Την Τετάρτη το βράδυ 26 Απριλίου 1944, στη διακλάδωση του επαρχιακού δρόμου Αρχανών-Ηρακλείου-Καστελλίου Πεδιάδος, ομάδα δεκατριών δολιοφθορέων, (δύο Βρετανοί αξιωματικοί και έντεκα Κρητικοί), απήγαγε τον επικεφαλής των στρατευμάτων κατοχής των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου Στρατηγό Heinrich KREIPE.
Απαγωγείς ήταν οι: Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Γρηγόρης Χναράκης, Στρατής Σαβιολής, Αντώνης Ζωιδάκης, Νίκος Αθανασάκης, Μιχάλης Ακουμιανάκης, Παύλος Ζωγραφιστός, Νίκος Κόμης, Δημήτρης Τζατζάς και Αντώνης Παπαλεωνίδας.
Τα μεσάνυχτα της Τρίτης 4 Απριλίου 1944, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ υποδέχεται στην παραλία Δέρματος (περιοχής Τσούτσουρα) τον Στάνλεϋ Μος, τον Μανόλη Πατεράκη και τον Γιώργο Τυράκη που έφτασαν με σκάφος από τη Μέση Ανατολή. Βαδίζοντας τη νύχτα, φτάνουν τα ξημερώματα της Τετάρτης 5 Απριλίου στο χωριό Σκινιάς. Την ομάδα συνόδευε ο Καστελλιανός Κίμωνας Ζωγραφάκης.
Από τον Σκινιά, κατευθύνονται στην Κασταμονίτσα, χωριό διαμονής της οικογένειας του Κίμωνα Ζωγραφάκη. Φτάνουν τα ξημερώματα της Παρασκευής 7 Απριλίου και χρησιμοποιούν ως διαμονή το ανώγειο του σπιτιού.
Την επόμενη Παρασκευή 14 Απριλίου, (Μεγάλη Παρασκευή), μετακινούνται στα ορεινά της Κασταμονίτσας στη μάντρα του Σηφογιάννη. Εκεί καταφτάνουν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου 15 Απριλίου, κατηφορίζουν στην Κασταμονίτσα και παρακολουθούν τη λειτουργία της Ανάστασης.
Την ώρα που ο παπάς του χωριού ψάλλει το ´Χριστός Ανέστη», ο Τυράκης και ο Παπαλεωνίδας, αδειάζουν τα περίστροφά τους πυροβολώντας κάτω στο χώμα, παραβλέποντας ότι στο χωριό λειτουργούσε γερμανικό αναρρωτήριο και Γερμανοί στρατιώτες βρισκόταν στο προαύλιο της εκκλησίας. Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης, στο εξοχικό του στις Γούβες Ηρακλείου τον Αύγουστο του 2002, διηγείται για εκείνη τη βραδιά της Ανάστασης: «…το βράδυ τσ’Ανάστασης επήγαμε στην εκκλησία, στην Αγία Κυριακή.
Είχαμε δώσει ένα ρασίδι στο Μος. Ο Φιλεντέμ δεν ήτανε στο χωριό. Είχε πάει στο Ηράκλειο με τον Ακουμιανό κι έλειπε κάμποσες μέρες. Επήγαμε όλοι στην εκκλησία. Μετά εσταθήκαμε και στον Ιούδα. Από νωρίς όμως εμείς επίναμε στο σπίτι μας και είχαμε έρθει στο κέφι. Την ώρα που εκαίγουντανε ο Ιούδας, ήβγαλε ο Παπαλεωνίδας και ο Τυράκης το πιστόλι και ερίξανε πυροβολισμούς. Όχι στον αέρα αλλά χάμω στη γη. Οι σφαίρες εκαρφώνανε στο χώμα.
Ο Μος τον είδα και δεν του’ρθε. Μας επήρε και εφύγαμε. Είδα κι ένα νοσοκόμο Γερμανό που τον ελέγαμε παπα-Γιάννη και εκατάλαβα πως μας αντιλήφτηκε. Αυτός ήτανε και νοσοκόμος και παπάς καθολικός. Εμάς όμως τσι Κρητικούς μας εσυμπαθούσε. Δεν εμίλησε…».
Την Κυριακή του Πάσχα 16 Απριλίου, η ομάδα και πάλι συγκεντρώνεται στη μάντρα του Σηφογιάννη. Παραμένουν άλλες τέσσερις ημέρες και την Πέμπτη 20 Απριλίου, ξεκινούν για την τοποθεσία που είχε επιλεγεί για την επιχείρηση της απαγωγής. Την επόμενη ημέρα Παρασκευή 21 Απριλίου τα ξημερώματα, βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Πατσιδών. Τη νύχτα της Τετάρτης 26 Απριλίου, ο Χάινριχ Κράιπε βρίσκεται στα χέρια των απαγωγέων.
Το χρονολόγιο της απαγωγής συμπληρώνεται ως εξής: Στον Ψηλορείτη από Πέμπτη 27 Απριλίου ως Παρασκευή 5 Μαΐου. Στα ορεινά της Νίθαυρης Αμαρίου, το Σάββατο 6 Μαΐου. Στο χωριό Πατσός Αμαρίου δια μέσω του χωριού Αγίας Παρασκευής, την Κυριακή 7 ως την Τρίτη 9 Μαΐου.
Στη συνέχεια μέσω των χωριών Φωτεινού, Βιλανδρέδο, από Τετάρτη 10 ως Σάββατο 13 Μαΐου, καταλήγουν στην παραλία «Περιστερέ» του Ροδάκινου Χανίων. Τα ξημερώματα της Δευτέρας 15 Μαΐου, ο Κράιπε επιβιβάζεται σε σκάφος επιφανείας με Κυβερνήτη τον Μπράιαν Κόλεμαν και μεταφέρεται με μέλη της ομάδας απαγωγέων στη Μάσα Ματρούχ της Αιγύπτου, το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Τη βραδιά της απαγωγής, η ομάδα χωρίστηκε σε τρεις υποομάδες. Στο αυτοκίνητο επιβιβάστηκαν οι Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλευ Μος, Γιώργης Τυράκης, Μανόλης Πατεράκης και Στρατής Σαβιολής. Ανάμεσά τους ήταν δεμένος ο στρατηγός Κράιπε. Η Ηλίας Αθανασάκης με τον Μιχάλη Ακουμιανάκη αναχώρησαν για το Ηράκλειο. Οι Τζατζάς και Ζωγραφιστός επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Με τον ανιψιό και οδηγό του Κράιπε έφυγαν πεζοπορώντας για τον Ψηλορείτη, ο Αντώνης Παπαλεωνίδας, ο Γρηγόρης Χναράκης ο Νίκος Κόμης και ο Αντώνης Ζωιδάκης. Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στο Γενή Γκαβέ.
Έμειναν σ’αυτό ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο Γιώργης Τυράκης, με σκοπό να το εγκαταλείψουν κοντά στα παράλια όπως και έγινε. Ο Μος με τον Σαβιολή, τον Πατεράκη και τον Στρατηγό, κατέβηκαν και προχώρησαν προς τ’Ανώγεια. Η ομάδα θα «έσμιγε» και πάλι στο μητάτο των Ξυλούρηδων στα Πετροδολάκια του Ψηλορείτη.
Το ξημέρωμα της 27ης Απριλίου, ο Μος με τον Στρατηγό, τον Πατεράκη και τον Σαβιολή βρέθηκαν βόρεια των Ανωγείων, σε μια τοποθεσία που ονομάζονταν «Κολοβελανίδες» και κρύφτηκαν σε μια σκισμή των βράχων. Από την Πέμπτη 27 Απριλίου, ξεκινούσε μία από τις πλέον δύσκολες αποστολές της απαγωγής. Έπρεπε με κάθε τρόπο να ενημερωθεί το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής για το επιτυχημένο εγχείρημα.
Τον Απρίλιο του 1944 στην Κρήτη λειτουργούσαν τέσσερις συμμαχικοί ασύρματοι. Ένας στον Ψηλορείτη, κοντά στο λημέρι της Ανωγειανής Ομάδας, με υπεύθυνο αξιωματικό τον επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής Τομ Ταμπάμπιν ή Ιωάννη και ασυρματιστές τον Τζων Λιούις και τον Αριστείδη Παραδεισανό. Ένας δεύτερος στην περιοχή Μάλλες Λασιθίου με υπεύθυνο τον Βρετανό Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξη. Ένας τρίτος ασύρματος ήταν στην περιοχή Δρυγιαδέ, ανάμεσα στα χωριά Κάτω Βαλσαμόνερο και Μονοπάρι Ρεθύμνου, με υπεύθυνο αξιωματικό τον Ραλφ Στόκμπριτζ ή Σήφη και ασυρματιστή τον Ντικ Μπαρνς
. Ο τέταρτος ασύρματος βρίσκονταν στα ορεινά της Ασή Γωνιάς με υπεύθυνο αξιωματικό τον Ντένη Τσικλητήρα ή Διονύσιο. Ο επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής Τομ Ταμπάμπιν, διατηρούσε εφεδρικό ασύρματο, κρυμμένο στη θέση Φανερωμένη, μεταξύ των χωριών Άνω Μέρους και Χορδάκι στο Αμάρι.
Το πρωί της 27ης Απριλίου, από τη θέση Βορεινή Τρύπα στις Κολοβελανίδες που κρύβονταν οι απαγωγείς με τον Κράιπε, ο Μος στέλνει τον Στρατή Σαβιολή στα Ανώγεια. Η αποστολή του ήταν να βρει τρόφιμα για την ομάδα και να παραδώσει δύο μηνύματα σε αγγελιοφόρους, ένα για τον ασύρματο του Ταμπάμπιν στον Ψηλορείτη και ένα για τον ασύρματο του Ρέντελ στις Μάλλες Λασιθίου.
Μ’αυτά θα γνώριζαν στο συμμαχικό Στρατηγείο την επιτυχή έκβαση της απαγωγής και θα ζητούσαν οδηγίες για τη συνέχεια. Στον σταθμό του Ταμπάμπιν το μήνυμα και την επαφή με το Στρατηγείο πέτυχε ο Αριστείδης Παραδεισανός. Το νέο έφθασε στη Μέση Ανατολή και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί άρχισαν να το μεταδίδουν.
Η οδηγία του Στρατηγείου ήταν ότι ο Κράιπε θα φυγαδευτεί από την παραλία του Αγίου Παύλου κοντά στο χωριό Σαχτούρια, σε ημερομηνία που θα οριζόταν στην επόμενη επαφή. Ο δεύτερος αγγελιοφόρος δεν χρειάστηκε να πάει από τον Ψηλορείτη στις Μάλλες, στον σταθμό του Ρέντελ.
Την επόμενη ημέρα 28 Απριλίου, όλοι οι άντρες της ομάδας είχαν ξανασυναντηθεί στα Πετροδολάκια. Ο μόνος που απουσίαζε ήταν ο οδηγός του Στρατηγού, που είχε εκτελεστεί στη διαδρομή. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στέλνει νέο μήνυμα με αγγελιοφόρο στον ασύρματοι του Τομ, ώστε να επιβεβαιώσει το Στρατηγείο την ημερομηνία άφιξης του πλωτού για την διαφυγή των απαγωγέων και του Κράιπε.
Στον ασύρματο ήταν μόνο ο ασυρματιστή Τζων Λιούις. Ο Τομ Ταμπάμπιν και ο Αριστείδης Παραδεισανός είχαν φύγει προς τα χωριά του Αμαρίου. Ο Τομ δεν συμφωνούσε με το εγχείρημα της απαγωγής από την αρχή και αποφάσισε να εγκαταλείψει προσωρινά τον Ψηλορείτη. Ο Λιούις στην προσπάθειά του να στείλει το σήμα, διαπίστωσε ότι ο ασύρματος δεν λειτουργεί.
Οι μπαταρίες είχαν άδειασε. Κατά περίεργη σύμπτωση; και το μηχάνημα φορτώσεως των μπαταριών δεν λειτουργούσε. Τα νέα φτάνουν στον Πάτρικ Λη Φέρμορ και αποφασίζει να αναζητήσει τον Τομ και τον Παραδεισανό στο Αμάρι, γνωρίζοντας την ύπαρξη του εφεδρικού ασυρμάτου. Αυτή η λύση ήταν ευκολότερη γι’αυτόν παρά την αποστολή αγγελιοφόρου στις μακρινές Μάλλες Ιεράπετρας που ήταν ο Ρέντελ.
Στην προσπάθεια να βρεθεί ο Αριστείδης Παραδεισανός, ο Γεώργιος Δραμουντάνης ή Στεφανογιώργης, αδερφός του Αρχηγού Στεφανογιάννη που είχαν δολοφονήσει πισώπλατα οι Γερμανοί στις 13 Φεβρουαρίου 1944, επέλεξε δύο άντρες της Ανωγειανής ομάδας.
Τον Μανόλη Σπιθούρη ή Νταμπακομανόλη και τον Θανάση Δραμουντάνη. Τους παρέδωσε την ταυτότητα του Κράιπε και οδηγίες αναζήτησης του γιατρού Δάνδουλου στις Μέλαμπες ή του Παραδεισανού στη Νίθαυρη, ώστε επιτυγχάνοντας επικοινωνία με το Συμμαχικό Στρατηγείο να οριστεί η παραλία προσέγγισης του πλωτού σκάφους που θα παραλάμβανε τον Στρατηγό.
Οι άντρες κατευθύνθηκαν στο χωριό Νίθαυρη. Το χωριό το είχαν κυκλώσει οι Γερμανοί, όπως και τα άλλα χωριά του Αμαρίου, αναζητώντας τον Κράιπε. Η αποστολή του Ταμπακομανόλη και του Θανάση Δραμουντάνη δεν είχε επιτυχία και οι δυο άντρες επέστρεψαν πίσω στο λημέρι στα Πετροδολάκια.
Ο Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανόλης, στις 2 και 16 Φεβρουαρίου 2003, διηγείται γι’αυτήν την αποστολή: ´«…o Δραμουντάνης ο Γιώργης μού’δωκε εμένα τα βιβλία και μια ταυτότητα δεμένα σε μια πετσέτα. Δε τ’άνοιξα για να τα ιδώ μόνο μας λέει:
-Το νου σας να’χετε αν τυχόν και πέσετε σε κιανένα μπλόκο τω Γερμανώ να τα κάψετε κι α δε προλάβετε να κάτσετε να τα φάτε, να τα καταπιείτε.
Εγώ’μουνα με το Δραμουντάνη το Θανάση. Τα χαρτιά τα πηγαίναμε να τα δώσομε σ’ένα γιατρό στο χωριό Μέλαμπες, που τόνε λέγανε Δάνδουλο. Μα είπανε ότι ο γιατρός είναι στο κάμπο και πάει για θεραπείες ασθενών. Μας το’πανε στο Δημαρχείο. Εφύγαμε και κατεβήκαμε και πηγαίναμε προς το χωριό Νίθαυρη, να βρούμε το Παραδεισανό να του τα δώσομε.
Μας είχανε πει, άμα δε βρούμε το Δάνδουλο, να τα δώσομε του Παραδεισανού.
Θωρούμε δυο γυναίκες και θερίζανε μαγερέματα, κουκιά και παπούλες. Μας λένε:
-Οι Γερμανοί είναι στο χωριό μόνο να μη πάτε. Γυρένε το Παραδεισανό κι αυτός φυγοδικά και δεν είναι κει.
Αναγκαστήκαμε κι εμείς ν’αλλάξομε το δρόμο μας. Είδαμε σε απόσταση δυο Γερμανούς και πηγαίνανε προς το χωριό μ’αυτοί δε μας είδανε. Εμείς κρατούσαμε μόνο πιστόλια. Εφύγαμενε και πήγαμε στο λημέρι και ήτονε κεια ο Λη Φέρμορ με το στρατηγό το Κράιπε. Τα χαρθιά τα γύρισα οπίσω και τά’δωκα στη χέρα του Δραμουντάνη. Στο δρόμο είπα του ορτάκη μου:
-Πως μωρέ δα τα φάμε τουτανέ τα χαρθιά άμα τύχει κίνδυνος;
Απου’σανε χοντρά σα τα ευαγγέλια. Εκρατούσαμέ τα κοντά μας και τα γυρίσαμε οπίσω. Το στρατηγό όντε γυρίσαμε πίσω τον είχαμε τρυγιρισμένο και τον εβλέπαμε. Ήτονε στα Πετροδολάκια όξω από το σπήλιο. Δεν ήτανε δεμένος. Έλεγε πράμα, μα δεν εκαταλάβαινα εγώ ηντά’λεγε.
Στο δρόμο εξάνοιξα τα χαρθιά και είδα μια ταυτότητα, το στρατηγό και μια γερμανική σημαία. Δε τόνε γνώρισα. Ότι ήτονε μεγάλος αξιωματικός αυτός στην ταυτότητα το κατάλαβα. Εκατάλαβα ύστερα ότι ήτανε του στρατηγού του Κράιπε.
Όντεν επήραμε τα χαρθιά δε μας είπε πράμα ο Στεφανογιώργης για το στρατηγό και μεις δεν εξέραμε ότι ο Κράιπε ήτονε στα Πετροδολάκια…».
Οι Γερμανοί στο μεταξύ είχαν αποκλείσει την περιοχή των νότιων παραλίων και ο Άγιος Παύλος κοντά στα Σαχτούρια δεν μπορούσε πλέον να είναι η παραλία προσέγγισης του πλωτού σκάφους. Ο Στρατηγός έπρεπε να μετακινηθεί. Οι απαγωγείς ξεκίνησαν την πορεία προς το όρος Κέδρος και τη συνάντηση με την ομάδα του Αρχηγού Πετρακογιώργη. Ο προσπάθειες του Φέρμορ και του Μος ήταν με αγγελιοφόρους να προσπαθήσουν να πετύχουν επαφή με τον Ραλφ Στόκμπριτζ ώστε να αποκατασταθεί η επικοινωνία με το Κάιρο.
Μετά από πολλές προσπάθειες και στη διαδρομή των απαγωγέων από τη Νίθαυρη προς τα χωριά του Αμαρίου και την Πατσό, βρέθηκε η ομάδα του Ραλφ Στόκμπριτζ. Ο ίδιος με τον ασυρματιστή του Ντικ Μπαρνς και τον Λευτέρη Καλιτσουνάκη που ήταν η ασφάλεια του ασυρμάτου, είχαν εγκατασταθεί σε μια περιοχή με την ονομασία «Δρυγιαδέ, μεταξύ των χωριών Κάτω Βαλσαμόνερου και Μονοπάρι Ρεθύμνου.
Από τον Δρυγιαδέ, ο Ντικ Μπαρνς πέτυχε επαφή και ορίστηκε από το Συμμαχικό Στρατηγείο η νέα παραλία που θα προσέγγιζε το σκάφος. Ήταν η παραλία «Περιστερέ», κοντά στο χωριό Ροδάκινο. Τα νέα έφτασαν στον Λη Φέρμορ και αυτό που απέμενε ήταν η ομάδα των απαγωγέων να φτάσει ασφαλής ως εκεί, μετά το ανελέητο κυνηγητό των Γερμανών.
Ο Λευτέρης Καλλιτσουνάκης που εκτελούσε χρέη ασφάλειας του ασυρμάτου του Ραλφ Στόκμπρτιζ, στον Δημοτικό Κήπο του Ρεθύμνου στις 2 Αυγούστου 2008, περιγράφει πώς δόθηκε το σήμα για τον Κράιπε στο Κάιρο:
«…όταν εγίνηκε η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, ο Ραλφ δυστυχώς δεν το ήξερε. Εκείνη τη βραδιά είχαμε φύγει από το λημέρι στο Κέδρος να’ρθομε εδώ στο Ρέθεμνος. Ο ασύρματος του Αμαρίου εσίγησε γιατί έφυγε ο Κράιπε από τ’Ανώγεια και πήγαινε προς τ’Αμάρι. Εσίγησενε ο ασύρματος διότι δεν εμπορούσε να δουλέψει, υπήρχα τόσοι πολλοί Γερμανοί και εμείς είμεθα στο δρόμο και πηγαίναμε στο Μαλάκι σε κάποιο λημέρι.
Μας εφτάξανε στο Μονοπάρι, ένα χωριουδάκι μικρό, ένας αγγελιοφόρος και μας ε λένε όπου βρεθείτε σταματήσετε να δουλέψει ο ασύρματος σε επαφή με το Στρατηγείο για να διώξομε το Στρατηγό. Μάλλον από το Λη Φέρμορ ήρθε ο αγγελιοφόρος.
Και μεις εσταματήσαμε εκεί επιτόπου και κανονίσαμε και ήρθαμε σε επαφή και έφυγενε ύστερα ο κερατάς γιατί σκοτώσανε χιλιάδες ανθρώπους και χαλάσανε τόσα σπίτια, τόσα χωριά. Αυτή ήτονε μια ενέργεια μπουνταλίστικη για μένα, τρέλα φανερή. Και ο Ραλφ Στόκμπριτζ το είχενε πει πολλές φορές ότι έσφαλλε σ’αυτό το πράμα ο Μιχάλης αλλά τι να κάνει;
Έπρεπε οπωσδήποτε να δουλέψει ο ασύρματος ο δικός μας, να’ρθει σε επαφή με το στρατηγείο μέχρι να ορίσουνε από που θα φύγει ο στρατηγός. Εγώ έφευγα από τον ασύρματο κι επήγαινα τα τηλεγραφήματα μέχρι το Αμπελάκι. Στο Αμπελάκι ερχότανε ένας από το Αμάρι και τα’παιρνε μέχρι να κανονίσουνε το τόπο απού θα φύγει. Και κανονίσανε το τόπο από το Ροδάκινο.
Εμείς εδώσαμε το σήμα ότι το Κράιπε τον έχουνε απαγάγει και ότι πρέπει να έρθει κάποιο μέσο να τόνε παραλάβει. Αλλά από ποια θάλασσα; Δώσαμε το σήμα από τη θέση Μονοπάρι. Είναι ένα μικρό χωριό κοντά στο Πάνω Βαλσαμόνερο και ήτονε ένα δασύλλιο εκεί πέρα σ’ένα αμπέλι κοντά.
Εμείς δεν μπορούσαμε τότες να ψήσομε να φάμε και είπανε κάποιου που ήτονε στην οργάνωση ψήνε φαί να φάνε αυτοί οι αθρώποι πέντε έξι μέρες μέχρι που να χρειαστούνε εδώ κι ύστερα θα φύγουνε και θα πληρωθείς. Ηλιάκης Βαγγέλης λεγόντανε. Κι έφερνε ο Βαγγέλης μια μπουκιά φαί και το τρώγαμε. Κι έτσι εγίνηκε με το Στρατηγό…».
Τα μεσάνυχτα της 14ης Μαΐου 1944, μετά από 19 ημέρες περιπλάνησης και ατελέσφορου κυνηγητού των κατοχικών δυνάμεων, οι απαγωγείς του Στρατηγού Κράιπε και ο ίδιος, βρέθηκαν την ορισμένη ώρα στην παραλία Περιστερέ του Ροδάκινου Ρεθύμνου.
Ο πλοίαρχος Μπράιαν Κόλεμαν προσέγγισε με μαεστρία το σκάφος του κοντά στην ακτή. Από το πλοίο κατέβηκαν δύο λαστιχένιες βάρκες. Ο Στρατηγός Κράιπε, οι Φέρμορ και Μος καθώς και οι απαγωγείς Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Ηλίας Αθανασάκης, Αντώνης Παπαλεωνίδας και ο Νίκος Κόμης, επιβιβάστηκαν.
Το σκάφος πήρε και άλλους αντιστασιακούς, τον Γεώργιο Χαροκόπο, τον Γιάννη Βάνδουλα, τον Στέλιο Δεληγιαννάκη, τον Ρώσο Πιοτρ, τον Ντένη Τσικλητήρα, δύο Γερμανούς αιχμάλωτους και κάποιους άλλους και ξεκίνησε το ταξίδι προς την Αίγυπτο, τα ξημερώματα της 15ης Μαΐου. Ο
Κράιπε από το κατάστρωμα του πλοίου ατένισε την Κρήτη. Η απογοήτευση είχε αποτυπωθεί στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Γνώριζε ήδη, ότι από δω και στο εξής, θα ήταν αιχμάλωτος των συμμάχων.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος