ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Ο Λευτέρης Κουρουπάκης ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά του Νικολάου και της Αικατερίνης (το γένος Δεμεσουκάκη) από το χωριό Χουδέτσι. Τα άλλα αδέρφια του Λευτέρη ήταν ο Γιάννης, ο Ξενοφώντας (ανάπηρος του Ελληνοϊταλικού πολέμου), ο Αριστείδης, ο Κώστας, ο Γιώργος, ο Αντώνης και η Ελευθερία. Τριτοετής στη Σχολή Ευελπίδων,  τον προλαβαίνει ο πόλεμος.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τα ναζιστικά και φασιστικά στρατεύματα της Βέρμαχτ, εντάσσεται στην Αντίσταση και παρακολουθεί τα αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελλίου, δίδοντας χρήσιμες πληροφορίες και σχεδιαγράμματα στο συμμαχικό στρατηγείο. Η δράση του προδίδεται και συλλαμβάνεται στις 5 Ιανουαρίου 1943.

Ο εύελπις Ελευθέριος Κουρουπάκης, το παλικάρι από το Χουδέτσι.
Ο εύελπις Ελευθέριος Κουρουπάκης, το παλικάρι από το Χουδέτσι. Συνελήφθη από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή του δράση, φυλακίστηκε, βασανίστηκε απάνθρωπα και εκτελέστηκε στο κολαστήριο της Αγυιάς Χανίων στις 5 Μαρτίου 1943

Κλείνεται στις φυλακές της οδού Πεδιάδος στο Ηράκλειο αρχικά και στην Αγυιά στη συνέχεια. Βασανίζεται απάνθρωπα για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες του. Η περιγραφή των βασανιστηρίων του συγκλονίζει. Δικάζεται από το Στρατοδικείο στην Αγυιά και καταδικάζεται σε θάνατο.

Η ποινή εκτελείται τα ξημερώματα της 5ης Μαρτίου 1943. Το παλικάρι, ο Λευτέρης Νικολάου Κουρουπάκης, περνά στην αιωνιότητα σε ηλικία 26 ετών.

Το καλοκαίρι του 2003 στο εξοχικό του στις Γούβες, ο Αντιστασιακός Κίμωνας Ζωγραφάκης σε μαγνητοφωνημένη διήγησή του, αποσαφηνίζει τη συμμετοχή του παλικαριού Λευτέρη Κουρουπάκη από το χωριό Χουδέτσι Πεδιάδος στην παρακολούθηση του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου, τη σύνταξη πληροφοριακών δελτίων και την αποστολή τους στην Οργάνωση του Δημοσθένη Ραυτόπουλου. Στην αφήγησή του ο Κίμωνας τονίζει:  «…για το αεροδρόμιο Καστελλίου, είχαμε ένα συνεργάτη στο Χουδέτσι.

Ένα αξιωματικό με καρδιά, το Λευτέρη. Πολλές φορές ερχόντανε στο Καστέλλι, προτού να φύγω για την Αίγυπτο, και μας έλεγε και τόνε πηγαίναμε στα πλάγια, απάνω από το Διαβαϊδέ, άλλες φορές  στο δρόμο προς το Ξυδά, κι αυτός να παρατηρεί και να κάνει σχέδια του αεροδρομίου.

Όταν εγύρισα στο Καστέλλι το καλοκαίρι του 1943 με το Λάσσεν να κάνομε το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο, έμαθα πως αυτός ο νεαρός, ο Λευτέρης ο Κουρουπάκης, επιάστηκε από τσι Γερμανούς. Τόνε προδόσανε, έμαθα. Ελέγανε άλλοι ότι του βρήκανε και σχέδια του αεροδρομίου.

Και τόνε βασανίσανε για να μαρτυρήσει τσι συνεργάτες του. Αυτός δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα του και τόνε τουφεκίσανε στην Αγυιά. Μας είπανε ότι ο Λευτέρης επόμεινε ο μισός από τα βασανιστήρια. Μα δεν τος είπε πράμα. Λεβέντης ήτανε…».

Την Κυριακή 24 Μαΐου 1998, ο Δήμαρχος του Δήμου «Νίκος Καζαντζάκης», αποκάλυπτε την προτομή του Λευτέρη Κουρουπάκη στην πλατεία του χωριού του Χουδέτσι. Μέλη της οικογένειας του ήρωα έγραψαν και τύπωσαν ένα 6/σέλιδο φυλλάδιο για τη ζωή και τη δράση του παλικαριού, που μοιράστηκε στους παρευρισκόμενους αλλά και στα σχολεία του Δήμου.

Στο κείμενο του φυλλαδίου διαβάζουμε:

«Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος          

Οδυσσέας Ελύτης

Ποιες τελευταίες εικόνες να πέρασαν άραγε μπρος στα περήφανα νεανικά μάτια, που άφοβα αντίκρισαν το εκτελεστικό απόσπασμα, εκείνο το μακρινό ανοιξιάτικο ξημέρωμα της 5ης Μαρτίου του μαρτυρικού -43, σ’ένα λόφο έξω από τις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά; Οι σκιές από «χαρές ανείδωτες», μιας ζωής που χάνεται στην αυγή των εικοσιπέντε χρόνων της, ίσως δεν στάθηκαν ικανές να κρύψουν την γλυκειά όψη της ανοιξιάτικης κρητικής φύσης, που αθώα κι αδιάφορη μπροστά στη φρίκη της ανθρώπινης βαρβαρότητας, άνθιζε.

Κι η μνήμη τι ακριβό να φύλαξε ως την ύστατη ώρα;  Ίσως από το νου του να πέρασε η αυλή του πατρικού σπιτιού και η εύφορη γη του χωριού του με τους πλούσιους ελαιώνες και τις μακριές σειρές τ’αμπέλια ή εικόνες και ήχοι μακρινοί από τους χαρούμενους τρύγους και τα νεανικά γλέντια με τ’αδέλφια, τους φίλους και τους συντρόφους του. Ίσως. Κανείς δεν ξέρει.

΄Εφυγε πάντως γαλήνιος και σταθερός ως το τέλος στην πίστη για την αξία μιας τέτοιας θυσίας, αφήνοντας πίσω του αισθήματα αγάπης, θαυμασμού και βαθειάς εκτίμησης σ’όσους τον γνώρισαν. Τελευταίος αποχαιρετισμός ένα σύντομο θερμό σημείωμα στους οικείους του, όπου τους ζητά “να μην πονέσουν, προς Θεού να μην πενθήσουν” για τον θάνατό του. Κι είναι αλήθεια, το πένθος δεν αρμόζει σ’ένα τέτοιο θάνατο.

Η προτομή του Λευτέρη Κουρουπάκη στην πλατεία του χωριού Χουδέτσι Πεδιάδος
Η προτομή του Λευτέρη Κουρουπάκη στην πλατεία του χωριού Χουδέτσι Πεδιάδος

Αλλά ποια ήταν η σύντομη ζωή του Λευτέρη Κουρουπάκη κι ο μαρτυρικός δρόμος του στον αγώνα για την Ελευθερία;

Γεννημένος το 1917 στο Χουδέτσι Πεδιάδος, γιος του Νικολάου Κουρουπάκη και της Αικατερίνης Δεμεσουκάκη και ένα από τα νεώτερα μέλη μιας πολυμελούς οικογένειας – επτά γυιοι και μια κόρη – μεγάλωσε στην θαλπωρή ενός αγροτικού νοικοκυρόσπιτου και γαλουχήθηκε με τα δημοκρατικά ιδεώδη και την πίστη στο όραμα ενός κόσμου δικαιότερου και καλλίτερου.

Έφηβος έφυγε για το Ηράκλειο όπου τελείωσε το τότε “Τεχνικό λύκειο”. Έξυπνος, ανήσυχος και προικισμένος με ικανότητες και ταλέντα – είχε κλίση στην λογοτεχνία και την ζωγραφική – θα μπορούσε άνετα να έχει ακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές αρχιτεκτονικής ή φιλολογίας. Τελικά, μετά από παραίνεση ίσως κάποιων από το στενό του περιβάλλον, αποφάσισε να φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή.

Ο πόλεμος τον βρίσκει δευτεροετή σπουδαστή της Σχολής Ευελπίδων. Λαμβάνει μέρος ως ανθυπολοχαγός τοποθετηθείς σε λόχο υπό του Ταγματάρχη Αντωνίου Μπετεινάκη, σε όλες τις επιχειρήσεις, από τον Μάιο του 1941 μετά την πτώση των αλεξιπτωτιστών μέχρι την συνθηκολόγηση, όπου διακρίνεται για την ανδρεία του και το ακέραιον του χαρακτήρα του.

Από τον Οκτώβριο του -42, γίνεται μέλος της Αγγλικής Υπηρεσίας πληροφοριών, αρχηγός της μονάδας FORCE 133 και “σύνδεσμος” μεταξύ του ευρισκόμενου στην Κρήτη κλιμακίου Αξιωματικών του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και των Ανταρτικών Ομάδων.  Είχε στην διάθεσή του ραδιόφωνο και πολύγραφο και εξέδιδε το δελτίο πληροφοριών.

Μπαίνοντας σαν εργάτης με πλαστές ταυτότητες στο αεροδρόμιο Ηρακλείου και Καστελλίου και στην περιοχή της Ένωσης Πεζών, έπαιρνε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία συντάσσονταν σχεδιαγράμματα των διαφόρων εγκαταστάσεων, τα οποία μέσω “συνδέσμων” έφταναν στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για την Συμμαχική αεροπορία.

Σ’όλες αυτές τις αποστολές είναι δίπλα του ο αδελφός του Αντώνης, ο οποίος αφήνοντας στην Αθήνα στο Νοσοκομείο τον ανάπηρο από τραύμα στον πόλεμο της Αλβανός αδελφό τους Ξενοφώντα, έρχεται να συμπαραταχθεί στον αγώνα, ορκιζόμενος ως μέλος της ίδιας Αντιστασιακής Ομάδας.

Την 5η Ιανουαρίου του -43, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Λευτέρη και στη συνέχεια τον αδελφό του Αντώνη και τους  κλείνουν στα υπόγεια της Γκεστάπο.

Από το σχετικό απόσπασμα κειμένου με τίτλο “Αναμνήσεις από την γερμανική κατοχή” του Αντωνίου Ν. Κουρουπάκη που έχει κατατεθεί και βρίσκεται στα αρχεία της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, διαβάζουμε:

…μας έκλεισαν στα υπόγεια κελιά της Γκεστάπο που ήταν στην οδό Ιδομενέως, στο σπίτι του άλλοτε Δημάρχου Ηρακλείου Γιάννη Βογιατζάκη. Εκεί υποστήκαμε τα μαρτύρια της Ιεράς Εξέτασης. Τον αδελφό μου Λευτέρη με εντολή του Διοικητή της Γκεστάπο Χάρτμαν, τον παρέδωσαν σ’ένα κτηνάνθρωπο βασανιστή που το όνομά του ήτο Σούμπερτ που, όπως πληροφορήθηκα αργότερα τον μετέφερε και τον βασάνιζε σε κάποια φυλακή προς την Χανίων Πόρτα. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά, τα φρύδια, του έβγαλαν τα νύχια και τον αχρήστευσαν σαν άνθρωπο. Εννοείται ότι όλες τις ευθύνες τις αναλάμβανε μόνος του.

Πριν παραδώσουν τον αδελφό μου στον κτηνάνθρωπο Σούμπερτ, μας μεταφέρανε στο γραφείο του Διοικητή της Γκεστάπο Χάρτμαν όπου είχαν μεταφέρει τους γονείς μας από τις φυλακές, την μητέρα μου που εκρατείτο στις φυλακές κοντά στο σημερινό πάρκο Θεοτοκοπούλου και τον πατέρα μου από τις φυλακές της Αλικαρνασσού και είπαν στους γονείς μας να μας πιέσουν  να ονομάσωμε τους συνεργάτες μας, άλλως θα μας εκτελούσαν την επομένη.  Η μητέρα μου τους είπε “τα παιδιά μου είναι αθώα και άδικα τα βασανίζετε” και με μια κίνηση των ματιών προς τα πάνω, επεσφράγισε την απόφασή μας να μην ανοίξωμε το στόμα μας…

Ο πατέρας του Λευτέρη, Νικόλαος Κουρουπάκης, και η μητέρα του, Αικατερίνη Δεμεσουκάκη.
Ο πατέρας του Λευτέρη, Νικόλαος Κουρουπάκης, και η μητέρα του, Αικατερίνη Δεμεσουκάκη. Μετά τη συνάντηση που είχε η Αικατερίνη με τον γιο της στο γραφείο του Χάρτμαν, άλλαξε η εικόνα της για τον κόσμο. Όταν αποφυλακίστηκε και πήγε στο σπίτι της, άνοιξε ένα κλουβί με δύο πέρδικες που είχε στην αυλή της και τις απελευθέρωσε

 

Και συνεχίζει με την συγκλονιστική μαρτυρία της δίκης στο Γερμανικό Στρατοδικείο.

…με μετέφεραν στο Γερμανικό Στρατοδικείο που συνεδρίαζε σε μια αίθουσα των φυλακών. Ύστερα από λίγο αντιλήφθηκα να μεταφέρουν ένα δυστυχισμένο άτομο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια που δεν μπορούσε να βαδίσει, γι’αυτό τον υποβοηθούσε ένας Γερμανός στρατιώτης.

Δεν είχε μαλλιά στο κεφάλι ούτε φρύδια και έκρυβε επιμελώς τα χέρια του που εσήμαινε πως δεν είχε νύχια, δεν θα ζύγιζε τριάντα κιλά και ήταν ντυμένος με ένα κουρέλι. Τον τοποθετήσανε πλάι μου  που ασυναίσθητα έκαμα μια κίνηση για να απομακρυνθώ από το θλιβερό αυτό θέαμα, αλλά με μια κραυγή ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου, με επανέφερε στη θέση μου. Καθώς πήγαινα στη θέση μου, είδα να πέφτουν επάνω μου δυο μάτια υπερήφανα και αποφασιστικά. Ήταν του αδελφού μου…

Ο Λευτέρης Κουρουπάκης ως μυστικός πράκτωρ της INTELLIGENCE κατηγορείται για κατασκοπεία και καταδικάζεται παμψηφεί σε θάνατο. Μεταφέρεται στα κελιά των μελλοθανάτων απ’όπου θα βγει τα ξημερώματα της 5ης Μαρτίου για να μεταφερθεί στον λόφο του “Γολγοθά”, όπως ονομάζουν  οι ντόπιοι τον λοφίσκο πίσω από τις φυλακές της Αγυιάς, όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Εκεί θα σταθεί περήφανος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, αρνούμενος να του δέσουν τα μάτια.

Έχουν περάσει από τότε πενήντα πέντε χρόνια.

Όσοι τον γνώρισαν κι έζησαν από κοντά το μεγαλείο της θυσίας του, πάντα θα τον θυμούνται. Αλλά και το επίσημο κράτος, αναγνωρίζοντας την αξία της προσφοράς του και των πολύτιμων υπηρεσιών του προς την Πατρίδα, πρότεινε με έγγραφο του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, την μετά θάνατον προαγωγή του επ’ανδραγαθία, ο δε Δήμος Ηρακλείου έδωσε το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της πόλης.

Τώρα και ο τόπος που τον γέννησε, επιτελεί το χρέος του τιμώντας την μνήμη του και την πολύτιμη προσφορά του στον κοινό Αγώνα. Αύριο Κυριακή 24 Μαΐου, σε κεντρικό σημείο του Χουδετσίου θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Χάρις στον πολιτιστικό σύλλογο Χουδετσίου και στον δραστήριο Δήμαρχο Ρούσσο Κυπριωτάκη, ο Λευτέρης Κουρουπάκης επιστρέφει στο χωριό του. Το σώμα του αναπαύεται στο Ηρώο Χανίων, αλλά το πνεύμα του θα είναι εκεί.  Η τέχνη των άξιων γλυπτών αδελφών Σηφάκη, πέτυχε στο δύσκολο έργο της.

Κατόρθωσε να “ζωντανέψει” τον νεαρό εύελπι με το ωραίο παράστημα και το σταθερό και γαλήνιο βλέμμα, που βάδισε άφοβος κι ακλόνητος τον δύσκολο δρόμο προς την ελευθερία. Ας κλείσουμε τούτη την σύντομη αναφορά στην μνήμη του με τους στίχους του ποιητή, για κάποιον άλλο νέο κι ατρόμητο στην μάχη “χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”.

Κείνοι που επράξαν το κακό

τους πήρε μαύρο σύγνεφο.

Μα κείνος που τ’αντίκρυσε

στους δρόμους  τ’ουρανού

ανεβαίνει τώρα μοναχός κι ολόλαμπρος».

Ο Νίκος Στ. Κολομβοτσάκης, από τις Αρχάνες, μέλος της ΕΠΟΝ που γνώρισε τον Λευτέρη Κουρουπάκη και συνεργάστηκε μαζί του τα χρόνια της κατοχής (ως την εκτέλεσή του), αφιερώνει στον Λευτέρη τις σελίδες 75 – 77 του βιβλίου του «Αναμνήσεις από την 28η Οκτωβρίου 1940, την κατάληψη της Κρήτης, την κατοχή και την ΕΠΟΝ», που εκδόθηκε στο Ηράκλειο το έτος 2016, γράφοντας τα εξής:

«…στο Χουδέτσι η μετάβασή μου κάθε άλλο παρά ομαλή υπήρξε, περνώντας από βουνά και λαγκάδια, όπως είναι του Κοράκου, προκειμένου να αποφύγω την εμφάνισή μου στο χωριό. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία έφθανα κάτω στη ρεματιά με τα πανύψηλα πυκνά δέντρα και το σχεδόν νυχτερινό σκοτάδι, που δημιουργούσαν, αποτελούσαν ένα ωραίο κρησφύγετο για τον σκοπό μας. Το περιβάλλον μου ήταν γνωστό από τη Μονή της Σπηλιώτισσας καθώς πολλές φορές είχα πάει στη γιορτή της. Οι συναντήσεις μας γινόταν στο βάθος της ρεματιάς μέσα σε ένα νερόμυλο. Μεταξύ των συναγωνιστών ήταν και ο Κουρουπάκης με μεγάλη δράση σε όλη την περιφέρεια.

Δυστυχώς, λίγες μέρες μετά την τελευταία μας συνάντηση συνέλαβαν τον αείμνηστο συναγωνιστή Ελευθέριο Ν. Κουρουπάκη, που μετά από τρομερά βασανιστήρια, όρθιος σαν νέος Αθανάσιος Διάκος, σαν νέος Δασκαλογιάννης εκτελέσθηκε. Τρομερή λύπη κατέλαβε όλο τον οργανωμένο και μη κόσμο αλλά περισσότερο αυτούς που είχαν την τύχη ή την ατυχία να συνεργαστούν μαζί του. Αγωνία μαζί με λύπη κατέλαβε όλους τους συναγωνιστές και οι περισσότεροι κρύβονταν για αρκετόν καιρό, εγώ έμεινα στο σπίτι του αδελφού του πατέρα μου Γιώργου Κολομβοτσάκη.

Στο μνημόσυνό του, μάλλον στα χρόνια, όλη η ΕΠΟΝ αλλά και πολλοί από το ΕΑΜ κατακλύσαμε το Χουδέτσι για να αποτίσομε φόρο τιμής στον μεγάλο αυτόν ήρωα. Πιστός στις παραδόσεις, στους απελευθερωτικούς αγώνες γονιών, παππούδων και συγχωριανών του, τίμησε με την αυτοθυσία του και έγινε παράδειγμα προς μίμηση των μετέπειτα γενιών της γενέτειράς του το Χουδέτσι και όχι μόνο.

Εγώ προσωπικά δεν μπορώ και να ήθελα να τον ξεχάσω γιατί το σπίτι μου συμπτωματικά βρίσκεται στην οδό Δωδεκανήσου και Κουρουπάκη και έτσι, ενώ μπαίνω και βγαίνω, μου έρχεται στη θύμηση η μορφή του, ο ηρωισμός του, αλά και εκείνα τα τόσο δυσάρεστα χρόνια…».

Το πρωινό της Παρασκευής 5 Μαρτίου 1943, ο Λευτέρης Κουρουπάκης οδηγείται στον τόπο των εκτελέσεων,  τον λόφο του «Γολγοθά», ένα ύψωμα απέναντι από τις φυλακές της Αγυιάς. Εκεί οδηγούνταν όλοι οι μελλοθάνατοι. Ο Λευτέρης Κουρουπάκης, εκείνο το πρωινό, κοιτάζοντας κατάματα τους εκτελεστές του, οδηγήθηκε στο πάνθεον των ηρώων. Λίγο πριν κροταλίσουν τα πολυβόλα, παρέδωσε ένα σημείωμα στον επικεφαλής του αποσπάσματος και του ζήτησε ως τελευταία χάρη να το λάβει ο αδελφός του Αντώνιος Κουρουπάκης που βρισκόταν κι αυτός φυλακισμένος στην Αγυιά.

Το τελευταίο σημείωμα του Λευτέρη Κουρουπάκη προς τους δικούς του, γραμμένο τα ξημερώματα της Παρασκευής 5 Μαρτίου 1943
Το τελευταίο σημείωμα του Λευτέρη Κουρουπάκη προς τους δικούς του, γραμμένο τα ξημερώματα της Παρασκευής 5 Μαρτίου 1943, λίγο πριν την εκτέλεσή του

Το σημείωμα έγραφε:

Κουρουπάκης Ελευθέριος.

´Φιλιά πολλά φιλιά σʼόλους σας. Αδελφούλα μου, γονείς μου, αδέλφια μου μην πονέσετε. Προς Θεού μη πενθήσετε.

Απʼόσους υπέφεραν και υποφέρουν εξʼαιτίας μου δεν ζητώ να με συγχωρήσουν. Μα σαν αθώοι ελπίζω η δικαιοσύνη να σας απονεμηθή. Φιλιά Φιλιά

Ε. Κουρουπάκης».

Δεξιά και αριστερά του σημειώματος, μεταγενέστερα έχουν γραφτεί τα παρακάτω:

«5 Μαρτίου 1943 Παρασκευή πρωί

Επιστολή γραφείσα ολίγο προς της εκτελέσεώς του καθ΄ην στιγμήν μετεφέρετο από το κελί του θανάτου στον τόπο της εκτελέσεως».

«Η παρούσα εδόθη, εντολή του επικεφαλής εκτελεστικού αποσπάσματος Γερμανού αξιωματικού, μέσω του παραστάντος διερμηνέως, μίαν ώραν μετά την εκτέλεσιν, εις τον αδελφόν του Αντώνιον Κουρουπάκην».

Φύλαξε το κλειδί. Είναι του σπιτιού.

Όταν θα πας ν’ανοίξεις.

Σε τόπο φύλαξέ το σίγουρο

και κάπου κάπου να το καθαρίζεις.

Δεν πρέπει να σκουριάσει.

Να’ναι έτοιμο, μόλις σας πούνε

να γυρίσετε…

Έχω κλειδώσει δυο φορές την  ξώπορτα.

Πρέπει να την τραβήξεις προς τα έξω,

μην ξεχάσεις…

Εγώ δε θα γυρίσω, όπως το λογάριαζα.

Εσύ θα πας.

Θα ξαναδείς το περιβόλι και την καρυδιά

που φύτεψα…

Πρόσεχε το κλειδί.

Η αυλή μας θα μοσκομυρίζει γιασεμιά.

Το κλήμα θα’χει σίγουρα καρπό…

Και μην ξεχάσεις τα βασιλικά στη γλάστρα.

Θα’ναι όμορφα, χαρά Θεού μες στην αυλή μας.

Μην κλαις.

Μονάχα το κλειδί να το φυλάξεις καλά.

Ξέρεις τι δυσκολία θα΄χεις αν το χάσεις;

Που να’βρεις μάστορη

να σου αλλάξει κλειδαριά.

όταν στον τόπο σου γυρίσεις

 

*O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού