε η αναγέννηση. Στην Έκθεση του Αρχηγού Χριστομιχάλη Ξυλούρη που κατατέθηκε στο ΓΕΣ, η καταστροφή των Ανωγείων περιγράφεται ως εξής :
´…την νύκτα της 12ης Αυγούστου 1944, γερμανικαί Δυνάμεις τριών Ταγμάτων, υπολογισθείσαι εις δύο χιλιάδας άνδρας, με τέλειον Οπλισμόν με Όλμους και με Πυροβολικόν, προέβησαν εις την κύκλωσιν του χωρίου εκ του οποίου όμως εγκαίρως είχον αποχωρήσει πάντες οι δυνάμενοι να φέρωσιν όπλα.
Κατά την είσοδον γερμανικών τινών Τμημάτων εις το χωρίον εν πλήρη εξαγριώσει και με βροχήν πυροβολισμών προς κατάπτωσιν του ηθικού των Κατοίκων, δεν εύρον ή μη μόνον μη δυναμένους να κινηθώσιν Γέροντας εκ των οποίων συνέλαβον 80 τους οποίους απόστειλαν αμέσως υπό μεγάλην συνοδείαν ως Ομήρους εις το Ηράκλειον.
Μετά ταύτα συνεκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα εις την πλατείαν του χωρίου μη επιτρέψαντα εις ταύτα να παραλάβωσιν ουδέ εν κλινοσκέπασμα ή Τεμάχιον άρτου και υπό την απειλήν των ταχυβόλων και των όπλων των τα ωδήγησαν εις το χωρίον ΠΕΡΑΜΑ, εις απόστασιν τουτέστιν πλέον των 30 χιλιομέτρων, όπου και τα διεσκόρπισαν εις όλα τα χωρία του Κάτω Μυλοποτάμου.
Ευθύς αμέσως οι Γερμανοί ήρχισαν την λεηλασίαν του χωρίου δια συστηματικών ερευνών των οικιών τούτο συναποκομίζοντες άπαντα τον κινητόν πλούτον τούτου (ρουχισμόν, έπιπλα, ραπτομηχανάς, τρόφιμα κ.λ.π.) των οποίων δια των πολυαρίθμων κτηνών του χωρίου μετέφερον εις το εγγύς ευρισκόμενον χωρίον Σείσσαρχα όπου το τέρμα της αμαξιτής οδού Ηρακλείου από όπου δια διακοσίων και πλέον αυτοκινήτων μετέφερον τούτον προς όλας τας κατευθύνσεις εις όλην την Κρήτην.
Αφού επετεύχθη η μερική εκκένωσις του χωρίου δια της αρπαγής των υπαρχόντων αυτού, ήρξατο η πυρπόλησις και η κατεδάφισις των οικιών, χρησιμοποιουμένων προς τούτο ειδικών αποσπασμάτων καταστροφής εκ στρατευμάτων του Μηχανικού, τα οποία εχρησιμοποίησαν αποτελεσματικάς εκκρηκτικάς ύλας και άλλα εργαλεία και μέσα καταστροφής.
Η υποστήριξις των τμημάτων τούτων καταστροφής, εν τη εκτελέσει του απαισίου έργου των εγένετο δια πυρών πυροβολικού και μεγάλων Τμημάτων προφυλακών εγκατασταθεισών εις τα πέριξ του χωρίου Υψώματα…ª.
Δραματικές σκηνές και καταστάσεις κατέγραψε η τοπική ιστορία από 12 Αυγούστου ως αρχές Σεπτεμβρίου 1944, όταν ολοκληρώθηκε η ισοπέδωση των Ανωγείων. Εκατοντάδες ανωγειανές οικογένειες βρέθηκαν χωρίς σπίτι και τα παιδιά χωρίς σχολείο. Μόνη περιουσία των κατατρεγμένων ήταν τα ρούχα που φορούσαν. Ακολούθησε η προσφυγιά και ο αγώνας για επιβίωση. Θα προσεγγίσουμε τέσσερις εικόνες της καταστροφής, τέσσερις ψηφίδες ιστορίας, που αν και έχουν περάσει 77 χρόνια από τότε, στάζουν ακόμη αίμα.
Α. Έπεσε το σπίτι ! Έπεσε το σπίτι!
Το σπίτι του Μύρωνα Πασπαράκη ή Αλμπατομύρο ήταν στην γειτονιά Μεϊντάνι των Ανωγείων. Ο ίδιος, μέτοχος της Εθνικής Αντίστασης, είχε διαφύγει από τον γερμανικό κλοιό. Οι Γερμανοί, είχαν οδηγήσει τα γυναικόπαιδα στον Μυλοπόταμο. Τις ημέρες της καταστροφής, κάποιοι Ανωγειανοί με κίνδυνο της ζωής τους επέστρεψαν στον Ψηλορείτη και παρακολουθούσαν την πυρπόληση του χωριού.
Διαδόθηκε τότε από στόμα σε στόμα αλλά και όπως διαπίστωναν καθημερινά οι κάτοικοι, (όσοι μπορούσαν να παρακολουθούν την καταστροφή από τις πλαγιές του Ψηλορείτη αλλά και ο ίδιος ο Αλμπατομύρος), ότι οι Γερμανοί δεν γκρεμίζουν όλα τα σπίτια του χωριού. Κάθε μέρα πρόβαιρνε από μια κορφή και παρατηρούσε. Το απόγευμα επέστρεφε στενοχωρημένος.
Ούτε κι αυτήν την ημέρα χαλάστηκε, έλεγε. Τα παιδιά τον έβλεπαν να κάνει το σταυρό του και να παρακαλεί να χαλαστεί το σπίτι από τους γερμανούς.
Ο Μύρωνας Πασπαράκης ή Αλμπατομύρος θορυβήθηκε. Κακές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Σκέφτονταν πως, αν δεν γκρεμίζονταν το σπίτι του, θα θεωρούνταν από τους συγχωριανούς του γκεσταμπίτης.
Ώσπου μια μέρα, οι δικοί του άνθρωποι, τον είδαν να επιστρέφει χορεύοντας και φωνάζοντας δυνατά : Έπεσε το σπίτι ! Έπεσε το σπίτι ! Είχε παρακολουθήσει από το βουνό την ανατίναξη του σπιτιού του.
Μοναδικός στον κόσμο ο πολιτισμός της Κρήτης. Δεν γνωρίζουμε άλλον λαό, όπου εχθροί γκρεμίζουν τα σπίτια των κατακτημένων κι αυτοί να χορεύουν και να γελούν.
Ένας πολιτισμός που δεν διδάσκεται στα σχολεία μας. Ένας πολιτισμός που είναι μπολιασμένος με την ύπαρξη του Κρητικού, με την ιδέα της ελευθερίας, με την ίδια την ελευθερία.
Η κόρη του Αλμπατομύρο Μαρίκα Πασπαράκη – Μηναδάκη, διηγείται για το σπίτι τους και τον πατέρα της : «…το σπίτι μας ήτονε στο δρόμο. Δε το χαλούσανε.
Επειδή ήτονε δρόμος και άμα’ θελα το χαλάσουνε επέφτανε οι πέτρες όλες στο δρόμο και δε το χαλούσανε.
Ο πατέρας μου είχενε άγχος και λέει για να μη το χαλούνε θα πούνε πως είμαι γκεσταπίτης.
Κι έβγαινε κάθα μέρα στη κορφή κι έκανε το σταυρό ντου να πέσει το σπίτι.
Γιατί σου λέει για να πομείνει το σπίτι θα πούνε γκεσταπίτης ήμουνε χωρίς να ξέρω πράμα.
Στα τελευταία το ρίξανε. Κι έρχεται και χόρευγε και φώναζε:
Έπεσε το σπίτι!!! Έπεσε το σπίτι!!!…».
(από την ταινία ì«Φιλόξενα Χωριά» του Δήμου Ανωγείων, σενάριο – σκηνοθεσία Λευτέρη Χαρωνίτη).
Β. Η φωτογραφία
Στον τοίχο του σπιτιού του Βασίλη Σταυρακάκη ή Βασιλέα, βρίσκεται μια φωτογραφία του έτους 1931 που απεικονίζει τον πατέρα του Μανόλη Σταυρακάκη ή Μερτζανοζαχαράκη με δυο παιδιά του, τον Βασίλη και τον Γιώργη.
Τη φωτογραφία διέσωσε μέσα από τις φλόγες του ολοκαυτώματος των Ανωγείων τον Αύγουστο του 1944 η μητέρα του και σύζυγος του Μερτζανοζαχαράκη Κρυστάλλη.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί στα Ανώγεια στις 12 Αυγούστου 1944 με σκοπό να πυρπολήσουν και να ανατινάξουν το χωριό, επέλεξαν μερικά Ανωγειανά σπίτια για να διανυκτερεύουν κατά ομάδες τα βράδια. Μεταξύ των σπιτιών ήταν και το σπίτι του Μερτζανοζαχαράκη. Αυτές τις κατοικίες ανατίναξαν και πυρπόλησαν τελευταίες.
Ο Μερτζανοζαχαράκης είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γυναίκα του Κρυστάλλη με τα πέντε παιδιά της είχε καταλύσει στο χωριό Βενί αφού οι Γερμανοί είχαν διώξει όλα τα γυναικόπαιδα από τ’Ανώγεια.
Η Κρυστάλλη, κάθε μέρα πήγαινε από το Βενί στο σπίτι της στη γειτονιά Περαχώρι, να παίρνει τρόφιμα από την αποθήκη της για να μαγειρεύει στην οικογένειά της.
Οι Γερμανοί, έκαναν «τα στραβά μάτια» στην επιστροφή των γυναικών στο χωριό. Κάθε βράδυ που επέστρεφε η Κρυστάλλη στο Βενί, τον κόπο της ημέρας απάλυνε η σκέψη ότι το σπίτι της ακόμη υπάρχει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Αλίμονο όμως, την τελευταία ημέρα της καταστροφής, το σπίτι παραδόθηκε στη φωτιά από τους κατακτητές. Βλέποντας στον τοίχο τη φωτογραφία του άντρα της, πέφτει στις φλόγες, την ξεκρεμά και την διασώζει. Η αφήγηση του γιου της Βασίλη Σταυρακάκη είναι αφοπλιστική :
«…εγώ είμαι που στέκω και ο αδερφός μου ο Γιώργης είναι που τον έχει στην ποδιά του ο πατέρας μου. Το σπίτι μας το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Ήτανε καλό σπίτι, μεγάλο, κεραμιδωτό με τέσσερα νερά. Εμείς εφύγαμε και πήγαμε επαδέ κάτω σε ένα χωριό στο Βενί. Αλλά δεν ήξερε η συχωρεμένη η μάνα μου, που κρατούσαμε εμείς τα κοπέλια, ανέ ζούμε ή όχι. Είχανε πάει εκειά στο μύλο σαράντα άτομα, όλη μας η φάρα. Ήρχουντανε στο σπίτι η μάνα μου γιατί ήτονε ακόμη αχάλαστο, το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί.
Εγέμιζε ένα τσουβάλι τρόφιμα και τα σήκωνε και τα πήγαινε 15 – 20 χιλιόμετρα και τα μαγέρευγε σ’ένα καζανάκι. Το καζάνι αυτό το’χομε ακόμη. Εμαγέρευγε στο καζάνι και τρώγανε σαράντα άτομα. Και κάθε μέρα δα ήρχουντονε και έλεγε ζει μωρέ ακόμη το σπίτι και έκανε το σταυρό τση. Έκανε το σταυρό τση στη Παναγία να γλιτώσει το σπίτι. Και την τελευταία μέρα θωρεί δυο γερμαναράδες και μαζεύουνε όλα τα έπιπλα που’χενε ο οντάς μας, καρέκλες, τραπέζια και τα κάνουνε ένα σωρό. Η μάνα μου στέκει στην πόρτα και λέει στσι Γερμανούς :
-Μη μου κάψετε το σπίτι!
Ένας Γερμανός τση λέει:
-Γιαγιά πόλεμος, δεν πειράζει !
Μόλις τα κάνανε ένα σωρό, πετούνε ένα υγρό, βενζίνα θα’τανε. Μόλις έναψε την παρασύρα και την πέταξε στο υγρό, έρπαξε η φωτιά, ερπάξανε τα έπιπλα και γρίκουνε τα κεραμίδια να σπούνε. Στέκει η μάνα μου στη πόρτα και δεν επρόβαλε ούτε δάκρυ. Και τάρασσε το μυαλό τση και λέει ήντα να πάρει από το σπίτι. Και νταρντίζει στη φωτιά κι αρπά αυτή τη φωτογραφία και χτυπά όξω.
Μέσα στη φωτογραφία ήτονε και η μάνα μου και είχε ένα σωρό μαμουντιέδες στο λαιμό τση και εκράτουνε τον τρίτο μου αδερφό που σκοτώθηκε στρατιώτης στην ποδιά τση μωρό. Απής επήρε τη φωτογραφία, μετά που λευτερωθήκαμε και φύγανε οι Γερμανοί, την πήγε σ’ένα φωτογράφο και αφαίρεσε την απατή τση χωρίς να το πει ανθρώπου. Επειδή είχε τα χρυσαφικά στο λαιμό, από τη στενοχώρια τση, δεν ήθελε να τα βλέπει…ª
Ο Βασίλης Σταυρακάκης, πρώτος γιος του Μερτζανοζαχαράκη, νεαρός 19 χρονών, έζησε από κοντά το κάψιμο των Ανωγείων, τον Αύγουστο του 1944.
Παρακολούθησε την ανατίναξη του σπιτιού της οικογένειας των Σπιθούρηδων και είδε το μίσος των γερμανών να εκδηλώνεται στα άψυχα πράγματα, όπως κουβάδες, σαμάρια ζώων, αντικείμενα τυροκομικής και άλλα. Η μαρτυρία του είναι συγκλονιστική:
«…για το κάψιμο του χωριού μας θα σου πω ότι ετότες είχανε αφήσει οι Γερμανοί τέσσερα πέντε σπίτια και εμένανε την ημέρα, το βράδυ επιαίνανε στα Σείσαρχα, τα’χανε φυλάκιο. Εγώ ήμουνε στα Ζωνιανά από κάτω και είχα αφήσει ένα κουνέτο πιο πάνω από το χωριό στσ’Αρούς, γεμάτο κριάς. Έτρωγα και θωρώ τσι γερμαναράδες τριάντα μέτρα πιο πέρα και ελαλούσανε σαράντα γαϊδάρους φορτωμένους πολεμοφόδια, πολυβόλα, σφαίρες. Και κλειώ το κουνέτο και το’φήνω κει δα και φεύγω. Λέω μετά από κει που ήμουνε, δεκαπέντε είκοσι χιλιόμετρα, να πάω να πάρω το κουνέτο και ένα γαμπά, ρασίδι. Εβάδιζα να φτάξω στο σημείο που τά’χα και εχώνουμουνε γιατί εκαίγανε οι Γερμανοί ακόμη το χωριό.
Πάω σ’ένα μιτάτο στσ’Απάτες που είχαμε τέσσερα σωμάρια των γαϊδάρων μας και τα βρίχνω καημένα και εφαίνουντονε μόνο τα χαρταλάμια. Μια ντενέκα που βάναμε το νερό και τση’χανε ρίξει εκατό σφαίρες. Κι ένα αραγό ανθόγαλο και του’χανε πεσμένες εκατό σφαίρες κι αυτουνού. Εγώ εσυγκινήθηκα, προβαίρνω και βλέπω το χωριό μαύρο καψάλι. Θωρώ στα Σπιθουριανά στου Νταμπακομανόλη, ήτονε ένα κεραμιδωτό σπίτι, των Σπιθούρηδων. Ήτονε μεγάλο. Το’χανε και αυτό φυλάκιο όπως το δικό μας.
Έλεγα, μα πως εφήκανε το σπίτι αυτό άκαφτο. Δεν υπήρχε άλλο σπίτι παρά μόνο αυτό, το δικό μας δεν εφανέρευγε. Εκεί που το θαύμαζα, γρικώ ένα βουητό και βγαίνουνε οι καπνοί ίσαμε τον ουρανό. Μπαίνω μέσα σ’ένα φουφούλακα σαν τον λαγό και ξάνοιγα να ιδώ άμα ήθελα φύγει ο καπνός το σπίτι. Απής έφυγε ο καπνός, λέω, πουν το σπίτι ; Εχαλάσανε οι Γερμανοί και των Σπιθούρηδων. Τότες εκάψανε και το δικό μας…ª.
Γ. Εστάξανε στα μάθια μου δυο δάκρυα
Στις 8 Αυγούστου 1944 πραγματοποιήθηκε το σαμποτάζ της Δαμάστας από άντρες του Συμμαχικού Στρατηγείου, με επικεφαλής τον Υπολοχαγό Στάνλευ Μος και άντρες της Α.Ο.Ανωγείων. Στην επιχείρηση τραυματίστηκε βαριά ο Μανόλης Σπιθούρης ή Νταμπακομανόλης. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στα Ανώγεια και δυο ημέρες πριν την καταστροφή του χωριού, στο λημέρι της ομάδας στη Μίθια.
Όταν τμήμα του γερμανικού τακτικού στρατού στράφηκε στο Ανωγειανό αόρι προς εξερεύνηση και ανακάλυψη των ανταρτών, επειδή η μεταφορά του τραυματία Μανόλη Σπιθούρη ήταν δύσκολη, οι σύντροφοί του τον έκρυψαν σε μια τρύπα. Από τότε η τρύπα αυτή ονομάστηκε «του Νταμπάκη η Τρύπα». Ο Νταμπακομανόλης δεν είχε διαφύγει τον κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, το τραύμα του ήταν σοβαρό. Τέσσερις γυναίκες επέλεξαν να μείνουν μαζί του στην τρύπα να τον περιποιούνται.
Η αδερφή του Μαρία Σπιθούρη ή Νταμπακομαρία, η ξαδέρφη του Σπιθούρη Αικατερίνη του Εμμανουήλ, η Ξυλούρη Αικατερίνη ή Καδενιάδενα και η Ευφροσύνη Ανδρεαδάκη-Καλομοίρη. Ο εγκλεισμός τους ξεκίνησε στις 15 Αυγούστου το πρωί. Μετά από οχτώ ημέρες, οι Γερμανοί έφυγαν από τη Μίθια και το μαρτύριο των γυναικών και του τραυματία τελείωσε προσωρινά.
Στις 20 Αυγούστου 1944 διατάχτηκαν από τον επικεφαλής της επιχείρησης Συνταγματάρχη Μπέτμαν οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις να σταματήσουν τις επιχειρήσεις στον Ψηλορείτη. Οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το βουνό στις 21-22 Αυγούστου. Όχι όμως και το χωριό. Σ’αυτό παραμένει ισχυρή δύναμη Μηχανικού να συνεχίζει τις ανατινάξεις των σπιτιών.
Το μεσημέρι της 22ας Αυγούστου 1944, οι γυναίκες αντικρίζουν τους γερμανούς να βαδίζουν συγκεντρωμένοι και να κατευθύνονται στη θέση «Κορίτσι». Καταλαβαίνουν ότι φεύγουν. Ανεβάζουν τον τραυματία στην είσοδο της τρύπας, παρακολουθώντας και ο ίδιος την αποχώρησή τους.
Στον ταύκο έχουν συμπληρώσει οχτώ ημέρες. Οι τρεις από τις τέσσερις γυναίκες αφήνουν τον τραυματία και κατεβαίνουν με προφυλάξεις στο χωριό. Η απόγνωση ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους όταν αντίκρυσαν την εικόνα της καταστροφής. Στην επιστροφή τους, η αδερφή του Νταμπακομανόλη Μαρία, περιγράφει τις σκηνές. Και ο Νταμπακομανόλης διηγείται μετά από πολλά χρόνια :
«…στη ζωή μου δεν έχω κλάψει ποτέ. Μόνο όντεν εγύρισε η αδερφή μου οπίσω από το χωριό και μου’πε :
-Μανόλη, δεν υπάρχει χωριό. Όλα τα σπίθια, τα γκρεμίσανε οι Γερμανοί.
-Μα ήντα λες ! Δε στέκει πράμα ορθό ;
-Μόνο οι εκκλησές, μου λέει η αδερφή μου.
Και τότε εστάξανε στα μάθια μου δυο δάκρυα…ª
Δ. Το παραμύθι
Και μαζεύανε οι Ανωγειανές μανάδες το χειμώνα του 1945 τα παιδιά τους γύρω από την παρασιά, στο σπίτι που ήταν φιλοξενούμενες, μακριά από το καμένο χωριό τους, και τους λέγανε παραμύθια. Και όπως διηγήθηκε μια Ανωγειανή μητέρα από το Περαχώρι, (άνοιξη του 2003), κάποτε τελείωσε το παραμύθι που έλεγε στα παιδιά της, κάπως έτσι :
Και θα γυρίσομε πίσω στο χωριό. Ο κύρης σας θα χτίσει ένα καινούριο σπίτι και θα’χει πολλά δωμάτια. Θα’χει και μια μεγάλη αυλή και θα φυτέψομε δυο λεμονιές και πολλά λουλούδια. Θα δέσομε και ένα σκοινί στις λεμονιές και θα βάλομε μια κούνια για σας τα μικιά κοπέλια. Θα χτίσουνε κι οι άλλοι μας γειτόνοι τα σπίθια ντως και θα έχει η γειτονιά μας πολλά κοπέλια να παίζετε μαζί ντως. Κι εκείνοι που μας ε χαλάσανε τα σπίθια μας δεν θα ξαναρθούνε ποτέ.
Και κάθε Κυριακή θα σας βάνω τη καλή σας καλίκωση και θα πηγαίνομε στην εκκλησία τση Παναγίας.
Εκείνη τη στιγμή, το μικρότερό της παιδί, κάρφωσε τα μάτια του πάνω στα δικά της και παρακαλώντας είπε :
-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…
Και η χαροκαμένη μάνα το’λεγε και το ξανάλεγε, κάθε βράδυ το ίδιο παραμύθι, προσέχοντας πάντα να μην κυλήσει κάποιο δάκρυ από τα μάτια της και το δούνε τα παιδιά της. Και το μικρότερο, πάντα της έλεγε:
-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων., Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού